Όσιωτάτη Καθηγουμένη +Μοναχή Μακαρία, κατά κόσμον Μαργαρίτα Δεσύπρη, έγεννήθη τήν 12ην Μαρτίου 1911 στό χωριό Φαλατάδο της Τήνου. Γόνος πολύτεκνης ευσεβούς οικογένειας έγαλουχήθη στά νάματα της Όρθοδοξίας από τους ευσεβείς γονείς της, Μαρίνα καί Γεώργιο, ιδιαίτερα δέ από τόν ιερέα πάππο της εκ μητρός, π. Αντώνιο, όν καί ΰπερηγάπα.
Η ευσεβής μήτηρ της, ως άλλη Έμμέλεια ήξιώθη νά αφιέρωση στον Κύριο δύο θυγατέρας μοναχάς, τήν Μοναχή Πελαγία καί τήν Μακαριστή Καθηγουμένη μας, καί έναν ΥΙό ιερέα, τόν π. Ανδρέα Δεσύπρη, τόν μόνο επιζώντα σήμερον.
Προσήλθεν στην τάξι των Μοναχών ως Δόκιμος στίς 11 Δεκεμβρίου 1930- έκάρη Μοναχή στίς 31 Ιουνίου 1932 από τόν μακαριστό Ιερομόναχο Πέτρο Βλοτίλδη καί στίς 29-6-1935 έχειροτονήθη σέ Μεγαλόσχημο έπί Μακαριότατου Χρυσοστόμου στην Ιερά Μονή Αγίου Ιεροθέου στά Μέγαρα Αττικής.
Όμως ό Κύριος τή ςΔόξης την έκάλει δι άλλους αγώνας. Ή περίοδος της Κατοχής τήν ευρίσκει στίς γυναικείες φυλακές του “Αβέρωφ στην Αθήνα, όπου παρηγορούσε φυλακισμένες καί περιέθαλπε μετά αγάπης πολλής τά τέκνα τους.
Το καλοκαίρι τού 1945 έπισκεφθείσα τήν Νέα Μάκρη Αττικής ανηφόρησε διά νά άνάψη τό καντηλάκι των ερειπίων της πάλαι ποτέ Σταυροπηγιακή ςάνδρώας Ιεράς Κοινοβιακής Μονής τοϋ Όρους των Άμωμων, όπως αργότερα της απεκαλύφθη θαυμαστώς έκτοτε, πληροφορηθεί σα εσωτερικώς ότι «ό τόπος ούτος Άγιος έστι» παρέμεινεν αδιαλείπτως μέχρι τήν έκδημία της.
Εγκατασταθεΐσα στά ερείπια διεβίωσε στό κελλίο της με άφαντάστους στερήσεις, κάτω από τελείως αντίξοες συνθήκες. Τήν νύκτα έπλεκε κάλτσες «διά νά προσπορίζεται τά προς τό ζην» καί τήν ημέρα «ξέθαβε» τά ερείπια τού μικρού ναΐσκου τού Ευαγγελισμού, διότι ήθελε νά εύρη τους θεμέλιους λίθους των Πατέρων καί έπ’ αυτών νά ανοικοδόμηση τόν Ναόν καί τά κελλία τών Μοναχών.
Πολλάκις ήσθένησεν καί παρέμεινε στό κελλίο της «πυρέσσουσα εν καιρώ χειμώνος» χωρίς σκεπάσματα, χωρίς πόρτες καί παράθυρα. Περαστικός τις τσοπάνος της έρριξε τήν κάπα του, όταν αντελήφθη, ότι έζη άνθρωπος ασθενής στά ερείπια ταϋτα.
Όμως ό Θεός της έπεφύλασσεν υψίστη τιμή: τήν άποκάλυψι των Λειψάνων του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Έφραίμ του Θαυματουργού μετά πεντακοσίων χρόνων κατάκρυψι στην γη.
Περιγράφει η ίδια η Γερόντισσα Μακαρία:
Καθισμένη πάνω στά ερείπια του παλιού Μοναστηρίου, όπου ή θεία πρόνοια ώδήγησε τά βήματα μου, έφερνα τόν στοχασμό μου σέ χρόνια περασμένα, σε παλιούς καιρούς, όταν σκορπισμένα ήταν παντού τά κόκκαλα των Αγίων, πού με τό αίμα τους ποτίστηκε τό δέντρο τής Όρθοδοξίας. Καί καθώς καταγινόμουν στό καθάρισμα άπ’ τά χαλάσματα τής Τεράς Μονής, αναλογιζόμουν ότι βρίσκομαι σέ ιερό τόπο, καί έλεγα Θεέ μου αξίωσε με τήν άναξία δούλη σου νά ϊδω έναν από τους πατέρας πού έζησαν εδώ.
Καί ένώ πέρασε αρκετός καιρός κατά τόν οποίο συνεχώς παρακαλούσα, ένιωθα μια φωνη μεσα μου βρής αϋτό πού επιθυμείς» καί θαυμαστώς μου υπέδειξε μέ τρόπο μυστηριακό ένα κομμάτι γης στο προαύλιο του Μοναστηριοϋ. Ό καιρός περνούσε καί ή φωνή πιό δυνατή, πιό φλογερή μέ προέτρεπε- «Σκάψε καί θά βρής αυτό πού επιθυμείς» κι έδειξα τόν τόπο στον εργάτη πού είχα φωνάξει εκείνες τίς μέρες γιά μιά μικρή επισκευή στό παλιό Ήγουμενεΐο.
Εκείνος ό άνθρωπος δεν ήταν πρόθυμος νά σκάψη εκεί πού μέ ωθούσε ή εσωτερική φωνή. * “Ηθελε νά σκάψη κάπου πιό πέρα, οπουδήποτε αλλού. Στήν επιμονή του τόν άφησα νά πάη οπού ήθελε, καί εγώ έμεινα εκεί καί προσευχόμουν νά μην μπορή νά σκάψη, νά βρίσκη βράχους, γιά νά άναγκαστή νά έλθη στον τόπο πού μέ ώθοϋσε εκείνη ή φωνή.
Καί πράγματι, ενώ προσπάθησε σε τρία τέσσερα μέρη, συνεχώς έβρισκε βράχους και γι’ αυτό επέστρεψε εις τόν τόπο πού αρχικώς τοΰ υπέδειξα. Ό τόπος εκείνος από τό τζάκι, τίς τρείς θυρίδες, τό μισογκρεμισμένο τοίχο, ολα αυτά μαρτυρούσαν πώς κάποτε υπήρξε κελλΐ κάποιου Μοναχού καί πού έμειναν τά ερείπια αυτά γιά νά μάς πουν τό δράμα πού κάποτε συνέβη εκεί.
Καθαρίσαμε τόν τόπο από τίς πέτρες, καί άρχισε ό εργάτης εκείνος νά σκάβη κάπως νευρικά, κάπως θυμωμένα καί επειδή φοβόμουνα νά μή μού κάνη ζημιά, του είπα: «μην βιάζεσαι, μην κουράζεσαι, κάνε πιό σιγά», άλλ’ επειδή δεν μέ άκουγε καί έσκαβε μέ τόν ίδιο ρυθμό, τού είπα: «Μήττως είναι καί κανείς θαμμένος καί κάνεις ζημια Σέ παρακαλώ, πρόσεχε».
Και τότε κατάλαβε καί μού είπε «νομίζεις ότι θά είναι αλήθεια αυτό πού έχεις στό νοΰ σου;» Καί αλήθεια ήμουν τόσο βεβαία σάν νά τόν έβλεπα. Καί προχωρώντας τώρα είς τήν αγία καί ίεράν έκταφή, καί φθάνοντας περίπου ένα καί εβδομήντα βάθος πρώτα έφερε είς τό φως 6 κασμάς τό κεφάλι τού ανθρώπου τού Θεού.
Τήν ίδια δε στιγμή σκορπίστηκε άρρητη εύωδία σέ όλη τή γύρω ατμόσφαιρα. Ό εργάτης χλώμιασε, δέθηκε ή γλωσσά του, κόπηκε ή μιλιά του. «”Αφησε με μόνη, σέ παρακαλώ», είπα στον εργάτη, καί απομακρύνθηκε. Γονάτισα μέ ευλάβεια καί ασπάστηκα τό σκήνωμα τοϋ Αγίου καί αισθάνθηκα βαθειά τήν έκτασι τού μαρτυρίου του.Ή ψυχή μου γέμισε από αγαλλίαση, απόκτησα μεγάλο θησαυρο καί παίρνοντας τό χώμα μέ προσοχή έβλεπα τήν αρμονία τού σκηνώματος του, πού, αν καί τόσους αιώνες μέσα στή γη, δέν εΐχε αλλοιωθεί
Χαρακτηριστικόν, ότι επρόκειτο γιά κληρικόν, είναι τό ότι παίρνοντας τό χώμα εις τήν θέσιν όπου ήσαν τά άγια του χέρια, είδα τό στρίφωμα τοΰ μανικιού του ράσου, πού δέν υπήρχε ούτε ή ελάχιστη σκόνη, ολοκάθαρο, χονδρού φασμένο από αργαλειό τού παλαιού καιρού- τό πάχος της κλωστής ήταν πάνω από χιλιοστό καί προχωρώντας κάτω εις τά πόδια καί πάλιν νά! τό στρίφωμα τού ράσου του, όπως καί εις τά χέρια του ολοκάθαρο, καί τά πέλματα του είχαν αποτυπωθεί στό χώμα.
Δέν ήξευρα τί πρώτα νά κάνω νά χαρώ ή νά τόν κλάψω πώς βρέθηκε εκεί θαμμένος ό τού Θεού άνθρωπος; Τί νά εΐχε συμβεί; Τί, νά είδαν τά μάτια του; Έλεγα, κάποιο δράμα θά συνέβη. Καί προσπαθώντας νά καθαρίσω τά οστά από τή λάσπη των δακτύλων του έθρυμματίζονταν, διότι ή βροχή είχε ποτίσει μέχρι κάτω τό βάθος τού τάφου του, γι’ αυτό καί τά έτοποθέτησα, όπως ήταν στην θυρίδα, πού ήταν πάνω από τόν τάφο του.
– Μά τί νά σας πώ καί γιά κείνη τήν βροχή; Λες καί ό Ουρανός έρριχνε ασημένια φυλλαράκια μέ τά όποια έρραινε τόν Άγιο καί τόν τάφον του.
“Ήταν βράδυ, διάβαζα τόν Εσπερινό, ήμουν μόνη ακόμα σ’ αυτόν τόν άγιο τόπον, πού μ’ έφερε ό Κύριος νά τόν υπηρετήσω, καί ξαφνικά ακούω βήματα, πού ξεκινούσαν από τό βάθος τού τάφου, προχώρησαν εις τήν αυλή καί έφτασαν εις τήν πόρτα της Εκκλησίας. Τά βήματα του ήκούοντο δυνατά καί σταθερά τόσον, ώστε ένιωσα μέσα μου ότι ήτο ή μόνη φορά πού φοβήθηκα, αισθάνθηκα τό αίμα μου νά μουδιάζη εις τό κεφάλι μου καί από τό φόβο μου ούτε γύριζα πίσω νά ιδώ, οπότε ακούω τή φωνή του νά μού λεγη:
« Έως πότε θά μέ έχης έκεϊ πέρα; Κι αυτός πού μου έβαλε το κεφάλι μου έτσι ..ί» Τότε γύρισα καί τόν είδα ήτο υψηλός είς τό ανάστημα, μέ μάτια μικρά στρογγυλά, μέ ελαφριές ρυτίδες στην άκρη, τά γένια του έφθαναν καί έκάλυπταν τόν λαιμό, καί κάπως εδώ καί έκεΐ μέ χάρι έδιχάζοντο πλαγίως καί έμπροσθεν καί ολίγον σγουρά, χρώματος μαύρου, μέ όλη τήν μοναχική αμφίεση στό αριστερό του χέρι υπήρχε φώς ύπέρλαμπρον καί τό δεξί του χέρι ευλογούσε.
Ή ψυχή μου γέμισε από αγαλλίαση καί χαρά άνεκλάλητο’ πήρα θάρρος καί δύναμι, ό φόβος εξαφανίστηκε, τόν ένιωσα δικό μου καί τού είπα:
— Συγχώρησέ με, καί αύριο, μόλις ξημερώσει ό Θεός τήν ημέρα θά σέ περιποιηθώ, καί αμέσως έγινε άφαντος, καί συνέχισα τόν Εσπερινό μου εν ειρήνη.
Τό πρωί μετά τήν ακολουθία τοϋ Όρθρου επήρα τά αγία οστά καί τά έκαθάρισα άπό τά χώματα, τά έπλυνα καθαρά, καί τά απόθεσα στό Ιερό σέ μιά παλιά θυρίδα, άφοϋ άναψα καί ένα καντηλάκι.
Τό βράδυ της ιδίας ημέρας βλέπω στον ύπνο μου τόν Όσιον άνθρωπον του Θεοΰ μέσα εις τήν Έκκλησιαν ορθιον, αριστερά όμως καί κοντά στον “Άγιο, είδα όρθια καί στό ανάστημα του “Αγίου, μιά περίλαμπρη ωραιότατη εικόνα τοϋ Αγίου, πού τήν κρατοϋσε μέ τό ένα του χέρι αγκαλιασμένη. Ήταν άπό παλαιό ασήμι σφυρηλατημένη καί μέ τό χέρι έργασμένη, δίπλα του βρισκόταν ένα μανουάλι καί εγώ τοϋ έβαλα μία λαμπάδα αναμμένη άπό καθαρό κερί, καί τότε άκουσα τήν φωνή του νά μοϋ λέγη:
«Σ’ ευχαριστώ πολύ. Όνομάζομαι Έφραίμ».
Πέρασε αρκετός καιρός καί είχα μέσα μου μιά απορία για τοϋτο τό περιστατικό. Μιά μέρα, και μετά τό τέλος τού Έσπερινοΰ. καθώς άπλωσα το χέρι μου γιά νά κλείσω τήν πόρτα της “Εκκλησίας ακούω τρία χτυπήματα, σάν από κεχριμπαρένιο κομπολόι. Κατάλαβα ότι ήταν ό “Αγιος, έμπηκα στό ιερό, διότι είχα έκεΐ τοποθετημένα τά “Αγια του λείψανα, άναψα ένα κεράκι καί προσκύνησα. “Αλλά τί νά πω καί τί νά λαλήσω διά τήν ούράνιον εκείνην εύωδία πού άνέπεμπαν τά αγιά του Λείψανα! Χείμαρρος πραγματικός έπλημμύρισε όλο μου τό είναι, αισθάνθηκα εντός μου τόν Παράδεισον, μά καί τήν ταπεινότητα μου σ’ αυτό τό μεγαλείο.
Επίλογος
Νά σημειώσουμε εδώ, ότι τά περιγραφόμενα θαύματα είναι πάντα επώνυμα, μέ στοιχεία καί διευθύνσεις, καί αφορούν ανθρώπους διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων καί επαγγελμάτων. Εργάτες, επαγγελματίες,υπάλληλοι,γιατροί, αξιωματικοί, καί δικηγόροι, είναι οί άνθρωποι πού μέ τό χέρι στήν καρδιά ομολογούν θαυματουργικές επεμβάσεις τού Αγίου Εφραίμ, αλλά καί εμφανίσεις π ρ ό σ ω π ο μέ π ρ ό σ ω π ο σέ περιστατικά περίεργα καί παράδοξα…
Περιστατικά πού συνέβησαν εδώ καί τώρα, στήν εποχή μας, μιά εποχή μέ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά καί επικινδυνότητες, γι΄ αυτό καί ό Άγιος Εφραίμ από τίς πρώτες κι΄ όλας εμφανίσεις του στήν τότε ηγουμένη Μακαρία, είχε πεί,
” Θά κάνω πολλά θαύματα, γιά νά πιστέψει ό κόσμος καί νά σωθεί (νά σώσει δηλαδή τήν ψυχή του), π ρ ί ν έ λ θ ο υ ν τ ά μ ε γ ά λ α δ ε ι ν ά…” .
(Προφανώς ενοεί, τίς φοβερές ημέρες τών διωγμών τού Αντίχριστου, πού μέ τόν μυστηριώδη σατανικό αριθμό 666 θά προσπαθήσει νά σφραγίσει καί νά θέσει υπό τήν ιδιοκτησία τού Εωσφόρου όλη τήν ανθρωπότητα, αρχής γενομένης από τίς συναλλαγές καί τά τρόφιμα σέ παγκόσμια κλίμακα… )
Η Αγία Ψυχή της, ασφαλώς χειραγωγημένη από τον Άγιον της Μεγαλομάρτυρα Εφραίμ τον Θαυματουργόν, αφού μετέλαβε των Άχραντων Μυστηρίων, επέταξε στους Ουρανούς, όπου και άνηκε, στις 23-4-99, ήμερα Παρασκευή περί ώρα 2:20 μ.μ. εορτή του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου. Άρρητος δε ευωδιά περιέβαλε αμέσως το Σεπτόν της Σκήνωμα στο δωμάτιο του Νοσοκομείου, όπου ενοσηλεύετο, οι δε παριστάμενοι ιατροί, νοσοκόμοι και μέλη τής ακολουθίας τής δακρυρροούντες «εθαύμαζον» δια τα γενόμενα.
Τηλεόραση και Τύπος ανήγγειλαν την εκδημία τής Μακαριστής πια +Μοναχής Μακαριάς Καθηγουμένης Ιεράς Μονής Ευαγγελισμού και Αγίου Εφραίμ Όρους Άμωμων Αττικής.
Το Σεπτό της Λείψανο εξετέθη σε τριήμερο λαϊκό προσκύνημα εντός του Καθολικού τής Ιεράς Μονής τής οποίας υπήρξε Χάριτι Θεού Κτιτόρισσα και Καθηγουμένη επί ήμισυ αιώνα διά την οποίαν Μονήν ηνάλωσε εαυτόν μέχρι τελευταίας αναπνοής παραμείνασα πιστή στην διακονία του Σαρκωθέντος Λόγου, τής Σταυρωθείσης Αγάπης.
Χιλιάδες πιστοί την προσκύνησαν και περίπου πέντε χιλιάδες την συνόδεψαν στην τελευταία της κατοικία παρά την δυνατή βροχή πού έπεφτε συνεχώς. Κηδεύτηκε πανδήμως υπό πλήθους πιστών μοναχών και ιερέων, παρουσία των τοπικών Άρχων, του Μητροπολίτου Θεσσαλιώτιδος κ.κ. Κλεόπα, χοροστατούντος του Θεοφιλέστατου Επισκόπου Διαυλείας κ.κ. Δαμασκηνού Καρπαθάκη, όστις μετά των λοιπών ομιλητών και εξήρε την «μεγάλη αυτή μορφή του σύγχρονου γυναικείου μοναχισμού», της «Ταπεινής και φιλαγάθου Καθηγουμένης» του Αγίου Εφραίμ.Πηγή
https://paraklisi.blogspot.com/2020/02/blog-post_479.html