Ὅταν ἀγαπάη κανείς τόν Θεό, ἕνα «Κύριε ἐλέησον» ἤ δυό λογάκια προσευχῆς πού θά πῆ, ὁ Θεός τά μεγεθύνη μέσα Του τόσο, ὥστε χάνεται ἡ ψυχή στά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ καί στή θεία μακαριότητα.Ἀλλά πρέπει νά Τοῦ χτυποῦμε πολύ δυνατά τήν πόρτα· ὄχι εὐγενικά. Τότε ἀνοίγει τήν πόρτα Του, μᾶς παίρνει μέσα καί εὐφραινόμαστε. Σκεφτῆτε τή χάρά Του καί τήν ἀγαλλίασί Του! Ἐκεῖνο πού θέλει, εἶναι νά Τοῦ δώσουμε τό νοῦ μας, τήν καρδιά μας, νά Τόν ἀγκαλιάζουμε, νά Τόν γλυκοφιλοῦμε. Γι᾿ αὐτό οἱ Πατέρες γέμιζαν τήν ἔρημο μέ κλαυθμό καί ὁ βίος τους ἦταν ἕνα μεγαλεῖο, ἕνας παράδεισος.
Ὅταν ἡ ψυχή ἔχη ταπείνωσι καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι μετριασμένη, τότε σταυρώνει τά χέρια καί σκύβει τό κεφάλι.
Μετά αὐτός ὁ λευκοφόρος γονάτισε καί ἔκλαιγε, ὅπως ἀγκαλιάζουμε τά πόδια κάποιου καί κλαῖμε. Σάν νά εἶχε ἀγκαλιασμένα τά πόδια τοῦ Χριστοῦ καί προσευχόταν· μοῦ ἔδειχνε πῶς νά προσεύχωμαι. Ὅταν ἔτσι προσεύχεται ὁ ἄνθρωπος, βλέπει τόν ἑαυτό του σάν ἕνα σκουλήκι, σάν ἕνα μηδενικό· τότε ἡ ψυχή αἰσθάνεται μιά ἀνεκλάλητη χαρά καί παρηγοριά. Τήν ἄλλη μέρα, πού πῆγα νά προσευχηθῶ, στεκόμουν τρεῖς ὧρες ὄρθια, ἀκίνητη καί τά μάτια μου ἔτρεχαν συνέχεια. Νόμισα ὅτι πέρασε μόνο ἕνα λεπτό· δέν καταλάβαινα ὅτι πέρασε ὁ χρόνος. Στό τέλος ἔνοιωθα τέτοια ξεκούραση καί ἀνακούφισι, σάν νά εἶχα κάνει λουτρό. Ἡ προσευχή ἔχει πολλή χαρά, πολλή ὀμορφιά, πολλή ἀγαλλίασι. Στούς μεγάλους πειρασμούς ὁ Θεός δίνει καί πολλή εὐλογία. Νά προσέξουμε πάρα πολύ τήν προσευχή, γιατί εἶναι ἕνας ἐπίγειος παράδεισος, πού παρηγορεῖ καί λαμπρύνει τήν ψυχή.
Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!
Ἀπό τό βιβλίο: “Λόγια καρδιᾶς”
Ἱ. Μ. Παναγίας Ὁδηγήτριας Πορταριᾶς Βόλου.