ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ Α΄

Αυταπάρνηση

 Ένας από τους Γέροντες της σκήτης αρρώστησε κάποτε κι επεθύμησε, σαν άνθρωπος, να φάει λίγο ζεστό ψωμί. Πού να βρεθεί όμως τέτοιο πράγμα σ’ εκείνη την έρημο;Όταν το έμαθε ένας από τους νέους Μοναχούς έβαλε στο δισάκι του όλα τα ξερά ψωμιά που είχε και ξεκίνησε για την Αλεξάνδρεια. Η πόλη απείχε δύο ημερών δρόμο από την έρημο. Ο καλός νέος αψήφησε τον κόπο. Κατέβηκε, άλλαξε τα ψωμιά, κι επέστρεψε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στη σκήτη.
-Πού βρήκες φρέσκο ψωμί; τον ρωτούσαν με απορία οι αδελφοί.
-Στην Αλεξάνδρεια, απαντούσε με πολλή φυσικότητα εκείνος, σαν να επρόκειτο για το γειτονικό χωριό.
Όταν το άκουσε ο Γέροντας δεν ήθελε με κανένα τρόπο να το κρατήσει.
-Πώς να το φάω; Έλεγε. Αυτό είναι το αίμα του αδελφού μου. Οι άλλοι όμως τον ανάγκασαν να το φάει για να μην πάει χαμένη η θυσία του αδελφού.

 

Την εποχή που Βάνδαλοι, σαν πραγματική θεομηνία, σάρωναν αλύπητα τις χώρες της Ευρώπης κι άφηναν μόνο ερείπια στο πέρασμά τους, η Ιταλία πέρασε τα πιο πολλά δεινά. Οι ωραίες πόλεις της αφανίζονταν η μία μετά την άλλη. Οι άνθρωποι ωδηγούντο, σαν κοπάδια, αιχμάλωτοι στα βάθη της Αφρικής.
Τα δύστυχα αυτά χρόνια ο Παυλίνος, ο Επίσκοπος μιας πόλεως της Καμπανίας, ξώδευσε την περιουσία του κι όλα τα χρήματα της Εκκλησίας για την εξαγορά αιχμαλώτων. Το κακό όμως ήταν τόσο μεγάλο, που, αν και έμεινε μόνο με τα ρούχα που φορούσε, ο φιλάνθρωπος Επίσκοπος, δε μπόρεσε να επαρκέσει για όλους.
Μια μέρα πήγε και τον βρήκε μια φτωχή χήρα με σπαραγμένη καρδιά. Έπιασαν το μοναχογυιό της αιχμάλωτο και ζητούσε από τον καλό Επίσκοπο να τον απελευθερώσει. Οι θρήνοι της ράγιζαν ακόμη και τις πέτρες.
Ο Παυλίνος τη συμπόνεσε, έκλαψε μαζί της. Έψαξε και ξανάψαξε το αδειανό του σπίτι. Απελπισμένος διαπίστωσε πως δεν είχε μείνει πια τίποτε για να δώσει. Ξαφνικά του ήρθε κάποια έμπνευση.
-Βλέπεις κι εσύ η ίδια, είπε στην πονεμένη μητέρα, πως δεν μου έμεινε πια τίποτε για να ανακουφίσω τη δυστυχία που μας βρήκε από τις αμαρτίες μας. Ό,τι διαθέτω αυτή τη στιγμή είναι ο εαυτός μου. Ευχαρίστως τον προσφέρω για να πάρεις πίσω το παιδί σου.
Η απαρηγόρητη γυναίκα τα έχασε προς στιγμής. Νόμιζε πως ο Επίσκοπος ήθελε να την ξεγελάσει και ξέσπασε σε ασυγκράτητο οδυρμό. Ο Παυλίνος της είπε τότε να τον ακολουθήσει. Πήγαν στον βάρβαρο που κρατούσε το γυιο της και για μεγάλη της ανακούφιση είδε πως κατώρθωσε να κάνει την ανταλλαγή.
Μαζί με πολλούς άλλους αιχμαλώτους ωδηγήθηκε και ο Παυλίνος στην Αφρική. Όταν έγινε η διανομή, αυτόν τον κράτησε στην υπηρεσία του ο γαμπρός του Ηγεμόνος των Βανδάλων και τον έβαλε να καλλιεργεί τον κήπο του.
Με μεγάλη επιμέλεια επεδόθηκε ο Άγιος Επίσκοπος στη δουλειά που του ανέθεσαν να κάνει. Κάθε μέρα έφερνε στο τραπέζι του αφέντη του καλοπεριποιημένα λαχανικά και φρούτα. Με την καλωσύνη και την εργατικότητά του κέρδισε την εκτίμησή του. Συχνά πήγαινε στον κήπο και κουβέντιαζαν μαζί χίλια δυο πράγματα. Ο βάρβαρος θαύμαζε τη σοφία και την πολυμάθεια του δούλου του. Συν τω χρόνω δημιουργήθηκε μια στενή φιλία μεταξύ του ξένου αιχμαλώτου και του νεαρού δουκός.
Ύστερα από πολύ καιρό είπε μια μέρα, εκεί που συνομιλούσαν στον κύριό του ο Παυλίνος, κάπως αινιγματικά:
-Είναι καιρός να φροντίσετε για τη μελλοντική διοίκηση του βασιλείου σας.
-Γιατί το λες αυτό, Παυλίνε; ρώτησε ο νεαρός δούκας.
Στην αρχή ο Παυλίνος αρνήθηκε να δώσει περισσότερες εξηγήσεις. Ύστερα όμως εξαναγκάστηκε να του φανερώσει, πως του είχε αποκαλύψει ο Θεός, ότι θα πέθαινε πολύ γρήγορα ο γερο-βασιλιάς. Ο δούκας, αν και δεν το πολυπίστεψε, το είπε στο πεθερό του. Εκείνος πάλι θέλησε από περιέργεια να γνωρίσει αυτόν τον παράξενο άνθρωπο που άκουγε, καθώς έλεγε, τον Θεό του να του ομιλή.
-Έλα αύριο να φάμε μαζί το μεσημέρι και θα τον δεις στο τραπέζι μου, του είπε ο γαμπρός του.
Την άλλη μέρα ο βασιλιάς πήγε στο παλάτι του δουκός. Ο Παυλίνος, όπως συνήθιζε πάντοτε, έφερε φρέσκα φρούτα στο τραπέζι. Σαν τον είδε ο βασιλιάς ταράχτηκε.
-Κάποιο μυστήριο κρύβει ο άνθρωπος αυτός, ψιθύρισε στ’ αυτί του γαμπρού του.
Όταν ο Παυλίνος απομακρύνθηκε, του διηγήθηκε ένα παράξενο όνειρο που είχε δει την περασμένη νύχτα.
-Μου φάνηκε πως με πήγαιναν δεμένο στο κριτήριο, για να δικαστώ τάχα για όλες μου τις πράξεις. Ανάμεσα στους δικαστές μου, που ήταν πολλοί, βρισκόταν και τούτος ο άνθρωπος. Έδειχνε πως κατείχε ξεχωριστή θέση, γιατί πρόσταξε να πάρουν το σκήπτρο από τα χέρια μου και μ’ αυτό να με δείρουν. Για ρώτησέ τον να σου φανερώσει ποιος είναι. Μα την αλήθεια, δεν μου φαίνεται συνηθισμένος άνθρωπος.
Παραξενεμένος ο δούκας απ’ όσα άκουσε από το στόμα του πεθερού του, πήρε παράμερα τον αιχμάλωτό του κι άρχισε να τον εξετάζει για την πατρίδα και την καταγωγή του.
-Είμαι δούλος του Θεού, έλεγε ο Παυλίνος, που συ δέχτηκες να τον κρατήσεις αντί του γιου της χήρας.
Ο δούκας όμως, δεν ήθελε πια να πεισθεί. Τον ώρκισε λοιπόν με όρκους φοβερούς να του φανερώσει την αλήθεια.
Έτσι ο Παυλίνος αναγκάστηκε να φανερώσει, πως ήταν Επίσκοπος και πως θεληματικά παραδόθηκε αιχμάλωτος για την αγάπη του πλησίον του. Σαν άκουσε αυτές τις αποκαλύψεις ο κύριός του, τόσο τον ευλαβήθηκε, που έπεσε στη γη και του φιλούσε τα πόδια. Ύστερα τα διηγήθηκε όλα στο βασιλιά κι οι δυο μαζί φώναξαν τον Παυλίνο και του είπαν:
-Ζήτησέ μας ό,τι θέλεις, για να σε στείλουμε με πολλά δώρα, όπως σου ταιριάζει, πίσω στην πατρίδα σου, γιατί είναι άπρεπο να κρατάμε εδώ αιχμάλωτο έναν άνθρωπο σαν κι εσένα.
Ο Παυλίνος τους ευχαρίστησε για τις καλές τους διαθέσεις, αλλά δεν δέχτηκε να πάρει δώρα.
-Σε τίποτε δεν θα μου χρησιμεύσουν, έλεγε. Αν όμως επιθυμείτε πραγματικά να κάνετε κάποιο καλό, ελευθερώστε όλους τους συμπατριώτες μου που κρατάτε εδώ αιχμαλώτους.
Οι ηγεμόνες δέχτηκαν ευχαρίστως να κάνουν για χατήρι του αυτή την προσφορά. Έγιναν έρευνες σ’ όλο το βασίλειο, για να βρεθούν οι συμπατριώτες του Παυλίνου. Αφού τους συγκέντρωσαν όλους, τους έστειλαν με πλοία πίσω στην πατρίδα τους μαζί με τον Επίσκοπό τους και με πολλά τρόφιμα και δώρα από τον βασιλιά.
Ύστερα από λίγο καιρό πραγματοποιήθηκε η προφητεία του Παυλίνου. Ο γερο-βασιλιάς πέθανε και τον διαδέχθηκε ο νεαρός δούκας, που σ’ όλη του τη ζωή θυμόταν τον άγιο Επίσκοπο και το φωτεινό παράδειγμά του.

 

http://www.agiameteora.net