Πίστις, ἡ μεγαλυτέρα δύναμις
«Οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον» (Ματθ. 8,10

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης

Ἐάν, ἀγαπητοί μου, βρεθῆτε σὲ ἕνα κύκλο χιλίων ἀνθρώπων, διαφόρων ψυχοσυνθέσεων, διαφόρων ἐπαγγελμάτων, διαφόρων κλίσεων καὶ ῥοπῶν, καὶ τοὺς ὑποβάλετε τὸ ἐρώτημα, Ποιά εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη δύναμι στὸν κόσμο; δὲν θὰ συμφωνήσουν ἀλλὰ θὰ δώσουν διάφορες ἀπαντήσεις.

Οἱ μὲν –κι αὐτοὶ εἶνε οἱ περισσότεροι– θὰ φωνάξουν· Ἡ πιὸ μεγάλη δύναμι στὸν κόσμο εἶνε τὰ λεφτά!… Εἶνε οἱ ἄνθρωποι ποὺ σὰν τὰ στρείδια εἶνε κολλημένοι στὸ μαῦρο βράχο τοῦ μαμωνᾶ. Πέρα ἀπὸ τὰ λεφτὰ δὲν βλέπουν τίποτε ἄλλο.

Ἄλλοι ὅμως θὰ διαφωνήσουν καὶ θὰ ποῦν, ὅτι ἡ πιὸ μεγάλη δύναμι στὸν κόσμο εἶνε τὸ ξίφος, τὸ σπαθί. Αὐτοὶ λατρεύουν τὸν Ἄρη, τὸ θεὸ τοῦ πολέμου. Νομίζουν, ὅτι τὸ ξίφος εἶνε ἡ μόνη δύναμι μὲ τὴν ὁποία λύνονται τὰ προβλήματα παγκοσμίως. Νομίζουν, ὅτι τὸ ξίφος τους εἶνε σὰν τὸ ξίφος τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ποὺ ἔκοψε τὸν γόρδιο δεσμό.
Οἱ μὲν βλέπουν ὡς δύναμι τὸ χρῆμα, οἱ δὲ τὸ ξίφος. Ἄλλοι νομίζουν κάτι ἄλλο. Τὸ κάλλος, λένε, ἡ ὀμορφιά, καὶ ἰδίως τὸ γυναικεῖο κάλλος, εἶνε ἡ δύναμι ποὺ συνταράσσει τὸν κόσμο ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τῆς γενετησίου ἕλξεως, τοῦ σέξ, καὶ ἐννοοῦν τὶς ἡδονὲς τῆς σαρκός.

Τὸ γυναικεῖο κάλλος, λένε, ἔκανε καὶ τοὺς γενναιότερους ἄντρες νὰ πέσουν στὰ πόδια τῶν γυναικῶν· αὐτὸ ἔρριξε τὸν Ἡρακλῆ στὴν ἀγκάλη τῆς Ὀμφάλης, αὐτὸ τὸν Ἀντώνιο στὰ δίχτυα τῆς Κλεοπάτρας, αὐτὸ τὸν Σαμψὼν στὰ πόδια τῆς Δαλιδᾶ.

Καὶ ἄλλοι πάλι λένε· Ὄχι τὸ χρῆμα, ὄχι τὸ ξίφος, ὄχι τὸ γυναικεῖο κάλλος, ἀλλὰ μία ἄλλη νέα δύναμις εἰσέρχεται στὰ πεπρωμένα τῆς ἀνθρωπότητος· καὶ ἡ δύναμις αὐτὴ εἶνε ἡ ἐπιστήμη!… Ὅταν λένε τὴ λέξι ἐπιστήμη, λὲς καὶ γεμίζει τὸ στόμα τους μὲ γαλακτομπούρεκο ζαχαροπλαστείου.
Ἡ ἐπιστήμη, σοῦ λένε, ἡ ἐπιστήμη!… Καὶ μᾶς δείχνουν τὰ ἀεροπλάνα, τοὺς πυραύλους, τὰ διαστημόπλοια, τοὺς ἀστροναῦτες. Καὶ καυχῶνται καὶ λένε, ὅτι ἡ ἐπιστήμη θὰ λύσῃ τὰ παγκόσμια προβλήματα.
Δὲν τὰ ἀρνοῦμαι αὐτά. Δὲν πετῶ στὰ ἄστρα, στὴ γῆ πατῶ. Δύναμις τὸ χρῆμα, δύναμις τὸ ξίφος, δύναμις τὸ κάλλος τῶν γυναικῶν, δύναμις ἡ ἐπιστήμη. Ἀλλ᾿ ὑπεράνω γυναι κῶν, ὑπεράνω χρημάτων (δολλαρίων, χρυσίου καὶ ἀργυρίου), ὑπεράνω ξίφους, ὑπεράνω ὅλων, εἶνε μία ἄλλη δύναμις. Ποιά; Ἔχετε αὐτιά; Τὸ λέει τὸ Εὐαγγέλιο. Ποιά εἶνε ἡ δύνα μις αὐτή;
Ἂς γελάσουν ὅσο θέλουν οἱ ἄπιστοι, ἂς καγχάσουν ὅσο θέλουν τὰ βατράχια τοῦ βυθοῦ. Τὸ γεγονὸς εἶνε, ὅτι ὑπεράνω ὅλων τῶν ἄλλων δυνάμεων εἶνε ἡ δύναμις ἐκείνη ποὺ ὀνομάζεται π ί σ τ ι ς .
Ὤ ἡ πίστις! Ἀπόδειξις τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Ἐδῶ ἐμφανίζονται δύο δυνάμεις, καὶ βλέπουμε τὴ μία νὰ πέφτῃ μπροστὰ στὰ πόδια τῆς ἄλλης· ἡ δύναμι (μὲ δέλτα μικρό) πέφτει μπροστὰ στὴ Δύναμι (μὲ δέλτα κεφαλαῖο).

* * *

Τί λέει τὸ εὐαγγέλιο, ἀγαπητοί μου; Μιλάει γιὰ ἕναν ἀξιωματικό, ἕναν ἑκατόνταρχο (ἑκατόνταρχος ἦταν βαθμὸς τῶν λεγε ώνων τῆς Ῥωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας· ἀντιστοιχεῖ μὲ τὸ σημερινὸ λοχαγό). Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἦταν ἀξιωματοῦχος τοῦ ἰσχυροτέρου κράτους τοῦ κόσμου. Ὡς ἐκπρόσωπος τῆς πανίσχυρης Ῥώμης, θὰ περίμενε κανείς, λόγῳ τοῦ ἐπαγγέλματός του, νὰ εἶνε σκληρός, αὐταρχικός, ὑπερήφανος, ἐγωιστής.
Καὶ ὅμως τὸν βλέπεις αὐτόν, τὸν φρούραρχο τῆς Καπερναούμ, νὰ πέφτῃ στὰ πόδια ἑνὸς ξυπόλητου, ὅπως ἦταν ὁ Θεάνθρω πος, ἑνὸς ποὺ δὲν εἶχε μήτε σπαθὶ μήτε χρήματα.
Πέφτει, μὲ ὅλη τὴν αἴγλη καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς ἐξουσίας του, μπροστὰ στὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τοῦ λέει· –Σῶσε με. Τὸ σπαθί μου δὲν κάνει τίποτε πλέον. Μέσα στὸ σπίτι μου εἶνε ἕτοιμος νὰ εἰσ ορμήσῃ ὁ σίφουνας τοῦ θανάτου. Ἔχω ἕναν βαρειὰ ἄρρωστο, παράλυτο, ποὺ βασανίζεται. Φάρμακα ἀγόρασα, γιατροὺς ἔφερα, τίποτε δὲν πέτυχα. Ἔρχομαι σ᾿ ἐσένα, Χριστέ· σῶσε τὸν ὑπηρέτη μου.
Ὁ Χριστὸς τοῦ λέει· –«Ἐγὼ ἐλθὼν θεραπεύσω αὐτόν», θὰ ᾿ρθῶ νὰ τὸν κάνω καλά (Ματθ. 8,7).
Καὶ ὁ ἑκατόνταρχος τί ἀπαντᾷ· –Κύριε, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ στεγάσω ἐσένα στὸ μέγαρο καὶ τὸ διοικητήριό μου.
Φτάνει κι ἀπὸ μακριὰ ἕνας λόγος σου, γιὰ νὰ κάνῃ καλὰ τὸ δοῦλο μου. Ἔχω κ᾿ ἐγὼ ἐξουσία ὡς ἀξιωματικός. Ἀλλὰ μικρὴ εἶνε ἡ δύναμίς μου. Ἐγὼ ἐξουσιάζω ἑκατὸ ἄντρες· ἐσύ, Κύριε, ἐξουσι – άζεις τὰ πάντα.
Τί εἶνε ἡ δική μου δύναμι μπροστὰ στὴ δική σου; ἕνα μηδέν. Καὶ ἂν ἐγὼ διατάζω καὶ οἱ στρατιῶτες μου ὑπακούουν, πολὺ περισσότερο ἐσύ, ὁ παντοδύναμος Θεός, μπορεῖς νὰ διατάξῃς τὴν ἀσθένεια καὶ νὰ φύγῃ.
Διάταξε λοιπόν, Κύριε, νὰ γίνῃ καλὰ ὁ ὑπηρέτης μου. Βλέποντας ὁ Κύριος τὸ μέγεθος αὐτὸ τῆς πίστεως, θαύμασε καὶ λέει· –Δὲν βρῆκα τέτοια πίστι οὔτε μέσα στὸν Ἰ – σραήλ, στοὺς φαρισαίους καὶ γραμματεῖς.
Καὶ πρὸς τὸν ἑκατόνταρχο λέει· –«Ὕπαγε, καὶ ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι». Κι ὁ εὐαγγελιστὴς σημειώνει· «Καὶ ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ» (ἔ.ἀ. 8,13). Νά λοιπόν, ἀγαπητοί μου, αὐτὸ ποὺ ἔλεγα στὴν ἀρχή· ὅτι τὸ ξίφος τῆς Ῥώμης πέφτει καὶ προσκυνεῖ τὸν ἐσταυρωμένο Λυτρωτή, καὶ ἔ – τσι ἡ δύναμις τῆς πίστεως θεράπευσε τὸν ὑ – πηρέτη τοῦ ἑκατοντάρχου.

* * *

Θὰ μοῦ ποῦν τώρα κάποιοι· Αὐτὰ συνέβαι- ναν «τῷ καιρῷ ἐκεί νῳ», ἀνήκουν πιὰ στὸ παρελθόν… Τὸ ξέρω αὐτὸ τὸ «τροπάριο». Μόλις ποῦ με κάτι ὑπερφυσικό, χασκογελοῦν οἱ ἀνόητοι, τὰ βατράχια καὶ τὰ κοράκια τῆς ἀπιστίας, καὶ λένε «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ»…
Δὲν εἶνε ὅμως αὐτὰ μόνο «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ».
Ἔλα, λοιπόν, νὰ σοῦ πῶ τί ἔγινε στὶς μέρες μας στὴν Ἀθήνα, στὸ νοσοκομεῖο τοῦ «Εὐαγγελισμοῦ». Ἔφεραν στὸ φορεῖο ἕ να νέο 20 ἐτῶν, πλούσιο παιδί. Τὸν ἔβαλαν στὸ κρεβάτι. Ἦρθαν οἱ καλύτεροι ἐπιστήμονες νὰ τὸν ἐξετάσουν. Ἔφεραν γιατροὺς κι ἀπ᾿ τὸ ἐξωτερικὸ μὲ τὸ ἀεροπλάνο. Κι αὐτοὶ εἶπαν, ὅτι δὲν ἔχει ζωὴ παραπάνω ἀπὸ δύο μέρες.
Ἀλλὰ ἡ μάνα –ὤ ἡ μάνα!–, ποὺ πίστευε στὸ Θεό, τὴ νύχτα, ὅταν ἔφυγαν καὶ τὸν ἐγκατέλειψαν ὅλοι, αὐτὴ γονάτισε δίπλα στὸ παιδί της καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια προσευχόταν μέχρι τὸ πρωί. Καὶ τὴν αὐγὴ τὸ παιδὶ ἦταν καλά! Ἔρχονται οἱ γιατροὶ καὶ οἱ νοσοκόμοι, βάζουν θερμόμετρο, τὸν ἐξετάζουν· δὲν ἔχει τίποτε! Ἀποροῦν. Αὐτοὶ τὸν εἶ χαν ξεγράψει, εἶπαν ὅτι σὲ δυὸ μέρες θὰ πεθάνῃ, καὶ τὸ παιδὶ ζῇ ἀκόμη μέχρι σήμερα καὶ δοξάζει τὸ Θεό.
Ὄχι, κύριοι! Ἡ πίστις εἶνε γεγονός. Ὅποιος πιστεύει, βουνὰ μετακινεῖ, τὰ ἄστρα κατεβάζει. Εἶνε μεγάλη ἡ δύναμι τῆς πίστεως. Μὴ μοῦ μιλᾶτε οὔτε γιὰ λεφτά, οὔτε γιὰ σπαθιά, οὔτε γιὰ κανόνια, οὔτε γιὰ τίποτε ἄλλο.
Θέλετε κι ἄλλη ἀπόδειξι; Τί ἦταν ἡ Ἑλλάδα μας; Νεκρὴ σχεδόν· ἀσθενής, παράλυτη, εἰκόνα τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου. Σὲ ὅλη τὴ χώρα δὲν ὑπῆρχε τίποτε. Πέρα ὣς πέρα μία ἀ – πέραντη ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία βασίλευε. Ποιός τὴν διέλυσε; Ἡ πίστις! Δὲν θὰ μιλήσω ἐγώ, θὰ μιλήσῃ ὁ Κολοκοτρώνης. Ὅταν συνέτριψε τὴ στρατιὰ τοῦ Δράμαλη στὰ στε νὰ τῶν Δερβενακίων καὶ στὴν πεδιάδα ἦταν πέντε χιλιάδες νεκροὶ Ἀραπάδες, λέει ὁ Κολοκοτρώνης· Ὄχι ἐμεῖς, ἀλλὰ ἡ πίστι μᾶς ἔσωσε· ὄχι ἐμεῖς, ἀλλὰ ὁ σταυρὸς μᾶς βοήθησε· ὄχι ἐμεῖς, ἀλλὰ ἡ ἁγία Τριὰς μᾶς ἔδωκε τὴ νίκη.
Διατάζω λοιπὸν νηστεία σὲ ὅλο τὸ στρατόπεδο, διατάζω δοξολογία, καὶ ψηλὰ στὰ Δερβενάκια νὰ στηθῇ μεγάλος ξύλινος σταυρός….
Αὐτή εἶνε ἡ πατρίδα μας. Διὰ πίστεως ἐξακολουθοῦμε νὰ ζοῦμε. Γι᾿ αὐτὸ τὸ καλύτερο μνημόσυνο τῶν ἡρώων ἐκείνων, ποὺ θυσιάστηκαν γιὰ ν᾿ ἀναπνέουμε ἐμεῖς ἐλεύθεροι, ποιό εἶνε; Ἀκούω τὴ φωνή τους, ἐσεῖς δὲν τὴν ἀκοῦτε;
Παιδιὰ τῶν Ἑλλήνων, φωνάζουν, μιμηθῆτε μας στὴν πίστι. Φυλάξτε τὴν πίστι!…. Ἡ πίστι σῴζει. Ἡ πίστι θαυματουργεῖ. Ἡ πίστι εἶνε τὸ πᾶν γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ πατρίδα.

* * *

Τὴν πίστι αὐτὴ ἂς φυλάξουμε, ἀδελφοί μου, στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας. Καὶ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων νὰ μᾶς φυλάξῃ ὅλους ἐν ὁμονοίᾳ, ἀγάπῃ καὶ αὐταπαρνήσει, μιμητὰς τῶν προγόνων μας, ποὺ ἀνέστησαν τὴν παράλυτη Ἑλλάδα διὰ τῆς θαυ- ματουργοῦ πίστεώς των.
Ἂς δοξάζουμε τὴν ἁγία Τριάδα εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Κωνσταντίνου & Ἑλένης Ἀμυνταίου τὴν 4-7-1971.
Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 1-7-2001, ἐπανέκδοσις 21-6-2013.