«ΑΓΑΛΛΙΑΜΑ ΚΑΡΔΙΑΣ»
του μακαριστού π. Ευσεβίου Βίττη
Είναι αναμφισβήτητο γεγονός, ότι ο Θεός έδωσε το νόμο Του στον άνθρωπο ως έκφραση της θείας Του βουλής για τη σωτηρία του. Ο νόμος Του, Παλαιά και Καινή Διαθήκη, είναι βέβαια διατυπωμένος κάπου και φυλαγμένος ως λόγος γραπτός. Αυτό όμως δε σημαίνει πως ο άνθρωπος μπορεί να πάρει τα βιβλία αυτά, να τα διαβάσει και να αντιληφθεί έτσι στο άψε-σβήσε τι θέλει από αυτόν ο Θεός. Το ζήτημα είναι πιο σύνθετο. Αυτό το κατανοεί ο ιερός ψαλμωδός. Καταλαβαίνει πόσο ανεπαρκείς είναι οι δυνάμεις του προκειμένου να αγκαλιάσει και να περιλάβει μέσα του ό,τι αποτελεί βουλή του Θεού και μάλιστα με προσωπικό γι’ αυτόν τον ίδιο μήνυμα σωτηρίας.
Μένει, λοιπόν, έτσι μετέωρος και αναποφάσιστος; Τα χάνει και δεν ξέρει τι να κάνει; Καθόλου βέβαια. Έχει καταλάβει μια μεγάλη αλήθεια. Ο Θεός που έδωσε το νόμο, ο Θεός θα δώσει και το φωτισμό Του για να τον αντιληφθεί σωστά ο άνθρωπος. Ο Θεός θα δώσει την ειδική Του χάρη και για να κατανοήσει σωστά και για να μπορέσει να βάλει σε πράξη και εφαρμογή όπως πρέπει όσα ορίζει στον άνθρωπο ως βουλή Του. Τότε δηλαδή μπορεί να ιδιοποιηθεί, να κάνει δικό του κτήμα, το θείο νόμο και ως θεωρία και ως πράξη, και ως έργο λόγου και ως λόγο πράξεως, όταν ο ίδιος ο Θεός τον χειραγωγήσει και στο ένα και στο άλλο. Γι’ αυτό και δεν παύει ο ιερός ψαλμωδός να ζητάει και τα δυο αυτά χαρίσματα από τον Κύριο, όπως θα ιδούμε στη συνέχεια.
Ο ιερός ψαλμωδός ρίχνει ένα ερευνητικό βλέμμα στο εσωτερικό του. Και ανακαλύπτει πόσο σκοτάδι βρίσκεται μέσα του, πόσο είναι ουσιαστικά τυφλός. Ξέρει, ότι έχει μάτια πνευματικά, αλλά τα μάτια του αυτά δε βλέπουν. Είναι σκεπασμένα με καλύμματα αδιαπέραστα από το φως και αδυνατεί γι’ αυτό να ιδή. Γι’ αυτό παρακαλεί θερμά τον Κύριο και τον ικετεύει: «Αποκάλυψον τους οφθαλμούς μου και κατανοήσω τα θαυμάσια εκ του νόμου σου» (18)
Πίσω από το γράμμα του νόμου, που το βλέπει ο καθένας, κρύβεται πλουσιότατο πνευματικό περιεχόμενο, που όμως δεν το βλέπει ο καθένας. Το γράμμα είναι το κάλυμμα. Πώς να φύγει όμως το κάλυμμα; Μόνο ο ίδιος ο Θεός μπορεί να το αφαιρέσει. Αυτό έκανε ο Κύριος μετά την Ανάστασή Του στους μαθητάς Του. «Διήνοιξεν αυτών τον νουν του συνιέναι τας Γραφάς» (Λουκ. κδ’ 45). Ο Κύριος φώτισε με το θείο Του φως το νου των μαθητών Του και τους άνοιξε τα μέσα μάτια για να μπορούν να καταλάβουν τι ακριβώς ζητάει ο Θεός μέσω των Γραφών και, ακόμα, θέρμανε τις καρδιές τους για να μπορούν να προχωρήσουν και στην εφαρμογή του θείου νόμου, πράγμα αδύνατο για το φυσικό και μη αναγεννημένο άνθρωπο.
Αυτό αποτελεί βέβαια τέλειο δώρο και χάρη της Αναστάσεως του Κυρίου. Αυτό, που είναι δώρο του μεγάλου εκείνου και κοσμοσωτηρίου γεγονότος, το ζητάει ο ιερός ψαλμωδός στο βαθμό που θα του το έδινε ο Κύριος εκείνον τον καιρό. Γι’ αυτό και παρακαλεί και ικετεύει «εν όλη καρδία εξεζήτησά σε, μη απώση με από των εντολών σου» (10). Σε αναζητώ με όλη μου την καρδιά, Κύριε, και δε σου ζητώ τίποτε άλλο παρά να μη με σπρώξεις και με απωθήσεις μακριά σου ως ανάξιο από το θησαυρό των εντολών σου, αλλά αξίωσέ με να γευτώ την ουράνια γλυκύτητα τους.
Άλλοτε πάλι, αναγνωρίζοντας την αδυναμία της ανθρώπινης φύσεως και την αντινομικότητά της, που ενώ για μια στιγμή συγκινείται μέχρι δακρύων από τον θείο νόμο, την επόμενη στιγμή είναι έτοιμη κιόλας να τον προδώσει σε μια στιγμή απροσεξίας η αδυναμίας, αλληθωρίζοντας προς την αμαρτία, παρακαλεί ταπεινά και λέει: «απόστρεψον τους οφθαλμούς μου του μη ιδείν ματαιότητα εν τη οδώ σου ζήσον με» (37). Ποια είναι η «ματαιότης», που από αυτήν ζητάει να τον προστατέψει ο Κύριος; Βασικά είναι τα «μάταια», τα είδωλα που δεν είναι παρά το κενό, η ανυπαρξία, το μηδέν που ξεγελάει την ψυχή με μια φανταχτερή μόνο εμφάνιση, αλλά για να την απογοητέψει γρήγορα μόλις την αποδεχτεί με την κενότητά της και την αδυναμία της να πληρώσει το κενό της ψυχής, που λαχταράει πληρότητα.
Σχολιάζοντας το στίχο αυτό ο Μέγας Αθανάσιος παρατηρεί τα επόμενα:
Ματαιότητα, είναι η μανία να βλέπει κανένας και να ασχολείται με την θεώρηση αυτών που δεν πρέπει να βλέπει κανένας, η άτοπη και αταίριαστη και παράλογη φανταστική θέα τους με το νου, η ονειροπόληση π.χ. Την έννοια της ματαιότητας την αποσαφηνίζει ο άγιος απόστολος Παύλος λέγοντας: οι ειδωλολάτρες έχουν σκοτισμένο το νου τους και είναι αποξενωμένοι από τη ζωή του Θεού, δηλαδή από τη ζωή που μεταδίδει ο Θεός στους δικούς Του. Επίσης λέγεται ματαιότητα του νου η στάση του άνθρωπου που έχει μεν νουν, αλλά δεν τον χρησιμοποιεί για να θεωρεί και βλέπει τα αληθινά, αλλά τον παραδίδει στο σατανά που τον αλυσοδένει. Αυτό, λοιπόν, ζητώντας να αποφύγει ο ιερός ψαλμωδός λέει: «απόστρεψον τους οφθαλμούς μου του μη ιδείν ματαιότητας». Και αυτό είναι χάρη Θεού. Υπάρχει όμως και μια άλλη έννοια στη λέξη ματαιότητα. Μάταια είναι αυτά που με τα σαρκικά μάτια φαίνονται ωραία, τα σωματικά ωραία. Αυτά τα ονομάζει ο προφήτης ματαιότητα.
Και είναι επόμενο αυτό. Όλα, και τα πιο ωραία και καταπληκτικά σε αρμονία και γοητεία σωματικά κάλλη, τα εξουδετερώνει και τα παρασύρει το σάρωθρο του χρόνου. Αυτό το γνωρίζει ο προφήτης και γι’ αυτό τονίζει: «πάροικος εγώ ειμί εν τη γη» (19) και: «πόσαι εισίν αι ημέραι του δούλου σου» (84); Είναι τόσος λίγος ο χρόνος της ζωής του ανθρώπου στη γη, που θα ήταν ακόμα πιο μεγάλη ανοησία εκ μέρους του να επιτρέψει στον εαυτό του να γοητευθεί από τη ματαιότητα και παροδικότητα του κόσμου αυτού.
Επειδή όμως η ψυχή αποζητάει έντονα την πλήρωσή της, πράγμα που ούτε μόνος του μπορεί να το πετύχει ο ψαλμωδός, ούτε κανένα από τα θεωρούμενα αγαθά του κόσμου αυτού μπορεί να του προσφέρει, ζητάει απ’ το Θεό να το κάνει αυτός μέσω του θείου του νόμου. Γι’ αυτό τον παρακαλεί να τον αξιώσει να μην παρασυρθεί από τα μάταια κάλλη και τις ομορφιές του κόσμου αυτού, που εύκολα μπορούν να δελεάσουν τα μάτια του. Διά μέσου του θείου νόμου θα μπορέσει να θεαθεί τα άρρητα κάλλη του πνευματικού κόσμου, του ίδιου του Θεού, που ο θείος του νόμος αντανακλά. Γι’ αυτό και επιμένει: «εκολλήθην τοις μαρτυρίοις σου, Κύριε μη με καταισχύνης» (31). Μη με ντροπιάσεις, Κύριε, εγκαταλείποντάς με τη στιγμή που εγώ κόλλησα και γαντζώθηκα στο νόμο σου και δεν ξεκολλώ με κανέναν τρόπο, αν εσύ δε με αφήσεις μοναχό μου.
Πιο πάνω, όπως ήδη παρατηρήσαμε, είχε πει ο ιερός ψαλμωδός αρνητικά:
«αποκάλυψον τους οφθαλμούς μου», «μη απώση με από των εντολών σου», «απόστρεψον τους οφθαλμούς μου του μη ιδείν ματαιότητα», «μη με καταισχύνης».
Αυτά τώρα τα λέει και θετικά, δείχνοντας πόσο περίμενε από τον ίδιο το Θεό να τον χειραγώγηση στο θείο Του νόμο.
«Τω νόμω σου ελέησάν με, Κύριε» (29), λέει. Είμαι φτωχός. Πνευματικά φτωχός. Πάμφτωχος για την ακρίβεια. Το ξέρω πολύ καλά αυτό. Έλεος σου ζητώ γι’ αυτό. Έλεος πνευματικό. Και το έλεός σου θα μου το δείξεις με τη φανέρωση του νόμου Σου. Και ό,τι ήδη είπε αρνητικά, «απόστρεψον τους οφθαλμούς μου του μη ιδείν ματαιότητα», το λέει και θετικά: «κλίνον την καρδίαν μου εις τα μαρτύριά σου και μη εις πλεονεξίαν» (36). Και έχει πολύ δίκαιο. Όπως τα νερά, όπου το έδαφος έχει κλίση τρέχουν αυτόματα και, μάλιστα, όπου βρουν κάποιο διέξοδο, εκεί κατευθύνονται όλα, έτσι συμβαίνει και με τη φύση μας. Η πτώση της την έκανε να γέρνει προς την αμαρτία. Τόση είναι η κλίση και η φορά μας προς τα πάθη, ώστε να νικούν αυτά την καλή κατά βάθος προαίρεσή μας. Αυτό διαπιστώνει ο ιερός ψαλμωδός για το πάθος της πλεονεξίας, που είναι μια άλλη μορφή ειδωλολατρίας, αφού απολυτοποιεί τα υλικά αγαθά.
Ζητάει, λοιπόν, ένα ισχυρό αντίρροπο εναντίον της. Και αυτό δεν το βρίσκει πουθενά άλλου παρά μόνο στο θείο νόμο, που αυτός και μόνο μπορεί να κάνει την καρδιά να γέρνει προς το Θεό και όχι προς το φθαρτό και ρέοντα κόσμο και τα παρερχόμενα αγαθά του.
Επίσης ξέρει πόσο στενόκαρδος είναι ο άνθρωπος προκειμένου να βαδίσει το δρόμο του Θεού. Όταν πρόκειται να δώσει στο Θεό, τότε γίνεται απόλυτα τσιγκούνης και δύσκολος. Και ενώ το κακό χωράει μέσα του και καλοβολεύεται, δε χωράει καθόλου το καλό. Η καρδιά του γίνεται τότε μικρή. Γι’ αυτό ζητάει από τον Κύριο να του δώση εκείνος μεγάλη και πλατιά καρδιά, έτοιμη και απλόχερη σε προσφορά και του ίδιου του εαυτού της. «Οδόν εντολών σου έδραμον, όταν επλάτυνας την καρδίαν μου» (32), λέει. Μόλις μεγαλώσεις εσύ, Κύριε, την καρδιάν μου, μόλις μου δώσεις τη σχετική δύναμη, εγώ θα νικήσω τη μικροψυχία μου, τους φόβους μου, την αδυναμία μου και θα τρέξω με ευκολία το δρόμο των εντολών σου.
Τέλος παρακαλεί με θέρμη: επειδή ένιωσα, Κύριε, την αξία και σημασία που έχει για μένα ο νόμος Σου και επειδή γνωρίζω το ευμετάβολο και ευρίσπιστο της φύσεως μου, και ακόμα πόσο τη νικάει η ακηδία και η ραθυμία η πνευματική, σε παρακαλώ πολύ «βεβαίωσαν με εν τοις λόγοις σου» (28) και «στήσον τω δούλω σου το λόγιόν σου εις τον φόβον σου» (38). Στήριξε Θεέ μου, παρακαλεί, τα λόγια σου στην καρδιά μου με το φόβο σου, που δεν είναι παρά γεμάτη ευλάβεια και βαθύτατο σεβασμό στάση έναντι σου. Αυτό το φόβο χρειάζεται κάθε πιστός μέσα στα κατάβαθα της υπάρξεώς του με τέτοιον τρόπο που να μην έχει φόβο χωρίς λόγο και ούτε λόγο χωρίς φόβο έναντι του Θεού. Ο φόβος του Θεού αποτελεί το στερεό βράχο, πάνω στον οποίο στηρίζεται η αληθινή θεογνωσία, που σιγά σιγά θα ωριμάσει σε θερμή αγάπη, που τελικά «έξω βάλλει τον φόβον» (Α’ Ιωάν. δ’ 18).
Στην προηγούμενη παράγραφο τόνισε ο ιερός ψαλμωδός μια μεγάλη αλήθεια. Ο άνθρωπος μόνος του δεν μπορεί να ανακαλύψει το θείο θέλημα, αν αυτό δεν του αποκαλυφθεί, αν αυτό δεν του φανερωθεί από τον ίδιο το Θεό. Και ο Θεός το έκανε αυτό γενικά διά μέσου των αγίων του προφητών και μάλιστα του αγαπημένου του Μονογενούς Υιού και Λόγου, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αλλά, είπαμε, πως και πάλι έχει ανάγκη ο άνθρωπος να κατανοήσει και με τρόπο προσωπικό το θέλημα του Θεού, να καταλάβει δηλαδή τι θέλει από αυτόν ο Θεός σε μια συγκεκριμένη περίπτωση. Χρειάζεται γι’ αυτό μια ειδική χειραγωγία της θείας αγάπης και στο ζήτημα αυτό. Γι’ αυτό και απευθύνεται ο ιερός ψαλμωδός στη θεία αγαθότητα και της υποβάλλει το θερμό του αίτημα, ζητώντας τη χάρη και τη βοήθεια του. Αν και εκφράζει το αίτημά του αυτό με πολλούς τρόπους, όπως το είδαμε, ήδη, όμως γυρίζει και ξαναγυρίζει στον ψαλμό του σε δυο βασικά αιτήματα, που έχουν σχέση με τα παραπάνω.
α) Το πρώτο αίτημα του ιερού ψαλμωδού είναι «δίδαξόν με». Με νέο τρόπο κάθε φορά, με νέα θέρμη και λαχτάρα το ζητάει αυτό από τον Κύριο. Βλέποντας την άβυσσο του θείου ελέους και της θεϊκής αγάπης, ο προφήτης ξεσπάει σε αυθόρμητη δοξολογία. «Ευλογητός ει, Κύριε», λέει. Είσαι άξιος κάθε ευλογίας. Είσαι άξιος κάθε τιμής, γιατί όλα όσα σου ζήτησα μου τα έδωσες απλόχερα και ηγεμονικά. Μου έδωσες όμως πριν απ’ όλα και πάνω από όλα το θείο Σου νόμο, Κύριε. Και είναι θησαυρός ανεκτίμητος ο νόμος Σου, πολυτιμότερος από όλους τους θησαυρούς του κόσμου. Αν όμως δε με τον διδάξεις εσύ, Κύριε, μου είναι αδύνατο και να εκτιμήσω το μέγεθος της δωρεάς Σου, που όσο κι αν την εκτιμώ, πάντα λιγότερο από ό,τι πρέπει θα το κάνω. Και αν δεν με διδάξεις εσύ την αξία που έχει ο νόμος Σου για τη ζωή μου, ποτέ δε θα κατορθώσω να τον κάνω πράξη στη ζωή μου. Γι’ αυτό «δίδαξόν με τα δικαιώματα σου» (12) εσύ ο ίδιος, Κύριε.
Εγώ σου αναφέρω ταπεινά τι κάνω και πώς φέρομαι βάσει του νόμου Σου, Κύριε, που τον μελετάω πρόθυμα και όλη τη μέρα και όλη τη νύχτα και σε όλη μου τη ζωή. Όμως αυτό δε με δικαιώνει, Κύριε, ούτε με διαβεβαιώνει πως βρίσκομαι σε σωστό δρόμο. Εύκολα η αμαρτωλότητά μου και η αυταρέσκειά μου μπορούν να με απατήσουν. Κάτι μου λέει πάντα μέσα μου πως είμαι λειψός και ελλειμματίας. Γι’ αυτό αν και «τας οδούς μου εξήγγειλα και επήκουσάς μου» (26), αν και σου ανάφερα ταπεινά εξομολογούμενος τι και πώς το έκανα, πάντα βέβαια με βάση το νόμο Σου, και αν και με εισάκουσες, πράγμα που το είδα πάνω στα πράγματα, πάλι δεν είμαι ικανοποιημένος. Λοιπόν, «δίδαξόν με τα δικαιώματά σου» όλο και πιο πολύ (26). Σου απευθύνω το αίτημα αυτό, Κύριε, όσο κι αν νιώθω την ουτιδανότητά μου, τη μικρότητά μου, την αναξιοσύνη μου και την αμαρτωλότητά μου, γιατί, όπου κι αν ρίξω τη ματιά μου γύρω μου, διαπιστώνω πως «του ελέους σου πλήρης η γη» (64). Ανέχεσαι τους ασεβείς, τους υπερήφανους, τους υβριστές σου, τους χυδαίους αμαρτωλούς, τους σκληροτράχηλους εγκληματίες, τους φαυλόβιους, τους ηδυπαθείς λάτρεις της σάρκας, τους πλεονέκτες – υλολάτρες, τους καταχραστές του πλούτου και της υλικής δύναμης, όλους όλων των αποχρώσεων τους «ασυνετούντας».
Και δεν παύεις μέσα στο πλήθος του ελέους Σου, Κύριε, να ανατέλλεις τον ήλιο Σου στους πονηρούς και αγαθούς και να βρέχεις και για δικαίους και αδίκους, στέλνοντας σ’ όλους αδιάκριτα τον πλούτο των υλικών σου ευεργεσιών. Αυτό το άμετρό Σου έλεος με κάνει κι εμένα να μπορώ να απευθύνομαι σε σένα, Κύριε, και να σε παρακαλώ: δείξε την ευσπλαχνία σου και «δίδαξόν με τα δικαιώματά σου».
Το ξέρω, Κύριε, πως πέφτω και λυγίζω και αμαρτάνω αξιοκατάκριτα. Τέτοιος είμαι. Δεν ήταν δυνατό να φερόμουν διαφορετικότερα. Είμαι χαλασμένος -το ξέρεις- από τη ρίζα μου. «Ιδού γάρ εν ανομίαις συνελήφθην και εν αμαρτίαις εκίσσησέ με η μήτηρ μου» (Ψαλμ. 50, 7). Όμως δόξα στο όνομα σου, Κύριε! Ενώ εγώ είμαι άχρηστος, αχρείος και όταν ακόμη εκτελώ στην εντέλεια το νόμο σου, εσύ είσαι απόλυτα «χρηστός» (68), Κύριε. Αυτή η «χρηστότης» σου και η απέραντη καλωσύνη σου, αυτή μου δίνει το θάρρος να την επικαλούμαι ως τον πιο αποτελεσματικό συνήγορο των δικών μου παραλείψεων και αμαρτιών. Γι’ αυτό σε ικετεύω και σε θερμοπαρακαλώ, «δίδαξόν με τα δικαιώματά σου» (68)! Και δίδαξε κι εμένα «χρηστότητα και παιδείαν και γνώσιν» διά μέσου του θείου σου νόμου (66). Γιατί, αν μου δίνεις το νόμο Σου, Κύριε, μου τον δίνεις ακριβώς για να γίνω όμοιος σου κατά το δυνατόν στη φύση μου. Ναι, Κύριε μου, «δίδαξόν με τα δικαιώματά σου»!
β) Το δεύτερο αίτημα του ιερού ψαλμωδού είναι,
«συνέτισόν με». Ζητάει τη θεϊκή σύνεση και φρονιμάδα, δηλαδή την ικανότητα να διακρίνει το θέλημα του Θεού σε κάθε περίπτωση της ζωής του.
Κύριε, λέει, είμαι δικό σου πλάσμα «δούλος σου ειμί εγώ» (125) «αι χείρες σου εποίησάν με και έπλασάν με» (73). Και όπως μου έδωσες, Κύριε την υλική ύπαρξη, και όπως με πλούτισες με την εικόνα Σου, που χάραξες βαθειά μέσα μου και με έκανες δεκτικό «συνέσεως», έτσι και τώρα δώσε μου σύνεση, διακριτική δύναμη, για να μπορώ να ξεχωρίζω κάθε ώρα και στιγμή ποιο είναι το θέλημά Σου για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Στείλε μου το δικό Σου Πνεύμα, «Πνεύμα σοφίας και συνέσεως» (Ησ. ια’ 2) και «συνέτισόν με». Μόνο έτσι «μαθήσομαι τας εντολάς σου» (73) και «γνώσομαι τα μαρτύρια σου» (125). Γιατί δεν ποθώ την ανθρώπινη σοφία, αλλά τη δική Σου σοφία, Κύριε. Και αυτή μόνο με τη δική Σου χάρη και το δικό Σου φωτισμό μπορώ να την προσλάβω και να τη «μάθω» με ολόκληρη τη ζωή μου, με ολόκληρη την ύπαρξή μου, έστω κι αν αυτό σημαίνει θλίψη, δάκρυα, κόπο, ίδρωτα, αίμα. Μόνο έτσι η εσωτερική γνώση των «μαρτυρίων» σου, Κύριε, θα μου είναι μόνιμο και αναφαίρετο κτήμα….
* Οι εντός παρενθέσεως αριθμοί αναφέρονται στους στίχους του 118 ψαλμού.
** Άπό το βιβλίο του μακαριστού π. Εΰσεβίου Βίττη «ΑΓΑΛΛΙΑΜΑ ΚΑΡΔΙΑΣ» που σχολιάζει τον 118 ψαλμό του Δαβίδ (τον “Αμωμο) αναδημοσιεύουμε τις σελίδες 249-259).
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΕΥΣΕΒΙΟΣ ΒΙΤΤΗΣ
Προσευχητικές και εξομολογητικές πατρικές ικεσίες
ΕΚΔΟΣΕΙΣ “ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ”