Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
1ον
Οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι καυχῶνται γιὰ τὶς πολλὲς γνώσεις τους καὶ γιὰ τὴν εὐκολία νὰ μάθουν, μέσῳ τοῦ διαδικτύου, πληροφορίες γιὰ θέματα ποὺ τοὺς ἀπασχολοῦν. Ὅλες βέβαια αὐτὲς οἱ γνώσεις εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους. Δὲν γνωρίζουν τὴν πραγματικότητα τῆς ψυχῆς τους. Ἁπλῶς ἔχουν μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸ τί εἶναι παρόλα τὰ πολλὰ καὶ δυσεπίλυτα προβλήματα, ποὺ ἀντιμετωπίζουν.
Τὰ πράγματα θὰ ἦταν διαφορετικά, ἂν εἶχαν αὐτογνωσία, δηλαδὴ ἂν γνώριζαν τὸν ἐσωτερικό τους κόσμο, ὁ ὁποῖος δὲν βρίσκεται στὴν κατάσταση, ποὺ οἱ ἴδιοι νομίζουν. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει ὅτι: «δὲν εἶναι μικρὴ εὐσέβεια καὶ ἀρετή, τὸ νὰ μπορέσουμε νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴν πραγματική μας ἀξία. Γιατί αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ γνωρίζει καλύτερα τὸν ἑαυτό του, αὐτὸς δηλαδὴ ποὺ πιστεύει ὅτι δὲν εἶναι τίποτε».1
Οἱ ἄνθρωποι ἀσχολοῦνται μὲ τὶς δραστηριότητες τῶν ἄλλων, ἐπαινοῦν ἢ κατηγοροῦν ἀνάλογα μὲ τὶς προτιμήσεις τους καὶ τελικὰ ἀφήνουν τὸν ἑαυτό τους ἔξω ἀπὸ τὰ ἐνδιαφέροντά τους. Χρησιμοποιοῦν συχνὰ καὶ τὴν ὑποκρισία πρὸς ἐντυπωσιασμὸ καὶ παραπλάνηση. Ὁ Μέγας Βασίλειος λέει ὅτι «ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ φαίνεται, ἀλλὰ χρειάζεται κάποια ἀνώτερη σοφία, μὲ τὴν ὁποία ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς θὰ γνωρίσει καλὰ ποιὸς τέλος πάντων εἶναι ὁ ἑαυτός του. Αὐτὸ ὅμως, ἂν δὲν καθαρίσουμε τὸ νοῦ μας, εἶναι πολὺ πιὸ δύσκολο ἀπὸ τὸ νὰ δεῖ τὸν ἥλιο ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει βλαμμένα τὰ μάτια του»2. Καὶ συμπληρώνει ὁ ἅγιος ὅτι ἡ αὐτογνωσία εἶναι τὸ δυσκολότερο κατόρθωμα:«Πραγματικὰ τὸ δυσκολότερο ἀπὸ ὅλα εἶναι νὰ γνωρίσει κανεὶς καλὰ τὸν ἑαυτό του. Γιατί ὄχι μόνον τὸ μάτι μας, ποὺ βλέπει τὰ ἔξω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο δὲν εἶναι κατάλληλο νὰ βλέπει τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ νοῦς μας, ποὺ βλέπει μὲ πολλὴ ἀκρίβεια καὶ γρήγορα τὸ ξένο ἁμάρτημα, εἶναι βραδυκίνητος στὸ νὰ ἀντιληφθεῖ τὰ δικά μας ἐλαττώματα».3
Ἡ ἀπόκτηση τῆς αὐτογνωσίας εἶναι πνευματικὸ ἔργο καὶ παράλληλα προσωπικό. Ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὸν τρόπο ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἰδιαίτερα ἀπὸ τὶς διαρκῶς αὐξανόμενες βιοτικὲς μέριμνες, γιὰ νὰ κάνει τὴ ζωή του «εὐτυχισμένη», δηλαδὴ μιὰ ἀδιάκοπη ματαιοπονία γιὰ ἕνα ἄπιαστο ὄνειρο. Αὐτὸς δὲν πρόκειται νὰ γνωρίσει τὸν ἑαυτό του. Ὁ ἔμπειρος ἱερὸς Χρυσόστομος τονίζει: «Τίποτε δὲν κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀγνοεῖ τόσο τὸν ἑαυτό του, ὅσο τὸ νὰ εἶναι προσηλωμένος στὰ βιοτικά. Καὶ τίποτε πάλι δὲν τὸν κάνει νὰ εἶναι τόσο πολὺ προσηλωμένος στὰ βιοτικά, ὅσο τὸ νὰ ἀγνοεῖ τὸν ἑαυτό του, ἐπειδὴ αὐτὰ ἐξαρτῶνται τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο».4
Σημειώσεις:
1. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Ἰωάννου Χρυσοστόμου, τόμος Α΄, Ἀθήνα 1993, σελ. 740. 2. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Μεγάλου Βασιλείου, τόμος Α΄, Ἀθήνα 2002, σελ. 439. 3. Ὅπ. παρ., σελ. 440. 4. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Ἰωάννου Χρυσοστόμου, τόμος Α΄, Ἀθήνα 1993, σελ. 742-743.
2ον.-Τελευταῖον
Ἐκεῖνος ποὺ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ἔχει ἕνα φῶς μπροστά του, ποὺ τὸν διευκολύνει νὰ διαπιστώσει τὶς ἀδυναμίες του καὶ τὶς πτώσεις του καὶ νὰ συναισθανθεῖ ὅτι εἶναι μηδαμινός. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἀποβάλλει τὴν ἐντύπωση ὅτι εἶναι σπουδαῖος καὶ ἀξιομίμητος.
Ἡ ἔλλειψη αὐτογνωσίας δημιουργεῖ πεπλανημένες ἐντυπώσεις. Ὁ ἄνθρωπος σχηματίζει στὸ νοῦ του τὴν ἰδέα ὅτι εἶναι σοφός, τὰ γνωρίζει ὅλα, μιλάει στοὺς ἄλλους ὡς παντογνώστης καὶ ἀποδεικνύεται μωρὸς καὶ ἀνόητος. Ἐμπιστεύεται τὴν κρίση του, δὲν ἀνησυχεῖ γιὰ ἐνδεχόμενη πλάνη του. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει ὅτι ἡ ἔλλειψη αὐτογνωσίας εἶναι παραλογισμός: “Τὸ νὰ ἀγνοοῦμε τοὺς ἑαυτοὺς μας εἶναι φοβερότερο ἀπὸ τὴ χειρότερη μορφὴ μανίας καὶ παραλογισμοῦ, γιατί ἡ μανία εἶναι φυσικὸ νόσημα, ἐνῶ ἡ ἄγνοια τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι ἀποτέλεσμα διεφθαρμένης προαίρεσης”5.
Ἡ αὐτογνωσία διευκολύνει νὰ γνωρίσουμε τὰ τραύματα τῆς ψυχῆς μας, ποὺ δημιούργησαν οἱ ἁμαρτίες μας καὶ νὰ μπορέσουμε νὰ τὰ θεραπεύσουμε μὲ τὴ μετάνοια ποὺ εἶναι ἡ ὁδὸς τῆς σωτηρίας.
Γιὰ τὰ ἀγαθὰ ἀποτελέσματα τῆς αὐτογνωσίας ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀναφέρει ἐπιγραμματικὰ τὰ ἑξῆς:
«Τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τὴν ψυχὴ τόσο εὐλαβῆ καὶ ἐπιεικῆ καὶ ἤπια, ὅσο ἡ διαρκὴς ἀνάμνηση τῶν ἁμαρτημάτων μας».
«Ἂν πρέπει νὰ ἐνθυμούμαστε ἁμαρτήματα, πρέπει νὰ ἐνθυμούμαστε μόνον τὰ δικά μας. Ἂν λοιπὸν φέρνουμε στὴ μνήμη μας τὰ δικά μας, ποτὲ δὲν θὰ σκεφτοῦμε τὰ ξένα».
«Εἶναι λοιπὸν συντελεστικὸς τρόπος, γιὰ νὰ ἐπανέλθουμε στὴν ἀρετή, τὸ νὰ ἀναγνωρίζουμε τὸ μέγεθος τῶν ἁμαρτημάτων μας».
«Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἐπίγνωση τῶν δικῶν του ἁμαρτιῶν, εὐκολότερα συγχωρεῖ τὸν σύνδουλό του».
«Ἄν προσπαθοῦμε νὰ προσέχουμε τὸν ἑαυτό μας δὲν θὰ ζημιωνόμαστε σὲ τίποτε».6
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἐπίσης τονίζει ὅτι ἡ αὐτογνωσία ὁδηγεῖ στὴ θεογνωσία: «Ἡ ἀκριβὴς γνώση τοῦ ἑαυτοῦ σου θὰ σὲ βοηθήσει ἀρκετὰ νὰ συλλάβεις τὴν ἔννοια τοῦ Θεοῦ. Ἐὰν δηλαδὴ προσέχεις τὸν ἑαυτό σου, δὲν ἔχεις ἀνάγκη νὰ γνωρίσεις τὸν Θεὸ διὰ μέσου τῶν δημιουργημάτων Του, ἀλλὰ στὸν ἑαυτό σου, σὰν σὲ μικρὸ διάκοσμο, θὰ ἀντιληφθεῖς τὴ μεγάλη σοφία τοῦ Δημιουργοῦ ποὺ σὲ ἔπλασε».7
Μακάριοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ στρέφονται στὸν ἑαυτό τους καὶ ἀποκτοῦν τὴ σωτήρια αὐτογνωσία.
Σημειώσεις:
5. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Ἰωάννου Χρυσοστόμου, τόμος Α΄, Ἀθήνα 1993, σελ. 745. 6. Ὅπ. παρ., σελ. 746. 7. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Μεγάλου Βασιλείου, τόμος Α΄, Ἀθήνα 2002, σελ. 441.
https://aktines.blogspot.com/2024/12/blog-post_945.html#more