ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ,ΤΗΝ ΠΡΟΣΟΧΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΟΤΗΤΑ
ΜΕ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΛΕΓΧΟΥΜΕ ΑΔΕΛΦΟΥΣ ΜΑΣ ΠΟΥ ΣΦΑΛΛΟΥΝ
[…] Αυτός που μόνο με οργή επιχειρεί να διορθώσει τον αδελφό του που υποπίπτει σε κάποιο παράπτωμα, επιδιώκει να ικανοποιήσει το πάθος του· ενώ αυτός που μετά τη διόρθωση εκείνου που αμαρτάνει, δείχνει και την αγάπη του προς αυτόν, αποδεικνύει ότι και οι λόγοι που έλεγε, όταν επέπληττε, ήσαν προϊόν ειλικρινούς αγάπης.
Έτσι λοιπόν και εμείς ας εκπαιδεύουμε ο ένας τον άλλο, και ούτε αυτός που ελέγχει να οργίζεται(διότι αυτό δεν είναι έργο διορθώσεως, αλλά πάθους), ούτε αυτός που ελέγχεται να δυσανασχετεί (διότι αυτό που γίνεται είναι θεραπεία και όχι ένδειξη εχθρικής διαθέσεως). Και εάν οι υπηρέτες των ιατρών καυτηριάζουν το σημείο που νοσεί και δεν κατηγορούνται από τον ασθενή, αν και πολλές φορές αποτυγχάνουν τον σκοπό τους, αλλά και πονούν αυτοί που καυτηριάζονται και κόπτονται κατά την εγχείρηση, θεωρούν ευεργέτες αυτούς που προκαλούν αυτόν τον πόνο, πολύ περισσότερο πρέπει να αισθάνεται έτσι αυτός που δέχεται έλεγχο και να προσέχει σε αυτόν που διορθώνει σαν σε γιατρό και όχι σαν κάποιον εχθρό του. Αλλά και εμείς που ελέγχουμε, έτσι ας προσερχόμαστε, με πολλή ημερότητα, με πολλή σύνεση. Και αν δεις τον αδελφό σου να σφάλλει, όπως παρήγγειλε ο Χριστός, μην κάνεις τον έλεγχο δημοσίως, αλλά μόνο μεταξύ εσένα και αυτού, όχι σαν κατήγορος, ούτε σαν να επεμβαίνεις, αλλά με πόνο και λύπη για την αμαρτία· και να παραδίδεις πρόθυμα και τον εαυτό σου σε έλεγχο, όταν διαπράττεις κάποια αμαρτία.
Για να γίνει λοιπόν και σαφέστερο αυτό που λέγω, ας εφαρμόσουμε τον λόγο σε παράδειγμα· διότι είθε να μη γίνει ποτέ να υπάρξει πραγματικά τέτοιο παράδειγμα. Ας λάβουμε ως παράδειγμα κάποιον αδελφό που συνοικεί με μία παρθένο κόρη, ο οποίος αδελφός είναι μεν σεμνός και αγνός και τη σέβεται, αλλά όμως ούτε έτσι αποφεύγει την κακή φήμη που αποκτά από τον περίγυρο, αλλά και κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή και ο ίδιος πραγματικά να πέσει στην αμαρτία. Αν λοιπόν ακούσεις να φημολογείται μια τέτοια συγκατοίκηση, μη δείξεις περιφρόνηση, ούτε να πεις: «αυτός λοιπόν δεν έχει νου; Αυτός δεν γνωρίζει ποιο είναι το συμφέρον του; Χωρίς λόγο να αγαπάσαι και χωρίς λόγο να μην μισείσαι· τι μου χρειάζεται λοιπόν να δημιουργήσω περιττή έχθρα;». Αυτά είναι ανόητες φλυαρίες των θηρίων, μάλλον δε των δαιμόνων. Διότι δεν είναι δυνατόν να μισείται χωρίς λόγο αυτός που κάνει αυτό για διόρθωση, αλλά κερδίζει μεγάλα αγαθά και ανέκφραστους στεφάνους.
Εάν όμως λέγεις: «Τι λοιπόν; Αυτός δεν έχει μυαλό;», θα ακούσεις από εμάς ότι δεν έχει· διότι μεθάει από το πάθος. Διότι εάν στα κοσμικά δικαστήρια αυτοί που αδικούνται δε θα μπορούσαν να πουν κάτι για να υπερασπίσουν τον εαυτό τους επειδή ανάπτουν από οργή, αν και βέβαια δεν είναι επιλήψιμα αυτά τα αισθήματα, πόσο μάλλον αυτοί που κατέχονται από αμαρτωλή συνήθεια. Γι’ αυτό λέγω ότι και αν ακόμη είναι πάρα πολύ λογικός και στοχαστικός, δεν έχει νουν επάγρυπνο. Διότι ποιος ήταν συνετότερος από τον Δαβίδ, έναν άνθρωπο που έλεγε: «ἰδοὺ γὰρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τὰ ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια τῆς σοφίας σου ἐδήλωσάς μοι(:Θεός της αληθείας Εσύ, αγάπησες και αγαπάς πάντοτε την αλήθεια και την ευθύτητα. Φανέρωσες σε εμένα τα άδηλα και τα κρύφια της σοφίας Σου, για να έχω έτσι την δυνατότητα να προφυλαχθώ από την αμαρτία)»[Ψαλμ.50,8]; Κι όμως, όταν είδε με αμαρτωλούς οφθαλμούς τη γυναίκα του στρατιώτη, τότε αυτό που πάσχουν όσοι πλέουν σε πολύ τρικυμισμένη θάλασσα έλεγε: «πᾶσα ἡ σοφία αὐτοῦ κατεπόθη(:όλη του η γνώση και η πείρα αποδείχτηκε άχρηστη, εξαφανίστηκε)»[Ψαλμ.106,27]· και χρειαζόταν άλλους για να τον διορθώσουν, και ούτε αισθανόταν μέσα σε ποια κακά βρισκόταν. Γι’ αυτό και θρηνώντας για τις αμαρτίες του έλεγε: «ὅτι αἱ ἀνομίαι μου ὑπερῇραν τὴν κεφαλήν μου, ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησαν ἐπ᾿ ἐμέ. προσώζεσαν καὶ ἐσάπησαν οἱ μώλωπές μου ἀπὸ προσώπου τῆς ἀφροσύνης μου(:Διότι οι αμαρτίες μου αυτές είναι τόσο μεγάλες, ώστε σαν πελώρια κύματα πλημμύρισαν επάνω από το κεφάλι μου και ως βαρύ φορτίο καταθλίβουν και καταπιέζουν την ψυχή μου. Τα εξαιτίας της αφροσύνης μου τραύματα των αμαρτιών μου βρώμισαν και σάπισαν)»[Ψαλμ.37,5-6]. Δεν έχει λοιπόν νου αυτός που αμαρτάνει· διότι βρίσκεται σε μέθη και σκοτάδι.
Μη λες λοιπόν αυτά, ούτε να προσθέτεις εκείνο, το ότι δηλαδή δε σε ενδιαφέρει καθόλου· «ἕκαστος γὰρ τὸ ἴδιον φορτίον βαστάσει(:γιατί ο καθένας το δικό του φορτίο θα βαστάξει)»[Γαλ.6,5]. Διότι και για εσένα γεννιέται μεγάλη ενοχή, διότι ενώ τον είδες να έχει πλανηθεί δεν τον ανόρθωσες. Διότι εάν σύμφωνα προς τον νόμο των Ιουδαίων, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ούτε το ζώο του εχθρού μας που πέφτει και χρειάζεται βοήθεια, αυτός που αδιαφορεί όχι για ζώο, ούτε για κάποιου εχθρού του την ψυχή η οποία χάνεται, αλλά για ψυχή φίλου, ποιας συγνώμης θα έχει; Διότι δε μας αρκεί για να απολογηθούμε το να έχουμε μόνο εκείνο τον νου· διότι και εμείς αφού προτρέψαμε πολλά πολλές φορές, στους εαυτούς μας, δεν υπήρξαμε προσεκτικοί, ούτε γίναμε χρήσιμοι. Αυτό λοιπόν να σκέπτεσαι και για εκείνον που σφάλλει, διότι το πρέπον είναι μάλλον από εσένα να δεχτεί άριστη συμβουλή αυτός, παρά από τον εαυτό του, και μη λέγεις «τι με ενδιαφέρει για αυτά;». Φοβίσου εκείνον που είπε πρώτος αυτόν τον λόγο. Διότι το «μὴ φύλαξ τοῦ ἀδελφοῦ μου εἰμὶ ἐγώ;(:μήπως εγώ είμαι φύλακας του αδερφού μου;)»[Γεν.4,9],[που είχε πει προσποιούμενος άγνοια ο Κάιν στον παντογνώστη Θεό μετά τη διάπραξη της αδελφοκτονίας] οδηγεί σε αυτούς τους λόγους. Από εδώ γεννιούνται όλα τα κακά, από το ότι αυτά που ανήκουν στο σώμα μας νομίζουμε ότι είναι ξένα.
Τι λες; Δε σε ενδιαφέρει ο αδελφός σου; Αλλά για ποιον θα ενδιαφερθείς; Για τον άπιστο, για εκείνον που χαίρεται για το κακό και κατακρίνει και καταπατεί; Μήπως για τον διάβολο που ωθεί στην αμαρτία και ρίπτει τον άνθρωπο κάτω; «Και από πού είναι βέβαιο ότι θα φέρω κάποιο αποτέλεσμα με το να λέγω και να συμβουλεύω τα πρέποντα;», θα πεις. Αλλά από πού είναι φανερό ότι δε θα επιτύχεις; Διότι και αυτό πάλι είναι δείγμα μεγίστης ανοησίας, ενώ δηλαδή το αποτέλεσμα δεν είναι φανερό, να αναλαμβάνεις αμαρτίες ομολογημένης ραθυμίας. Και όμως ο Θεός που προγνωρίζει τα μέλλοντα, πολλές φορές είπε και δεν οδήγησε σε μετάνοια και ούτε τότε απομακρύνθηκε, αν και γνώριζε ακόμη και ότι δεν πρόκειται να πείσει. Εάν λοιπόν Εκείνος που προγνωρίζει ότι τίποτε δεν θα αλλάξει, δεν παραιτείται από του να διορθώνει, ποια απολογία θα έχεις εσύ που αγνοείς εντελώς το μέλλον και αποχαυνώνεσαι και πέφτεις σε νάρκη; Διότι πολλοί που πολλές φορές επιχείρησαν τη διόρθωση κάποιου αδελφού τους που έσφαλλε, πέτυχαν· και όταν τελείως απελπίστηκαν, τότε πέτυχαν τα μέγιστα. Αλλά και εάν δεν κάνεις και δεν επιτύχεις τίποτε περισσότερο, όμως εσύ έκανες το καθήκον σου.
Μη γίνεσαι λοιπόν απάνθρωπος, ούτε άσπλαχνος, ούτε αδιάφορος. Διότι, ότι αυτοί οι λόγοι είναι λόγοι μεγάλης σκληρότητας και αδιαφορίας είναι φανερό από εκεί. Διότι για ποιο λόγο όταν ένα μέλος του σώματός σου ασθενεί δεν λέγεις «τι με ενδιαφέρει;»· και από πού είναι φανερό ότι εάν τύχει κατάλληλης φροντίδας επανακτά την υγεία; Αλλά κάνεις τα πάντα, ώστε και αν ακόμη δεν ωφελήσεις καθόλου αυτό, να μην κατηγορείς τον εαυτό σου ότι παρέλειψες να κάνεις κάτι από αυτά που έπρεπε. Αλλά ενώ για τα μέλη του σώματός μας φροντίζουμε τόσο πολύ, για τα μέλη του σώματος του Χριστού, δηλαδή τα πνευματικά μας αδέρφια, θα δείξουμε αμέλεια; Και πώς είναι δυνατό να αξιωθούν συγνώμης τέτοια έργα; Διότι εάν δε σε λυγίσω με το να σου λέγω να φροντίσεις το μέλος σου, για να γίνεις καλύτερος τουλάχιστον με τον φόβο, σου υπενθυμίζω το σώμα του Χριστού. Διότι πώς δεν είναι άξιο φρίκης το να βλέπεις το σάρκα του Χριστού να σαπίζει και να αδιαφορείς; Και όταν μεν έχεις υπηρέτη ή όνο που να έχει πληγή η οποία είναι γεμάτη από πύο και σαπίζει, δεν ανέχεσαι να τον παραβλέψεις· ενώ το σώμα του Χριστού που το βλέπεις να έχει γεμίσει ψώρα, το προσπερνάς αδιάφορος και δεν νομίζεις ότι αυτά είναι άξια χιλιάδων κεραυνών; Γι’ αυτό τα πάντα έγιναν άνω κάτω εξαιτίας αυτής της απανθρωπιάς και αδιαφορίας.
Γι’ αυτό λοιπόν παρακαλώ, ας αποβάλουμε αυτήν την απανθρωπιά. Πήγαινε σε εκείνον που συγκατοικεί με την παρθένο και πες μικρό έπαινο στον αδελφό, αφού πλέξεις αυτόν από τα άλλα πλεονεκτήματα που έχει ως προς την αρετή· και αφού τον περιβρέξεις σαν με θερμό ύδωρ με τους επαίνους, έτσι άνοιξε το πρήξιμο του τραύματος. Οικτίρισε και τον εαυτό σου, κατηγόρησε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, δείξε ότι όλοι βρισκόμαστε σε αμαρτίες, ζήτησε συγνώμη αφού πεις ότι επιχειρείς πράγμα μεγαλύτερο από τις δυνάμεις σου, αλλά η αγάπη σε πείθει και τολμάς για όλα. Έπειτα, καθώς συμβουλεύεις, μην ομιλείς σε επιτακτικό τόνο, αλλά ως αδελφός· και με όλα αυτά αφού μετριάσεις τη φλεγμονή και αφού ανακουφίσεις τον πόνο που θα προκληθεί από την τομή του ελέγχου που πρόκειται να κάνεις, και αφού ζητήσεις συγνώμη πολλές φορές και παρακαλέσεις να μην οργιστεί, όταν τον δέσεις καλώς με αυτά, τότε άνοιξε την πληγή, έτσι ώστε ούτε να τον δεσμεύεις, ούτε να τον λύεις μέχρι χαυνώσεως, ώστε ούτε για το ένα να φύγει, ούτε για το άλλο να περιφρονήσει. Διότι εάν δεν καυτηριάσεις την πληγή σε καίριο σημείο και στον κατάλληλο χρόνο, δεν πέτυχες τίποτε· εάν πάλι χτυπήσεις με σφοδρότητα, θα τον κάνεις να φύγει. Γι’ αυτό λοιπόν και μετά από όλα αυτά ακόμη ενώ πρόκειται να τον ελέγξεις, ανάμιξε πάλι έπαινο μαζί με τους ελέγχους· και επειδή αυτό που γίνεται δεν μπορεί από μόνο του να είναι έπαινος, διότι δεν είναι άξιο επαίνου το να συγκατοικείς κανείς με μία παρθένο, κάνε τον έπαινο από τη διάθεση εκείνου που συγκατοικεί και πες, ότι «γνωρίζω μεν ότι για τον Θεό το κάνεις αυτό και ότι επειδή είδες εκείνη τη δύστυχη κοπέλα να είναι έρημη και απροστάτευτη άπλωσες χείρα βοηθείας σε αυτήν».
Και αν ακόμη δεν έχει πράξει αυτό με αυτή τη διάθεση εσύ έτσι λέγε, και μετά από αυτό να προθέτεις και αυτά, αφού πάλι ζητήσεις συγνώμη και πεις ότι «δεν τα λέγω αυτά ως υπόδειξη και προσταγή, αλλά ως υπενθύμιση· δεν το πράττεις αυτό για τον Θεό, το γνωρίζω και εγώ· αλλά ας δούμε μήπως από αυτό γεννάται κάποιο άλλο κακό· και εάν μεν κανένα κακό δεν προέρχεται από αυτό, να την κρατείς μέσα στην οικία σου και να έχεις την καλή αυτήν φροντίδα, κανείς δε σε εμποδίζει· εάν όμως από αυτό προκαλείται βλάβη μεγαλύτερη από το κέρδος, ας φυλαχτούμε, παρακαλώ, μήπως, ενώ προσπαθούμε να σώσουμε μία ψυχή σκανδαλίσουμε χιλιάδες». Και μην προσθέσεις ευθέως την κόλαση που αναμένει εκείνους που σκανδαλίζουν, αλλά χρησιμοποίησε την δική του μαρτυρία με τους λόγους: «δεν έχεις ανάγκη να μάθεις αυτά από εμένα, γνωρίζεις και ο ίδιος ότι εάν κανείς σκανδαλίσει ένα από αυτούς που θεωρούνται ασήμαντοι, πόση καταδίκη έχει απειληθεί»· και έτσι αφού γλυκάνεις τον λόγο και καταπραΰνεις την οργή, βάλε επάνω στην πληγή το φάρμακο της διορθώσεως.
Και αν τυχόν πάλι προφασίζεται ότι η παρθένος είναι μόνη και έρημη στον κόσμο, ούτε τότε να τον ελέγξεις για την πρόφαση αλλά πες σε αυτόν: «τίποτε από αυτά ας μη σε φοβίζει θα έχεις καλή απολογία το ότι δεν σκανδάλισες άλλους· διότι όχι από αμέλεια, αλλά από ενδιαφέρον για εκείνους παραιτήθηκες από αυτήν τη φροντίδα». Και οι μεν λόγοι της συμβουλής ας είναι σύντομοι· διότι δεν χρειάζεται πολλή διδασκαλία· οι δε λόγοι της συγνώμης πάλι ας είναι πολλοί και αλλεπάλληλοι· και να καταφεύγεις συνεχώς στην αγάπη, για να μετριάζεις την φορτικότητα των λόγων κα να δίνεις σε αυτόν την εξουσία για την απόφαση και να λες ότι «εγώ μεν αυτά προτρέπω και συμβουλεύω, το να πειστείς όμως είναι στη δική σου προαίρεση και εξουσία· δε σε καταναγκάζω δηλαδή, ούτε σε βιάζω, αλλά αφήνω το παν στην δική σου απόφαση».
Εάν επιχειρούμε έτσι τον έλεγχο θα μπορούμε εύκολα να διορθώνουμε εκείνους που αμαρτάνουν· διότι αυτά που πράττουμε τώρα είναι έργα θηρίων μάλλον και αλόγων ζώων, παρά ανθρώπων. Διότι, εάν μερικοί τώρα αντιληφθούν κάποιον να πέφτει σε τέτοιου είδους αμαρτίες, σε εκείνον μεν τίποτε δε λένε, ενώ αυτοί σαν γραΐδια που μεθάνε ψιθυρίζουν μεταξύ τους· και πουθενά δε φαίνεται να εφαρμόζεται σε αυτούς το δίχως λόγο να αγαπάσαι, δίχως λόγο να μην μισείσαι, αλλά όταν μεν επιθυμούν να κακολογήσουν, αδιαφορούν για το «μη μισηθείς χωρίς λόγο, μάλλον δε και το να μην κολάζεσαι χωρίς λόγο»· διότι από αυτό όχι μόνο μίσος, αλλά και κόλαση γεννάται· όταν πάλι υπάρχει ανάγκη διορθώσεως, και αυτό και χιλιάδες άλλες δικαιολογίες προβάλλουν. Διότι τότε έπρεπε να σκέπτεσαι αυτά, όταν κακολογείς, όταν διαβάλλεις, το να μη μισείς δηλαδή με το παραμικρό τον άλλον, και να μη λες το «δεν μπορώ να κάνω τίποτε για τη σωτηρία του αδελφού» και το «δε με ενδιαφέρει καθόλου».
Τώρα όμως, ενώ τότε είσαι πολυάσχολος με αυτά και περίεργος, και καταφρονείς και το μίσος που μπορεί να προκύψει για την περιέργειά σου αυτήν και την αδιακρισία του και όλα τα επακόλουθα άπειρα κακά, όταν όμως πρέπει να φροντίζεις για τη σωτηρία του αδελφού, τότε θέλεις να είσαι και αμέριμνος και αδρανής και αποφεύγεις να γίνεις φορτικός. Αν και βέβαια από τη μεν κακολογία γεννάται το μίσος και προς τους ανθρώπους και προς τον Θεό, και δε σε ενδιαφέρει πολύ αυτό, ενώ από την κατ’ ιδίαν συμβουλή και τους ελέγχους που γίνονται με τέτοιο διακριτικό τρόπο γεννάται για εσένα αγάπη και προς αυτόν και προς τον Θεό. Αλλά και εάν αυτός σε μισεί που προσπάθησες να του κάνεις τις όποιες υποδείξεις που η υπερηφάνεια του δεν μπόρεσε να ανεχτεί, ο Θεός σε αγαπά για την προσπάθειά σου αυτήν περισσότερο· μάλλον δε ούτε έτσι θα σε μισήσει, όσο σε μισούσε διότι τον κατέκρινες κρυφά· αλλά τότε μεν ως εχθρό και αντίπαλο θα σε αποστραφεί, τώρα όμως θα σε θεωρήσει σεβαστότερο και από πατέρα. Και αν ακόμη φαινομενικά δυσανασχετεί ο αδελφός σου αυτός που αισθάνεται θιγμένος, μέσα του και κατ’ ιδίαν θα σου οφείλει μεγάλη χάρη για το ειλικρινές σου ενδιαφέρον για τη διόρθωσή του.
Τέτοια λοιπόν σκεπτόμενοι, ας φροντίζουμε για τα μέλη μας, και ας μην ακονίζουμε τη γλώσσα ο ένας εναντίον του άλλου, ούτε να λέμε λόγια που βυθίζουν και υποσκάπτουν την υπόληψη του πλησίον και να χτυπούμε και να χτυπιόμαστε σαν να βρισκόμαστε σε πόλεμο και μάχη. Διότι τι θα ωφεληθούμε λοιπόν από τη νηστεία ή την αγρυπνία, όταν η γλώσσα μεθάει και τρώει σε τράπεζα που είναι περισσότερο ακάθαρτη και από κρέατα σκύλου, με το να γίνεται αιμοβόρος να εκχέει βόρβορο, και να κάνει το στόμα υπόνομο και οχετό, μάλλον δε και πολύ σιχαμερότερο από αυτόν; Διότι αυτό μεν που προέρχεται από εκεί μολύνει το σώμα, ενώ αυτό που εκβάλλεται από αυτό το στόμα, πολλές φορές πνίγει την ψυχή. Αυτά δεν τα λέγω από φροντίδα για εκείνους που ακούνε να τους κακολογούν άδικα· διότι εκείνοι είναι άξιοι και στεφάνων, όταν υπομένουν με γενναιότητα αυτά που λέγονται σε βάρος τους· αλλά τα λέγω για εσάς που λέτε αυτά. Καθόσον αυτόν μεν που ακούει να τον κακολογούν άδικα, τον μακαρίζουν οι Γραφές, ενώ αυτόν που κακολογεί, τον αποβάλλουν από τη συμμετοχή στο ιερά μυστήρια, μάλλον δε και από τον ίδιο τον περίβολο του ναού. Διότι « τὸν καταλαλοῦντα λάθρᾳ τὸν πλησίον αὐτοῦ(:Τον άνθρωπο, ο οποίος κατέκρινε κρυφίως τον πλησίον του)», λέγει, «τοῦτον ἐξεδίωκον(: τον έδιωχνα από κοντά Μου)». Αλλά «και της αναγνώσεως των ιερών βιβλίων είναι ανάξιος αυτός», λέγει. Διότι λέγει: «τῷ δὲ ἁμαρτωλῷ εἶπεν ὁ Θεός· ἱνατί σὺ ἐκδιηγῇ τὰ δικαιώματά μου καὶ ἀναλαμβάνεις τὴν διαθήκην μου διὰ στόματός σου;(: Στον αμαρτωλό άνθρωπο είπε ο Θεός: ‘’Γιατί εσύ τολμάς και διηγείσαι τους νόμους και τις εντολές μου και παίρνεις στο αμαρτωλό στόμα σου την διαθήκη μου, την οποίαν εσύ καταπατείς;’’)»[Ψαλμ.49,16]. Έπειτα, για να δείξει την αιτία, λέγει: «καθήμενος κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ σου κατελάλεις(:Καθισμένος αργός κατηγορούσες και δυσφημούσες τον αδελφό σου)»[Ψαλμ.49,20].
Και εδώ μεν δεν προσδιόρισε εάν οι κατηγορίες είναι αληθείς ή ψευδείς· αλλού όμως απαγόρευσε και αυτό, για να δείξει ότι και αν ακόμη λέγεις αλήθεια όταν κατακρίνεις, ούτε και τότε πρέπει να λέγεις αυτά. Διότι, «Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε(:Μην κατακρίνετε για να μην κατακριθείτε)», λέγει ο Κύριος[Ματθ.7,1]. Καθόσον και αυτός ο Φαρισαίος που κατηγορούσε τον τελώνη στη γνωστή παραβολή, καταδικαζόταν, παρά το ότι οι κατηγορίες του ήσαν αληθείς. «Τι λοιπόν, εάν κάποιος είναι θρασύς και ρυπαρός», θα πεις, «δεν πρέπει να τον διορθώσουμε, ούτε να τον ελέγχουμε;». Να τον ελέγξεις και να τον διορθώσεις, αλλά έτσι όπως είπα προηγουμένως· εάν όμως κάνεις αυτό για να κατηγορείς, πρόσεχε μήπως, μιμούμενος εκείνον τον Φαρισαίο, πάθεις τα ίδια με εκείνον. Διότι κανένα κέρδος δε γεννάται από αυτό, ούτε για εσένα που λέγεις, ούτε για εκείνον που ακούει, ούτε για αυτόν τον οποίο κατηγορείς. Αλλά αυτός γίνεται περισσότερο αναίσχυντος· έως ότου όμως δεν έχει αποκαλυφθεί, ντρέπεται ακόμη· ενώ όταν φανερωθεί και γνωστοποιηθεί σε όλους, τότε εκβάλλει και το χαλινάρι της ντροπής· εκείνος δε που ακούει πάλι θα βλαφτεί περισσότερο. Διότι και εάν έχει συνείδηση για τον εαυτό του ότι έχει κατορθώσει κάτι, υπερηφανεύεται και φουσκώνει όταν ακούει να κατηγορείται άλλος· και εάν έχει αμαρτίες, γίνεται προθυμότερος στην κακία. Και αυτός πάλι που κακολογεί και από αυτόν που ακούει θα λάβει κακή φήμη, και τον Θεό θα εξοργίσει περισσότερο εναντίον του.
Γι’ αυτό, παρακαλώ, αφού αποβάλουμε κάθε βρωμερό λόγο, εάν υπάρχει κάτι καλό που οικοδομεί, αυτό ας λέμε. Αλλά επιθυμείς να εκδικηθείς εκείνον; Γιατί λοιπόν κάνεις κακό στον εαυτό σου, αντί εκείνου; Διότι αυτός που θέλει να εκδικείται όσους τον λύπησαν, ας τους εκδικείται έτσι όπως παρήγγειλε ο Παύλος: « ἐὰν οὖν πεινᾷ ὁ ἐχθρός σου, ψώμιζε αὐτόν, ἐὰν διψᾷ, πότιζε αὐτόν· τοῦτο γὰρ ποιῶν ἄνθρακας πυρὸς σωρεύσεις ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ. μὴ νικῶ ὑπὸ τοῦ κακοῦ, ἀλλὰ νίκα ἐν τῷ ἀγαθῷ τὸ κακόν(:εάν λοιπόν πεινά ο εχθρός σου, δίδε του ψωμί, εάν διψά, φέρε του νερό να πιει· διότι εάν αυτά τα καλά πράττεις, είναι σαν να βάζεις σωρούς από αναμμένα κάρβουνα στο κεφάλι του(:Αυτός δηλαδή θα καταληφτεί από φλογερές τύψεις συνειδήσεως και θα δοκιμάσει μεγάλη ντροπή για το κακό, που σου έκαμε). Να μη νικιέσαι από το κακό και να μην κυριαρχείσαι από οργή και εκδίκηση εναντίον αυτού, που σε αδίκησε, αλλά να νικάς το κακό με την καλοσύνη και τα αγαθά σου έργα)»[Ρωμ.12,20]. Εάν όμως αυτό μεν δεν το κάνεις, αλλά μόνο μελετάς την εκδίκηση, τότε ωθείς το ξίφος εναντίον του εαυτού σου. Γι’ αυτό ακριβώς εάν εκείνος σε κακολογεί, εσύ να τον ανταμείβεις με εγκώμια και επαίνους· διότι έτσι και εκείνον θα μπορέσεις να εκδικηθείς και τον εαυτό σου θα απαλλάξεις από πονηρή υποψία. Καθόσον αυτός μεν που στενοχωριέται που ακούει να τον κακολογούν, φαίνεται ότι πάσχει αυτό από ένοχη συνείδηση, ενώ αυτός που καταγελά τα λεγόμενα, παρουσιάζει μέγιστη απόδειξη ότι η συνείδησή του δεν τον ελέγχει για τίποτε κακό.
Αφού λοιπόν ούτε αυτόν που σε ακούει, ούτε τον εαυτό σου, ούτε αυτόν που διαβάλλεις τον ωφελείς, και ωθείς το ξίφος εναντίον του ίδιου του εαυτού σου, τουλάχιστον από αυτό γίνε συνετότερος. Βέβαια έπρεπε μεν από τη βασιλεία των ουρανών και από αυτά που αρέσουν τον Θεό να πείθεσαι, αλλά επειδή οι διαθέσεις και το φρόνημά σου είναι χονδροειδή και δαγκώνεις σαν θηρίο, τουλάχιστο από αυτό διδάξου και διορθώσου, ώστε, αφού συνετιστείς από αυτούς τους λόγους, να μπορέσεις να ρυθμίζεις τον τρόπο της ζωής σου σύμφωνα προς όσα αρέσουν στον Θεό και αφού γίνεις ανώτερος από κάθε πάθος, να επιτύχεις τα ουράνια αγαθά, τα οποία είθε να επιτύχουμε όλοι μας, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίο στον Πατέρα και στο άγιο Πνεύμα ανήκει δόξα, δύναμη, τιμή, τώρα και πάντοτε και αιωνίως. Αμήν.
ΠΗΓΕΣ:
- https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-i-ad-corinthios.pdf
- Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην Προς Α΄προς Κορινθίους επιστολήν, ομιλία ΜΔ΄[επιλεγμένα αποσπάσματα], Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1980, τόμος 18Α, σελίδες 755-771.
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
- Liddell & Scott, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007),
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html