Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγοπούλου

Νὰ συνεχίσουμε τὴν θεολογία τῆς εἰκόνας, ἀναλύοντας τὴν εἰκόνα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Τὸ γεγονὸς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ περιγράφεται στὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον, ὅπου ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς περιγράφει πολλὰ γεγονότα ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴν Θεοτόκο καὶ δὴ μὲ τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ τὴν περιγράφει καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, ἀλλὰ λεπτομέρειες ποὺ ἀφοροῦν τὰ γεγονότα αὐτά, περιγράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, ὁ ὁποῖος γνώρισε τὴν Παναγία κι ἔμαθε τὰ γεγονότα, ὅπως γιὰ παράδειγμα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, κατευθείαν ἀπὸ τὴν Παναγία.
Αὐτὸ ὅμως ποὺ ἔχει σημασία εἶναι ἡ θεολογικὴ προσέγγιση τῆς εἰκόνας. Στὴν εἰκόνα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ βλέπουμε τὸν ἀρχάγγελο Γαβριὴλ καὶ τὴν Παναγία σὲ αὐτὴ τὴν μοναδικὴ συνάντηση! Ἡ εἰκόνα ποὺ προσωπικὰ θεωρῶ ὅτι εἶναι μᾶλλον ἡ καλύτερη ποὺ ἔχω δεῖ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Ὀχρίδας. Ἡ περιοχὴ τῆς Ὀχρίδας εἶναι πάνω ἀπὸ τὶς Πρέσπες, στὰ σημερινὰ Σκόπια. Εἶναι μία πανέμορφη εἰκόνα ἀγνώστου καλλιτέχνη.
Νὰ δοῦμε λίγο τὴν εἰκόνα. Μερικὰ στοιχεῖα ποὺ ἔχω δώσει σὲ προηγούμενες ἀναλύσεις γιὰ τὸν Ἄγγελο καὶ γιὰ τὴν Παναγία, θὰ τὰ προσεγγίσουμε σήμερα μὲ καλύτερο τρόπο. Πρῶτα – πρῶτα, ὁ Ἄγγελος ἀναγγέλλει ἕνα γεγονός. Ἒφ ὅσον ἀναγγέλλει…
γεγονὸς καὶ κινεῖται, τὰ πόδια τοῦ ὅπως βλέπουμε στὴν εἰκόνα, εἶναι ἀνοιχτά. Ὑπάρχει μία κίνηση. Σὲ ἄλλες περιπτώσεις θὰ δοῦμε ἀγγέλους οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν αὐτὴ τὴν κίνηση, ποὺ τὰ πόδια τοὺς εἶναι στατικά. Ὅ,τι γνωρίζουμε γιὰ τοὺς ἀγγέλους, τὸ γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή. Κατὰ τὰ μέτρα τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι «λειτουργικὰ πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα». Δηλαδὴ ἔχουν δύο πράγματα. Πρῶτον, εἶναι λειτουργικὰ πνεύματα, λειτουργοῦν τὸν Θεὸ καὶ δεύτερον εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα. Ἔχουν ἀποστολή. Τοὺς ἀποστέλλει ὁ Θεὸς γιὰ νὰ κάνουν κάτι στὸν κόσμο. Αὐτὸς εἶναι ὁ ρόλος τους. Γιὰ τὰ ἄλλα οὐράνια τάγματα δὲν γνωρίζουμε πολλὰ πράγματα. Τὰ περισσότερα ποὺ γνωρίζουμε εἶναι γιὰ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀρχαγγέλους. Ἐνῶ γνωρίζουμε ὅτι ὑπάρχουν τὰ τάγματα ποὺ ὀνομάζονται ἀρχές, κυριότητες, θρόνοι, ἐξουσίες, δυνάμεις, πολυόμματα, παρόλα αὐτὰ δὲν γνωρίζουμε τὸν ρόλο τοὺς τὸν λειτουργικό. Λίγα πράγματα ξέρουμε γιὰ τὰ Χερουβεὶμ καὶ τὰ Σεραφείμ, τὰ ὁποῖα ἔχουν ἐμφανιστεῖ στὸ χῶρο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Ἀλλὰ περισσότερες καὶ πιὸ συνεχεῖς ἐμφανίσεις ἔχουμε ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους καὶ δὴ τοὺς ἀρχαγγέλους. Νὰ θυμάστε, ὁ ἐκ τῶν ἀρχαγγέλων Μιχαὴλ ἐμφανίζεται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ ὁ ἐκ τῶν ἀρχαγγέλων Γαβριὴλ ἐμφανίζεται στὴν Καινὴ Διαθήκη. Ὅταν λοιπὸν βλέπετε ἀρχάγγελο στὸ χῶρο τῆς Καινῆς Διαθήκης – καὶ τὸ ὄνομά του νὰ μὴν ξέρετε – εἶναι ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ. Ὁ ἀρχάγγελος Μιχαὴλ συνήθως, ἀλλὰ ὄχι κὰτ΄ ἀποκλειστικότητα, ἐμφανίζεται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Βέβαια σὲ γεγονότα τὰ ὁποῖα διατρέχουν τὴν ἱστορία τῆς ἐκκλησίας μας, ἔχουμε ἐπὶ μέρους διαφοροποιήσεις. Ἔχουμε τὸ ἐν Χώναις θαῦμα, ποὺ τὸ γιορτάζουμε τὸν μήνα Σεπτέμβριο καὶ τὸ ὁποῖο τὸ κάνει ὁ ἀρχιστράτηγος Μιχαήλ. Ἀλλὰ αὐτὴ εἶναι μία βασικὴ θεώρηση τῶν πραγμάτων. Γιὰ αὐτὸ νὰ ξέρετε καὶ ἐξ ἀπόψεως λειτουργικῆς κατατάξεως τῶν εἰκόνων στὸ ἱερό, ἡ ὡραία Πύλη ἔχει δύο πόρτες. Ἡ δεξιὰ – ὅπως βλέπουμε ἐμεῖς – καὶ ἡ ἀριστερή. Ἂν ἔχετε παρατηρήσει, ἡ πόρτα ἡ ἀριστερή, μόνο αὐτὴ χρησιμοποιεῖται στὴ Θεία λειτουργία. Ἐνῶ σὲ ὅλες τὶς ἀκολουθίες ὁ ἱερέας ἢ ὁ διάκονος βγαίνει ἀπὸ τὴν πόρτα τὴν ἀριστερὴ καὶ εἰσέρχεται ἀπὸ τὴν δεξιά, ὅταν ἀρχίσει ἡ Θεία λειτουργία ἡ δεξιὰ πόρτα καταργεῖται τελείως. Χρησιμοποιεῖται μόνο ἡ ἀριστερὴ πόρτα, ὅπου γίνονται οἱ εἴσοδοι τῶν ἱερέων μὲ τὰ ἅγια. Αὐτὸ σημαίνει πὼς ἡ πόρτα αὐτὴ ποῦ ἔχει λειτουργικὴ χρήση τὴν ὥρα τῆς Καινῆς Διαθήκης, εἶναι ἡ θύρα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἐνῶ ἡ ἄλλη πόρτα ποῦ ἔχει λειτουργικὴ χρήση συνεχῶς καὶ καταλυμπάνεται, δὲν λειτουργεῖ τὴν ὥρα τῆς Θείας λειτουργίας εἶναι – ἂς τὴν ποῦμε συμβολικὰ – ἡ πόρτα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Γὶ΄ αὐτὸ πάνω στὴν πόρτα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης – ποὺ εἶναι ἡ δεξιὰ ὅπως τὴν βλέπουμε ἐμεῖς – ἁγιογραφοῦμε τὸν ἀρχάγγελο Μιχαὴλ ποὺ εἶναι ὁ ἀρχάγγελος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ στὴν ἀριστερὴ πόρτα ἁγιογραφοῦμε τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ.
Οἱ ἄγγελοι λοιπόν, εἶναι «λειτουργικὰ πνεύματα εἷς διακονίαν ἀποστελλόμενα». Ἂν λοιπόν, οἱ ἄγγελοι εἶναι λειτουργοί, ὅπως στὴν εἰκόνα τῆς Βαπτίσεως ποῦ διακονοῦν τὸ Χριστὸ ποῦ βαπτίζεται, θὰ τοὺς δοῦμε νὰ εἶναι ἀκίνητοι. Τὰ πόδια τοὺς εἶναι κλειστά. Ἂν δοῦμε τὰ πόδια τοὺς ἀνοικτά, τότε σημαίνει πὼς εἶναι ἀποστελλόμενοι. Τὸ ἴδιο μέγεθος τῆς κινήσεως τῶν ποδῶν θὰ τὸ δοῦμε νὰ περνάει καὶ στοὺς Ἀποστόλους. Καὶ οἱ Ἀπόστολοι ἔχουν μία κίνηση· λειτουργοῦν τὸν Θεό. Ἂν βρίσκονται σὲ ἀποστολὴ ἔχουν ἀνοικτὰ τὰ πόδια. Ἂν βρίσκονται σὲ λειτουργία τοῦ μυστηρίου τῆς θείας οἰκονομίας, ἔχουν κλειστὰ τὰ πόδια. Στὴν εἰκόνα τῆς Ἀναλήψεως ἢ στὴν εἰκόνα τῆς ψηλαφήσεως τοῦ Θωμὰ θὰ δεῖτε τοὺς μαθητὲς νὰ στέκονται ἔνθεν καὶ ἔνθεν. Στὸ κέντρο εἶναι ὁ Θωμάς, ὁ ὁποῖος ψηλαφεῖ τὸν Χριστὸ καὶ ἔνθεν καὶ ἔνθεν εἶναι οἱ ὑπόλοιποι ἀπόστολοι. Θὰ δεῖτε τοὺς μισοὺς νὰ ἔχουν ἀνοικτὰ πόδια καὶ τοὺς ἄλλους μισοὺς νὰ ἔχουν κλειστὰ πόδια. Δὲν μποροῦν νὰ ἁγιογραφήσουν τὸν ἴδιο Ἀπόστολο μὲ ἀνοιχτὰ καὶ κλειστὰ πόδια. Ἐπειδὴ οἱ Ἀπόστολοι εἶναι ἕνα σῶμα, οἱ μισοὶ ἐκδηλώνουν τὴν κίνηση, ποὺ εἶναι ἀπόστολοι διὰ τῆς ἀνοικτῆς ἐκφράσεως τῶν ποδῶν τους καὶ οἱ ἄλλοι μισοὶ διὰ τῆς κλειστῆς ἐκφράσεως τῶν ποδῶν τους. Καὶ δηλώνουν ποὺ ταυτόχρονα εἶναι καὶ ἐν κινήσει, ἀλλὰ καὶ λειτουργοί. Αὐτὸ εἴμαστε καὶ ἐμεῖς δηλαδή. Στὴν Ὀρθοδοξία δὲν ἀναρωτιόμαστε «τί εἶναι καλύτερο»; Νὰ εἴμαστε ἀκίνητοι ἢ κινούμενοι; Μᾶς ἐνδιαφέρει νὰ εἴμαστε κινούμενοι, κατὰ τὰ μέτρα τῆς ἀποστολῆς ποὺ μᾶς βάζει ὁ Θεὸς νὰ κάνουμε, καὶ ἀκίνητοι κατὰ τὰ μέτρα τοῦ ἡσυχασμοῦ καὶ τῆς στάσεως τῆς νηπτικῆς καὶ τῆς προσευχῆς. Καὶ τὰ δύο μέτρα ἰσορροποῦν στὴν Ὀρθοδοξία. Ποτὲ δὲν ἔχουμε μία ἀπολυτότητα. Δηλαδή, ἂν κάποιος πεῖ «ἐγὼ θὰ ἡσυχάσω χωρὶς νὰ κάνω κίνηση, κάποια ἐνέργεια», τότε αὐτὸς δὲν ζεῖ τὴν Ὀρθοδοξία σωστά. Αὐτὰ τὰ δύο λοιπόν, ἐναλλάσσονται.
Στὴν εἰκόνα, ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ εἶναι ἀποστελλόμενος στὴν Παναγία, γὶ΄ αὐτὸ τὰ πόδια τοῦ εἶναι ἀνοιχτά. Ὅπως βλέπετε, ἔχει τὸ χέρι τοῦ ἐκτεταμένο, τῆς δείχνει κάτι. Ἂν ἦταν λειτουργὸς καὶ λειτουργοῦσε τὸ μυστήριο (ὅπως μπορεῖτε νὰ δεῖτε) στὴν εἰκόνα τῆς Βαπτίσεως, τὰ χέρια του θὰ ἦταν κλειστά. Καὶ μάλιστα καλυμμένα μὲ ἕνα ὕφασμα. Ἐνῶ βλέπετε, ἂν τὸ χέρι εἶναι ἀνοικτό, κάτι δεικνύει. Ὁ Θεὸς τοῦ λέει κάτι νὰ πεῖ. Δὲν εἶναι τὸ δικό του τὸ χέρι. Δανείζει τὸ χέρι του, στὸ Θεό. Αὐτὸ συμβαίνει στὴ Θεία λειτουργία. Ἂν ἔχετε παρατηρήσει, ἐμεῖς οἱ ἱερεῖς φορᾶμε τὸ ἐξωτερικὸ ἔνδυμα τὸ ὁποῖο λέγεται φελόνιον καὶ καλύπτει τὰ χέρια μας. Τὰ χέρια μᾶς εἶναι καλυμμένα. Ποῦ σημαίνει ὅτι δὲν ἔχουμε χέρια. Κι ἂν πρόκειται νὰ κάνουμε κάτι, τὸ κάνουμε ὅπως τὸ λέει ἡ Ἐκκλησία, κατὰ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή, δὲ χρησιμοποιοῦμε τὰ χέρια μας ὅπως ἐμεῖς θέλουμε γιὰ νὰ κάνουμε ἐκφράσεις λύπης, χαρᾶς, θριάμβου, νίκης κτλ. Ὁ ἱερέας βγάζει τὸ χέρι τοῦ κάτω ἀπὸ τὸ φελόνιο γιὰ νὰ εὐλογήσει τὸν λαό, τὰ τίμια δῶρα, νὰ πεῖ «εἰρήνη πάσι». Τίποτα ἄλλο. Βλέπετε κι ὁ ἱερέας μετέχει ἀγγελικῶς, κατὰ τὰ δικά του τὰ μέτρα, ὅπως κι ὅλος ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, στὸ θέμα τῆς λειτουργίας. Κινητὸς καὶ ἀκίνητος. Στὴν εἰκόνα, ὁ Ἄγγελος λοιπόν, ἔχει τὸ χέρι ἐκτεταμένο, τὰ πόδια ἀνοιχτά, ποὺ εἶναι αὐτὴ τὴ στιγμὴ εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενος. Βλέπετε αὐτὰ εἶναι πολὺ σπουδαία πράγματα! Κι αὐτὰ δὲν μπορεῖτε νὰ τὰ καταργήσετε.
Ἂς δοῦμε τὴν κεφαλὴ τοῦ Ἀγγέλου. Βλέπετε πὼς ὁ Ἄγγελος ἔχει μία κορδέλα. Αὐτὴ ἡ κορδέλα στὴν ἁγιογραφία εἶναι (θὰ ἔλεγα) ἡ σαρκική, ὑλικὴ ἔκφραση τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ὁ Ἄγγελος συγκεντρώνει τὸ πλούσιό του νοός του, (δὲν μπορῶ νὰ περιγράψω τὴ διάνοια καὶ τὸ νοῦ) μπροστὰ στὸ Θεό. Γιὰ αὐτὸ ἔχει κι αὐτὴν τὴν κορδέλα. Αὐτὸ ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει εἶναι αὐτὴ ἡ συγκέντρωση.
Καὶ προσέξτε, ποὺ ἡ ἀπεικόνιση τῆς κεφαλῆς δὲν εἶναι προφίλ, οὔτε κατὰ πρόσωπον. Εἶναι ἀπεικόνιση κατὰ τὰ τρία τέταρτα, ὅπου βλέπουμε καὶ τὰ δύο του τὰ μάτια. Αὐτὸ ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει πάρα πολὺ εἶναι νὰ βλέπουμε καὶ τὰ δύο του τὰ μάτια. Καὶ τὸ βλέπουμε αὐτὸ καὶ σὲ ὅλους τους ἁγίους.
Ὁ Ἄγγελος κρατάει στὰ χέρια τοῦ ἕνα ραβδί. Ποτὲ μὴν ἁγιογραφήσετε τὸν Ἄγγελο μὲ ἐκείνη τὴν ἔκφραση τὴν ρομαντικὴ – ὅπως τὴν κάνει ἡ βατικάνια ἁγιογραφία – νὰ μεταφέρει κάποιο κρίνο. Δὲν ὑπάρχει παράδοση ποὺ νὰ ἀναφέρει κάτι τέτοιο καὶ οὔτε μᾶς λέει ἡ Ἁγία Γραφὴ ὅτι ὁ Ἄγγελος κρατάει ραβδὶ στὰ χέρια του. Τὸ ραβδὶ γιὰ ἐμᾶς ἔχει ἕνα θεολογικὸ συμβολισμό. Τὸ ραβδὶ ἤτανε πάντοτε τὸ ἀντικείμενο τὸ ὁποῖο χρησιμοποιοῦσαν οἱ ἀγγελιοφόροι γιὰ νὰ ἀναγγείλουν τὰ μηνύματά τους. Μέχρι καὶ πρόσφατα στὰ χωριά μας, ἔβγαινε ἕνας ντελάλης καὶ χτυποῦσε στὸ δάπεδο, στὸ καλντερίμι, ἕνα ξύλο καὶ ἔλεγε θὰ γίνει αὔριο αὐτὸ τὸ γεγονός. Τὸ ραβδὶ σημαίνει πὼς ὁ Ἄγγελος ἔρχεται νὰ ἀναγγείλει κάτι. Δὲν κρατάει ἕνα λουλούδι γιὰ νὰ ὡραιοποιήσει τὴν κατάσταση ἢ νὰ δώσει ἕνα δῶρο στὴν Παναγία. Αὐτὸ εἶναι λάθος. Εἶναι ρομαντικὴ ἀντιμετώπιση τοῦ πράγματος. Καὶ ἡ ἐκκλησία μας ποτὲ στὴν ἁγιογραφία δὲν κάνει ρομαντικὴ ἀντιμετώπιση τοῦ πράγματος, ἀλλὰ πάντοτε κάνει κατανυκτικὴ ἀντιμετώπιση τοῦ γεγονότος.
Ἡ ἐκκλησία μὲ τὶς τέχνες τῆς θέλει νὰ δώσει κατάνυξη κι ὄχι νὰ δώσει ρομαντισμό. Γὶ΄ αὐτὸ βλέπετε στὴν Ὀρθόδοξη τέχνη διαφοροποιούμεθα τελείως. Καὶ στὴ μουσικὴ καὶ στὴ ζωγραφική. Δύο κὰτ΄ἐξοχὴν τέχνες. Ὑπάρχουν καὶ ἄλλες τέχνες, ὅπως ἡ ξυλογλυπτική. Ὅπως μὲ αὐτὲς τὶς δύο κὰτ΄ἐξοχὴν τέχνες, ἔτσι καὶ μὲ τὸ ξυλόγλυπτο τὸ ἴδιο πράγμα γίνεται. Κάνουμε ἁπλά, λιτὰ ξυλόγλυπτα. Δὲν κάνουμε ποτὲ οὔτε μπαρόκ, οὔτε ροκοκό, τὰ ὁποῖα εἶναι ἐμπλουτισμένα, φορτωμένα πάρα πολὺ γιὰ νὰ ἐντυπωσιάσουν τὶς αἰσθήσεις τοῦ ἀνθρώπου. Ὅλη αὐτὴ ἡ τέχνη περνάει στὴν ἐκκλησία καὶ περνάει ἀκόμη καὶ πάνω στὰ ἄμφια τῶν κληρικῶν κτλ. Καὶ ἐδῶ ὑπάρχει μία θεολογία. Ἡ λιτότητα τῶν ἀμφίων, οὔτε μὲ προσθῆκες, οὔτε μὲ πολλὲς παραστάσεις πάνω καὶ διάφορα χρώματα. Ἡ ἐκκλησία μᾶς ἔχει μία λιτότητα σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα. Ἀλλὰ ἐμᾶς ἡ προκείμενή μας δουλειὰ εἶναι νὰ δοῦμε τὴν ἁγιογραφία καὶ νὰ θυμηθοῦμε αὐτὴ τὴ λιτότητα, ἡ ὁποία ἐκφράζεται μὲ αὐτὸ τὸ ραβδὶ καὶ μὲ τὸ χέρι τοῦ Ἀγγέλου τὸ ὁποῖο ἐκτείνεται.
Ὁ Ἄγγελος ἔχει μία λωρίδα – θὰ δοῦμε αὐτὴ τὴ λωρίδα καὶ στὰ ροῦχα τοῦ Χριστοῦ πολλὲς φορὲς – ποὺ δηλώνει πὼς ὡς ἀξιωματικὸς ἔχει μία ἐντολή. Πῆρε μία ἐξουσία ἀπὸ κάποια ἀνώτερη ἀρχή. Δηλώνει πὼς ἕνας Ἄγγελος δὲν εἶναι αὐτοτελής. Δὲν λειτουργεῖ μόνος του. Δὲν λειτουργεῖ κατὰ τὰ μέτρα τῆς δικῆς ἐπιθυμίας, ἀλλὰ ὑπακούει στὸ Θεό. Κι ἐδῶ μὲ αὐτὴ τὴν κορδέλα (λωρίδα) δηλώνεται ἡ δοθεῖσα ἐξουσία. Στὸν Χριστό, ἡ δοθεῖσα ἐξουσία δηλώνεται καὶ μὲ μία κορδέλα, ἀλλὰ ταυτόχρονα θὰ Τὸν δοῦμε νὰ κρατάει στὰ χέρια Τοῦ – συνήθως πάντοτε – ἕνα εἰλητάριο. Τὰ εὐαγγέλια παλιὰ δὲν ἦταν βιβλία, ἦταν αὐτὰ τὰ ἐλισσώμενα ἀντικείμενα τῶν παπύρων. Ὁ Χριστὸς πῆρε τὴν ἐξουσία ἀπὸ τὸν Πατέρα γιὰ νὰ κάνει αὐτὸ ποὺ θὰ κάνει. Κανεὶς δηλαδὴ δὲν εἶναι αὐτοτελής.
Κατὰ τὰ ἄλλα, οἱ ἄγγελοι ἁγιογραφοῦνται ὅπως τοὺς ἔχουμε δεῖ. Τοὺς εἴδαμε ἀνθρωποειδεῖς, τοὺς εἴδαμε νὰ ἔχουν πτέρυγες. Δὲν εἶναι μία δική μας ἐπινόηση. Ἁγιογραφοῦμε μὲ θεολογικὸ τρόπο, ὅτι εἴδαμε. Τὰ τροπάρια τῆς ἐκκλησίας μᾶς ἀναφέρουν ὅτι εἶναι δευτερεύοντα φῶτα. Πρωτεῦον φῶς εἶναι ὁ Θεός. Ὅλοι οἱ ἄλλοι, οἱ ἅγιοι καὶ οἱ ἄγγελοι εἶναι δευτερεύοντα φῶτα γιατί παίρνουν τὸ φῶς ἀπὸ τὸ Θεό. Κανεὶς δὲν ἔχει δικό του, ἴδιον φῶς. Καὶ οἱ ἅγιοι ποὺ ἔχουν τὰ φωτοστέφανα γύρω ἀπὸ τὸ κεφάλι τους, δηλώνεται τὸ δευτερεῦον φῶς. Εἶναι τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ. Τὸ ὁποῖο καταυγάζει ὅλο τους τὸ κεφάλι.
Νὰ θυμάστε ὅλους τους ἀγγέλους τοὺς τιμᾶμε πάντοτε τὴν ἡμέρα τῆς Δευτέρας. Κάθε φορᾶ ποὺ εἶναι Δευτέρα τιμοῦνται οἱ ἄγγελοι. Ὅπως Κυριακὴ εἶναι ἡ μέρα τῆς Ἀναστάσεως. Δευτέρα τῶν ἀγγέλων. Τρίτη εἶναι τοῦ Προδρόμου. Τετάρτη εἶναι τῆς Σταυρώσεως καὶ τῆς Παναγίας. Πέμπτη τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καὶ πάντοτε τοῦ ἁγίου Νικολάου, εἰς τύπον ἑνὸς ἱεράρχη. Παρασκευὴ πάλι τῆς Παναγίας καὶ ταυτόχρονα καὶ τοῦ Σταυροῦ. Σάββατο εἶναι ἡ μέρα τῶν κεκοιμημένων καὶ Κυριακή της Ἀναστάσεως. Πλέον βέβαια τῶν ἁγίων ποὺ γιορτάζουμε κάθε μέρα. Καὶ ὅλα τὰ τροπάρια τῆς Δευτέρας – ἂν ἀνοίξετε τὸ βιβλίο ποὺ λέγεται Παρακλητικὴ – ὁμιλοῦν πάντοτε γιὰ τοὺς ἀγγέλους. Καὶ τροπάρια θεολογικὰ γιὰ τοὺς ἀγγέλους μπορεῖτε νὰ βρεῖτε καὶ στὶς ἀκολουθίες τοῦ Μεσονυκτικοῦ, Κυριακὴ πρωί, ὅπου ἐκφράζεται τὸ τριαδικὸ δόγμα τῆς ἐκκλησίας μας, στὸ ὁποῖο μετέχουν διακονώντας ὡς δευτερεύοντα φῶτα καὶ οἱ ἄγγελοι.
Αὐτὰ τὰ λέω γιὰ νὰ ἀποκτήσετε μία εὐρύτερη ἐμπειρία, γιατί ἐμεῖς δὲν ἔχουμε τέχνες ἀποσπασματικές. Ὁ ἁγιογράφος γεννιέται καὶ ἀναπτύσσεται μέσα ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς ἐκκλησίας. Καὶ πρέπει νὰ δεῖ μὲ μία εὐρύτητα τὰ πράγματα. Ἕνας ἁγιογράφος ποὺ δὲν λειτουργεῖται, ποὺ δὲ ζεῖ τὸ μυστήριο τῆς ἐκκλησίας, ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ ἁγιογραφήσει. Καὶ πόσο μᾶλλον ὁ ἁγιογράφος ποὺ δὲν ξέρει στοιχειώδη θεολογικὰ πράγματα.
Νὰ ἔρθουμε λίγο στὴν Παναγία. Καὶ βλέπετε τὴν Παναγία καθήμενη. Καθήμενη μπορεῖ νὰ εἶναι συνήθως ἡ Παναγία ἢ ὁ Χριστός. Καὶ τὸ καθήμενος δηλώνει μία βεβαιότητα. Τὸ χέρι τῆς Παναγίας ποὺ εἶναι ἀνοιχτὸ δηλώνει κίνηση ἀποδοχῆς. Σημαίνει «ἀποδέχομαι». Ἐδῶ δὲν ἔχουμε κόμικς νὰ βάλουμε ἐκφράσεις καὶ λόγια. Ἡ ἀποδοχὴ δηλώνεται ταυτόχρονα μὲ τὸ κεκλιμένο τῆς κεφαλῆς. Ὑπάρχει μία ἐλαχίστη μικροτάτη κλίση, ἡ ὁποία δηλώνει ταυτόχρονα μὲ τὴν ἔκφραση τῆς ἀνοιχτῆς παλάμης, τὴν ἀποδοχή. Ὅπου δοῦμε λοιπὸν ἢ θέλουμε νὰ ἐκφράσουμε ἀποδοχὴ γεγονότος κάνουμε κεκλιμένο κεφάλι. Μία ἐλαχίστη μικρὴ ταπείνωση ποὺ δὲν εἶναι ἐμφανής. Δηλαδή, δὲν εἶναι μία ἐκρηκτικὴ ταπείνωση. Θὰ μποροῦσε νὰ ἦταν κι αὐτὸ ἕνα στοιχεῖο ρομαντικὸ ἢ ἐκκωφαντικό. Ἡ ἀνοιχτὴ παλάμη δηλώνει τὴν ἀποδοχή.
Μὲ τὸ ἄλλο τὸ χέρι ἡ Παναγία κρατάει ἕνα ἀντικείμενο. Εἶναι μία ρόκα ὅπου γνέθει. Δηλώνει ταυτόχρονα αὐτὸ ποὺ εἶναι ἡ Παναγία. Ποῦ εἶναι ἡ τιμιωτέρα τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ. Ποῦ προσομοιάζει μὲ τὰ ἀγγελικὰ τὰ τάγματα καὶ εἶναι τιμιωτέρα ἀπὸ ὅλα αὐτά. Ταυτόχρονα ὅμως παραμένει ἄνθρωπος καὶ ἐργάζεται καὶ τὰ ἀνθρώπινα. Γιὰ αὐτὸ κρατάει αὐτὴν τὴν ρόκα. Κανεὶς μέσα στὴ ζωὴ τῆς ἐκκλησίας δὲν εἶναι μόνο πνευματικὸς ἄνθρωπος. Ἐπειδὴ φέρει καὶ τὰ σαρκικὰ καὶ τὴ σαρκικὴ φύση – ποὺ δὲν εἶναι ἁμαρτία τὸ σαρκικὸ – κάνει καὶ τὰ ἀνθρώπινά του ἔργα. Εἶναι ἐργασία. Καὶ νὰ θυμάστε ὅλη ἡ ἀσκητικὴ θεωρία καὶ ἡ νηπτικὴ θεωρία τῆς Ὀρθοδοξίας κρίνεται στὴν ἐναλλαγή, δηλαδὴ στὴν ταυτόχρονη λειτουργία τῆς ἐργασίας καὶ τῆς προσευχῆς. Γιὰ αὐτὸ ἔχει αὐτὴ τὴ ρόκα ἡ Παναγία. Καὶ εἶναι καθήμενη.
Ἔχω μιλήσει γιὰ τὰ τρία ἀστεράκια ποὺ φέρει ἡ Παναγία. Ἕνα ἀστεράκι στὸ κεφάλι καὶ δύο ἀστεράκια στὴν πλάτη τῆς Παναγίας. Τὰ ἀστεράκια εἶναι ὀκτάκτινα· ἔχουνε ὀκτὼ ἀκτίνες. Το τριπλὸ ἀστεράκι σημαίνει ὅτι ἡ Παναγία εἶναι Ἀειπάρθενος. Ἦταν, εἶναι καὶ πάντα θὰ εἶναι Παρθένος. Πρό, κατὰ καὶ μετὰ τὸν τόκο. Τὸ ὀκτάκτινο ἀστεράκι, μὲ τὶς ὀκτὼ ἀκτίνες δηλώνει τὸ μυστήριο τῆς ὀγδόης ἡμέρας. Τὸ μυστήριο τῆς ὀγδόης ἡμέρας εἶναι τὸ μυστήριο τῆς ἡμέρας ποὺ (ἐγκαινίασε) ὁ Θεὸς μὲ τὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας, γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο. Γιατί ἐμεῖς τὴν ἕβδομη ἡμέρα, τὴν τελευταία ἡμέρα τῆς δημιουργίας, ἀποτύχαμε σὲ αὐτὸ ποὺ μᾶς ἔκανε ὁ Θεός. Καὶ ἐμεῖς τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ μετέχουμε στὰ τῆς Παναγίας στὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας.
Οἱ Πατέρες τῆς ἐκκλησίας θεολόγησαν γιὰ τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας, ἀλλὰ καίρια θεολογικὴ στιγμὴ γιὰ τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας, εἶναι ἡ τρίτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Ἡ ἐν Ἐφέσω Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ὅπου σὲ αὐτὴ κάποιοι ὑποστήριξαν, ὅπως ὁ Νεστόριος ἕνας αἱρετικὸς , πὼς ἡ Παναγία δὲν εἶναι Θεοτόκος ἀλλὰ εἶναι Χριστοτόκος. Θὰ πεῖτε τί διαφορὰ ἔχει; Πολὺ μεγάλη διαφορά. Ἄλλο Θεοτόκος ποὺ γεννάει τὸν Θεό, καὶ ἄλλο Χριστοτόκος. Αὐτὴ ἡ διαφορὰ τί σημαίνει; Ἔλεγε ὁ Νεστόριος λοιπὸν νὰ εἶναι Χριστοτόκος. Γέννησε τὸ Χριστό, τίποτε ἄλλο. Κατὰ τὸν Νεστόριο, δηλαδὴ ἦταν μία σωλήνα ἀπὸ τὴν ὁποία πέρασε ὁ Χριστὸς καὶ τίποτε ἄλλο. Αὐτὸ εἶναι θεολογικὸ λάθος. Πῶς γεννήθηκε ὁ Χριστός; Τί λέμε ἐμεῖς στὸ Πιστεύω; «Ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα». Λειτουργοῦν ἐδῶ δύο γεγονότα. Ὅπως σὲ μία γέννηση ἑνὸς παιδιοῦ λειτουργεῖ ὁ ἄνδρας καὶ ἡ γυναίκα, ἐδῶ λειτουργεῖ ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα». Τί κάνει ἡ Παναγία; Δίνει τὴν ἀνθρώπινη σάρκα τοῦ (κόσμου) στὸν Χριστό. Ἄρα, ἡ συμμετοχὴ τῆς Παναγίας δὲν εἶναι ἁπλῶς ἡ συμμετοχὴ μίας σωλήνας, ποὺ ἐξυπηρετεῖ μία κατάσταση. Δὲν διέρχεται ὁ Χριστὸς ἀπὸ μέσα, χωρὶς ἡ Παναγία νὰ προσφέρει τὰ ἀνθρώπινα μεγέθη. Ὁ Χριστὸς προσλαμβάνει τὰ ἀνθρώπινα μεγέθη ἀπὸ τὴν Παναγία. Άρα εἶναι Θεὸ – τόκος. Γεννιέται ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ( Θεὸς σαρκοῦται). Εἶναι πολὺ μεγάλη διαφορά. Καὶ ἔγινε μία ὁλόκληρη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος γιὰ αὐτὸ καὶ μόνο τὸ θέμα. Ἂν ἡ Παναγία εἶναι Χριστοτόκος ἢ Θεοτόκος; Καὶ ἀντιμετώπισαν αὐτὴ τὴ θεολογία πολὺ μεγάλοι Πατέρες, ὅπως ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας καὶ ἄλλοι θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι πρωτογενώς, θεολόγησαν γιὰ τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας μας.
Νὰ ἐπανέλθω καὶ πάλι στὴν πρώτη εἰκόνα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ὑπάρχουν δευτερεύοντα στοιχεῖα τὰ ὁποῖα μπορεῖ νὰ διαμορφωθοῦν καὶ χρωματικά. Ὑπάρχει ὁ θρόνος. Ἢ ἀκόμη αὐτὸ τὸ κόκκινο ὕφασμα ποὺ εἶναι ἐπάνω. Καὶ σὲ ἄλλες εἰκόνες, συνήθως δεσποτικῶν ἑορτῶν ἢ τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας, βάζουμε αὐτὸ τὸ κόκκινο ὕφασμα ποὺ δηλώνει ἕνα γεγονὸς χαρμόσυνο. Θὰ λέγαμε, ἕνα γεγονὸς χαρμοαναστάσημο. Ἀλλὰ εἶναι δευτερεῦον στοιχεῖο, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι μπορεῖ καὶ νὰ μὴν μπεῖ. Δὲν θὰ τὸ δεῖτε σὲ ὅλες τὶς εἰκόνες. Μεταβάλλεται κατὰ τὴν ἐπιλογὴ τῶν ἁγιογράφων. Ἐνώ τα θεολογικὰ στοιχεῖα, χρησιμοποιοῦνται ὡς ἔχουν. Γιὰ παράδειγμα, τὸ βάθρο πάνω στὸ ὁποῖο στέκεται ὁ Ἄγγελος ἢ ἡ Παναγία, εἶναι δευτερεῦον στοιχεῖο. Εἶναι ἀπαραίτητο, νὰ μπορεῖτε νὰ διακρίνετε τὰ θεολογικὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὰ δευτερεύοντα στοιχεῖα.
Τὸ χρῶμα τοῦ ἐνδύματος τῆς Παναγίας, τὸ μαφόριο εἶναι σκοῦρο κόκκινο, ποὺ εἶναι τὸ χρῶμα τὸ ὁποῖο ἔχει ἡ Ὀρθοδοξία μας ὡς χρῶμα βαθύτατο κατανυκτικό. Ἡ ἐκκλησία μας ποτὲ δὲν χρησιμοποιεῖ χρῶμα μαῦρο. Εἶναι ἀτυχέστατο οἱ ἱερεῖς νὰ ντύνονται – εἰδικὰ τὴ μεγάλη Σαρακοστὴ – μὲ μαῦρα ροῦχα ἢ νὰ βάζουν στὴν ἁγία Τράπεζα, τὴν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς μαῦρα καλύμματα. Ἐμεῖς, δὲν ἔχουμε ποτὲ τὸ ἀπόλυτό της θλίψεως. Ἐμεῖς – ὅπως θὰ τὸ δοῦμε καὶ στὸ σχῆμα τοῦ στόματος ποὺ ἁγιογραφοῦμε – μιλᾶμε γιὰ τὴν χαρμολύπη. Εἶναι δύο συνδυαστικὰ στοιχεῖα. Ποτὲ δὲν εἴμαστε στὴν ἀπόλυτη χαρὰ καὶ στὴν ἀπόλυτη λύπη. Ἡ ἀπόλυτη χαρὰ εἶναι μία οὐτοπία. Γιατί ζοῦμε σὲ ἕνα χῶρο μεταπτωτικό. Καὶ ἡ ἀπόλυτη λύπη εἶναι μία τραγωδία, γιατί ἡ λύπη σημαίνει ὅτι τὰ ἔχασες ὅλα. Δὲν ὑπάρχει ἐλπίδα στὸ Χριστό. Ἐμεῖς γιὰ ἕνα πράγμα μόνο λυπούμαστε. Λυπούμαστε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς «ὀργίζεστε καὶ μὴν ἁμαρτάνετε». Πρέπει νὰ ὀργιζόμαστε μόνο γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Δὲν πρέπει νὰ ἁμαρτάνουμε γιὰ τίποτα. Καὶ λυπούμεθα μόνο γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Ὁ Χριστὸς τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς Του στὸν κῆπο τῆς Γεσθημανῆ, λέει τὸ κείμενο (στὸ κατὰ Μάρκον εὐαγγέλιον) ὅτι «ἦταν περίλυπος». Συγκεκριμένα, λέει ὁ Χριστός: «περίλυπος ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου». Δὲν σημαίνει ποὺ ὁ Χριστὸς εἶναι ἀπογοητευμένος. Προσέχετε τὴ λέξη; Εἶναι περὶ – λυπος. Ὄχι λυπημένος. Ἀλλὰ εἶναι περίλυπος. Ποῦ σημαίνει ὅτι ὑπάρχει λύπη γύρω ἀπὸ Αὐτόν. Εἶναι ἡ λύπη τῆς ἁμαρτίας ποὺ λειτουργεῖ γύρω του καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι περίλυπος, γιὰ τὴ δική μας ἁμαρτία. Ἡ ἐκκλησία μας ποτὲ δὲν κάνει γεγονότα ἀπολύτου λύπης ἢ θλίψεως. Ἡ ἡμέρα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς δὲν εἶναι μία μέρα λύπης. Εἶναι τελείως λανθασμένη ἀντιμετώπιση. Εἶναι μία μέρα χαρμο – λύπης. Λυπούμαστε γιὰ ἕνα πράγμα. Γιατί τολμήσαμε νὰ σταυρώσουμε τὸν Χριστό. Καὶ ταυτόχρονα χαιρόμαστε γιατί ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε. Γιὰ αὐτὸ ἂν πάτε Παρασκευὴ πρωί, στὴν ἀκολουθία τῆς Ἀποκαθηλώσεως – ποὺ εἶναι ὁ ἑσπερινός του Μεγάλου Σαββάτου – θὰ δεῖτε τοὺς ἱερεῖς ὑποχρεωτικὰ νὰ φοροῦν λευκὰ ἄμφια. Κι ἂν ἀκόμα τὴν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς λανθασμένα φοροῦσαν μαῦρα ροῦχα, ὑποχρεωτικὰ τὰ ἀλλάζουν καὶ τὰ κάνουν ἄσπρα. Γιατί ἀρχίζει καὶ λειτουργεῖ τὸ μυστήριο τῆς καθόδου τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἅδη. Καὶ τὴν ὥρα ποὺ εἶναι νεκρὸς πάνω στὸν Σταυρό, νικιέται ὁ θάνατος. Δὲν ἔχουμε γεγονότα θλίψεως καὶ λύπης. Ἀλλὰ ἔχουμε τὴ χαρμολύπη ποὺ λειτουργεῖται σὲ ὅλη μας τὴ ζωή. Ὅπως σᾶς εἶπα ἡ ἀπόλυτη χαρὰ εἶναι μία οὐτοπία. Εἶναι μία πλασματικὴ ψυχολογικὴ κατάσταση ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ μᾶς κάνει νὰ ξεφεύγουμε ἀπὸ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς λύπης γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας.
http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2019/03/blog-post_25.html#more