1. Παιδικὴ ἡλικία τοῦ Ἁγίου Σάββα καὶ ἀποταγὴ τοῦ κόσμου. Ἀσκητικοὶ ἀγῶνες εἰς τὴν Μονὴν τῶν Φλαβιανῶν (439-456)

Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Ἡγιασμένος ἐγεννήθη τὸ ἔτος 439 π.Χ. ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ πλουσίους γονεῖς εἰς τὴν πόλιν Μουταλάσκην τῆς Καππαδοκίας. Ὁ πατήρ του, στρατιωτικὸς εἰς τὸ ἐπάγγελμα, ἠναγκάσθη νὰ μεταβῆ μετὰ τῆς συζύγου του Σοφίας, εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν διὰ ὑπηρεσιακοὺς λόγους, ἀναθέτων τὴν ἀνατροφὴν τοῦ μικροῦ Σάββα, ὁ ὁποῖος ἦτο μόλις πέντε ἐτῶν εἰς τὸν συγγενῆ του, Ἐρμίαν. Μετὰ ἀπὸ ὀλίγον χρονικὸν διάστημα, δυσαρεστηθείς ὁ Σάββας ὑπὸ τῆς συμπεριφορᾶς τῆς συζύγου τοῦ θείου του καὶ ἀπὸ τὴν ἐπακολουθήσασαν διαμάχην μεταξὺ τῶν θείων του, Ἐρμίου καὶ Γρηγορίου, διὰ τὴν ἀνατροφήν του καὶ τὴν διαχείρισιν τῆς περιουσίας τῶν γονέων του, περιεφρόνησε τὸν κόσμον καὶ ἐνετάγη εἰς μοναστήριον, τὸ ὁποῖον ἔφερε τὸ ὄνομα Φλαβιαναί.Ἐκεῖ, ἐπεδόθη εἰς τὴν ἐκμάθησιν τοῦ ψαλτηρίου καὶ τῶν μοναχικῶν ὑποχρεώσεων καὶ ἀφ’ ἑτέρου εἰς τὴν ἄσκησιν τῶν θεοειδῶν ἀρετῶν καὶ διέπρεψεν εἰς τὴν ἐγκράτειαν, τὴν σωματικὴν κακοπάθειαν, τὴν ταπεινοφροσύνην καὶ τήν ὑπακοήν. Ἀνεδείχθη ἀνώτερος ὅλων τῶν συμμοναστῶν του, ἂνω τῶν 65 τὸν ἀριθμόν. Θέλων ὁ Θεὸς νὰ προμηνύσῃ τὴν ἁγιότητα εἰς τὴν ὁποίαν θὰ ἔφθανε, τὸν ἐχαρίτωσε μὲ ἀκράδαντον καὶ θαυματουργὸν πίστιν. Κάποτε εἰσῆλθεν εἰς ἀναμμένον φοῦρνον καὶ, ἀφοῦ ὠπλίσθη μὲ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, ἐξέβαλε, σῶος καὶ ἀβλαβὴς, τὰ ἐνδύματα τὰ ὁποῖα ὁ ἀρτοποιὸς εἶχε λησμονήσει.
2. Μετάβασις εἰς τὴν Παλαιστίνην καὶ ἄσκησις εἰς τὸ κοινόβιον τοῦ Ἁγίου Θεοκτίστου καὶ πλησίον τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου

    Ἔχων συμπληρώσει εἰς τὸν χῶρον τῶν Φλαβιανῶν δέκα ἒτη ἀγώνων, ἐζήτησε τὴν εὐλογίαν τοῦ Ἡγουμένου, νὰ μεταβῇ ὁριστικῶς εἰς τὴν Ἁγίαν Πόλιν τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀφοῦ ἐπεθύμει νὰ ἀνεβαίνῃ διαρκῶς ἀπὸ δόξαν εἰς δόξαν, ἡσυχάζων εἰς τὴν ἔρημον. Ὁ Ἡγούμενος τοῦ παρεῖχε τὴν ἄδειαν ἔπειτα ἀπὸ θεϊκὴν ὀπτασίαν, καὶ ἔτσι ὁ Σάββας, εἰς ἡλικίαν ὀκτωκαίδεκα ἐτῶν, ἔφθασεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐφιλοξενήθη εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Πασσαρίωνος, ὅπου καὶ διέμεινε τὸν χειμῶνα τοῦ ἔτους 456 πρὸς 457 μ.Χ. Παρὰ τὰς προτροπὰς τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Ἐλπιδίου καὶ ἄλλων ἀδελφῶν νὰ παραμείνῃ μαζί τους, ὁ Σάββας εἶχε διαρκῶς εἰς τὸ μυαλόν του νὰ συναριθμηθῆ μὲ τοὺς ἀναχωρητὰς, οἱ ὁποῖοι ἠσκοῦντο ὑπὸ τὴν ἐποπτείαν τοῦ θαυματουργοῦ Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου, δι’ αὐτὸ ἒλαβε τὴν εὐλογίαν τοῦ Ἐλπιδίου καὶ ἐπῆγε νὰ συναντήση τὸν Μέγαν Εὐθύμιον.
    Ὁ Εὐθύμιος ἠρνήθη νὰ κρατήσῃ τὸν Σάββαν εἰς τὴν Λαύραν του, ἀντιθέτως τὸν ἔστειλε εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ἀββᾶ Θεοκτίστου, λέγων αὐτοῦ νὰ φροντίζῃ τὸν Σάββαν, διότι αὐτὸς θὰ διέπρεπε εἰς τὴν μοναστικὴν ζωήν. Αὐτὸ τὸ ἔκανε ὁ Μέγας Εὐθύμιος, διὰ νὰ δώσει τὸ παράδειγμα εἰς τὸν Σάββαν νὰ μὴν δέχεται νέους ἀγενείους, ὅταν θὰ ἵδρυε τὴν ἰδικήν του Λαύραν καὶ θὰ ἐγίγνετο νομοθέτης καὶ ἀρχηγὸς ὅλων τῶν ἀναχωρητῶν ἀπὸ τὴν Παλαιστίνην. Ὁ νεαρὸς Σάββας ἐδέχθη τὴν ὁδηγίαν τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου ὡς θέλημα Θεοῦ καὶ ὑπακούων τὸν Ἀββᾶν Θεόκτιστον ἠνίσχυσε τοὺς προτέρους ἀγῶνας του μὲ τὴν νηστείαν, τὴν ἀγρυπνίαν, τὴν ταπεινοφροσύνην καὶ τήν ὑπακοὴν, προσθέτων τὴν ἀγάπην καὶ τήν ἐπιτηδειότητα εἰς τὰς ἐκκλησιαστικὰς ἀκολουθίας, τὴν ἀποδοτικωτάτην διακονίαν καὶ ἐξυπηρέτησιν τῶν ὑπολοίπων μοναχῶν, γενικῶς δηλαδὴ τελείως ἄψογον διαγωγήν.
    Εἰς τοιαύτην θαυμαστὴν πολιτείαν διέμεινε ὁ Ἅγιος Σάββας δέκα ἒτη, μέχρι τὸν θάνατον τοῦ Ἁγίου Θεοκτίστου καὶ ἀκόμα δύο, μέχρι τὴν κοίμησιν τοῦ διαδόχου του Θεοκτίστου Μάριδος. Ἀπὸ τὸν νέον Ἡγούμενον Λογγίνον, ὁ Ἅγιος ἐζήτησε νὰ τοῦ ἐπιτρέψῃ τὴν ἡσυχαστικὴν ζωήν, ἔχων ὁ Λογγίνος εἰς τὸ μυαλὸν του τὴν ὑψηλοτάτην ἀρετὴν τοῦ Σάββα καὶ ἔχων λάβει καὶ τὴν γνώμην τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου, τοῦ τὴν ἐπέτρεψε. Ἀπὸ τότε καὶ διὰ πέντε ἒτη, ὁ Ἅγιος Σάββας διέμενε τὰς πέντε ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος νῆστις εἰς ἕν σπήλαιον νοτίως τῆς Μονῆς, εἰς τὸ ὁποῖον προσηύχετο καὶ ἠργάζετο καί μόνον τὰ Σάββατα καὶ τὰς Κυριακὰς ἐπέστρεφε εἰς τὴν Μονήν, διὰ νὰ μεταφέρῃ τὰ ἐργόχειρά του καὶ νὰ λάβῃ μέρος εἰς τὰς κοινὰς προσευχὰς. Καθ’ ὅλην τήν διάρκειαν τῆς Τεσσαρακοστῆς, ὁ Ἅγιος Σάββας διέμενε μὲ τὸν Μέγαν Εὐθύμιον καὶ τὸν μακάριον Δομετιανόν, μαθητὴν ἐκείνου, εἰς τὴν πανέρημον τοῦ Ρουβᾶ, μεταξὺ τοῦ Χειμάρρου τῶν Κέδρων καὶ τῆς Νεκρὰς Θαλάσσης, μὲ νηστείαν, ὀλιγοποσίαν, προσευχὴν καὶ ἀγρυπνίαν. Τὴν συνήθειαν αὐτὴν διετήρησε ὁ Ἅγιος καὶ κατά τά μετέπειτα ἔτη. Τὴν 20ην Ἰανουαρίου τοῦ 473, ὁ μέγας πατήρ ἠμῶν Εὐθύμιος ἐκοιμήθη ὁσιακῶς ἐν εἰρήνῃ.

3. Ἀπομόνωσις τοῦ Ἁγίου Σάββα εἰς τὴν ἔρημον, ἵδρυσις τῆς Ἱερᾶς Λαύρας καὶ ἀνάδειξις τοῦ Ἁγίου εἰς ἀρχηγὸν
τῶν ἀναχωρητῶν (473-493)


    Τότε ὁ Ἅγιος Σάββας, κατὰ τὸ τριακοστὸν πέμπτον ἔτος τῆς ἡλικίας του, δὲν ἠθέλησε νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸ Κοινόβιον, ἀλλὰ κατευθύνθη πρὸς τὰς ἀνατολικὰς ἐρήμους Ρουβὰ καὶ Κουτυλά, τὴν ἰδίαν περίοδον, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Ἅγιος Γεράσιμος ὁ Ἰορδανίτης ἔλαμπε εἰς τὴν ἔρημον τοῦ Ἰορδάνου. Εἰς τὰς ἐρήμους αὐτὰς, συνεδέθη πνευματικῶς μὲ τὸν Ἅγιον Θεοδόσιον τὸν Κοινοβιάρχην μέσῳ τοῦ μοναχοῦ Ἄνθου, ὅπου διέμεινεν ὁ Ἅγιος Σάββας τέσσαρα ἔτη. Τότε, ἐκέρδισε τὴν κατὰ τῶν δαιμόνων καὶ τῶν θηρίων πλήρη ἀφοβίαν, ἀλλὰ καὶ τὸν σεβασμὸν τῶν βαρβάρων, χάριν εἰς τὴν πίστιν εἰς τὸν Θεὸν καὶ τὴν ἀρετήν του. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ, προσετάχθη ἀπὸ ἄγγελον ἐπάνω εἰς τὸ ὂρος τῆς Εὐδοκίας, μετώκησε εἰς τὴν ἀνατολικὴν πλευρὰν τοῦ χειμάρρου τῶν Κέδρων, εἰς τὸ σπήλαιον, τὸ ὁποῖον ἕως σήμερον δείκνυται ὡς τὸ σπήλαιον τοῦ Ἁγίου Σάββα, ἔναντι τῆς Λαύρας. Πέντε χρόνια μετὰ, ἢρχισαν νὰ συναθροίζονται πλησίον αὐτοῦ ἐρημίται καὶ ἀναχωρηταὶ, ἕως ἑβδομήκοντα τὸν ἀριθμὸν, ἄνδρες οὐράνιοι καὶ χαριτοφόροι, οἱ ὁποῖοι ἀπετέλεσαν καὶ τὴν πρώτην συνοδείαν τῆς Λαύρας τὸ ἔτος 483. Μετὰ τὴν πρώτην ὀργάνωσιν τῆς Λαύρας καὶ τὴν ἀνάβλυσιν ἁγιάσματος θαυματουργικῶς μετὰ ἀπὸ προσευχὴν τοῦ Ἁγίου, ὁ Ἅγιος Σάββας εἶδε εἰς τὴν δυτικὴν ὄχθην, ἀπέναντι τοῦ σπηλαίου του, νὰ ὑψώνεται εἰς τὸν οὐρανὸν στύλος πύρινος. Ἀφοῦ ἠρεύνησε τὸν τόπον τοῦ θαύματος τὴν ἑπομένην ἡμέραν, ηὖρε τὸ θεόκτιστον σπήλαιον, τὸ ὁποῖον εἶχε κατάλληλον μορφὴν διὰ νὰ γίνῃ ναός. Αὐτὸν κατέστησεν κέντρον τῆς Λαύρας ὁ Ἅγιος Σάββας, ὀργανώνων καὶ τὰς ὑπολοίπους ὑπηρεσίας. Ἡ συνοδεία του ἔφθανε τότε τοὺς ἑκατὸν πεντήκοντα μοναχούς.
    Θὰ ἦτο ὅμως ἀδύνατον νὰ μὴν ἐνταθοῦν οἱ πειρασμοὶ καὶ τὰ σκάνδαλα τοῦ διαβόλου, ἐναντίον ἑνὸς τόσο θεϊκοῦ σχεδίου. Ὁ Ἅγιος Σάββας ὑπέστη τὴν περιφρόνησιν καὶ τὴν συκοφαντίαν ἐκ μέρους τῶν ἰδικῶν του μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ἐζήτησαν ἀπὸ τὸν Πατριάρχην Σαλλούστιον τὴν ἀντικατάστασίν του εἰς τὴν ἡγουμενίαν. Ὁ Πατριάρχης Σαλλούστιος ἀντὶ αὐτοῦ γνωρίζων τὴν ἁγιότητα τοῦ Σάββα, τὸν ἐχειροτόνησε πρεσβύτερον, καὶ ἀνακαίνισε τὴν Θεόκτιστον Ἐκκλησίαν τήν δωδεκάτην Δεκεμβρίου τοῦ 491.
    Ἡ ἐπὶ γῆς οὐρανία πολιτεία τοῦ Ἁγίου Σάββα ἐσυνεχίζετο: ἡ προσέλευσις μοναχῶν, καὶ ἰδιαιτέρως Ἀρμενίων, ηὐξάνετο ὅπως ἐπίσης τὰ θαύματα καὶ ἡ ἄσκησις τοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν Μεγάλην Τεσσαρακοστὴν ἔζει ὑπερανθρώπως εἰς τὴν πανέρημον ζωήν. Εἰς τὴν Λαύραν προσῆλθε ὁ ὁσιώτατος Ἰωάννης, ἐπίσκοπος Κολωνίας, ὡς ἁπλὸς μοναχός, ὁ ὁποῖος ἀργότερον κατέστη περιβόητος διὰ τὴν ἀρετήν του. Τὸ 492, ὁ Ἅγιος Σάββας ἦλθε εἰς τὸ φρούριον τοῦ Καστελλίου, εἰς τὴν ἔρημον βορειοανατολικῶς τῆς Λαύρας καί, ἀφοῦ ἐξεδίωξε τοὺς δαίμονας, οἱ ὁποῖοι ὑπῆρχον ἐκεῖ, ᾠκοδόμησε κοινόβιον καὶ ἐτοποθέτησε μοναστικὴν ἀδελφότητα. Μετὰ ἀπὸ ὀλίγον καιρὸν, ὁ Πατριάρχης Σαλλούστιος ἀνέδειξε τὸν μὲν Σάββα ἄρχοντα καὶ νομοθέτην ὅλων τῶν ἀναχωρητῶν καὶ κελλιωτῶν, ὁ ὁποῖος ὑπήγετο εἰς τὴν Ἁγίαν Πόλιν, τὸν δὲ Θεοδόσιον τὸν Κοινοβιάρχην ἀρχηγὸν καὶ ἀρχιμανδρίτην ὅλων τῶν κοινοβίων. Διὰ αὐτὸ, ὁ Ἅγιος Σάββας ἔλεγε χαριέντως πρὸς τὸν Ἅγιον Θεοδόσιον ὅτι ὁ ἴδιος ἦτο «ἡγούμενος ἡγουμένων», ἐνῶ ὁ Θεοδόσιος «ἡγούμενος παιδίων», δηλαδὴ ἀρχαρίων.

4. Οἰκοδόμησις τοῦ Ναοῦ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Ἀποχώρησις τοῦ Ἁγίου ἀπὸ τὴν Λαύρα (494-508)

    Τὸ ἔτος 494 μ.Χ., ἢρχισαν καὶ αἱ ἐργασίαι ἀνοικοδομήσεως τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Θεοτόκου, αἱ ὁποῖαι ἔγιναν ἀρκετὰ ἔτη ἀργότερον, τὴν 1ην Ἰουλίου τοῦ 501 μ.Χ., διότι ὁ Θεόκτιστος Ναὸς καὶ ὁ μικρὸς εὐκτήριος οἶκος δὲν ἐπαρκοῦσαν διὰ τὰς λατρευτικὰς ἀνάγκας τῆς Λαύρας.
    Ὡστόσο οἱ μαθηταί, οἱ ὁποῖοι πρό ὀλίγων ἐτῶν εἶχαν κατηγορήσει τὸν Ἅγιον, ἐστασίασαν καὶ πάλιν εἰς τέτοιον βαθμόν ὣστε νὰ ἀναγκασθῇ ὁ Ἅγιος Σάββας, διὰ νὰ μὴν τοὺς ἐνοχλήσῃ περισσότερον, νὰ ἀποχωρήσῃ ἀπὸ τὴν Λαύραν. Ἡ ἀπουσία του διήρκεσε πέντε ἒτη (503-508 μ.Χ.), κατὰ τὰ ὁποῖα συνέστησε δύο νέα κοινόβια εἰς τὰ Γάδαρα καὶ εἰς τὴν Νικόπολιν, εἰς τόπους ὅπου προσήρχοντο πρὸς αὐτόν πιστοί, διὰ νὰ μονάσουν πλησίον αὐτοῦ. Τελικῶς, ἡ ἀποκατάστασίς του εἰς τὴν θέσιν τοῦ Ἡγουμένου εἶχε ἀποτέλεσμα τὴν φυγὴν τῶν στασιαστῶν ἀπὸ τὴν Μεγίστην καὶ τὴν ἐγκαταβίωσὶν τους εἰς τὴν Νέαν Λαύραν καὶ ὅμως ὁ ἀνεξίκακος Ἅγιος καὶ ἐκεῖ τοὺς ἐβοήθησε νὰ κτίσουν καὶ νά διοργανώσουν τὴν Λαύραν των, ἐγκαθιστάντες εἰς αὐτοὺς ἡγούμενον τόν ἁγιώτατον Ἰωάννην.

5. Ἵδρυσις νέων Μονῶν, πρώτη μετάβασις εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ ὁ ἀγὼν του κατὰ τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ (509-516)

    Τὰ ἑπόμενα ἔτη, ὁ Ἅγιος ἐπεδόθη εἰς τὴν καλλιέργειαν τῶν πνευματικῶν του τέκνων. Συνέστησε μέχρι τὴν στιγμὴν τοῦ θανάτου του ἄλλας δύο Λαύρας, αὐτὴν τοῦ Ἐπταστόμου (512 μ.Χ.) καὶ αὐτὴ τοῦ Ἱερεμίου (531 μ.Χ.) ἀλλὰ καὶ ἄλλα δύο κοινόβια, τὸ τοῦ Σπηλαίου (509 μ.Χ.) καὶ τὸ τοῦ Σχολαρίου (512 μ.Χ.). Τὴν τελευταίαν εἰκοσαετίαν τῆς ζωῆς του, ἐλάμπρυναν καὶ ἄλλαι θαυμασταὶ πράξεις, αἱ ὁποῖαι εἶχαν τεραστία σημασία διὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν καὶ τὴν παγκόσμιον ἱστορίαν. Ὑπὸ τὴν πίεσιν τῶν μεθοδεύσεων τοῦ μονοφυσίτου αὐτοκράτορος Ἀναστασίου (491-518) καὶ τῶν πρωτοστατῶν τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ «Ἀκεφάλων» Σεβήρου, Φιλοξένου καὶ Σωτηρίχου, αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι τῆς Ἀνατολῆς περιήρχοντο σταδιακῶς εἰς τὰς χεῖρας μονοφυσιτῶν ἐπισκόπων. Ὁ Ἅγιος Σάββας μετὰ ἀπὸ παρακίνησιν τοῦ Ὀρθοδόξου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Ἠλία (494-516) μετέβη εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν τὸ 512, ὅπου κατώρθωσε μὲ τὴν φήμην καὶ τὴν ἁγιότητά του νὰ πείσῃ τὸν αὐτοκράτορα νὰ ἀναστείλῃ τὴν ἐξορίαν τοῦ Ἠλία. Ὅταν τὸ ἑπόμενον ἔτος ἡ ἐκτόπισις τοῦ Ὀρθοδόξου Πατριάρχου ἐτέθη ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος εἰς ἐφαρμογήν, ὁ Ἅγιος Σάββας συνεκέντρωσε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ὅλους τούς μοναχούς τῆς ἐρήμου, διὰ νὰ προφυλάξῃ τὸν Ἠλίαν, καὶ ἀναθεμάτισε τοὺς αἱρετικοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ αὐτοκράτορος. Παρόμοιον κινητοποίησιν ἐφήρμοσε τρία ἔτη ἀργότερον, τὸ 516 μ.Χ., διὰ νὰ στηρίξῃ εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν τὸν νέον Πατριάρχην Ἱεροσολύμων, Ἰωάννην τὸν Γ΄(516-524) βοηθούμενος ἀπὸ τὸν Ἅγιον Θεοδόσιον τὸν Κοινοβιάρχην. Ἡ κινητοποίησις αὐτὴ διεφύλαξε τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Ἱεροσολύμων εἰς τὴν ὀρθὴν πίστιν, τὴν στιγμὴν κατὰ τὴν ὁποίαν αἱ Ἐκκλησίαι Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας καὶ Ἀντιοχείας εἶχον περιέλθει εἰς μονοφυσίτας Πατριάρχας. Ἀργότερον, ἡ Ὀρθοδοξία ἀπεκατεστάθη πλήρως.

6. Συνέχισις τῆς oσιακῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα.
Συνάντησις μὲ τὸν Ἰουστινιανὸν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν.
Κοίμησις τοῦ Ἁγίου (516-532)


    Ἡ δευτέρα μετάβασις τοῦ Ἁγίου Σάββα εἰς τὴν βασιλεύουσαν ἔλαβεν χώραν περίπου εἴκοσι ἔτη μετὰ τὴν πρώτην τὸ 530 μ.Χ., ὅταν ὁ Ἅγιος ἦτο ἐνενήκοντα ἐτῶν. Ὁ Ἅγιος ἐπέτυχε ἐκεῖ τὴν ἀπαλλαγὴν τῆς Παλαιστίνης ἀπὸ τὰ σκληρὰ μέτρα, τὰ ὁποῖα ὁ αὐτοκράτωρ Ἰουστινιανὸς ἤθελε νὰ ἐπιβάλῃ, συνεπείᾳ τῶν ταραχῶν, τὰς ὁποίας εἶχε προκαλέσει ἡ ἐξέγερσις Σαμαρειτῶν καὶ Ἰουδαίων (529). Ὁ Ἅγιος παρότρυνε ἀκόμη τὸν εὐσεβῆ βασιλέα, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀντιληφθεῖ ὁ ἴδιος μὲ ὀπτασίαν τὴν ἁγιότητα τοῦ Σάββα, νὰ προβῇ εἰς τὴν δίωξιν τῶν αἱρέσεων τοῦ Ἀρείου, Νεστορίου καὶ Ὠριγένους καὶ εἰς τὰ κοινωφελῆ ἔργα εἰς τὴν Παλαιστίνην, ἔναντι τῶν ὁποίων θὰ ἀπεκόμιζε ἐπέκτασιν τῆς αὐτοκρατορίας εἰς τὴν Ἀφρικὴν καὶ Ἰταλίαν. Πραγματικῶς, ἡ εὐλογία καὶ ἡ προφητεία αὐτὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα ἐξεπληρώθησαν. Αἱ νίκαι τῶν στρατηγῶν Βελισσαρίου καὶ Ναρσὴ ἔφεραν καὶ πάλιν τὰ δυτικὰ τμήματα τῆς Αὐτοκρατορίας ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος τῆς Πόλεως. Τοιαύτη ἦτο ἡ προφητικὴ χάρις τοῦ Ἁγίου Σάββα. Πόσα ἐκ τῶν θαυμάτων τοῦ Ἁγίου δύναται κάποιος νὰ διηγηθῇ καὶ ποῖον νὰ θαυμάσῃ πρῶτον!
    Ἡ χάρις του ἔφθασε καὶ ἕως ὅτου νὰ λύσῃ μὲ τὴν προσευχὴν του πενταετῆ ἀνομβρίαν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, τὴν ὁποίαν εἶχε προκαλέσει ἡ ἄδικος ἐκτόπισις τοῦ Πατριάρχου Ἠλιοῦ καὶ ἡ ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ὀργὴ Θεοῦ τὸ ἔτος 520. Ὅμως ἡ ἐπιστροφὴ του ἀπό τὴν Βασιλεύουσαν ἐσήμαινε καὶ τὴν ἀρχὴν τοῦ τέλους τῆς ἐπιγείου πολιτείας του. Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ Ἡγιασμένος ἀνεπαύθη ἐκ τῶν κόπων του τήν 5ηνΔεκεμβρίου τοῦ 532 μ.Χ. Εἶχε ζήσει εἰς τὸ Κοινόβιον τῶν Φλαβιανῶν δέκα ἔτη, ἕως τοῦ 18ου ἔτους τῆς ἡλικίας του, ἐπτακαίδεκα ἔτη εἰς τὸ κοινόβιον τοῦ Ἁγίου Θεοκτίστου εἰς τὴν Παλαιστίνην καὶ πεντήκοντα ἐννέα ἔτη εἰς τὴν ἔρημον καὶ εἰς τὴν Μεγίστην Λαύραν. Τὸ ἔτος 547 τὸ τίμιον λείψανόν του εὑρέθη ἐντὸς τοῦ μνήματος, σῶον καὶ ἀδιάλυτον, μετεφέρθη δέ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν πολλοὺς αἰῶνας ἀργότερον καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ὑπὸ τῶν Σταυροφόρων εἰς τὴν Ἐνετίαν τὸ 1204. Τὸ 1965 ἐπεστράφη ὁριστικῶς εἰς τὴν Μεγίστην Λαύραν. Ἡ πρωτοφανὴς ἀπήχησις τῆς ζωῆς του εἰς τοὺς πιστοὺς εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν συγγραφὴν τοῦ Βίου του ἀπὸ τὸν Κύριλλον τὸν Σκυθοπολίτην τὸ ἔτος 557 μ.Χ., ἐφ’ ὅσον κατὰ τοὺς ἀψευδεῖς λόγους τοῦ Κυρίου Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τὸ ποιὸν τῶν ἀνθρώπων γνωρίζεται ἐκ τῶν καρπῶν τῶν κόπων τους. Ἡ περαιτέρω πορεία τῆς Ἱερὰς καὶ Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ὁσίου Σάββα ἀποτελεῖ καρπὸν τῆς θεϊκῆς ἀρετῆς τοῦ Ἁγίου καὶ ἀπόδειξιν τῆς δόξης καὶ παρρησίας, τῆς ὁποίας ηὗρε πλησίον τοῦ Θεοῦ, διὰ τῶν ὁποίων σώζει μέχρι σήμερον τὸ κυριώτερον μοναστικὸν καθίδρυμα τῆς ἐρήμου τῆς Ἰουδαίας. Ἀληθινῶς προκαλοῦν τὸν θαυμασμὸν τὰ ἀπειράριθμα θαύματα τοῦ Ὁσίου ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπήχησις τῆς μοναστικῆς ζωῆς τῆς Λαύρας του, ἡ ὁποία ἀπετέλεσε πρότυπον καὶ καθοριστικὸν παράγοντα εἰς τὴν διαμόρφωσιν τῆς μοναστικῆς ζωῆς καὶ τῆς λατρευτικῆς τάξεως τῆς Ἐκκλησίας ἀνὰ τὴν Οἰκουμένην, ἐκτὸς τῶν ὁποίων προσέφερε πλῆθος Ἁγίων ἀνδρῶν γνωστῶν καὶ ἀγνώστων, ἀναμέσον τῶν ὁποίων διαλάμπει ἰδιαιτέρως ὁ μέγιστος Θεολόγος τοῦ 8ου αἰῶνος ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Ἡ τιμὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα διεδόθη τάχιστα ἀπὸ τὴν Ρώμην ἕως καὶ τὴν Γεωργίαν τοῦ Καυκάσου. Οἱ διάδοχοί του εἰς τὴν ἡγουμενίαν ἀνέδειξαν τὴν Λαύραν προπύργιον τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τὴν Παλαιστίνην κατὰ τοῦ Ὠριγενισμοῦ, Μονοθελητισμοῦ, Εἰκονομαχίας καὶ Παπισμοῦ μὲ πανορθόδοξον ἐμβέλειαν. Μετὰ τοὺς μέσους χρόνους, ἡ Λαύρα ἀνεδείχθη παιδευτήριον τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητος, τὰ μέλη τῆς ὁποίας ἔπαιρναν ἀπὸ τὴν Λαύραν προπαίδειαν τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ πεῖραν τῶν Ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων. Ὅλα αὐτὰ ὀφείλονται εἰς τὴν πρεσβείαν καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Σάββα: «Λαμπρά τοῦ πεφωτισμένου πατρὸς ἡμῶν Σάββα τὰ θεῖα χαρίσματα ἡ μὲν γὰρ πολιτεία ἔνδοξος, ὁ δὲ βίος ἐνάρετος καὶ ἡ πίστις Ὀρθόδοξος. Καὶ τοῦτο μὲν ἐκ μέρους ἤδη διὰ τῶν εἰρημένων ἀπεδείχθη».
 Ιερά Λαύρα Σάββα του Ηγιασμένου
Θεόκτιστος Έπαλξις Ορθοδοξίας
1500 έτη
Έκδοσις Ιεράς Λαύρας Σάββα του Ηγιασμένου

 http://www.impantokratoros.gr/CFBF1892.el.aspx


Ἡ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα Ἕν ἐκ τῶν σημαντικοτέρων μοναστηρίων τῆς Ἰουδαϊκῆς Ἐρήμου, εἶναι ἡ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου. Εἰς τὴν κεντρικὴν ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία εἶναι μονόκλιτος βασιλικὴ μὲ τροῦλον, κτίσμα τοῦ 6ου μ.Χ. αἰῶνος φυλάσσεται τὸ λείψανον τοῦ Ἁγίου. Ἡ πρώτη Ἐκκλησία–σπηλιά, ἀφιερωμένη εἰς τὸν Ἅγιον Νικόλαον, ἐγκαινιάσθη τὸ 484 ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν ἱδρυτὴν ἅγιον Σάββα. Τὸ ἀσκηταριὸν τοῦ ἁγίου Σάββα. Τὸ ἀσκηταριὸν τοῦ μεγάλου ὑπερασπιστοῦ τῆς ὀρθοδοξίας τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Τὸ μοναστήριον ἢ ὅπως ὠνομάζετο παλαιότερον ἡ «Μεγάλη Λαύρα» ἱδρύθη τὸ 485 μ.Χ. ἀπὸ τὸν Ἅγιον Σάββα καὶ ἐδῶ ἔγραψε τὰ περισσότερα συγγράμματὰ του.
Ὅμως ἡ ἐποχὴ τῆς ἀκμῆς του δὲν συμπίπτει οὔτε μὲ τοὺς χρόνους τῆς ἡγουμενίας τοῦ ἱδρυτοῦ, ἀλλὰ οὔτε καὶ μὲ τοὺς χρόνους τῆς εὐημερίας τῶν ἄλλων μοναστηριῶν τῆς ἐρήμου τῆς Ἰουδαίας, τὸν 5
ον καὶ 6ον αἰῶνα. Ἡ ἀκμὴ τοῦ μοναστηριοῦ ἤρχισε μετὰ τὴν περσικὴν εἰσβολήν, τὸ 614 καὶ τὴν ἀραβικὴν κατάκτησιν τῆς Παλαιστίνης τὸ 638. Ὁλόκληρος ὁ ὄγδοος αἰὼν καὶ τὰ πρῶτα πεντήκοντα χρόνια τοῦ ἐνάτου, ἦσαν τὰ καλύτερα καὶ ἐνδοξότερα χρόνια τῆς ἱστορίας.
Ἐμόνασαν εἰς αὐτὸ ἄνω τῶν 150 μοναχῶν καὶ μεταξὺ αὐτῶν μεγάλαι μορφαὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Μελωδός, ὁ Ἅγιος Στέφανος ὁ Μελωδὸς, ὁ Ἅγιος Θεόδωρος, ὁ Ἅγιος Θεοφάνης, οἱ Ἅγιοι Μιχαήλ, Θεοφάνης καὶ Θεόδωρος Σύγκελος κ.ἃ.
Τὰ σημάδια τῆς πολυκαιρίας καὶ τῶν συμφορῶν, τῶν σφαγῶν καὶ τῶν λεηλασιῶν, τὰς ὁποίας ὑπέστη τὸ μοναστήριον εἰς τὸ πέρας τῶν αἰώνων εἰς τὴν καρδίαν τῆς ἐρήμου ἀνάμεσον τῆς Βηθλεὲμ καὶ τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης φαίνεται μέχρι σήμερον. Ὅμως παρ’ὅλα αὐτὰ ἳσταται ἀγέρωχον καὶ ὑπερήφανον εἰς τὴν καρδίαν τῆς ἐρήμου, προσμένον τὸν κάθε προσκυνητὴν. Τὰ ἀξιολογώτερα προσκυνήματα τοῦ Μοναστηριοῦ εἶναι :
-Ὁ Τάφος τοῦ ἱδρυτοῦ τῆς μονῆς, Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου.
-Ἡ κεντρικὴ ἐκκλησία, μονόκλιτος βασιλικὴ μὲ τροῦλλον, κτίσμα τοῦ 6ου αἰῶνος. Ἐντὸς τῆς ἐκκλησίας φυλάσσεται τὸ λείψανον τοῦ ἁγίου.
-Ἡ πρώτη Ἐκκλησία –Σπηλιά, ἀφιερωμένη εἰς τὸν ἅγιον Νικόλαον, ἡ ὁποία ἐνεκαινιάσθη τὸ 484 ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν ἱδρυτὴν, ἅγιον Σάββα.
-Τὸ ἀσκηταριὸν τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ
-Τὸ ἀσκηταριὸν τοῦ ἁγίου Σάββα
-Τὰ παρεκκλήσια τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, τῶν Ἁγίων Ἀρχαγγέλων καὶ τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, τὰ ὁποῖα σήμερον χρησιμοποιούνται ὡς σκευοφυλάκια. Τὸ μοναστήριον, ἤ ὅπως ὠνομάζετο παλαιότερον ἡ «Μεγάλη Λαύρα» ἱδρύθη τὸ 485 μ.Χ. ἀπὸ τὸν ἅγιον Σάββα. Ἡ ἀκμὴ τοῦ μοναστηριοῦ ἤρχισε μὲ τὴν περσικὴν εἰσβολήν τὸ 614 καὶ τὴν ἀραβικὴν κατάκτησιν τῆς Παλαιστίνης τὸ 638. Ὁλόκληρος ὁ ὄγδοος αἰὼν καὶ τὰ πρῶτα χρόνια τοῦ ἐνάτου ἦταν τὰ ἐνδοξότερα. Τὸν 4ον αἰῶνα ὁ χῶρος τοῦ Ὑπερώου περιελήφθη εἰς μίαν μεγαλοπρεπῆ βασιλικὴν, ἡ ὁποία ὠνομάζετο «Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Σιῶν».
Τὸ 614 ἡ ἐκκλησία τῆς Σιὼν καὶ τὸ Ὑπερῶον κατεστράφησαν ὑπὸ τῶν Περσῶν. Ὀλίγα χρόνια ἀργότερον ἐπανεκτίσθη ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου Ἱερουσαλὴμ Μοδέστου, ἀλλὰ κατεστράφη καὶ αὐτὴν τὴν φορὰν ὑπὸ τῶν Ἀράβων. Μετὰ τὴν ἐκδίωξιν τῶν Σταυροφόρων ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ ὁ χῶρος τοῦ Ὑπερώου κατελήφθη ὑπὸ τῶν μουσουλμάνων καὶ διὰ μέγα χρονικὸν διάστημα ἐχρησιμοποιήθη ὡς τζαμί.
Συνοπτικὴ ἱστορία τῆς Ἱερᾶς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Σάββα

Ἀπὸ τὴν Ἵδρυσιν τῆς Ἱερᾶς Λαύρας ἕως τῆς ἀραβικῆς κατακτήσεως (483-638 μ.Χ.)
1. Ἡ κατὰ τὴν ἔρημον τῆς Ἰουδαίας Ἱερὰ καὶ Σεβασμία Λαύρα τοῦ Ὁσίου μας πατρὸς Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου ἀποτελεῖ φαινόμενον μοναδικὸν εἰς τὴν Ἐκκλησιαστικὴν Ἱστορίαν, χάριν εἰς τὴν συμβολὴν καὶ τὴν διαμόρφωσιν τῆς ὀρθοδόξου λατρείας, τῆς μοναχικῆς τάξεως καὶ τῆς ὑμνογραφίας, εἰς τὴν παρουσίαν πλήθους Ἁγίων, αὐστηρῶν ἀναχωρητῶν, θεοπνεύστων θεολόγων καὶ μαρτύρων. Ἀκόμη χάριν εἰς τὸν σπουδαῖον ρόλον, τὸν ὁποῖον διεδραμάτισε εἰς τὴν καταπολέμησιν ὅσων αἱρέσεων ἐνεφανίσθησαν εἰς τὴν Ἁγίαν Γῆν μετὰ τὴν ἵδρυσὶν της καὶ εἰς τὴν προάσπισιν τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῶν δικαιωμάτων τοῦ κανονικοῦ Ἑλληνορθόξου Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων.
Ἀριθμοῦσα ἄνω τῶν 1.500 ἐτῶν ζωῆς (483-2002) ἄνευ διακοπῆς τῆς λειτουργίας της, ἡ Μεγίστη τοῦ Ἁγίου Σάββα Λαύρα ὀφείλει τὴν ἵδρυσὶν της καὶ τὴν μετέπειτα ἐξέλιξὶν της εἰς τὸν Θεοχαρίτωτον, πνευματοφόρον μοναστὴν Ἅγιον Σάββα (439-532), ὁ ὁποῖος ἀπετέλεσε λύχνον εἰς ὑψηλὸν τόπον, εἰς ὅσους ἠθέλησαν νὰ βιώσουν τὴν ἀναχωρητικὴν ζωήν, καὶ ἰσχυρὸν πρεσβευτὴν πρὸς τὸν Κύριον, ὑπὲρ ὅλων τῶν μεταγενεστέρων «Σαββαϊτῶν» Μοναχῶν. Τὸν πρῶτον πυρήνα τῆς Λαύρας ἐδημιούργησαν οἱ ἑβδομήκοντα ἀναχωρηταὶ, οἱ ὁποῖοι συνεκεντρώθησαν εἰς τὸν Ἅγιον Σάββα ἀπὸ τὸ 483 μ.Χ. Κατόπιν ἡ Λαύρα μετεφέρθη ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴν πλευρὰν τοῦ Χειμάρρου τῶν κέδρων, ὅπου τὸ ἀσκητήριον τοῦ Ἁγίου Σάββα, εἰς τὴν δυτικὴν, ὅπου καὶ ἐκτίσθη ἡ Θεόκτιστος Ἐκκλησία (486, 491 μ.Χ.). Ἡ αὔξησις τῆς ἀδελφότητος κατέστησε ἀναγκαίαν τὴν οἰκοδόμησιν τοῦ μεγάλου Ναοῦ τῆς Θεοτόκου (501 μ.Χ.) καὶ τὴν διοργάνωσιν τῶν κτισμάτων καὶ τῶν ὑπηρεσιῶν τῆς Λαύρας ὥστε νὰ ἀνταποκρίνεται εἰς τὰς ὁλοένα αὐξανομένας ἀνάγκας. Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητος τοῦ Ἁγίου Σάββα καὶ ἡ ἐξαιτίας αὐτῆς ἀνάδειξὶς του εἰς ἀρχηγὸν καὶ νομοθέτην ὅλων τῶν ἀναχωρητῶν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα (493 μ.Χ.) ἔχουσα ἀντίκτυπον καὶ εἰς τὴν Μεγίστην Λαύραν, ἡ ὁποία ἀπετέλει πρότυπον διὰ τὸν βίον καὶ τὴν λειτουργικὴν τάξιν, τὸ Τυπικόν, ὄχι μόνον διὰ τὰς λοιπὰς τρεῖς λαύρας καὶ τὰ ἕξ κοινόβια, τὰ ὁποῖα ὁ Ἅγιος Σάββας ἕως τὸν θάνατόν του (532 μ.Χ.) ἵδρυσε, ἀλλὰ καὶ τὰς ὑπολοίπους μονὰς τῆς Παλαιστίνης, κατὰ τοὺς μέσους χρόνους καὶ διὰ τὴν Ἐκκλησίαν ὁλόκληρον. Ἡ Μεγίστη Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα διεξήγαγε ἰσχυροὺς ἀγῶνας κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ τὰ ἔτη 512-516 μ.Χ. καὶ ἀντιπαρετάθη πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Ἀναστάσιον καὶ τὰ λοιπὰ Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς, εὑρισκόμενα τότε εἰς τὰ χέρια μονοφυσιτῶν. Ἡ σθεναρὰ κινητοποίησις καὶ ὁμολογία τῶν ἀναχωρητῶν τῆς ἐρήμου διέσωσαν τὸ Πατριαρχεῖον Ἱεροσολύμων ἀπὸ τὴν αἵρεσιν. Οἱ διάδοχοι τοῦ Ἁγίου Σάββα εἰς τὴν ἡγουμενίαν τῆς Λαύρας ἀνέδειξαν αὐτὴν καὶ πάλι ἄσειστον προπύργιον κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Ὠριγενισμοῦ. Μὲ τὴν καθοδήγησιν τοῦ Σαββαΐτου Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἠσυχαστοῦ, πρώην ἐπισκόπου Κολωνίας (454-558), οἱ ἡγούμενοι τῆς Λαύρας Γελάσιος (537-546), Κασσσιανὸς (547-548) καὶ Κόνων (548-568) ἀπέκρουσαν τὰς μεθοδείας τῶν Ὠριγενιστῶν καὶ τὰς δολοπλοκίας εἰς τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανὸν, ὄχι ὅμως χωρὶς ἀντίποινα. Οἱ μοναχοί τῆς Λαύρας, μιᾶς ἐκ τῶν ὀλίγων Μονῶν, αἱ ὁποῖαι εἶχον ἀπομείνει εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους, ὑπέστησαν διωγμοὺς καὶ βιαιοπραγίας, ἀκόμη καὶ διὰ τὴν ἐνθρόνησιν διὰ τῆς βίας τοῦ Ὠριγενιστοῦ ἡγουμένου (547μ.Χ.). Ὅμως ὁ Θεὸς ἐφύλαξε τὴν λαύραν καὶ αἱ ἐνέργειαι τοῦ Κόνωνος συνέβαλαν τὰ μέγιστα εἰς τὴν σύγκλησιν τῆς 5ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (553 μ.Χ.), ἡ ὁποία κατεδίκασε τὰς πλάνας τοῦ Ὠριγένους ἅπαξ διὰ παντὸς καὶ χάριν ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐμφάνισις τῶν Περσῶν εἰς τὴν Ἁγίαν Γῆν (614 μ.Χ.) ἀπετέλεσε τὸ προοίμιον διὰ τὴν ἔλευσιν τῶν Ἀράβων τοῦ Ἰσλὰμ (638μ.Χ.). Παρομοίως τὴν ἀπαρχὴν τῶν Ὁσιομαρτύρων τῆς Λαύρας ἀπετέλεσαν οἱ Σαββαΐται, οἱ ὁποῖοι ἐσφαγιάσθησαν ὑπὸ τῶν Περσῶν τεσσαράκοντα τέσσαρες εἰς τὸν ἀριθμὸν τὴν 16ην Μαΐου τὸ 614 μ.Χ.

 

2. Ἐπὶ τῶν Ἀράβων τῶν Σταυροφόρων καὶ τῶν Μαμελούκων (638-1517 μ.Χ.)Μετὰ τὴν ἀραβικὴν κατάκτησιν καὶ τὴν ἀναδιοργάνωσιν τῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Σάββα ἀπὸ τὸν Πατριάρχην ἅγιον Μόδεστον, ἠκολούθησε ἡ ἐνδοξοτέρα περίοδος, ὁ «χρυσὸς αἰὼν» τῆς Λαύρας, ἤτοι ὁ ὄγδοος καὶ μέρος τοῦ 9

ου μ.Χ. αἰῶνος. Ὁ ἐπιφανέστερος θεολόγος τοῦ 8ου αἰῶνος Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ ὑμνογράφος Κοσμᾶς ὁ Ἁγιοπολίτης, Στέφανος ὁ Μελωδός, Μιχαὴλ ὁ Σύγκελος, Θεόδωρος καὶ Θεοφάνης οἱ Γραπτοὶ καὶ ὁ πατὴρ Ἰωνᾶς ὁ Σαββαΐτης, Θεόδωρος ὁ ἐπίσκοπος Καρρῶν (Ἀβουκάρας), πέντε ἐπιφανεῖς κατὰ τὴν ἁγιότητα ἢ καὶ τὴν θεολογίαν, οἱ Ἅγιοι Στέφανος ὁ Θαυματουργός, Θεόδωρος ἐπίσκοπος Ἐδέσσης, Μιχαὴλ ὁ Ὁσιομάρτυς, οἱ Ὁσιομάρτυρες Βάκχος καὶ Γεώργιος ὁ Βηθλεὲμ συναποτελοῦν ἐκλεκτὴν χορείαν, ἡ ὁποία διεκόσμησε τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Ἱεροσολύμων, ἀλλὰ καὶ τὴν καθ’ ὅλου Ἐκκλησίαν καὶ προσετέθη εἰς τοὺς παλαιοτέρους Ὁσίους καὶ Μάρτυρας τῆς Λαύρας, Ἀβράμιον ἐπίσκοπον Κρατείας, Ξενοφώντα, Ἀρκάδιον καὶ Ἰωάννην, Ἀντίοχον καὶ Ἀναστάσιον τὸν Πέρσην. Παρὰ τὰς βιαίας καὶ φονικὰς ἐπιθέσεις ἀπὸ ποικιλωνύμους βαρβάρους (796,809,813 μ.Χ. ) καὶ τὴν γενικὴν ἀταξίαν, ἡ προσφορὰ τῆς Λαύρας εἰς τὴν Ἐκκλησίαν φθάνει εἰς τὸ ἀποκορύφωμά της. Ἡ συμβολὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ εἰς τὴν πρώτην (726-787) καὶ τῶν Ἁγίων Μιχαὴλ τοῦ Συγκέλου, Θεοφάνους καὶ Θεοδώρου τῶν Γραπτῶν εἰς τὴν δευτέραν (814-843) φάσιν τῆς εἰκονομαχίας διὰ τὴν ἐπικράτησιν τῆς τιμῆς τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἀποδεικνύει τὴν σημασίαν τῆς Λαύρας διὰ τὴν Θεολογίαν ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν γενικὴν τιμὴν, τὴν ὁποίαν ἀπελάμβανε, καθόσον οἱ τρεῖς τελευταῖοι ὁμολογηταί προσεκλήθησαν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ἀπὸ τὸν Ἅγιον Θεόδωρον τὸν Στουδίτην διὰ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγον. Πλὴν τῆς Θεολογικῆς συγγραφικῆς παραγωγῆς ἡ Λαύρα τὴν ἐποχὴν ἐκείνην ἐπέδειξε πλουσίαν ἀντιγραφικὴν καὶ μεταφραστικὴν δραστηριότητα. Καθίσταται τὸ κέντρον τῆς γεωργιανῆς γραμματείας ἀπὸ τὸν 7ον ἕως τὸν 10ον αἰῶνα, ὅπως ἐπίσης κέντρον μεταφράσεων ἐκκλησιαστικῶν συγγραμμάτων ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴν εἰς τὴν ἀραβικήν. Χαρακτηριστικὸν εἶναι ὅτι τὰ σήμερον πασίγνωστα «Ἀσκητικά» τοῦ Ἁγίου Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου μετεφράσθησαν ἀπὸ τὴν Συριακὴν γλῶσσαν εἰς τὴν ἑλληνικὴν διὰ πρώτην φορὰν εἰς τὴν Λαύραν ὑπὸ τῶν μοναχῶν Ἀβραμίου καὶ Πατρικίου εἰς τὰ τέλη τοῦ 8ου αἰῶνος. Ἀπὸ τὸν 9ον αἰῶνα ἕως τὸν 13ον αἰῶνα ἡ λειτουργικὴ τάξις, τὸ λειτουργικόν «Τυπικόν»» τῆς Λαύρας, μαζὶ μὲ τοὺς ὕμνους τῶν Σαββαϊτῶν ἁγίων ὑμνογράφων καὶ ἴσως μερικαὶ μοναστικαὶ συνήθειαι τῆς Λαύρας, διαδίδονται εὐρέως ὑπὸ διακεκριμένων ἁγίων ἱδρυτῶν μονῶν. Εἰς μέγαν ἤ μικρὸν βαθμὸν τὸ «Τυπικόν» τῆς Λαύρας ἐπηρέασε τὰ μοναστηριακὰ Τυπικά, τὰ ὁποῖα συνέγραψαν οἱ Ἅγιοι Θεόδωρος ὁ Στουδίτης (9ος αἱ.), Παῦλος ὁ Νέος τοῦ Ὄρους Λάτρος (ἀρχαὶ 10ου αἱ.), Νίκων ὁ Μαυρορείτης (τέλη 1ου αἱ.), Χριστόδουλος τῆς Πάτμου (11ος αἱ.), Λάζαρος ὁ Γαλησιώτης (10ος –11ος αἱ.), Λουκὰς τῆς Μεσσήνης (Σικελία, 12ος αἱ.), Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος (Κύπρος 12ος -13ος αἱ.) καὶ Νεῖλος Ταμασίας ( Ι.Μ.Μαχαιρά, Κύπρος, ἀρχαὶ 13ου αἱ.). Ἤδη ἀπὸ τὸν 9ον αιώνα εἶχε διαδοθεῖ τὸ μοναστηριακὸν Σαββαϊτικὸν Τυπικὸν εἰς τὴν ἀπόμακρον Γεωργίαν (ὑπό τοῦ Ἅγίου Γρηγορίου Κhandzta, τὸ 826 μ.Χ.). Παραλλήλως τεραστία ὑπῆρξε ἡ διάδοσις τοῦ νέου ὑμνογραφικοῦ εἴδους, τὸ ὁποῖον ἀνεπτύχθη κυρίως ἀπὸ τὸν Ἰωάννην τὸν Δαμασκηνὸν καὶ τῆς «ἁγιοσαββιτικῆς ποιητικῆς σχολῆς», ἤτοι τοῦ κανόνος. Ἡ ὑμνογραφικὴ παραγωγὴ τῆς Λαύρας ἀπετέλεσε τὸ θεμέλιον διὰ τὴν διαρρύθμισιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς Λατρείας μετὰ τὴν εἰκονομαχίαν. Ἡ ἀποδιδομένη εἰς τὸν Δαμασκηνὸν καθιέρωσις τῶν ὀκτὼ ἤχων τῆς μελωδήσεως ἐπεκράτησε εἰς τὴν Λατρείαν καὶ ἡ συγγραφὴ τῆς ὀκταήχου ἀπετέλεσε τὴν πρώτην μορφὴν τῆς Παρακλητικῆς, τοῦ κυριωτέρου λειτουργικοῦ βιβλίου τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἔτος 808 ἡ Λαύρα εὑρίσκεται καὶ πάλι ὑπερασπιζομένη τὴν Ὀρθόδοξον Πίστιν. Μὲ τὴν καθοδήγησιν τοῦ Ἡγουμένου τῆς Λαύρας Ἰωάννου, κληρικοὶ καὶ ἁπλοὶ πιστοὶ ἀντέδρασαν εἰς τὴν αἵρεσιν τοῦ Filioque, τὴν ὁποίαν μόλις πρὸ ὀλίγου εἶχαν παρουσιάσει εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα οἱ Βενεδικτίνοι Μοναχοί τοῦ Ὄρους τῶν Ἐλαιῶν. Ἡ ἀντίδρασις τῶν Ὀρθοδόξων τόσο εἰς τὴν Βηθλεὲμ ὅσο καὶ εἰς τὸν Πανάγιον Τάφον ἦταν τόσο ἐπίμονος, ὥστε οἱ Βενεδικτίνοι ἠναγκάσθησαν νὰ ἀπευθυνθοῦν εἰς τὸν Πάπα Ρώμης Λέοντα τὸν Γ΄ καὶ τὸν Φράγκον Αὐτοκράτορα τῆς Δύσης Καρλομάγνον διὰ βοήθειαν. Ὁ Αὐτοκράτωρ τῆς Δύσης συνεκάλεσε Σύνοδον εἰς τὸ Aachen τὸ 809 καὶ ἐπισημοποίησε δυστυχῶς τὴν αἵρεσιν, ἐνῶ ὁ Πάπας Λέων ἀντέστη κατὰ τῆς προσθήκης τοῦ filioque εἰς τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως σθεναρῶς. Ἔτσι μισὸν αἰῶνα πρὶν τὸ Filioque λάβῃ κυρίαρχον θέσιν εἰς τὰς Θεολογικὰς διενέξεις Ὀρθοδόξων καὶ Λατίνων, εἶχε προσκρούσει εἰς τὴν Ὀρθόδοξον συνείδησιν τῶν Ἱεροσολυμιτῶν Χριστιανῶν. Ἐπὶ τῆς κυριαρχίας τῶν Σταυροφόρων ἡ θέσις τοῦ ἡγουμένου τῆς Λαύρας παρουσιάζεται ἰδιαιτέρως ὑψηλὴ ἀπὸ τοὺς Λατίνους, ἐλλείψει Ὀρθοδόξου Πατριάρχου εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Ἡ Λαύρα προικίζεται ἀπὸ νέα περιουσιακὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὴν Βασίλισσαν Μελισσάνθην (1131-1162) ἐνῶ ὁ Ναὸς τῆς Θεοτόκου καὶ οἱ Ἁγιογραφίαι του ἀνακαινίζονται ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα τῶν Ρωμαίων Μανουὴλ τὸν Κομνηνὸν (1143-1180) τὸ ἔτος 1169. Ἡ νίκη τῶν Μαμελούκων τοῦ Σαλαδδὶν ἐναντίον τῶν Σταυροφόρων τὸ ἔτος 1187 μ.Χ. ἐσήμαινε νέα δεινὰ διὰ τὸν Μοναχισμὸν τῆς Παλαιστίνης παρὰ τὴν σφαγὴν καὶ πάλι Σαββαϊτῶν μοναχῶν, ἡ Λαύρα παρέμεινε εἰς λειτουργίαν, μόνη αὐτὴ ἀνάμεσον τῶν λοιπῶν ἐρημωμένων μονῶν τῆς ἐρήμου. Τὴν περίοδον αὐτὴ ἀνάγεται καὶ ἡ συρρίκνωσις τῆς Λαύρας εἰς τὸν πυρήνα της, ἡ ἀνέγερσις τείχους πέριξ αὐτῆς καὶ ἡ υἱοθέτησις τοῦ κοινοβιακοῦ τρόπου ζωῆς ἐγκαταλείπουσα τὸν λαυρεωτικόν. Ἡ Λαύρα εἰσέρχεται εἰς τὴν δυσκολοτέραν ἴσως φάσιν τοῦ ἀγῶνος ἐπιβιώσεὼς της εἰς περιβάλλον ἐχθρικόν, καθίσταται παρ’ ὅλα αὐτὰ ἀξιολογώτατον σχολεῖον διὰ τὴν Ἁγιοταφιτικὴν Ἀδελφότητα, διδάσκουσα τὰ σχετικὰ μὲ τὴν μοναχικὴν πολιτείαν καὶ τὰ ἀφορῶντα τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα. Νέα ἀνακαίνισις τοῦ καθολικοῦ τῆς Λαύρας καὶ τοῦ Κουβουκλίου τοῦ τάφου τοῦ Ἁγίου Σάββα ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος Ἰωάννου τοῦ Καντακουζηνοῦ (1347-1354) ἔλαβε χώραν εἰς τὸ ἥμισυ τοῦ 14ου αἰῶνος, πρωτοφανὴς ὅμως διὰ τὴν ἐποχὴν αὐτὴν καὶ καθοριστικὴν διὰ τὸ μέλλον τῆς ὀρθοδόξου λατρείας ἔγινε ἡ ἐξάπλωσις τοῦ λεγομένου «νέο-σαββαϊτικοῦ λειτουργικοῦ Τυπικοῦ» (ἤτοι τῆς συνθέσεως τοῦ παλαιοῦ σαββαϊτικοῦ καὶ στοιχείων τοῦ στουδιτικοῦ Τυπικοῦ). Τὸ Τυπικὸν αὐτό, ἀφοῦ παρεμέρισε τὰ Τυπικὰ τῶν Μονῶν Στουδίου καὶ Εὐεργέτιδος καθιερώθη εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν κατὰ τοὺς 13ον καὶ 14ου αἰῶνας (Μοναὶ Χειλέων, Ἁγ.Δημητρίου Κελλιβαρὰ, Θεοτόκου Βεβαίας Ἐλπίδος) τοὺς ἰδὶους αἰῶνας τὸ Τυπικὸν διεδόθη καὶ εἰς τὴν Σερβίαν ὑπό τοῦ Ἅγίου Σάββα Σερβίας (1175-1236) καὶ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Σερβίας Νικοδήμου (1317-1324). Τὸ νέον αὐτὸ σαββαϊτικὸν Τυπικόν, μετὰ τὴν ἐπικράτησὶν του εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος κατὰ τὴν περίοδον τῶν ἡσυχαστικῶν ἐρίδων καὶ τὴν νέα μορφὴν, τὴν ὁποίαν ἔλαβε τότε, διεδόθη χάριν εἰς τὴν ἀκτινοβολίαν τῆς θεολογίας τοῦ Ἡσυχασμοῦ καὶ εἰς τὴν ὑπόλοιπον Βαλκανικὴν εἰς τὴν Βουλγαρίαν καὶ τὴν Ρωσίαν. Ἀπὸ τὴν ὁριστικὴν ἐπικράτησιν παντοῦ τὸν 16οναἰῶνα ἕως καὶ σήμερον τὸ σαββαϊτικὸν-ἀθωνικὸν λειτουργικὸν Τυπικὸν ἀποτελεῖ τὸ λειτουργικὸν Τυπικὸν συμπάσης τῆς Ὀρθοδοξίας.

3. Ἀπὸ τὴν Τουρκικὴν κυριαρχίαν ἕως σήμερον (1517-2002)Ἡ ἐμφάνισις τῶν Τούρκων εἰς τὴν Παλαιστίνην μὲ τὸν Σουλτάνον Σελὴμ συνωδεύθη μὲ νέαν σφαγὴν τῶν Σαββαϊτῶν καὶ εἶχε δυσμενεῖς ἐπιπτώσεις εἰς τὴν ζωὴν τῆς Λαύρας. Μολονότι ἐξεδόθησαν ἄνω τῶν τριάκοντα φιρμανίων τῶν Σουλτάνων κατὰ καιροὺς (μεταξὺ 1533 καὶ 1753) διὰ ἐπισκευὰς εἰς τὴν Λαύραν, φοροαπαλλαγὰς, προστασίαν καὶ δικαιώματα τῶν Σαββαϊτῶν Πατέρων, αὐτοὶ ὑπέστησαν πολλὰ δεινὰ, ἀκόμα καὶ ἐγκαταβίωσιν διὰ πολλὰ χρόνια ὁλοκλήρων χωριῶν. Ἡ ἰσχυρὰ παρουσία τῶν Σέρβων Μοναχῶν εἰς τὴν Λαύραν ὑπῆρξε εὐεργετικὴ διὰ αὐτὴν,ὅταν κατὰ τὸν 16

ον αἰῶνα ἡ Λαύρα εἶχε ἐλαχίστους Ἕλληνας Μοναχούς, ἐτερματίσθη εἰς τὰς ἀρχὰς τοῦ 17ου αἰῶνος ὅταν κατέστη εἰς τοὺς Σέρβους ἀδύνατος ἡ ἐξόφλησις τῶν χρεῶν, τὰ ὁποῖα ἡ οἰκοδομική τους δραστηριότης εἶχε δημιουργήσει. Ἡ παρέμβασις τοῦ Πατριάρχου Θεοφάνους τοῦ Γ΄ (1608-1644) μόλις ἔσωσε τὴν Λαύραν ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν δανειστῶν ἢ τῶν ἐποφθαλμιόντων Ἀρμενίων καὶ Λατίνων. Μεταξὺ ὅλων τῶν εὐεργετῶν καὶ δωρητῶν τῆς Λαύρας πλέον ἀξιομνημόνευτοι ἔχουν καταστεῖ οἱ Πατριάρχαι Ἱεροσολύμων Νεκτάριος (1660-1669) καὶ Δοσίθεος ὁ Β΄ (1669-1707), ὁ ὁποῖος ὠνομάσθη καὶ μέγας εὐεργέτης, οἱ ὁποῖοι κατώρθωσαν νὰ ἐπαναφέρουν τὴν Λαύραν εἰς ἀποκλειστικὴν χρήσιν καὶ κατοίκησιν τῶν Σαββαϊτῶν Πατέρων, ἐνῶ ὁ ἴδιος ὁ Δοσίθεος προὐχώρησε εἰς ἐκτενεῖς καὶ πολυεξόδους ἀνακαινίσεις ἢ ἐπεκτάσεις τῶν ναῶν, τῶν δωμάτων, τῶν δεξαμενῶν καὶ τῶν τειχῶν τῆς Μονῆς (κατὰ τὰ ἔτη 1667-1686). Τὴν σημερινὴν μορφὴν τῶν οἰκοδομημάτων της ἡ Ἱερὰ Λαύρα ὀφείλει εἰς τὴν οἰκοδομικὴν δραστηριότητα, ἡ ὁποία ἀνεπτύχθη μετὰ τὰς καταστροφὰς τοῦ σεισμοῦ τῆς 13ης Μαΐου τοῦ 1834 καὶ κατὰ τὴν ἡγουμενίαν τοῦ περιφανοῦς ἡγουμένου, κτήτορος τοῦ μεγάλου εὐεργέτου τῆς Λαύρας Ἰωάσαφ τοῦ Κρητὸς (1845-1874), ὁσιακὴ μορφὴ τοῦ Παλαιστινιακοῦ Μοναχισμοῦ. Ἀπόδειξις τοῦ πνευματικοῦ βάρους τοῦ Ὁσίου, ἁπλοῦ, ταπεινοῦ καὶ διακριτικοῦ αὐτοῦ Μοναστοῦ ὑπῆρξε καὶ ἡ διὰ πρώτην φορὰν μετὰ ἀπὸ αἰῶνας αὔξησις τῶν Σαββαϊτῶν περίπου ὀγδοήκοντα εἰς τὸν ἀριθμόν. Αἱ ἀλλεπάλληλαι πολιτικαὶ ἀλλαγαὶ κατὰ τὸν 20ον αἰῶνα εἰς τὴν ἐγγὺς ἀνατολὴν μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ καὶ τὰς πρεσβείας τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Σάββα δὲν ἐσυσσώρευσαν εἰς τὴν Λαύραν τέτοιο πλῆθος προβλημάτων ὅσο εἰς τὰς ἄλλας μονὰς καὶ προσκυνήματα τοῦ Ὀρθοδόξου Πατριαρχείου. Ἀντιθέτως ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ ἀφθόρου ἱεροῦ σκηνώματος τοῦ Ἁγίου Σάββα μετὰ ἀπὸ μακρὰν ἀπουσίαν αἰώνων (ἴσως ἀπὸ τοῦ 13ου) ἀπετέλεσε μεγίστην εὐλογίαν διὰ τὴν Ἁγιοταφιτικὴν Ἀδελφότητα, αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἠγωνίζοντο εἰς τὴν Λαύραν καὶ ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς τῆς Ἁγίας Γῆς καὶ ὁπωσδήποτε αἰτίαν βεβαίας ἐλπίδος εἰς τὸν Θεὸν καὶ τεκμήριον τῆς πατρικῆς καὶ ἀδιαλείπτου μερίμνης τοῦ Ἁγίου Σάββα διὰ τὴν Λαύραν του. Ἡ πνευματικὴ ζωὴ τῆς Λαύρας καὶ ἡ ποικιλόμορφος συνεισφορὰ εἰς τὴν ἀντιμετώπισιν τῶν προβλημάτων τῶν Ἁγιοταφιτῶν, τοῦ ὀρθοδόξου ποιμνίου καὶ τῶν εὐλαβῶν προσκυνητῶν τῶν Ἁγίων Τόπων δύναται ἀκόμα καὶ σήμερον νὰ ἐπαληθεύσῃ τὴν πρὸ αἰώνων γενομένην διαπίστωσιν: «Ὅπως ἡ Ἱερουσαλὴμ εἶναι ἡ Βασίλισσα πασῶν τῶν πόλεων, οὕτω καὶ ἡ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα εἶναι ὁ πρίγκηψ πασῶν τῶν ἐρήμων, καὶ καθόσον ἡ Ἱερουσαλὴμ εἶναι τὸ πρότυπον ἄλλων πόλεων, τοσούτον καὶ ὁ Ἅγιος Σάββας τὸ παράδειγμα διὰ ἄλλας μονὰς».

 

http://holylandagioitopoi.blogspot.gr/2010/01/blog-post_7371.html