Ἀκοῦστε τήν ὁμιλία ἐδῶ:α. Ὁ Χριστός στήν Παλαιά καί στήν Καινή Διαθήκη

β. Περί τῆς ἉγίαςΤριάδος

Πατερική Θεολογία, 17ο Μέρος, Ὁμιλία στίς 16-11-2014

Λέγαμε, συνεχίζοντας τήν Πατερική Θεολογία τοῦ π. Ἰωάννου τοῦ Ρωμανίδη, ὅτι τό βασικό θεμέλιο τῶν Πατέρων εἶναι πώς δέν ὑπάρχει καμία ὁμοιότητα μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων, καμία σχέση καί δέν μποροῦμε νά προσάπτουμε ἀνθρώπινα χαρακτηριστικά καί κατηγορήματα στόν Θεό. Δέν ἔχουμε κἄν λέξεις, γιά νά περιγράψουμε τόν Θεό. Λέγαμε ἐπίσης ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι φτιαγμένος κατ’ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί ὅτι δέν ἑνώνεται μέ τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ ἀλλά μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, τή Θεία Χάρη καί γίνεται κατά χάριν θεός, ὅταν βεβαίως τηρεῖ τίς ἐντολές, ζεῖ ἐν μετανοία, ζεῖ ὅπως λέει ὁ Κύριος. Δέν ἑνώνεται ἀκόμα οὔτε μέ τήν ὑπόσταση τοῦ Λόγου, μέ τό Πρόσωπο δηλαδή, ἀλλά μόνο μέ τήν ἐνέργεια.

«Ἑνώνεται μέ τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ κατά τήν Θεία Μετάληψη», ὄχι μέ τήν θεία φύση. «Δηλαδή ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μέ τήν τεθεωμένη, ἀναστημένη καί δεδοξασμένη ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ καί δι’ Αὐτῆς, μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ ἄκτιστη Θεία Χάρις». Γιατί ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ κατά φύση πηγή τῆς ἄκτιστης δόξας τοῦ Θεοῦ, λόγω τῆς ὑποστατικῆς ἕνωσης μέ τόν Θεό-Λόγο. Ὁ Θεός-Λόγος προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση καί ἔτσι τώρα ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ εἶναι πηγή τῆς ἄκτιστης δόξας τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό στή Μεταμόρφωση τό ἄκτιστο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἀκτινοβολεῖ αὐτή τήν ἄκτιστη θεία χάρη. Αὐτή τήν χάρη μεταλαμβάνουμε κι ἐμεῖς γι’ αὐτό κοινωνοῦμε. Παίρνουμε μέσω τῆς ἀνθρώπινης φύσης τοῦ Χριστοῦ, σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, παίρνουμε τήν ἄκτιστη θεία χάρη, γινόμαστε δηλαδή κι ἐμεῖς μέ τήν θεία Μετάληψη κατά χάριν θεοί, κατά χάριν ἄκτιστοι.

Βεβαίως αὐτό δέν γίνεται μαγικά, μέ τό πού κοινωνήσαμε γίναμε κιόλας θεοί, ἄν δέν ὑπάρχουν οἱ κατάλληλες προϋποθέσεις, τίς ὁποῖες μᾶς λέει ὁ ἱερέας λίγο πρίν κοινωνήσουμε «μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε». Δέν μπορεῖς δηλαδή νά πάρεις χάρη, ἄν δέν ἔχεις αὐτά τά τρία πράγματα: φόβο Θεοῦ, δηλαδή εὐλάβεια, αὐτό σημαίνει φόβος Θεοῦ, σεβασμό, ἀγάπη πρός τόν Θεό, τήρηση τῶν ἐντολῶν Του, ὀρθή πίστη. Δέν μπορεῖς νά εἶσαι αἱρετικός ἤ νά ἀσπάζεσαι αἱρετικές ἰδέες καί νά θέλεις νά πάρεις τόν Θεό μέσα σου. Γι’ αὐτό καί δέν κοινωνοῦν ὅλοι αὐτοί πού εἶναι ἐκτός Ὀρθοδοξίας. Δέν δίνουμε Θεία Κοινωνία στούς αἱρετικούς. Ἰεχωβάδες, Παπικοί, Προτεστάντες, δέν παίρνουν Θεία Κοινωνία, γιατί δέν ἔχουν ὀρθή πίστη. Στή συνέχεια λέει ἀγάπη. Πρέπει νά ἔχουμε συγχωρηθεῖ μέ ὅλους, νά ἔχουμε ἀγάπη μέ ὅλους. Νά ἔχουμε δώσει καί νά ἔχουμε λάβει συγχώρηση. Ἀκόμα καί ἀπό αὐτούς πού δέν θέλουν νά δώσουν συγχώρηση, νά ἔχουμε κάνει τό πᾶν γιά νά πάρουμε καί ἀπό αὐτούς συγχώρηση καί τότε ἔχουμε τίς προϋποθέσεις γιά νά κοινωνήσουμε. Λέει καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος, τό διακηρύττω καί τό φωνάζω αὐτό, δέν μπορεῖ νά προσέλθει κανείς στήν Θεία Μετάληψη, ἄν δέν ἔχει δώσει καί λάβει συγχώρηση ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Γι’ αὐτό εἶναι πολύ ὡραία συνήθεια αὐτή πού ὑπῆρχε στίς οἰκογένειες, -δέν ξέρω ἄν ὑπάρχει καί στίς μέρες μας- νά ζητᾶνε τό Σάββατο τό βράδυ συγγνώμη μεταξύ τους προκειμένου τήν ἄλλη μέρα νά κοινωνήσουν.

Μιᾶς καί ἤρθε τό θέμα στήν Θεία Κοινωνία, νά ποῦμε ὅτι πρέπει νά κοινωνοῦμε τακτικά, ὄχι μόνο δύο-τρεῖς φορές τόν χρόνο. Οἱ πρῶτοι χριστιανοί κοινωνοῦσαν κάθε ἡμέρα ἤ σχεδόν κάθε ἡμέρα, γιατί δέν εἶναι βραβεῖο ἡ Θεία Κοινωνία, εἶναι φάρμακο. Εἶναι αὐτό τό φάρμακο τῆς ἀθανασίας καί τῆς θεώσεως, τό ὁποῖο μᾶς μεταδίδει τήν ἄκτιστη θεία χάρη, ἡ ὁποία εἶναι ἀναγκαία γιά νά ζήσουμε. Μά, θά πεῖτε, γιά νά ζήσουμε πρέπει νά φᾶμε ψωμί. Δέν ἀρκεῖ τό ψωμί. Γιά νά ζήσουμε, χρειάζεται καί αὐτή ἡ χάρις. Ποῦ τό ξέρουμε; Μᾶς τό εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὅταν στό Σαραντάρειο Ὄρος Τόν πείραξε ὁ διάβολος καί τοῦ εἶπε «νά γίνουν οἱ πέτρες ψωμιά γιά νά φᾶς». Μετά τίς σαράντα ἡμέρες νηστεία πού ἔκανε ὁ Κύριος ὡς ἄνθρωπος πείνασε. Καί τί τοῦ ἀπάντησε ὁ Κύριος; «Οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος» (Ματθ. 4,4). Δέν ζεῖ ὁ ἄνθρωπος μόνο μέ ψωμί. Χρειάζεται καί τροφή γιά τό ἄλλο συστατικό του, πού εἶναι τό κυριότερο. Χρειάζεται τροφή γιά τήν ψυχή καί ἡ τροφή τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἄκτιστη θεία χάρη. Ἄν βλέπουμε τόσους ἀνθρώπους πού εἶναι ψυχικά ἀδύναμοι καί ἄρρωστοι, εἶναι ἀκριβῶς, γιατί δέν τρέφονται, δέν παίρνουν τήν θεία χάρη. Ἀντίθετα παίρνουν, θά ἔλεγα, «δαιμονική χάρη», δηλαδή βρωμερά πράγματα, τά ὁποῖα σερβίρονται ἀφθόνως στήν κοινωνία σήμερα. Γι’ αὐτό ἔχουμε καί ὅλα αὐτά τά ψυχολογικά καί τίς καταθλίψεις καί τούς ψυχικά ἀποδιοργανωμένους ἀνθρώπους. Εἶναι ἁπλή, θά λέγαμε «βιολογία», ὀντολογική ἀνάγκη. Ὅπως ἰσχύει στό ἀνθρώπινο σῶμα, ὅπου ἄν δέν φάει ὁ ἄνθρωπος αὐτό πού πρέπει νά φάει – ὄχι νά φάει ὑπερβολικά – μετά ὁ ὀργανισμός του ἀδυνατίζει, τά ἀντισώματα δέν παράγονται, δέν λειτουργοῦν σωστά τά διάφορα ὄργανα, δέν ὑπάρχει σωστή ἄμυνα, ὁπότε ἕνα μικρόβιο τόν ρίχνει κάτω, ἀρρωσταίνει κι ἄν ἐπιμένει νά μήν τρώει, πεθαίνει κιόλας.

Μᾶς δίνει λοιπόν αὐτή τήν δωρεά ὁ Θεός νά μποροῦμε νά τρεφόμαστε διά Αὐτοῦ. Δέν στέλνει ἕναν ἄγγελο ἤ κάποιον ἄλλον ἄνθρωπο, ἀλλά μᾶς δίνει ὁ Ἴδιος τόν ἑαυτό Του. Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη δωρεά, ὁ Ἴδιος ὁ ἑαυτός Του, ἡ σάρκα Του καί τό αἷμα Του δηλαδή, εἶναι ἡ πηγή τῆς ἄκτιστης θείας χάρης. «Αὐτή ἡ χάρις εἶναι πού σώζει». Χωρίς αὐτή δέν μποροῦμε νά σωθοῦμε, γι’ αὐτό λέμε ὅτι πρέπει νά κοινωνοῦμε τακτικά, ἄν θέλουμε νά ζήσουμε καί νά σωθοῦμε. Καί ὁ Κύριος τό εἶπε «ἐάν μή φάγητε τήν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί πίητε αὐτοῦ τό αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωήν ἐν ἑαυτοῖς» (Ἰω. 6,53), δέν ἔχετε ζωή μέσα σας. Εἶναι ξεκάθαρα πράγματα. «Αὐτή εἶναι πού ἀνασταίνει, αὐτή πού θεραπεύει τήν ψυχή καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου». Πολλές σωματικές ἀσθένειες ὀφείλονται στό ὅτι οἱ ἄνθρωποι δέν κοινωνοῦν ἤ ἄν κοινωνήσουν, κοινωνοῦν ἀνάξια, ὁπότε πάλι ἀρρωσταίνουν. Κοινωνοῦν χωρίς τή σωστή προετοιμασία. Τό θέμα δέν εἶναι νά προσέλθουμε στήν Θεία Κοινωνία, ἀλλά νά ἔχουμε τήν ἀνάλογη μετάνοια, νά ἀφήσουμε τά ἔργα τοῦ σκότους καί νά ἐνδυθοῦμε τά ἔργα τοῦ φωτός καί τά ὅπλα τοῦ φωτός.

Ἀρχίζουμε ἕνα καινούριο κεφάλαιο τώρα «Ὁ Χριστός στήν Παλαιά καί στήν Καινή Διαθήκη». Θά πεῖτε: – Ὑπάρχει ὁ Χριστός στήν Παλαιά Διαθήκη; Ἐμεῖς τόν ξέρουμε στήν Καινή Διαθήκη τόν Χριστό. Ὑπάρχει καί στήν Παλαιά Διαθήκη ὡς ἄσαρκος Λόγος. Δηλαδή ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδας ὑπῆρχε πάντοτε, ὅπως ἔχουμε πεῖ, μαζί μέ τόν Θεό-Πατέρα. Γι’ αὐτό δέν εἶναι σωστή κι αὐτή ἡ εἰκόνα πού δείχνει ἕναν γέρο, ἕναν νέο καί ἕνα περιστέρι. Δέν εἶναι σωστή, γιατί δέν ὑπάρχει διαφορά ἡλικίας Πατρός καί Υἱοῦ, ὥστε ὁ ἕνας νά ἀπεικονίζεται γέρος καί ὁ ἄλλος νέος. Ἔχουν τήν ἴδια ἡλικία, δηλαδή ὐπάρχουν πάντα. Δέν ὑπάρχει χρόνος γιά τόν Θεό. Πάντοτε ὑπῆρχε ὁ Πατέρας, πάντοτε ὁ Υἱός, πάντοτε τό Ἅγιο Πνεῦμα.

Ὑπάρχει λοιπόν καί στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ Χριστός ἀλλά δέν ἔχει σάρκα. Εἶναι ὁ ἄσαρκος Λόγος καί εἶναι πάλι Αὐτός ὁ ὁποῖος φανερώνεται ὡς Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος καί στήν Καινή Διαθήκη φανερώνεται ὡς Κύριος τῆς δόξης. «Στήν Καινή Διαθήκη ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀποκαλεῖ τόν Χριστόν «Κύριον τῆς δόξης». Ἐάν ψάξει κανείς στήν Παλαιά Διαθήκη, γιά νά βρεῖ ποιός ἀποκαλεῖται ἐκεῖ Κύριος τῆς δόξης, τί θά βρεῖ; Κύριος τῆς δόξης, στήν Ἑβραϊκή παράδοση, εἶναι ὁ Ἄγγελος τῆς δόξης, πού ἐμφανίζεται στούς Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί μέσω τοῦ ὁποίου γίνονται σ’ αὐτούς οἱ ἀποκαλύψεις τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, αὐτός ὁ Κύριος τῆς δόξης εἶναι Ἐκεῖνος πού σταυρώθηκε ἀπό τούς Ἑβραίους, δηλαδή ὁ σαρκωμένος Λόγος», ὁ Χριστός. «Στήν Καινή Διαθήκη συμβαίνει τό ἑξῆς: Ὅπως στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ Προφήτης βλέπει τόν Ἄγγελο τῆς δόξης» καί εἴπαμε ὅτι εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος, ὁ ἄσαρκος Λόγος «κατά τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως καί μέσω αὐτοῦ τοῦ Ἀγγέλου, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ἄσαρκος Λόγος, ὁ Υἱός, τοῦ ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός», ὁ Πατέρας, «κατά τόν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο μετά τήν Ἐνσάρκωση σέ κάθε ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στούς Ἁγίους τῆς Καινῆς Διαθήκης, δηλαδή σέ κάθε ἐμπειρία θεώσεως, εἶναι παρών ὁ Χριστός». Ἐκεῖνος δηλαδή πού φανερώνεται καί στήν Παλαιά καί στήν Καινή Διαθήκη εἶναι ὁ Υἱός, ὡς ἄσαρκος Λόγος στήν Παλαιά καί ὡς ἔνσαρκος Λόγος στήν Καινή Διαθήκη. Καί εἶναι αὐτός ὁ Ὁποῖος παίρνει σάρκα, γι’ αὐτό λέμε ὅτι εἶναι καί ὁ αὐτουργός τῆς σωτηρίας μας, Αὐτός διά τοῦ ὁποίου σωθήκαμε. Βεβαίως ἡ σωτηρία μας ἔγινε εὐδοκία τοῦ Πατρός καί διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, συνεργία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί τά τρία Πρόσωπα δηλαδή συμμετέχουν στή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ὁ αὐτουργός, αὐτός πού φανερώνεται καί παίρνει τήν ἀνθρώπινη φύση καί ἐργάζεται, θά λέγαμε, ὑπέρ τῆς σωτηρίας μας εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος, ὁ Χριστός.

«Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει, ὅτι στήν γενεά αὐτή, στούς Ἀποστόλους καί στούς Προφῆτες (τῆς Καινῆς Διαθήκης) ἀποκαλύπτεται κάτι, πού δέν ἔχει ποτέ ξαναγίνει στούς ἀνθρώπους», δέν ἔχει ξαναποκαλυφθεῖ. «Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στήν Καινή Διαθήκη (μετά δηλαδή τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ) δέν ἦταν γιά τόν Ἀπόστολο Παῦλο τίποτε ἄλλο παρά ἡ ἀποκάλυψις τοῦ Χριστοῦ ἐν δόξη. Αὐτή ἡ ἐμπειρία τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ στήν ἀνθρώπινη ἱστορία (εἴτε ὡς ὁ ἄσαρκος Ἄγγελος τῆς δόξης στήν Παλαιά Διαθήκη εἴτε ὡς ὁ Χριστός ἐν δόξη στήν Καινή Διαθήκη) εἶναι ἡ σπονδυλική στήλη καί τῆς Ἑβραϊκῆς παραδόσεως τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τῆς Χριστιανικῆς παραδόσεως τῆς Καινῆς Διαθήκης, καθώς καί τῆς Πατερικῆς παραδόσεως». Ὅταν λέμε παράδοση, ἔχουμε πεῖ κι ἄλλη φορά, εἶναι αὐτό τό σχῆμα: κάθαρση – φωτισμός – θέωση. Καί ἡ σπονδυλική στήλη εἶναι ἀκριβῶς αὐτή ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἄσαρκου Λόγου στήν Παλαιά καί τοῦ ἔνσαρκου Λόγου στήν Καινή. Δέν εἶναι λοιπόν μιά φιλοσοφία ἡ πίστη μας. Οὔτε εἶναι ἕνα βιβλίο ἡ Ἁγία Γραφή πού μᾶς λέει κάποια πράγματα γιά τόν Θεό. Εἶναι ζωντανά πράγματα, εἶναι ἡ φανέρωση, ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Αὐτή εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Γι’ αὐτό λέγαμε δέν εἶναι θρησκεία ἡ Ὀρθοδοξία. Κακῶς τήν λέμε θρησκεία καί τήν κατατάσσουμε στίς μονοθεϊστικές θρησκεῖες. Ὅλες οἱ ἄλλες πίστεις εἶναι θρησκεῖες, γιατί εἶναι ἀνθρώπινες, εἶναι φτιαγμένες ἀπό ἀνθρώπους. Ἀλλά ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτή ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ δέν ἔγινε μόνο τότε, ἀλλά γίνεται πάντοτε μέσα στήν Ἐκκλησία. Δέν ἔγινε μόνο στούς Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἤ στούς Ἀποστόλους καί στούς Προφῆτες τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀλλά συνεχίζει νά γίνεται καί στούς Ἁγίους Πατέρες καί στούς σημερινούς ἁγίους.

«Καί σᾶς φέρνω ἕνα παράδειγμα προσωπικῆς μαρτυρίας μέσα στά πλαίσια τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως: Εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως, πού εἶχε ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ ὁποῖος στήν μάχη πού ἔδωσε ἐναντίον τῶν Εὐνομιανῶν», ἦταν μία ὁμάδα αἱρετική, «ἐπεκαλέσθη ὄχι μόνον τήν μαρτυρία -ἐμπειρία τῆς θεώσεως τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τῶν Ἀποστόλων, ἀλλά καί τήν δική του προσωπική ἐμπειρία», γιά νά τούς μιλήσει γιά τήν ἀλήθεια τοῦ δόγματος, γιά τόν Θεό. Δηλαδή, οἱ Ἅγιοι Πατέρες δέν ἔλεγαν θεωρίες οὔτε εἶχαν διαβάσει κάποια πράγματα καί μ’ αὐτά θεολογοῦσαν, ἀλλά ζοῦσαν καί οἱ ἴδιοι τόν Θεό. Εἶχαν δεῖ τόν Θεό καί ἤξεραν ποιός εἶναι ὁ Θεός. Ὁπότε, ὅταν ἐμφανιζόταν ἕνας αἱρετικός, τοῦ ἔλεγαν εἶναι λάθος αὐτό πού λές, γιατί αὐτό γράφει ἐδῶ στήν Παλαιά, στήν Καινή Διαθήκη, ἀλλά ἐκτός αὐτῶν, εἶδα καί ἐγώ ὁ ἴδιος ὅτι αὐτό εἶναι ἔτσι ὅπως τό λέει καί τό ἐπιβεβαιώνω προσωπικά.

«Ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως ἀποκαλύπτονται ὁρισμένες διαφοροποιήσεις. Πῶς γνωρίζουμε π.χ. ὅτι ὑπάρχει διάκρισις μεταξύ τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος; Πῶς γνωρίζουμε ὅτι ὑπάρχουν τρία Φῶτα, τά ὁποῖα εἶναι ἕνα Φῶς;». Πάλι ἀπό αὐτή τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως πού τήν εἶχαν καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὅπως εἴπαμε προηγουμένως.

«Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δέν ἀρχίζουν ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, γιά νά θεολογήσουν». Δέν ξεκινοῦν δηλαδή ἀπό ἕνα βιβλίο, ἀπό ἕνα νεκρό γράμμα, ἀλλά ἀπό τήν ἐμπειρία πού ἔχουν οἱ ἴδιοι γιά τόν Θεό. «Γι’ αὐτό θά βροῦμε στήν ἐπιχειρηματολογία τῶν Πατέρων, ὅταν καταφέρονται συγκεκριμένα ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν, δέν ἐπικαλοῦνται μόνο τήν Ἁγία Γραφή, ἀλλά ἐπικαλοῦνται καί τήν δική τους προσωπική ἐμπειρία τῆς θεώσεως». Αὐτό βέβαια δέν εἶναι μιά μεροληπτική δωρεά πού κάνει ὁ Θεός σέ κάποιους. Σέ ὅλους δίνει τήν δυνατότητα νά ἔχουν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά θά πρέπει νά ἐξασφαλιστοῦν οἱ προϋποθέσεις. Καί σέ μᾶς δηλαδή ἔχει δώσει ὁ Θεός αὐτή τήν δυνατότητα, τουλάχιστον νά φτάσουμε στό ἐπίπεδο τοῦ φωτισμοῦ, νά ἀσκήσουμε τήν νοερά προσευχή, νά καθαρίσουμε τήν καρδιά μας καί νά δεχτοῦμε τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ. Ἀπό κεῖ καί μετά εἶναι θέμα τοῦ Θεοῦ, ἄν θά μᾶς δώσει καί τήν ἀνώτερη ἐμπειρία πού λέγεται θέωση. Ὁ θεωμένος εἶναι ὁ θεολόγος, ὁ πραγματικά θεολόγος στήν Ἐκκλησία. Ὁ ἄλλος, πού ἁπλῶς διαβάζει τήν Ἁγία Γραφή καί τούς Ἁγίους Πατέρες καί μιλάει μέ βάση αὐτά δέν εἶναι ὁ θεολόγος, εἶναι ὁ θεολογών, πού θεολογεῖ. Γίνεται θεολόγος, ὅταν καί ὁ ἴδιος δεῖ αὐτά πού διάβασε, δεῖ δηλαδή τόν Θεό.

Οἱ Πατέρες «ἀπό τήν δική τους ἐμπειρία ξέρουν λοιπόν πολύ καλά ὅτι ὁ Θεός εἶναι Φῶς. Ἀλλά ὁ Θεός δέν εἶναι μόνο Φῶς. Ὁ Θεός εἶναι καί Σκότος! Ὄχι Σκότος βέβαια ὅπως τό κτιστό σκότος, πού εἶναι ἡ ἀπουσία τοῦ φωτός». Φεύγει ὁ ἥλιος, γίνεται σκοτάδι… δέν εἶναι αὐτό τό σκότος ὁ Θεός. «Τό κτιστό σκότος δέν ἔχει δική του ὑπόσταση), ἀφοῦ δέν ὑπάρχει, ὅπως εἴπαμε, καμία ὁμοιότης μεταξύ Θεοῦ καί κτισμάτων. Ἀπό ποῦ λοιπόν ξέρουν οἱ Πατέρες αὐτό τό πράγμα, ὅτι ὁ Θεός εἶναι Φῶς ἀλλά εἶναι καί Σκότος; Ξέρουν βέβαια ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ἀπό τούς Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, καθώς καί ἀπό ὅλη τήν Ἑβραϊκή παράδοση ὅτι δέν ὑπάρχει καμία ὁμοιότης μεταξύ Θεοῦ καί κτισμάτων. Ἀλλά αὐτό τό ξέρουν καί ἀπό τήν δική τους ἐμπειρία. Οἱ ἴδιοι ἰδόντες τόν Θεόν γνωρίζουν τόν Θεόν καί κατανοοῦν ὅσα ἔγραψαν οἱ Προφῆτες καί οἱ πρό αὐτῶν Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας γι’ αὐτό τό θέμα». Δέν μποροῦμε δηλαδή νά καταλάβουμε τήν Ἁγία Γραφή οὔτε τούς Ἁγίους Πατέρες σωστά, καλά καί πλήρως, ἐάν δέν ἔχουμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι αὐτή τήν ἐμπειρία πού εἶχαν κι αὐτοί. Ὅπως λ.χ. ἕνα παράδειγμα στά κτιστά, λέει κάποιος ξέρεις τί ὡραῖο εἶναι τό μέλι, πόσο γλυκό εἶναι; Ἄν δέν τό ἔχεις δοκιμάσει, λές, κάπως τό καταλαβαίνω. Μπορεῖ νά ἔχεις φάει κάτι ἄλλο καί λές θά μοιάζει μέ ἐκεῖνο. Ἄν ὅμως φᾶς μέλι, τότε καταλαβαίνεις πλήρως τί σοῦ λέει ὁ ἄλλος. Τό ἴδιο συμβαίνει καί στήν περίπτωση τοῦ Θεοῦ, οἱ Ἅγιοι μᾶς ἔχουν πεῖ αὐτό πού ἔζησαν, τήν ἐμπειρία τους. Ἀλλά δέν μποροῦμε νά τούς καταλάβουμε, ἄν δέν ἔχουμε κι ἐμεῖς τήν ἴδια ἐμπειρία.

Οἱ Ἅγιοι «ἐπίσης ἔχοντας διαβάσει τούς Προφῆτες, ὅταν δοῦν τόν Θεό, ἀμέσως ἀναγνωρίζουν, πληροφοροῦνται ὅτι ἐκεῖνο πού βλέπουν εἶναι τό ἴδιο μέ ἐκεῖνο πού προσεγγιστικά περιγράφουν οἱ Προφῆτες», γιατί εἴπαμε δέν ὑπάρχει λεξιλόγιο, γιά νά περιγράψουμε τόν Θεό. Ὅσα ἔχουμε στό λεξιλόγιό μας εἶναι κτιστά καί ἀντιστοιχοῦν σέ κτιστά πράγματα. Ὁ Θεός εἶναι ἄκτιστος, δέν περιγράφεται μέ τέτοιες λέξεις. «Οἱ Προφῆτες, ὅταν μιλοῦσαν γιά τίς ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ σ’ αὐτούς, ἀνέφεραν ὅτι στήν ἐμπειρία τούς ἀπεκαλύπτετο ἕνας Ἄγγελος τοῦ Θεοῦ, τόν ὁποῖο ὀνόμαζαν Γιαχβέ». Ἔχετε ἀκούσει τούς Ἰεχωβάδες πού λένε ὅτι τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ εἶναι Γιαχβέ. Στήν Παλαιά Διαθήκη συναντοῦμε τό ὄνομα αὐτό.

Ποιός εἶναι ὅμως ὁ Γιαχβέ; Εἶναι ὁ Πατέρας; Ὄχι, εἶναι ὁ Υἱός, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὁ Υἱός καί Λόγος εἶναι ὁ Γιαχβέ, «ὁ Κύριος τῆς δόξης, ὁ Μεγάλης βουλῆς Ἄγγελος». Ὁ ἄσαρκος Λόγος εἶναι ὁ Γιαχβέ ὁ ὁποῖος ἀποκαλύπτεται στήν Παλαιά Διαθήκη. Στήν Καινή Διαθήκη πλέον λέγεται Χριστός καί ὄχι Γιαχβέ. «Αὐτός ὁ Ἄγγελος, ὁ ὁποῖος στήν Παλαιά Διαθήκη ὀνομάζεται Θεός καί Γιαχβέ, πάντοτε ὑπῆρχε στίς ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ πρός τούς Προφῆτες. Οὐδέποτε στήν Παλαιά Διαθήκη ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός, χωρίς νά ἀποκαλύπτεται μέσω αὐτοῦ τοῦ Ἀγγέλου», δηλαδή μέσω τοῦ Γιαχβέ. Αὐτό σημαίνει, ὅτι ἤδη στήν Παλαιά Διαθήκη, ἔχουμε σαφῶς ἀναφορά στά δύο Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Αὐτά εἶναι ὁ Ἄγγελος (ὁ Υἱός) -ὁ Γιαχβέ- καί ὁ Θεός (ὁ Πατήρ)».

«Αὐτή εἶναι ἡ θεμελιώδης διδασκαλία ὅλων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, Δύσεως καί Ἀνατολῆς, Λατινοφώνων καί Ἑλληνοφώνων». Ἔχουμε καί Λατινόφωνες Πατέρες, πού ἔγραψαν δηλαδή στά Λατινικά, ὅπως εἶναι ὁ ἱερός Αὐγουστίνος. «Ὅλοι οἱ Λατινόφωνοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως π.χ. ὁ Τερτυλιανός, ὁ Κυπριανός Καρχηδόνος, ὁ Νοβατιανός, ὁ Ἰλαρίων κλπ., δηλαδή ὅλοι ὅσοι ἔχουν γράψει περί τοῦ δόγματος τῆς Ἁγίας Τριάδος στήν Δύση στήν Λατινική γλώσσα, ὅλοι ἀκολουθοῦν τήν ἴδια παράδοση». Μᾶς μιλᾶνε γιά τόν ἄσαρκο Λόγο, τόν Γιαχβέ καί γιά τό ὅτι ἀποκαλύπτεται ὁ Πατέρας διά τοῦ Υἱοῦ, διά τοῦ Γιαχβέ, τῆς Μεγάλης Βουλῆς Ἀγγέλου.

«Ἀπό τήν προσωπική ἐμπειρία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας τί γνωρίζουμε περί Ἁγίας Τριάδος; Γνωρίζουμε ὅτι ἡ Ἁγία Τριάς τῶν Πατέρων εἶναι Φῶς, Φῶς, Φῶς, ἕν Φῶς. Ταυτοχρόνως, τρία Φῶτα καί ἕνα Φῶς εἶναι ὁ Θεός». Αὐτό τό ξέρουμε ὄχι θεωρητικά ἀλλά ἀπό τήν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων.

«Λέμε εἰς τό Σύμβολο τῆς Πίστεως: «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν… καί εἰς ἕναν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν… Φῶς ἐκ Φωτός…» κλπ. Ὁπότε ὁ Λόγος εἶναι Φῶς ἐκ Φωτός, Θεός ἐκ Θεοῦ». Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι εἶναι κατώτερος, ἀλλά ὅτι γεννᾶται, ὅπως μᾶς τό ἀποκάλυψε ὁ Ἴδιος, ἐκ τοῦ Πατρός.

«Αὐτή ἡ διδασκαλία περί τῆς Ἁγίας Τριάδος δέν εἶναι ἁπλῶς διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλά εἶναι καί διδασκαλία πού βγαίνει ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, κατά τήν ὁποία γίνεται ἐπιβεβαίωση τῆς διδασκαλίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς περί τῆς Ἁγίας Τριάδος». Ἐπιβεβαιώνεται, ἐπαληθεύεται ἡ Ἁγία Γραφή ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως πού ἔχουν οἱ ἅγιοι Πατέρες. Βλέπετε μιλᾶμε γιά ἐπιστημονικά πράγματα! Ὅπως στίς θετικές ἐπιστῆμες. Εἶναι κάποιος ἐπιστήμονας καί διατυπώνει μία θεωρία, λέει ἔκανα πειράματα καί βρῆκα αὐτό τό πράγμα. Πῶς θά τόν ἐλέγξουν οἱ ἄλλοι ἐπιστήμονες; Θά κάνουν κι αὐτοί τά ἴδια πειράματα κι ἄν βγάλουν τό ἴδιο ἀποτέλεσμα, θά συμφωνήσουν ὅτι ἔχει δίκαιο. Ἐπιβεβαιώνουν μέ τήν δική τους ἐμπειρία πλέον, ὅ,τι εἶπε ἐκεῖνος ὡς γνώση, ὡς θεωρία. Ἔτσι καί ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι ἕνα βιβλίο πού ἐπιβεβαιώνεται στήν πράξη. Δέν εἶναι μιά θεωρία, μιά φιλοσοφία, τήν ὁποία μποροῦμε νά δοῦμε καί λίγο σχετικά. Δέν μπορεῖς νά σχετικοποιήσεις καί νά πεῖς τώρα τί σημαίνει αὐτό, πῶς γίνεται… Ξέρουμε τί ἐννοεῖ. Καί ξέρουμε ὅτι ὅ,τι λέει εἶναι ὅπως τά λέει. Γιατί ἔχουμε τήν ἐπιβεβαίωση ἀπό τήν ἐμπειρία. Καί ὅποιος κάνει αὐτή τή ζωή, καί ὀφείλουμε νά τήν κάνουμε, θά διαπιστώσει ὅτι ἔχει τά ἀποτελέσματα αὐτά, τόν καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν χαρά, τήν εἰρήνη κ.λ.π., πού περιγράφει ἡ Ἁγία Γραφή.

Σήμερα οἱ ἄνθρωποι δέν μπαίνουν κἄν στόν κόπο νά πειραματιστοῦν μέ τόν Θεό. Νά κάνουν ἁπλά ἕνα πείραμα καί νά ποῦνε, γιά νά δοῦμε, μᾶς λέει ὁ Θεός κάποια πράγματα, γιά νά δοκιμάσουμε νά δοῦμε εἶναι ἔτσι ὅπως μᾶς τά λέει; Λέει πώς ἄν κάνουμε αὐτά, θά ἔχουμε αὐτό τό ἀποτέλεσμα, γιά νά τό ἐξετάσουμε. Καί μόνο γιά τό ὅτι δέν μπαίνουμε κἄν στόν κόπο καί ἀπορρίπτουμε a priori θά λέγαμε, ἐξ ἀρχῆς δηλαδή τόν Θεό, θά κριθοῦμε πολύ. Δέν ἀσχολούμαστε κἄν, τουλάχιστον νά δοῦμε, ἄν εἶναι ἀξιόπιστος, ἄν αὐτά πού μᾶς λέει δηλαδή εἶναι ἀλήθεια… Νά κάνεις ἕνα πείραμα καί νά πεῖς γιά ἕναν μήνα θά τηρήσω ἀκριβῶς αὐτά πού λέει ὁ Θεός, γιά νά δῶ μετά τί ἀποτέλεσμα θά ἔχω στήν ψυχή μου. Θά ἔχω αὐτό πού λέει, τήν ἀγάπη, τή χαρά, τήν εἰρήνη καί ὅλα αὐτά; Ἀλλά νά τά κάνεις ὅλα σωστά, γιατί οἱ ἐντολές τηροῦνται ὅλες μαζί. Δέν μπορεῖς νά πεῖς μιά ἐντολή δέν θά τήν τηρήσω, γιατί ἄν δέν τήρησες μία, δέν τήρησες καμία. Μετά χαλᾶς ὅλες τίς ἐντολές. Χαλάει δηλαδή ὅλο τό θεραπευτικό πακέτο. Ἀκυρώνεται ἡ θεραπεία. Ὅπως καί στήν ἰατρική τοῦ σώματος, σοῦ δίνει ὁ γιατρός μιά σειρά ἀπό φάρμακα. Ἄν πεῖς ἕνα ἤ δύο δέν θά τά πάρω, μετά δέν γίνεται θεραπεία μέ μισή θεραπευτική ἀγωγή. Μέ μισά φάρμακα μπορεῖ νά ἔχεις κάποιο ἀποτέλεσμα, ἀλλά δέν θά ἔχεις τό πλήρες, τήν ὑγεία.

Ἔτσι πᾶμε πολλές φορές καί στήν Ἐκκλησία, ἀλλά δέν κάνουμε ὅλα ὅσα λέει. Παίρνουμε μερικά καί κάνουμε. Γιατί δέν τά κάνουμε; Γιατί δέν θέλουμε νά τά κάνουμε, ὄχι γιατί δέν μποροῦμε. Μποροῦμε ἀλλά δέν θέλουμε, ὁπότε μετά καί τό ἀποτέλεσμα δέν εἶναι τό ἀναμενόμενο. Καί λέμε γιατί ὁ Θεός…; Ἐμεῖς φταῖμε, γιατί δέν τηροῦμε ἀκριβῶς ὅλα ὅσα μᾶς εἶπε. Εἴδατε ὅταν ἔστειλε ὁ Κύριος τούς Ἀποστόλους στόν κόσμο τούς εἶπε «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς καί διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν» (Ματθ. 28,19). Πηγαίνετε, λέει, στόν κόσμο νά τούς βαπτίζετε καί νά τούς διδάσκετε νά τηροῦν πάντα ὅσα σᾶς εἶπα, ὅλα ὅσα σᾶς εἶπα. Ὄχι μερικά… Γιατί λένε μερικοί, ὅλα εἶναι γιά τούς καλογήρους, ἐμεῖς εἴμαστε στόν κόσμο, εἴμαστε παντρεμένοι… Εἶναι λάθος αὐτό. Ὁ Χριστός εἶπε νά τηροῦμε τά πάντα. Καί ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος στήν Ἁγία Γραφή μᾶς λέει «ἄν δέν τηρήσεις ἕνα, εἶσαι ἔνοχος γιά ὅλα» (Ἰακ. 2,10). Ἀκυρώνεις ὅλη τήν θεραπευτική ἀγωγή καί εἶναι αὐτό εἰς βάρος σου. Ὁ Θεός δέν παθαίνει τίποτα, ἐμεῖς δέν θεραπευόμαστε.

«Οἱ Πατέρες, εὑρισκόμενοι μέσα στό Φῶς, βλέπουν μέσω τοῦ Φωτός τό Φῶς». Τό λέμε κιόλας «ἐν τῷ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς (Ψαλμ. 35,10). Δέν μποροῦμε νά δοῦμε τό Φῶς τοῦ Θεοῦ παρά μόνο διά τοῦ Θεοῦ πάλι. Ὁ Θεός, δηλαδή, φανερώνεται καί βλέπουμε τόν Πατέρα διά τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Χριστός μας «Ἐγώ εἶμαι ἡ ὁδός» (Ἰω. 14,6). Δέν μπορεῖς νά πᾶς στόν Θεό-Πατέρα, νά βρεῖς τόν Θεό-Πατέρα, ἄν δέν ἀκολουθήσεις τήν ὁδό πού εἶναι ὁ Χριστός. Ἑπομένως, ὅποιος ἀρνεῖται τόν Χριστό, δέν βρίσκει ποτέ τόν Πατέρα. Καί ὅλες αὐτές οἱ μονοθεϊστικές θρησκεῖες καί ὅλοι οἱ αἱρετικοί τόν Χριστό χτυπᾶνε. Αὐτή εἶναι ἡ τέχνη τοῦ διαβόλου -γιατί πίσω ἀπ’ τήν αἵρεση κρύβεται ὁ διάβολος- νά μήν ἀφήσει τούς ἀνθρώπους νά πᾶνε στόν Θεό. Νά τούς κόψει τόν δρόμο. Καί ὁ δρόμος εἶναι ὁ Χριστός. Ὁπότε ἀλλοιώνουν τήν πίστη γιά τόν Χριστό. Καί μήν πᾶμε πολύ μακριά… Καί ἐμεῖς ἐδῶ πού λεγόμαστε ὀρθόδοξοι… Πόσοι νομίζετε ἀπό τούς Ὀρθοδόξους πιστεύουν σωστά γιά τόν Χριστό; Οἱ πολλοί λένε ‘ἐντάξει καλός ἄνθρωπος.. σταυρώθηκε γιά μᾶς..’, ἀναστήθηκε ὅμως; Θεωρητικά μπορεῖ καί νά ποῦν ὅτι ἀναστήθηκε. Στήν πράξη ὅμως δέν τό ζοῦν. Στήν πράξη ζοῦνε πρό Χριστοῦ. Καί τό βλέπουμε σέ μιά κηδεία… Ἀπελπισία, μαῦρο σκοτάδι… Στάσου, ὁ Χριστός δέν ἀναστήθηκε; Τό πιστεύεις; Δέν πιστεύεις στήν ἄλλη ζωή; Λένε: ἦρθε κανένας ἀπό τήν ἄλλη ζωή; Δέν πιστεύουν σωστά γιά τόν Χριστό, γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, γιά αὐτά ὅλα πού μᾶς εἶπε. Ὁ Χριστός μᾶς εἶπε γιά τήν ἄλλη ζωή, γιά Παράδεισο, γιά κόλαση, ὅλα αὐτά. Καί ἀκοῦς Ὀρθοδόξους πού λένε: ὑπάρχει ἄλλη ζωή ἄραγε; Ἔ, καλά τί λές στό Σύμβολο τῆς Πίστεως; Δέν λές «προσδοκῶ ἀνάσταση νεκρῶν καί ζωή τοῦ μέλλοντος αἰῶνος»; Τό λέει ἀλλά δέν καταλαβαίνει τί λέει. Δέν τό ζεῖ στήν πράξη.

«Οἱ Πατέρες, εὑρισκόμενοι μέσα στό Φῶς, βλέπουν μέσω τοῦ Φωτός τό Φῶς. Ἔτσι ὁ ἅγιος Πατήρ, ὁ ὁποιοσδήποτε –Ἅγιος Πατέρας-, μέσω τοῦ Φωτός, τό ὁποῖο τόν καταυγάζει κατά τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, βλέπει τό Φῶς. Δηλαδή, μέσω τοῦ Λόγου βλέπει τόν Πατέρα μέσα στό Φῶς ἐν Πνεύματι Ἁγίω. Εὑρισκόμενος μέσα στό Φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέσω τοῦ Φωτός (τοῦ Χριστοῦ), βλέπει τό Φῶς (τόν Πατέρα). Αὐτή ἡ γνωσιολογική ἐμπειρία, ἡ ὁποία ἐπαναλαμβάνεται στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας σέ κάθε ἐποχή καί γενεά, δίνει τήν γνώση καί τήν ἐπιβεβαίωση, ὅτι ὑπάρχουν τρία Φῶτα, τά ὁποῖα εἶναι ἕνα Φῶς. Ἀπό τά τρία αὐτά Φῶτα, τό ἕνα πηγάζει ἀπό τήν ὑπέρ τόν ἥλιον δεδοξασμένη ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός εἶναι ὁ Θεός. Καί αὐτά εἶναι τά ὅρια, τά σύνορα, τῆς ἀνθρωπίνης γνώσεως».

«Ὅταν, ὅμως, μιλοῦμε γιά τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος, χρησιμοποιοῦμε νοήματα καί λέξεις. Τά νοήματα ὅμως, εἶναι ὅλα παρμένα ἀπό τήν ἀνθρώπινη ἐμπειρία», ἀπό τά κτιστά δηλαδή. «Μιλοῦμε γιά πράγματα, τά ὁποῖα εἶναι κτίσματα. Ἀλλά, ὅταν π.χ. λέμε φῶς, δέν μποροῦμε νά ἔχουμε στό μυαλό μας νοήματα ἤ εἰκόνα τοῦ ἀκτίστου Φωτός. Γιατί; Διότι, ἐφ’ ὅσον δέν ἔχουμε τήν ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ὅταν λέμε φῶς, ἔρχεται στόν νοῦ μας ἡ εἰκόνα τοῦ κτιστοῦ φωτός τοῦ ἡλίου καί ὄχι κάποια εἰκόνα τοῦ ἀκτίστου Φωτός». Ἀλλά δέν ἔχει καμία σχέση ὁ Θεός μέ αὐτό τό κτιστό φῶς, τόν ἥλιο ἤ αὐτό τό ἠλεκτρικό φῶς.

«Ὅταν ἐμεῖς λέμε ἄκτιστο Φῶς, τί ἐννοοῦμε; Ἐννοοῦμε ἕνα Φῶς, πού δέν εἶναι κτίσμα», πού δέν εἶναι δημιούργημα δηλαδή. «Λέγοντας ὅμως τήν λέξη φῶς, ἔστω καί ἄν μιλᾶμε γιά τό ἄκτιστο Φῶς, αὐτόματα στήν φαντασία μας σχηματίζεται ἡ εἰκόνα τοῦ κτιστοῦ φωτός, γιατί αὐτήν ἔχει ἀποθηκευμένη ἡ μνήμη μας. Ἡ σκέψη μας τότε πάει εἴτε στήν εἰκόνα τοῦ ἡλιακοῦ φωτός εἴτε σέ εἰκόνα τοῦ ἠλεκτρικοῦ φωτός εἴτε σέ εἰκόνα τοῦ φωτός τῆς φωτιᾶς κλπ. Μετά σκεπτόμαστε καί τό σκότος, ἀπό τό ὁποῖο τό διαφοροποιοῦμε, καί λέμε ὅτι τό ἄκτιστο Φῶς δέν εἶναι σκότος, ἀλλά εἶναι φῶς καί τό συσχετίζουμε πάλι μέ τό μέσον, μέ τό κτιστό δηλαδή φῶς, μέσω τοῦ ὁποίου βλέπουμε. Ἔτσι, μέ ὅλα αὐτά , δημιουργοῦμε μία φαντασία περί τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ἡ ὀποία δέν ἔχει καμία σχέση μέ τήν ἀλήθεια περί τοῦ ἀκτίστου Φωτός. Ἐμεῖς τελικά μένουμε πάντα ἐγκλωβισμένοι στήν γνώση καί ἐμπειρία μας περί τοῦ κτιστοῦ φωτός». Γι’ αὐτό οἱ Ἅγιοι Πατέρες μιλοῦν γιά νέκρωση, σταύρωση τῆς φαντασίας. Ἡ φαντασία δέν βοηθάει καθόλου στό νά γνωρίσουμε τόν Θεό. Καθόλου μά καθόλου! Ἀντίθετα ὁ διάβολος ἐκμεταλλεύεται τήν φαντασία, γιά νά πλανήσει τόν ἄνθρωπο.

«Ὅταν συναντῶνται δύο Προφῆτες τῆς Καινῆς Διαθήκης…», προφῆτης στήν Καινή Διαθήκη εἶναι ὁ θεωμένος, αὐτός πού ἔχει φτάσει στήν θέωση, «π.χ. τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἤ δύο σημερινοί ἅγιοι», ὁ ἅγιος Πορφύριος ἄς ποῦμε ἦταν προφήτης. Εἶχε πάθει τήν θέωση. Ὁ π. Παΐσιος ἐπίσης εἶχε πάθει τήν θέωση. Ὅταν λοιπόν συναντῶνται δύο τέτοιοι «πού ἔχουν δεῖ καί οἱ δύο τό ἄκτιστο Φῶς καί ἔχουν κοινή ἐμπειρία, τότε αὐτοί οἱ δύο μποροῦν νά μιλοῦν γιά τό ἄκτιστο Φῶς καί νά κατανοοῦν ὁ ἕνας τόν ἄλλον σέ ὅ,τι λένε», γιατί ἔχουν γευτεῖ καί οἱ δύο τό ἴδιο πράγμα. «Μιλοῦν τήν ἴδια γλώσσα. Ἐμεῖς, ὅμως, μιλώντας γιά τό ἄκτιστο Φῶς, δέν μιλᾶμε ἀπό δική μας ἤ γιά δική μας ἐμπειρία, ἀλλά γιά ἐμπειρίες ἄλλων, πού εἶδαν τό ἄκτιστο Φῶς. Τό ἴδιο συμβαίνει μεταξύ πχ. δύο ἀστρονόμων, πού ἔχουν δεῖ μέσα ἀπό τό τηλεσκόπιο ἕνα ἀόρατο γιά τά δικά μας μάτια ἄστρο. Μιλᾶνε καί αὐτοί γιά κοινή ἐμπειρία, ἄρα στήν ἴδια γλώσσα». Ἐπειδή ἔχουν δεῖ καί οἰ δυό τό ἴδιο πράγμα.

«Ὅταν ὄμως ἐμεῖς διαβάζουμε στά βιβλία τους γιά αὐτό τό ἄστρο, χωρίς νά ἔχουμε εἰκόνες του, εἶναι τό ἴδιο πράγμα;». Ὄχι βέβαια. Ἄλλο νά τό δεῖς καί ἄλλο νά διαβάσεις γιά αὐτό. «Ἄλλο εἶναι νά ἔχει κανείς προσωπική ἐμπειρία γιά κάτι καί νά μιλάει γι’ αὐτό καί ἄλλο ἁπλῶς νά ἔχει διαβάσει γι’ αὐτό. Ὁπότε, σύμφωνα μέ αὐτά, ἡ Ἁγία Γραφή τί εἶναι; Σέ τί διαφέρει ἀπό ἕνα βιβλίο Ἀστρονομίας;» – τηρώντας τίς ἀναλογίες βέβαια.

«Ἀστρονόμος εἶναι ἐκεῖνος πού βλέπει, παρατηρεῖ καί μελετᾶ τά ἄστρα καί ὄχι ἐκεῖνος πού ἁπλῶς διαβάζει μόνο γι’ αὐτά». Αὐτό μποροῦμε νά τό κάνουμε κι ἐμεῖς, ἀλλά δέν εἴμαστε ἀστρονόμοι μέ τό πού μάθαμε μερικά πράγματα γιά τά ἄστρα! «Λοιπόν, ἄν μόνο διαβάζω τήν Ἁγία Γραφή, ἄν διαβάζω ἐπίσης τά συγγράμματα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἀκόμη καί βιβλία περί Ὀρθοδόξου Θεολογίας, σημαίνει ὅτι εἶμαι θεολόγος; Ποιός εἶναι ἐκεῖνος, πού κατανοεῖ πλήρως τήν Ἁγία Γραφή, καθώς καί τά συγγράμματα τῶν Πατέρων; Ἐκεῖνος πού ἁπλῶς τά διαβάζει ἤ ἐκεῖνος πού ἤδη ἔχει προσωπική ἐμπειρία γιά ὅσα περιγράφονται, ἀναφέρονται ἤ ἀναλύονται στά συγγράμματα αὐτά; Ἐκεῖνος πού ἔχει καί ἐμπειρία φυσικά ἐν Ἁγίω Πνεύματι. Ἔτσι οἱ Πατέρες λένε γιά ἐκεῖνον, πού ἁπλῶς διαβάζει τήν Ἁγία Γραφή ἤ τά συγγράμματά τους καί μετά μιλάει γιά ὅσα διάβασε, ὅτι εἶναι ἁπλῶς θεολογών. Εἶναι, ὅμως, θεολόγος κατά κυριολεξίαν; Ὄχι, βέβαια».

Κι ἄν αὐτός ὁ θεολογών δέν πατάει γερά σ’ αὐτά πού ἔχει διαβάσει, ἀλλά βάζει καί δικά του πράγματα ἤ ἀναμιγνύει φιλοσοφία, θύραθεν παιδεία, θύραθεν σοφία, κ.λ.π., αὐτός μετά μπορεῖ νά γίνει καί αἱρετικός. Γιατί δέν ἔχει ἰδία ἐμπειρία τοῦ πράγματος, ἀλλά ἔχει ἐγωισμό καί ὑπερηφάνεια, ἐφόσον βάζει κοντά στούς Πατέρες καί δικά του. Ἤ ἀκόμα χειρότερα, ὅταν δέν ἀκολουθεῖ καθόλου τούς Πατέρες, ὅπως οἱ λεγόμενοι σύγχρονοι μεταπατερικοί θεολόγοι, πού οὐσιαστικά εἶναι ἀντιπατερικοί θεολόγοι. Εἶναι ἐναντίον τῶν Πατέρων καί λένε ἐμεῖς θά ὑπερβοῦμε τούς Πατέρες, δέν χρειαζόμαστε Πατέρες σήμερα καί γι’ αὐτό βρίζουν καί τούς ἁγίους, ὅπως τόν Ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, ὁ ὁποῖος ἔγραψε ὡραιότατα, σπουδαιότατα βιβλία, θεραπευτικά τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Καί πολλούς ἄλλους Πατέρες χτυπᾶνε, ἀλλά κατεξοχήν τόν Ἅγιο Νικόδημο, γιατί ὁ Ἅγιος Νικόδημος ξεκαθαρίζει τά πράγματα, ἔχει καί τήν ἐμπειρία ὅλων τῶν προηγούμενων Πατέρων -εἶναι ἀπό τούς τελευταίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας- καί μᾶς ἔχει γράψει κι αὐτά τά σπουδαῖα βιβλία πού λέγονται Πηδάλιο καί Ἐξομολογητάριο. Τό Πηδάλιο εἶναι οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας ἑρμηνευμένοι, εἶναι ἡ βάση τῶν Πνευματικῶν. Μέ βάση τό Πηδάλιο οἱ Πνευματικοί ἐξομολογοῦν, βάζουν τά ἐπιτίμια κ.λ.π. Τί εἶναι τά ἐπιτίμια; Εἶναι τά θεραπευτικά φάρμακα, γιά νά θεραπευτεῖ ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπειδή, ὅμως, αὐτοί οἱ ἄνθρωποι πού θέλουν νά κάνουν στήν ἄκρη τούς Πατέρες, τό θέλουν γιά νά κάνουν μιά ζωή σύμφωνη μέ τά πάθη τους, τό Πηδάλιο τούς πηγαίνει κόντρα. Οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀντίθετοι σ’ αὐτή τήν ἐπιθυμία τους, ὁπότε ἐναντιώνονται στόν Ἅγιο Νικόδημο καί στούς ἄλλους Ἁγίους Πατέρες, γιά νά μποροῦν νά κάνουν μετά ἐλεύθερα αὐτά πού θέλουν στή ζωή τους. Ἀλλά αὐτό βέβαια δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά μιά ἀνοησία! Εἶναι σάν νά λέμε στό βιολογικό ἐπίπεδο ὅτι θά καταργήσουμε τά συγγράμματα τῆς ἰατρικῆς, τῆς θεραπευτικῆς, γιά νά κάνουμε ὅ,τι θέλουμε. Νά τρῶμε ὅ,τι θέλουμε, νά ζοῦμε ὅπως θέλουμε… Μετά τί θά γίνει; Ἁπλούστατα, ἄν δέν ἀκολουθεῖς τούς Κανόνες τῆς ὑγιεινῆς, τῆς θεραπευτικῆς κ.λ.π., θά καταστραφεῖς, θά χάσεις τήν ὑγεία σου. Ἔτσι καί στήν ψυχή. Ἐάν κανείς δέν ἀκολουθήσει τόν Χριστό, τήν Ἁγία Γραφή, τούς Ἁγίους Πατέρες καί τούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, ἀρρωσταίνει καί πεθαίνει πνευματικά, ψυχικά. Καί βεβαίως αὐτό μετά σημαίνει αἰώνια κόλαση, αἰώνια ἀπώλεια. Ἀλλά, βλέπετε, πῶς ὁ διάβολος παραπλανᾶ τούς ἀνθρώπους καί τούς κάνει νά στρουθοκαμηλίζουν. Ἡ στρουθοκάμηλος, ὅταν τήν κυνηγᾶνε, βάζει τό κεφάλι της στήν ἄμμο καί λέει δέν μέ κυνηγᾶνε, δέν βλέπω τίποτα… Ἀνοησία! Ἐνῶ οἱ κυνηγοί εἶναι δίπλα της. Ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος πού θέλει ν’ ἀφήσει στήν ἄκρη τόν Θεό καί τούς Κανόνες τοῦ Θεοῦ. Λέει, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει Θεός, δέν ὑπάρχουν Πατέρες, ἐμεῖς μποροῦμε νά ζήσουμε ὅπως θέλουμε… Ὅπως ἦταν καί μία διαφήμιση πού εἶχε κυκλοφορήσει στό Λονδίνο καί ἔλεγε ὅτι ὁ Θεός “probably does not exist”, πιθανότατα δέν ὑπάρχει, ὁπότε ζῆστε τή ζωή σας, χαρεῖτε τήν ζωή σας… Λές καί ὁ Θεός εἶναι πού μᾶς κάνει δυστυχισμένους! Ἐνῶ ἐμεῖς κάνουμε δυστυχισμένο τόν ἑαυτό μας, γιατί δέν τηροῦμε τίς προδιαγραφές ζωῆς πού μᾶς ἔχει βάλει ὁ Θεός.

Ἄς ἀκολουθοῦμε τούς Ἁγίους Πατέρες, ἄς τούς ἔχουμε ἐμπιστοσύνη καί ἔτσι θά ζοῦμε πραγματικά καί θά χαροῦμε τήν ζωή καί αὐτήν ἐδῶ, πού εἶναι πολύ γρήγορη, πολύ σύντομη καί πολύ πρόσκαιρη, ἀλλά καί τήν αἰωνιότητα.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

https://hristospanagia3.blogspot.gr/