Η αποστολή των ποιμένων και ο κίνδυνος του αποπροσανατολισμού και της εκτροπής τους

Κυριακή των Μυροφόρων
( Πραξ. Απ. ΣΤ΄ 1-7 )

Αρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος, Ιεροκήρυξ Ι. Μ. Δρ. Πωγ. & Κονίτσης

Μια απὀ τις αποδείξεις ότι η Αγία Γραφή περιέχει την αλήθεια, είναι και το ότι αποκαλύπτει  τις αδυναμίες και τα λάθη των πρωταγωνιστών της.
Αυτό το βλέπουμε  και στο Αποστολικό ανάγνωσμα της Κυριακής των Μυροφόρων. Βλέπουμε το δίκαιο παράπονο των Ελληνιστών, αλλά και τα φωτισμένα συμπεράσματα, μαζί με τις ενδεδειγμένες λύσεις που έδωσαν οι Άγιοι Απόστολοι.
Ας δούμε τι ακριβώς είχε συμβεί.
Είναι γνωστό ότι στην αρχή, οι πιστοί ζούσαν σαν μια οικογένεια, μέσα στη ζεστή κοινωνία της αδελφικής αγάπης.
Επειδή όμως παντού και πάντοτε υπάρχει και το «ανθρώπινο » στοιχείο, καθώς αυτή η ευλογημένη κοινωνία, προϊόντος του χρόνου αυξανόταν, επόμενο ήταν να αρχίσουν να παρουσιάζονται και τα πρώτα προβλήματα.
Ένα τέτοιο λοιπόν πρόβλημα, που απασχόλησε ολόκληρη την κοινότητα, ήταν ο γογγυσμός των Ελληνιστών. Δηλ. των Εβραίων που προέρχοταν από  μακρινές περιοχές ( διασπορά ) και που είχαν ως μητρική τους γλώσσα την Ελληνική, εναντίον των ντόπιων Εβραίων, που ομιλούσαν την Εβραϊκή – Αραμαϊκή γλώσσα.
Οι ντόπιοι Εβραίοι οι οποίοι είχαν και την ευθύνη της διανομής των τροφίμων, φαίνεται ότι παραθεωρούσαν στο σημείο αυτό τις χήρες γυναίκες των Ελληνιστών και ότι πρόσεχαν περισσότερο τις ντόπιες με τις οποίες ήταν γνωστοί και προφανώς σε αρκετές των περιπτώσεων θα υπήρχε και συγγένεια.
Η όλη κατάσταση φαίνεται ότι ηλέκτρισε την ατμόσφαιρα, με αποτέλεσμα να χρειασθεί να δοθεί λύση άμεση και επίσημη.
Τι όμως θα έπρεπε να γίνει και που θα κατέληγαν; Ν΄αναλάβουν οι ίδιοι οι Απόστολοι την διανομή των τροφών, ώστε να γίνεται αυτή κατά τρόπο δίκαιο;
Τούτο ίσως να φαινόταν το καλύτερο στο σύνολο των πιστών, όμως αναντιρρήτως θα αποτελούσε έναν μεγάλο πειρασμό για τους δώδεκα. Και τούτο διότι αν ξεκινούσαν αυτή την εργασία, αυτό το διακόνημα, θα έπρεπε να παραμελήσουν το καθ΄αυτό έργο τους. Το κύριο έργο τους που δεν ήταν άλλο από την λατρεία, μαζί με το κήρυγμα του λόγου του Θεού στα πέρατα της οικουμένης, και κυρίως η επέκταση του Σώματος του Χριστού, ιδρύοντας τις κατα τόπους Εκκλησίες.
Τελικώς, όπως μελετούμε, δόθηκε η καλύτερη λύση που θα μπορούσε να εφαρμοστεί.
Κατόπιν προτροπής των ίδιων των Αποστόλων, οι πιστοί εξέλεξαν επτά άνδρες « πλήρεις Πνεύματος Αγίου », τους επτά δηλ. διακόνους. Οι ίδιοι οι Απόστολοι στη συνέχεια τους εγκατέστησαν σ΄ αυτή την Αγία διακονία και έτσι οι θεμέλιοι της Εκκλησίας (Εφεσ. Β΄ 20), παρέμειναν απερίσπαστοι στο μοναδικό τους έργο.
Άλλωστε, εμπνευσμένοι από το Πνεύμα το Άγιον είχαν δηλώσει: « oυκ αρεστόν εστίν ημάς καταλείψαντας τον λόγον του Θεού, διακονείν τραπέζαις ». (Πραξ. Απ. ΣΤ΄2). Δηλ. δεν μας φαίνεται σωστό να αφήσουμε εμείς το κήρυγμα του λόγου του Θεού και να υπηρετούμε σε τράπεζες φαγητού.
Φυσικά, όπως κατανοούμε όλοι μας, η Αποστολική λύση του προβλήματος, αποτελεί τον χρυσό οδηγό για την ευλογημένη πορεία της Εκκλησίας μας, σε αναφορά με τους διαδόχους των Αγίων Αποστόλων.
Ας εμβαθύνουμε όμως για λίγο στο σημείο αυτό, διότι σε κάθε εποχή, αλλά κυρίως στη δική μας σήμερα, φαίνεται πως ο ίδιος πειρασμός, προσεγγίζει ποιμένες και ποίμνιο, με την ίδια η και διαφορετική μορφή.
Πρόκειται για τα λεγόμενα κοινωνικά προβλήματα, τα οποία ουδέποτε θα παύσουν να υφίστανται, όποιο σύστημα κι αν επέλθει για την διακυβέρνηση της κοινωνίας μας, αλλά και οποιαδήποτε μορφή κοινωνικής προσφοράς κι αν επιλέξει η κατά τόπους διοίκηση της Εκκλησίας μας.
Αυτό το τονίζει ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς όταν λέγει: « τους πτωχούς γαρ πάντοτε έχετε μεθ΄εαυτών » ( Ματθ. ΚΣΤ΄ 11 ). Και φυσικά στον Κυριακό αυτό λόγο, περικλείονται όλες οι μορφές ανάγκης, αλλά και η αδιάκοπη προσφορά των πιστών.
Όταν μάλιστα κανείς μελετά την σύγχρονη πραγματικότητα, εντός της οποίας βιώνουμε μια αναπάντεχη κοινωνική καθίζηση και ένα δράμα ατομικό, οικογενειακό, Εθνικό, ιδιαιτέρως δε πολυπολιτισμικό με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις τόσες ταλαίπωρες υπάρξεις που έχουν κατακλύσει την Πατρίδα μας, τότε δεν μπορεί παρά να αισθάνεται ως ποιμένας αλλά και ως απλός πιστός, ότι βρίσκεται μπροστά σ΄ ένα πρόβλημα, ίσως ακόμα μεγαλύτερο  απ΄ αυτό που αντιμετώπισε η πρώτη Εκκλησία.
Κι έτσι μάλλον συμβαίνει, δοθέντως ότι σήμερα απουσιάζει από τους πιστούς ο κινητήριος μοχλός του ενθουσιαστικού στοιχείου ( ελείψει φωτισμένων ταγών και  δυναμικών μορφών ).
Εδώ λοιπόν και στο σημείο αυτό, κρύπτεται  πολύ καλά καμουφλαρισμένος ο μεγάλος κίνδυνος για την διοίκηση, προκειμένου να τακτοποιηθούν σε σωστή βάση τα θέματα και τα καθημερινά προβλήματα τα οποία ταλανίζουν τις Μητροπόλεις με τα τόσα ιδρύματα αγάπης και προσφοράς που διαθέτουν και κυρίως τις μικρές η μεγάλες μας ενορίες.
Ουδέποτε φυσικά θα υποστηρίξουμε ότι η Εκκλησία πρέπει να αρνηθεί την κοινωνική της προσφορά, λόγω του ότι υφίσταται οργανωμένο κράτος.
Όσοι υποστηρίζουν την παραπάνω άποψη η είναι παντελώς άσχετοι με την αυθεντική Ευαγγελική ζωή η εργάζονται συνειδητά σε ξένα κέντρα που σκοπό έχουν να αποδυναμώσουν την Εκκλησία μας, καταντόντας αυτή ένα απλό διακοσμητικό στοιχείο και μάλιστα με ημερομηνία λήξεως.
Ουδέποτε λοιπόν οι ποιμένες θα αρνηθούν την προσφορά, αλλά ταυτοχρόνως και δεν θα παρασυρθούν, δεν επιτρέπεται να παρασυρθούν ώστε να αλλοιωθεί το Σώμα του Χριστού και να μεταβληθεί σε παράρτημα του Ερυθρού Σταυρού η της Ερυθράς ημισελήνου.
Σε ουδεμία δε των περιπτώσεων, οι ποιμένες πρέπει να λησμονούν το κύριο έργο τους που είναι η καλλιέργεια του ζωντανού λόγου του Θεού και να ευαρεστούνται στο να «διακονούν τραπέζαις ». Όχι μόνο τράπεζες φαγητού, αλλά αφού επέλεξαν αυτή την μορφή διακονίας, και «τράπεζες χρηματιστηριακές »…
Και θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι αρκετοί ποιμένες, βεβαίως με κάθε καλή διάθεση, ευρισκόμενοι μεταξύ « σφύρας και άκμονος » κατά το κοινώς λεγόμενον, κάποιες φορές, επιλέγουν αυτή τη μορφή της διακονίας. Την καθαρώς δηλ. πρακτική, νομίζοντας ότι έτσι ίσως μπορούν να προσφέρουν περισσότερα.
Όμως και πάλι ακούγεται ξεκάθαρος  ο Αποστολικός λόγος: « ουκ αρεστόν εστίν ημάς, καταλείψαντας τον λόγον του Θεού, διακονείν τραπέζαις »!
Βεβαίως, θα δώσει η Εκκλησία τον υλικό άρτο, τον οποίον όμως μπορούν και αλλού ίσως να βρούν οι έχοντες ανάγκη. Κυρίως όμως οι ποιμένες της Εκκλησίας, πρέπει πάντοτε να έχουν κατά νου ότι « ουκ επ´ άρτω μόνο ζήσεται άνθρωπος » ( Ματθ. Δ´ 4 ).
Αλλά το πρόβλημα παραμένει, θα υποστηρίξει κάποιος. Ποια λύση θα βρεθεί όταν παράλληλα στη μια ανάγκη, υφίσταται και η ετέρα; Και ο άρτος δηλ. ο επιούσιος για να ζήσει το σώμα, αλλά ταυτοχρόνως βλέπουμε να  επεκτείνεται και « ο λιμός του λόγου του Θεού »; ( Αμώς Η´  11-12 ).
O λιμός, o oποίος αποτελεί και τη χειρότερη τραγωδία γαι την κορωνίδα της δημιουργίας, τον άνθρωπο; Όταν προϊόντος του χρόνου φαίνεται ολοένα και περισσότερο η έλειψη των ποιμένων, κυρίως στην ύπαιθρο χώρα, με αποτέλεσμα τα Ιερά θυσιαστήρια να παραμένουν βουβά και τα σκαλοπάτια των Ιερών μας Ναών να χορταριάζουν κατά τον προφητικό λόγο του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού;
Όντως, το πρόβλημα υφίσταται, αλλά, δόξα τω Θεώ, υπάρχει και η λύση του. Για να μη κατατρίχονται με τα ποικίλα οικονομικά και τεχνικής φύσεως θέματα οι κληρικοί μας, για να μη χάνουν την όρεξή τους, τον ζήλο και τον ενθουσιασμό που απαιτείται για την σπορά του λόγου του Θεού, και για να μη καταλήξουν οι ενορίες σε σωματεία, τέλος για να μη χάσει η Εκκλησία μας τον μοναδικό, λυτρωτικό και οδηγητικό της χαρακτήρα, είναι ανάγκη όλοι μας να συστρατευθούμε.
Με δυο λόγια, και σ΄αυτές τις περιπτώσεις η ευθύνη δεν είναι επιλεκτική, αλλά ομαδική.
Η ευθύνη είναι όλων μας και ολοφάνερη. Και όπως οι επτά διάκονοι, δεν αρνήθηκαν την ευλογημένη τους εκλογή και το έργο ευθύνης στην διακονία τους, έτσι ακριβώς είναι ανάγκη, όσοι έχουν δυνάμεις, έστω και μικρές,  να διακονούν στα έργα αγάπης και ευποιείας, για τις ποικίλες ανάγκες των εν Χριστώ και όχι μόνον, αδελφών μας.
Δεν μπορείς, δεν έχεις το δικαίωμα αδελφέ μου, μέσα από την ησυχία σου να ασκείς την υψηλή κριτική στην διοίκηση, με τα τόσα και τόσα δυσεπίλυτα προβλήματα που υφίστανται, ενώ εσύ ο ίδιος « δεν κουνάς ούτε το μικρό σου δακτυλάκι ».
Προσέγγισε την Ενορία σου, κοίταξε τις ανάγκες του φιλόπτωχου ταμείου της, ρίξε μια ματιά στον κόπο των ποιμένων και στίς θυσίες των συνεργατών τους και τότε θα διαπιστώσεις και θα ομολογήσεις ότι δίχως να το θέλεις γίνεσαι σκληρός κριτής και συκοφάντης μάλιστα όταν αρχίζεις να λες. Να λες, επηρεασμένος ακόμα και από τους εχθρούς του Χριστού, ότι δήθεν  η Εκκλησία κατέχει αμύθητη περιουσία και δεν τη προσφέρει στους έχοντας ανάγκη.
Το θέμα λοιπόν είναι να συνηδειτοποιήσουμε και τις δικές μας ευθύνες, ώστε και με τη δική μας, μικρή σε χρήμα αλλά και κόπο, συνδρομή, οι ποιμένες μας να έχουν χρόνο, διάθεση και ιερό ενθουσιασμό ώστε ως διάδοχοι των Αποστόλων να διακονούν το λυτρωτικό έργο του Χριστού, στους ανθρώπους.
Είθε να δώσει ο Άγιος Θεός, ώστε να πληθαίνουν οι εργάτες της ποικίλης αγάπης, αφού αυτό άλλωστε αποτελεί και επιταγή του Αγίου Πνεύματος «μανθανέστωσαν και οι ημέτεροι, καλόν έργον προϊστασθε » ( Τίτου Γ´ 14 ), και συνάμα ας γίνεται θερμό αίτημα προσευχής, το να αυξηθούν και να βελτιωθούν οι εργάτες του Ευαγγελίου, που απερίσπαστοι πλέον θα διακονούν την Αγία Τράπεζα.

           Αμήν.
Αρχμ. Ιωήλ Κωνστάνταρος