Εκεινο τόν καιρό ἔπεσε φοβερο θανατικό στή γῆ. Οἱ ἄνθρωποι πέθαιναν ξαφνικά καί μέ φρικτό τρόπο.
-Ἦταν φυσικό, παιδί μου, ἀποκρίθηκε ὁ δίκαιος χωρίς δισταγμό. Πικραίνουμε τόσο πολύ τόν ἀθάνατο Θεό, παραβαίνοντας συνέχεια τό νόμο Του. Γι’ αὐτό μᾶς ἔστειλε τοῦτο τό δρεπάνι, πού μᾶς θερίζει. Εἶναι γραμμένο ὅτι «ἁμαρτία θάνατον κατεργάζεται»159. Νά, χθές εἶδα ἕναν ἄνδρα φοβερό, πού ἀπειλοῦσε τή γῆ καί τῆς ἔλεγε: ‟Ὅλους τούς ἀκόλαστους πού ζοῦνε πάνω σου, ὅλους τούς μέθυσους καί τούς κοιλιόδουλους, ὅλους τούς φιλάργυρους καί τούς τοκογλύφους, ὅλους τούς ψεῦτες καί τούς συκοφάντες, μά προπαντός ὅλους τους σοδομίτες, πού δέν μετανοοῦν, ἐγώ θά τούς ἐξολοθρεύσω!….’’. Ἄν λοιπόν, παιδάκι μου, δέν εἴχαμε παροργίσει τόν Πλάστη καί προστάτη μας, δέν θά παθαίναμε ὅ,τι πάθαμε. Ἀλλά ποῦ ν’ ἀκούσεις καί πόσα ἄλλα χειρότερα εἷπε! Δέν θά τ’ ἀντέξεις…Ἀπείλησε πώς θά μᾶς θερίσει μέ δρεπάνι καί θά μᾶς περάσει ἀπό λεπίδι, γιατί δέν βλέπει νά ἔχουμε καθόλου μετάνοια, οὔτε τήν παραμικρή διόρθωση. Ἡ δοξασμένη Του Μητέρα στεκόταν δίπλα Του περίλυπη καί Τόν ἱκέτευε ν’ ἀναβάλει τήν τιμωρία. Τό ἴδιο κι ἕνας ἱεράρχης –δέν μπόρεσα νά καταλάβω ποιός, μόνο θυμᾶμαι πῶς ἦταν λευκότριχος καί λίγο φαλακρός. Ἀλλά μάταια ‟Μήπως ἐσεῖς εἶστε πιό σπλαχνικοί ἀπό μένα;’’., τοῦς ἔλεγε: ‟Μήπως πονᾶτε περισσότερο;…. Δέν βλέπετε τί κακό γίνεται; Ὅλοι σχεδόν περιφρονοῦν τόν ἅγιο νόμο μου! Κανείς δέν μέ σέβεται!’’….