Όλος ο έρωτας και της ψυχής η αγάπη επιθυμεί πλέον να είναι στραμμένη προς τον Θεόν.
Επιστολή του Οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστού.
Ηγαπημένη μου Μητέρα μετά πάντων των αδελφών μου, συγγενών και φίλων, πάντες χαίρετε εν Κυρίω.
Εγώ μεν καλώς υγιαίνω δι’ ευχών των γονέων και πάππων μας. Χαίρω δε και ευχαριστώ τον Θεόν, όπου με ηξίωσεν να έλθω εις τοιούτον μέγα και επουράνιον δώρον· να φορέσω το Μέγα και Αγγελικόν Σχήμα και να λέγωμαι Μοναχός, εγώ ο ανάξιος τοιαύτης δωρεάς.
Ας έχει δόξαν ο ελεήμων, ο εύσπλαχνος και αγαθός Πατήρ, όπου δεν με απεστράφη, αλλά με ηλέησε ως τον άσωτον υιόν. Και με εξέλεξεν εκ του κόσμου και με έφερε εις το άγιον τούτο Όρος, εις τοιούτον επίγειον Παράδεισον.
Επεπόθουν δε και εκαταφλέγετο η ψυχή μου εις το να μανθάνω περί της υγείας σας, ψυχικής και σωματικής. Αλλ’ η εντολή του Κυρίου, η λέγουσα «ο αγαπών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος», αύτη με αναγκάζει να αλησμονήσω όχι μόνον γονείς, αδελφούς και συγγενείς, αλλά και αυτό ακόμη το ίδιον σώμα.
Όλος ο έρωτας και της ψυχής η αγάπη επιθυμεί πλέον να είναι στραμμένη προς τον Θεόν. Να προσεύχεται και να ζητεί και να λαμβάνει τα αρμόδια φάρμακα προς κάθαρσιν της καρδίας και ανάπτυξιν του πνευματικού ανθρώπου.
Ο πόθος μου, η καύσις της καρδίας μου, ο θειος μου έρως ο φλογίζων μου διαρκώς τα σπλάγχνα είναι πως να σωθούν ψυχαί. Πώς να προσφερθούν εις τον γλυκύτατον μας Ιησοϋν θυσίαι λογικαί. Επιθυμώ να ιδώ όλους τους ιδικούς μου, μητέρα, αδελφούς και τα τέκνα αυτών, όλοι να γίνουν τέκνα Θεού. Να γίνουν όλοι θεία θυσία, ευάρεστος τω αγίω Θεώ.
Αχ, και ποιος ήθελεν είναι πλησίον μου να ήκουε τας ευχάς μου, να ήκουε τους στεναγμούς μου, να έβλεπε και τα δάκρυα όπου χύνω υπέρ των αδελφών μου; Όλην την νύκτα προσεύχομαι και φωνάζω· ή σώσε όλους τους ιδικούς μου, Κύριε, ή και εμένα σβήσε· δεν θέλω Παράδεισον!
Εάν δι’ όλον τον κόσμον εκχέωμεν όλην την δύναμιν ψυχής και καρδίας προς τον Κύριον των απάντων, πόσον μάλλον δι’ υμάς;
Λοιπόν ακούσατε μου του ταπεινού και ελαχίστου μοναχού και μη με καταφρονήσετε ως αγράμματον και άμαθη. Ανοίξατε τους οφθαλμούς της ψυχής σας να ιδήτε τί υπάρχει πέραν από αυτήν την ζωήν.
Οι άνθρωποι του κόσμου αγαπούν τον κόσμον, επειδή δεν εγνώρισαν ακόμη τήν πικρίαν του. Είναι ακόμη τυφλοί εις την ψυχήν και δεν βλέπουν τι κρύπτεται μέσα εις αυτήν την προσωρινήν χαράν. Δεν ήλθεν ακόμη εις αυτούς φώς νοητόν· δεν έφεξεν ακόμη ήμερα σωτηρίας. Όμως εσείς, όπου τόσα έχετε ιδεί και έχετε ακούσει, πρέπει καλώς να εννοήσετε ότι των πρόσκαιρων οι απολαύσεις ωσάν σκιά παρέρχονται. Και ο καιρός της ζωής περνά και χάνεται και δεν γυρίζει οπίσω. Ο καιρός του παρόντος βίου είναι καιρός τρυγητού, καιρός θέρους. Και ο καθένας συνάγει τροφήν, όσον δύναται καθαράν και ταμιεύει αυτήν εις τήν άλλην ζωήν.
Δέν κερδίζει ο έξυπνος, ο ευγενής ή ο πλούσιος, αλλά όποιος υβρίζεται και μακροθυμεί, όποιος αδικείται και συγχωρεί, όποιος συκοφαντείται και υπομένει. Εκείνος που γίνεται σπόγγος και καθαρίζει ό,τι του λέγουν ό,τι ακούει. Αυτός καθαρίζεται και λαμπρύνεται περισσότερον. Αυτός φθάνει εις μέτρα μεγάλα. Αυτός εντρυφά εις θεωρίας μυστηρίων. Και τέλος αυτός είναι απ’ έδώ μέσα εις τόν Παράδεισον.
Όθεν, αδελφοί μου καλοί και ηγαπημένοι, όποιος από εσάς αδικείται εις τον κόσμον αυτόν και θελήσει να ζητήσει το δίκαιον, ας γνωρίζει ότι είναι αυτό. Να βαστάζει το βάρος του αδελφού του, του πλησίον του, μέχρις εσχάτης πνοής και να κάμνει υπομονήν εις όλα τα λυπηρά της παρούσης ζωής.
Διότι η κάθε θλίψις όπου μας γίνεται, αδελφοί μου, είτε εξ ανθρώπων είτε εκ δαιμόνων, είτε εξ αυτής της ιδίας μας φύσεως, πάντοτε έχει κλεισμένον εντός αυτής το ανάλογον κέρδος. Και όποιος την περνά δι’ υπομονής λαμβάνει την πληρωμήν· ενταύθα τον αρραβώνα, εις την άλλην ζωήν το τέλειον.
Αλησμόνησα να σας γράψω ένα μελίρρυτον διηγηματάκι. Μίαν φοράν ήμουν γονατισμένος και αφού εκουράσθην από την προσευχήν, είδα ένα θαυμάσιον όραμα.
Ενας πυρίμορφος νεανίας είχεν δύο μικρά ωραία κοριτσάκια πλησίον του. Το ένα ήταν η Μαρουσώ μας και το άλλο η Εργίνα. Τα μικρά όπου είχαν αποθάνει. Και τους λέγει ο νέος· «αυτός είναι ο αδελφός σας, τον γνωρίζετε;». Η Μαρουσώ ήταν μεγαλύτερη. «Τον γνωρίζω, λέγει, αλλά πολλά έτη πέρασαν από τότε». Η Εργίνα είπεν· «Εγώ δεν τον είδα όταν ήμουν εις την ζωήν». Και τους λέγει· «ασπασθήτε τον και να φύγωμεν».
Και με φίλησαν τα δύο μικρά, ως μυρίπνοα άνθη και απήλθον. Και συνήλθα με δάκρυα πλήρεις τους οφθαλμούς, ενθυμούμενος τήν χαράν όπου γίνεται εις τους ουρανούς, όταν οί αμαρτωλοί μετανοούν και όταν οι Δίκαιοι εισέρχωνται εις τον Παράδεισον».
http://vatopaidi.wordpress.com/2010/06/19/