Βίος τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου
Εὐθυμίου Ἱερομονάχου (Σταυρουδά)
Ἐπιμέλεια Ἁγιορείτου Μοναχοῦ Νικοδήμου (Μπιλάλη), ἀπό τήν ἔκδοση τοῦ Συλλόγου «Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης». Γιά τήν ἀντιγραφή δ. Παΐσιος Παρασκευᾶς.
Συνέχεια ἀπό τό προηγούμενο: Εὐθυμίου Ἱερομονάχου: Βίος τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου
«Ἐχάθη, φεῦ καὶ ἀλλοίμονον»!
14. Εἰς αὐτὸν τὸν καιρὸν παρακαλεῖται ἀπὸ τὸν διδάσκαλον κὺρ Ἀθανάσιον τὸν Πάριον, ὄντα τότε εἰς τὴν Θεσσαλονίκην, νὰ κάμῃ τὸν κόπον διὰ νὰ συνάξῃ τὰ Ἃπαντα , τοῦ θείου Πατρὸς ἡμῶν Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ νὰ τὰ καλλωπίσῃ καθὼς στοχάζεται. Τὴν ὁποίαν παρακάλεσιν μετὰ χαρᾶς τὴν ἐδέχθη, μάλιστα δὲ διὰ τὴν ἀγάπην ὁποὺ εἶχεν εἰς τὸν Ἅγιον Γρηγόριον. Τὸ ἐκαλλώπισε, λέγω, καὶ τὸ ἐστόλισε καὶ εἰς τὴν Εὐγέναν (=Βιέννην) ἐστάλθη διὰ νὰ τυπωθῆ. Ἀλλὰ εἰς μάτην ἔγιναν οἱ τόσοι κόποι τοῦ Νικοδήμου. Διότι ἐκεῖ ὄντας εἰς τὴν τυπογραφίαν ἐξ ἁμαρτιῶν τοῦ Γένους μας ἐκαταδικάσθη ἀπὸ τὴν βασιλείαν ὁ τυπογράφος καὶ τὸ ἐργαστήριόν του νὰ ἀφανισθοῦν, διατὶ ἑτύπωσεν ἕνα συμβουλευτικὸν εἰς τοὺς Χριστιανούς, ὁποὺ εὑρίσκονται εἰς τὴν ἐπικράτειαν τῶν Τούρκων, νὰ ἀποστατήσουν· καὶ ὀνειδισθεὶς ἀπὸ τοὺς Τούρκους ὁ βασιλεὺς τῆς Εὐγένας ἔκαμεν ἐτούτην τήν καταδίκην. Ἐχάθη, φεῦ καὶ ἀλλοίμονον, ἀπὸ τὴν ἀμέλειαν τῶν ἐπιστατῶν τὸ τοιοῦτον πάγκαλον βιβλίον! Τὸ δὲ συμβουλευτικὸν ἦτον τοῦ καταραμένου Μπονεπάρτου.
Ὁ μέγας ἆθλος τοῦ «Πηδαλίου».
15. Μετὰ τὴν τελείωσιν τοῦ βιβλίου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ἦλθεν ὁ διδάσκαλος παπα-Ἀγάπιος ἀπὸ τὸν Μωρέαν, ἤφερε καὶ τὸ νεοτύπωτον Κανονικόν του. Καὶ βλέποντας τὸ ἐδικόν μας χειρόγραφον ἐξηγημένον παρὰ τοῦ· μακαρίτου παπα-Διονυσίου Πιπεριώτου ἐπαρακινήθη νὰ τὸ τυπώσῃ καὶ αὐτοῦ. Καὶ οὕτω συμφωνήσας μὲ τὸν Νικόδημον ἄρχισαν τὴν ἐξήγησιν, ὄχι ὅμως ἡσύχως καὶ μὲ ἄνεσιν, ἀλλὰ μὲ βίαν, διὰ νὰ προφθάσουν τὸν Παναγιώτατον κὺρ Προκόπιον εἰς τὸν Θρόνον, διὰ νὰ πάρουν εὐκόλως τὴν ἄδειαν τῆς τυπώσεως.Καὶ εὐθὺς ἐσύναξαν τρεῖς καὶ τεσσάρους καλλιγράφους εἰς τὸ Κυριακὸν καὶ ὁ Ἀγάπιος μὲ τὸν Ἱερόθεον ἐφρόντιζον βιβλία καὶ τὰ πρὸς ζωοτροφίαν τους, ὁ δὲ Νικόδημος ἐκατέβη εἰς τὴν καλύβην τοῦ Γερο-Λουκᾶ διὰ τὸ ἐγγύτερον. Καὶ ὅντως θαῦμα ἦτον νὰ τὸν βλέπῃ τινὰς τὸν εὐλογημένον ὁποὺ ἐκάθητον εἰς τὸ σκαμνίον καὶ τριγύρου του εἶχεν τὰ βιβλία, ἄλλα ἀνοικτὰ καὶ ἄλλα κλεισμένα, καὶ μὲ τὸ κονδύλιον εἰς τὴν δεξιὰν ἐθεωροῦσε πότε τὸ ἕνα καὶ πότε τὸ ἄλλο. Ἐσυντάχθη μὲ ὑπερβολικοὺς κόπους καὶ ἱδρῶτας, ἐγράφη ἀπὸ τοὺς καλλιγράφους, τὸ ἐπῆρεν ὁ Ἀγάπιος, πηγαίνει εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ἀλλ’ ἡ κακὴ τύχη ἐπρόφθασε καὶ εὔγαλε τὸν Προκόπιον ἀπὸ τὸν Πατριαρχικὸν Θρόνον καὶ ἐμβαίνει ὁ κὺρ Νεόφυτος. Παρρησιάζεται εἰς αὐτὸν καὶ εἰς τὴν Σύνοδον ὁ Ἀγάπιος. Ἔκρινεν ἡ Σύνοδος νὰ θεωρηθῇ τὸ βιβλίον ἀπὸ τὸν διδάσκαλον κὺρ Δωρόθεον, τὸ ἐδέχθη ὁ Δωρόθεος, ἀλλὰ μὲ ἀμέλειαν. Προσμένει ὁ Ἀγάπιος ἕναν χρόνον παρακαλῶντας καὶ παρακινῶντας, τίποτας δὲν ἐκατώρθωσε μὲ τὸν Δωρόθεον, καταφρόνεσαις μόνον πολλαῖς ἤκουσε. Τέλος πάντων ἐβαρέθηκε καὶ ἀφήνει τὸ βιβλίον καὶ πηγαίνει εἰς τὸν Μωρέαν καὶ ἀπ’ ἐκεῖ στέλνει γράμμα εἰς τὸν Νικόδημον καὶ τοῦ φανερώνει τὰ πάντα καὶ ὅτι αὐτὸς παραιτεῖται καὶ ὅ,τι θέλει ἄς κάμῃ τὸ βιβλίον του. Αὐτὸ τὸ γράμμα τὸν ηὗρεν εἰς ἀχαμνήν κατάστασιν, διατί αὐτὰς τὰς ἡμέρας ἦλθε γράμμα ἀπὸ τὸν κὺρ Νάνον ὅτι ἐχάθη τὸ βιβλίον τοῦ Παλαμᾶ, καὶ τόσον ἐλυπήθη, ὁποὺ δὲν ἠμπόρεσε νὰ σταθῇ εἰς τὴν Καλύβην του μίαν ὥραν. Κλαίων καὶ ὀδυρόμενος ἦλθεν εἰς τὸ Κελλίον μας καὶ ἐκάθησεν δύο μῆνας. Ἔπειτα ἐκοινοβίασεν μὲ τὸν Γερο-Σίλβεστρον τὸν Καισαρέα ὄντα τότε ἐδῶ εἰς τὴν γειτονίαν μας καὶ ἔχοντας Κελλίον Παντοκρατορινόν, τὸν Ἃγιον Βασίλειον. Ἀπ’ αὐτοῦ ἔγραψεν εἰς τὸν ἅγιον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως κὺρ Νεόφυτον καὶ αὐτὸς ἐκύρωσε τὸ βιβλίον καὶ τὸ ἔστειλεν εἰς τὴν Χίον, εἰς τὸν ἅγιον Κορίνθου Μακάριον, καὶ τὸ ἤφερεν αὐτὸς ἐδῶ. Καὶ διὰ σκέψεως ἀκριβοῡς καὶ συμβουλῆς τινῶν ἀδελφῶν ἒγινεν ὁ ἔρανος τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων καὶ ἐστάλθη εἰς Μπουγδανίαν ἐξ ἁπλότητος πρὸς τὸν κὺρ Θεοδώρητον τὸν ψευδάδελφον. Καὶ αὐτὸς τυπώνοντάς το ἔδειξεν τὴν δολιότητά του, καθὼς φαίνονται αἱ προσθῆκαι του εἰς τὸ «Πηδάλιον». Καὶ τόσον ἐλυπήθη ὁ μακαρίτης, ὁποὺ τὸ εἶχε κάλλιον, καθὼς μᾶς ἔλεγεν πολλαῖς φοραῖς, νὰ τὸν ἐκτυποῦσε εἰς τὴν καρδίαν μὲ τὴν μάχαιραν πάρεξ νὰ προσθέση ἢ νὰ ἀφαιρέσῃ τι εἰς τὸ βιβλίον του.
Ἰσόβιος νηστευτὴς-ξηροφάγος!
16. Αὐτοῦ εἰς τὸν Ἅγιον Βασίλειον ἐσύνθεσε τὴν «Χρηστοήθειαν», ἐδιώρθωσε καὶ ἐκαλλώπισε τὰ «Ἀσματικὰ Ἐγκώμια τοῦ Ἐπιταφίου». Μετὰ παρέλευσιν καιροῦ βλέποντας τὸν ὑποτακτικὸν τοῦ Γερου-Σιλβέστρου ὅτι τὸν βαρύνεται, ἀνεχώρησε ἐκεῖθεν καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Παντοκράτορος. Ἐπειδὴ δὲ τὸ δίκαιον εἶναι νὰ λέγωμεν τὴν ἀλήθειαν, μὲ τοὺς ἐδικούς του ἔχοντας θάρρος εὔγαινεν εἰς τὴν ἀδιακρισίαν ἀπὸ τὴν ἁπλότητά του. Καὶ καθίσας εἰς τὸ Μοναστήριον κανέναν χρόνον, πάλιν ὁ ἔρως τῆς ἡσυχίας τὸν εὔγαλεν ἔξω καὶ ἦλθεν καὶ ἀγόρασεν τὴν Καλύβην ὁποὺ εἶναι ἀντικρὺς τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, καὶ παίρνοντας τὸ ψωμίον του ἀποτεμᾶς ἡσύχαζεν ἐκεῖ. Ἡ δὲ ἄλλη του ζωοτροφία ἦτον ποτὲ μὲν ρύζιον νερόβραστον, ποτὲ δὲ νερόμελον, τὸν δὲ περισσότερον καιρὸν ἐλαίας καὶ μουσκεμένα κουκκία ἦτον τὸ προσφάγιόν του, καὶ ὅποτε τὸν ἐτύχαιναν ὀψάρια, τὰ ἔδιδε κανενὸς γειτόνου του καὶ τὰ ἐμαγείρευεν καὶ τὰ ἔτρωγαν μαζί. Ὁμοίως καὶ οἱ γειτόνοι του ἠξεύροντας ὅτι δὲν μαγειρεύει πολλαῖς φοραῖς τοῦ ἐπήγαιναν μαγείρευμα. Ἢρχετον καὶ εἰς ἡμᾶς συχνὰ καὶ κάποτε μετὰ τὸν χαιρετισμὸν μᾶς ἔλεγἐν: «Ἀπόκαμα, βρὲ Γερο-Ἀνανία». Καὶ ὅταν ἐκαθήμεθα εἰς τὴν τράπεζαν, εἰ μὲν καὶ ἐσιωπούσαμεν, ἔτρωγεν, ὡσὰν νηστικὸς ὁποὺ ἦτον, εἰ δὲ καὶ ἐρωτούσαμεν τίποτας, ἀρχίζοντας νὰ λέγῃ ἀπὸ τὸ λέγειν ἀλησμονοῦσε τὴν πεῖναν, ὥστε ὁποὺ πολλαῖς φοραῖς τὸν ἐπρόσταζεν ὁ μακαρίτης Γέροντάς μας νὰ σιωπήσῃ διὰ νὰ φάγῃ. Ἀλλὰ καὶ μὲ τόσην κακοπάθειαν, ὅμως ἦτον κοκκινοπρόσωπος καὶ παχύς, ὡσὰν νὰ ἐξεφάντωνε καθημερινῶς.
Ἡ ἐρημο-Καψάλα… μέγας ἂμβων!
Εὐθυμίου Ἱερομονάχου: Βίος τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου (Μέρος Β) 17. Εἰς αὐτὴν τὴν Καλύβην ἦλθεν εἰς τοὺς 1794. Αὐτοῦ ἐδιώρθωσε καὶ ἐκαλλώπισε τὸ «Εὐχολόγιον», αὐτοῦ ἐσύνθεσε τὴν «Χρηστοήθειαν», τὸ δεύτερον «Ἐξομολογητάριον», τὰς 14 Ἐπιστολὰς τοῦ Παύλου, τὰς 7 Καθολικάς, τὸ Ψαλτήριον Εὐθυμίου τοῦ Ζυγαδινοῦ· ἐμετάφρασε καὶ τὸ ἐπλάτυνε πλουτίζοντας αὐτὸ σχεδὸν μὲ ὅλας τὰς ἐξηγήσεις τῶν Ἁγίων Πατέρων· ὁμοίως καὶ τὰς Ἐννέα Ὠδὰς τῶν θείων Προφητῶν, τὸ ὁποῖον τὸ ὠνόμασε «Κῆπον Χαρίτων»΄ ἐκαλλώπισε καὶ τὸ τοῦ Βαρσανουφίου.
Οἱ πειρασμοὶ τῶν δαιμόνων.
18. Καὶ μὴν νομίσητε ότι χωρὶς φθόνους καὶ πειρασμοὺς τῶν νοητῶν καὶ αἰσθητῶν ἐχθρῶν τὰ ἐκατώρθωσεν αὐτά, ἀλλὰ καὶ μὲ πολλούς. Καὶ περὶ μὲν τῶν αἰσθητῶν τοὺς πέμπομεν εἰς τὸν βυθὸν τῆς ἀλησμονησίας καὶ τοὺς ἐνεργήσαντας εἰς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, καθὼς ἔκανε καὶ ἐκεῖνος ὁ μακαρίτης. Οὗτος ὁ εὐλογημένος Νικόδημος εἰς τὴν ἀρχὴν ὁποὺ ἦλθεν ἦτον τόσον δειλός, ὁποὺ εἰς τὴν κέλλαν ὁποὺ τὸν ἐβάναμεν νὰ κοιμηθῇ ἄφηνε τὴν πόρταν ἀνοικτὴν διὰ νὰ παρηγορῆται, καθὼς ἐνόμιζεν, ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ὅταν ὑπῆγεν εἰς τὴν ἡσυχίαν τόσον ἀνδρειώθη, ὁπού, ὅταν ἀγρυπνοῦσεν καὶ ἔγραφεν, οἱ δαίμονες ἔξω ἀπὸ τὸ παράθυρον τοῦ κελλίου του ἐψιθύριζον, καὶ αὐτὸς ἔγραφεν χωρὶς νὰ δειλιάσῃ ποτέ του, κάποτε δὲ ἐγελοῦσε καὶ αὐτὸς εἰς τὰ καμώματά των. Εἰς τὴν Σκυροπούλαν ὅταν ἔμεινε μόνος του μίαν νύκτα, ὕστερον ἀπὸ τὰ ψιθυρίσματα τοῦ ἔκαμαν ἕναν κρότον ὁποὺ ἐνόμισεν ὅτι ἐγκρεμνίσθη ἕνας τοῖχος ὁποὺ ἦτον ἔξω ἀπὸ τὸ κελλίον του, καὶ τὸ ταχὺ τὸν ηὗρε γερόν. Καὶ ἐδῶ εἰς ταῖς Καλύβαις ὁποὺ ἦτον ὁμοίως τὸν ἐπείραζαν ψιθυρίζοντας, καὶ ἐπιμελήθη νὰ ἀκούσῃ τίποτας καὶ δὲν ἤκουσε. Μίαν μόνην φορὰν ἤκουσεν: «αὐτὸς ὁ γράψας». Κάποτε ἐκτυποῦοαν καὶ τὴν μπόρταν τοῦ κελλίου του καὶ πάντοτε ἀπὸ δύο φορὲς μόνον ἐκτυποῦσαν. ’Ὁταν δὲ ἐξηγοῦσεν τὸν τριακοστὸν τέταρτον Ψαλμόν, εἰς τὸν στίχον του «γενηθήτω ἡ ὁδὸς αὐτῶν σκότος καὶ ὀλίσθημα, καὶ ἄγγελος Κυρίου καταδιώκων αὐτούς», τοῦ ἔκαμαν τόσον κρότον, ὁποὺ τοῦ ἐφάνη ὅτι ἐπέρασεν ἀπὸ τὴν Καλύβην του ἕνα μεγάλο στράτευμα μὲ βίαν πολλὴν καὶ ὅτι ἐγκρεμνίσθη ἕνα πεζούλι ὁποὺ ἦτον ἐκεῖ σιμά.
Μεγάλη ἀδυναμία-ἐξάντλησις (1805).
19. Εἰς δὲ τοὺς 1805 καὶ 57 τῆς ζωῆς του, αὐτὸς ὸ εὔρωστος καὶ ἀμέριμνος διὰ τὴν ζωοτροφίαν του, αὐτὸς ὁποὺ δὲν ἐφρόντιζε ἕως τότε διὰ μαγείρευμα, ἀλλὰ ἀπερνοῦσε ὡς ηὕρισκεν, αὐτὸς ὁποὺ ἐθρέφετον καὶ ἐφραίνετον καλλιώτερον μὲ τὴν ξηροφαγίαν ὑπὲρ ἄλλους μὲ τὰ ξεφαντώμοπα, ἦλθεν εἰς τόσην ἀδυναμίαν, ὁποὺ ἤθελεν κάθε ἡμέραν μαγείρευμα καὶ κρασίον, καὶ τρώγονταςκαὶ πίνοντας πάλιν δὲν αἰσθάνετον καμμίαν δύναμιν. Ὅθεν θιασθεὶς ἐγύρευε κανέναν ἀδελφὸν νὰ κατοικήσουν μαζί. Καὶ πρῶτον ἐκοινοβίασε μὲ ἕναν γείτονά του ὀλίγας ἡμέρας, καὶ μετὰ ταῦτα ἐπῆγεν ἀπάνω εἰς τὸν παπαν-Κυπριανόν, ζωγράφον, τοῦ μακαρίτου Παρθενίου. Αὐτοῦ ἐκάθησεν ἕναν χρόνον· αὐτοῦ ἐκαλλώπισε καὶ ἐπλάτυνε τὸν «Συναξαριστήν». Καὶ πάλιν ὁ ἔρως τῆς ἡσυχίας τὸν ἐβίασεν καὶ παρακινούμενος ἀπὸ ἕναν ἀδελφόν, καὶ ὑποσχομένου νὰ τὸν ὑπηρετήσῃ ἕως τέλος ζωῆς του, ἠγόρασε πάλιν τὴν πρώτην Καλύβην εἰς τὸ ραχώνι, τὴν ἄνωθεν τοῦ Κυριακοῦ. Καὶ περνῶντας κανένας χρόνος τὸν ἅφησεν αὐτὸς καὶ πάλιν ἄλλος καὶ ἄλλος. Αὐτοῦ ἐξήγησε τοὺς Κανόνας τῶν Δεσποτικῶν καὶ Θεομητορικῶν Ἑορτῶν καὶ ἄρχισε τὴν ἐξήγησιν εἰς τοὺς Ἀναβαθμούς.
Ὁ ρακενδύτης ἰατρός!…
20. Ἂχ, καὶ πῶς νὰ τὸ γράψω, πατέρες μου, χωρὶς δάκρυα τοιοῦτον λυπηρὸν μήνυμα! Ὃσον ἄρχισεν τὸ πτωχὸν Γένος μας νὰ καυχᾶται καὶ νὰ δοξάζῃ τὸν Θεὸν ὁποὺ τοῦ ἐχάρισε τοιοῦτον ἀπλανῆ φωστῆρα εἰς τέτοιον δυστυχισμένον καιρόν, ὁποὺ ἐξάπλωσεν ἡ ἀνευλάβεια καὶ ἡ ἀθεΐα σχεδὸν εἰς ὅλα τὰ μέρη τῆς γῆς, καὶ τοιοῦτον ὁδηγὸν τῶν πλανωμένων καὶ παραμυθίαν τῶν θλιβομένων. Ναί, τὸν ὁμολογῶ τοιοῦτον, ὅχι μόνον ἀπὸ τὰ βιβλία του, ὁποὺ ἐφώτισε καὶ ἕως τέλος ἔχει νὰ φωτίζῃ ὅλην τὴν Ὀρθόδοξον τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν· ἀλλὰ τὸ λέγω καὶ ἀπὸ ἐκεῖνα ὁποὺ ἤβλεπα καθημερινῶς, ὁποὺ σχεδὸν ὅλοι οἱ πληγωμένοι ἐκ τῶν ἁμαρτιῶν ἄφησαν τοὺς Ἀρχιερεῖς καὶ Πνευματικοὺς καὶ ὅλοι ἔτρεχαν εἰς τὸν ρακενδύτην Νικόδημον, διὰ νὰ εὕρουν τὴν ἰατρείαν τους καὶ παραμυθίαν τῶν θλίψεών τους· οὐ μόνον ἀπὸ τὰ Μοναστήρια καὶ Σκήταις καὶ κελλία, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ Χριστιανοὶ ἤρχοντο ἀπὸ διαφόρους χώρας νὰ ἰδοῦν καὶ νὰ παρηγορηθοῦν εἰς τὰς θλίψεις των ἀπὸ τὸν Νικόδημον. Ὥστε ὁποὺ καὶ πολλαῖς φοραῖς τρόπον τινὰ ἐπαραπονεῖτο εἰς ἐμᾱς· ἐπαραπονεῖτο ὅχι τοὺς ἀδελφοὺς βαρυνόμενος -καὶ πῶς, ὁποὺ αὐτὸς ὅλον τὸ διάστημα τῆς ζωῆς του τὸ ἐδαπάνησεν εἰς τὸ νὰ συνθέτῃ καὶ νὰ ἐξηγῇ τὰ ἀνήκοντα εἰς ὠφέλειαν τῶν ἀδελφῶν· του Χριστιανῶν; – ὄχι, λέγω, διὰ τοῦτο, ἀλλὰ διατὶ ἐμποδίζετο ἀπὸ τὸ θεῖον τοῦτο ἔργον καὶ διὰ τὸν πόθον ὁποὺ εἶχεν νὰ ἀδολεσχῇ νυκτὸς καὶ ἡμέρας εἰς τὴν θείαν καὶ νοερὰν· προσευχήν. Ἐπιμελεῖτο γὰρ καὶ ταύτης διαπαντός, ὅλας τὰς ὥρας τοῦ ἡμερονυκτίου εἰς τούτας τὰς δύο ἐργασίας τὰς εἶχεν ἀφιερωμένας, ἢ νὰ ἐξηγήσῃ κανένα νόημα τῆς θείας Γραφῆς ἢ νὰ κλίνῃ τὴν κεφαλήν του εἰς τὸ ἀριστερὸν μέρος τοῦ στήθους του καὶ νὰ βάνῃ τὸν νοῦν του μέσα εἰς τὴν καρδίαν καὶ νὰ φωνάζῃ νοερῶς τὸ «Κύριε Ἰησοῦ, ἐλέησόν με». Καὶ διὰ τοῦτο πολλάκις μᾶς ἔλεγεν: «πᾱμε, πατέρες μου, εἰς κανένα ἐρημονήσιον νὰ γλυτώσωμεν ἀπὸ τὸν κόσμον».
Ἀλλὰ ἄς εἰπῶ, πατέρες, τὸ θλιβερὸν μήνυμα. Ἐξηγῶντας τοὺς Ἀναβαθμοὺς ἐπλήθυνεν ἡ ἀσθένειά του, ἡ ὁποία ἦτον ἀδυναμία καὶ ἀνορεξία, καὶ ὅ,τι ἔτρωγεν δὲν αἰσθάνετον καμμίαν δύναμιν εἰς τὸ σῶμα του, μάλιστα δὲ καὶ ἐφθείρετον. Ἔπεσον τὰ ὀδόντιά του, ἐκουφάθηκε καὶ ὀλίγον.
«Κολλυβᾶς» ἀπολογητὴς-ὁμολογητής.
21. Εἰς ἐτοῡτον τὸν χρόνον ἔστειλε ὁ Παναγιώτατος κὺρ Γρηγόριος Συνοδικὸν παρακινητικὸν εἰς τὸ νὰ μνημονεύουν νεκρώσιμα κόλλυβα τὴν Κυριακήν, καθὼς καὶ τὸ Σάββατον, τὸ ὁποῖον πολλὰ τὸν ἐλύπησε καὶ μάλιστα ἐλυπήθη, διατί νὰ γράψῃ καὶ νὰ ὁμιλήσῃ ,καθὼς ἥξευρεν δὲν ἐτολμοῦσεν, διατὶ ἔβλεπεν ὅτι ἐδῶ οἱ πρόκριτοι πατέρες τοῦ Ὄρους δὲν ἔχουν καμμίαν προσοχὴν οὔτε εἰς τὰς Παραδόσεις τῶν Ἁγίων Πατέρων οὔτε εἰς τὰ Τυπικὰ ὁποὺ βλέπουν κάθε ἡμέραν. Καὶ ἐνθυμούμενος τὸν μακαρίτην παπαν-Παΐσιον, ὁποὺ ἐσυμβούλευσε νὰ μὴν νεκρολογοῦν τὴν Κυριακήν, ἄλλο δὲν ἐκέρδησεν πάρεξ κατηγορίαις μεγάλαις καὶ παρακίνησιν εἰς τοὺς κλέπτας διὰ νὰ τὸν πνίξουν, τὸ ὁποῖον καὶ ἔγινεν μετὰ ταῦτα.
Μὴν ὑποφέροντας οἱ Ἁγιαννανῖται τὸ Συνοδικὸν ὁποὺ ἔστειλε ὁ Παναγιώτατος κὺρ Σαμουήλ, εἰς τὸ ὁποῖον ἐπρόσταζεν νὰ ἀκολουθοῦν αἱ Σκῆται καὶ τὰ Κελλία ἐξίσου τὴν τάξιν καὶ συνήθειαν τῶν ἱερῶν Μοναστηρίων, διατὶ καὶ εἰς τὰ Μοναστήρια ἕως εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Παναγιωτάτου Σωφρονίου ἐφυλάττετο ἡ παράδοσις τῶν Ἁγίων Πατέρων· ἐπαρακινήθησαν, λέγω, καὶ ἔστειλαν τὸν Βησσαρίων εἰς τὴν Βασιλεύουσαν εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Σωφρονίου. Καὶ μὲ ταῖς ψευδοκατηγορίαις του ἐκατάπεισε τὴν Σύνοδον καὶ ἐκάθηρε τὸν διδάσκαλον κὺρ Ἀθανάσιον Πάριον, ὄντα τότε εἰς τὴν Θεσσαλονίκην, καὶ ἄλλους τρεῖς, καὶ τοῦ ἐδόθη καὶ τέταρτον Συνοδικὸν ἀναιρετικὸν τῶν τριῶν προτέρων, καθὼς τὸ ἤθελεν αὐτός. Καὶ φοβούμενος νὰ μὴν πάθῃ καὶ αὐτὸς ὅμοια τῶν ἅνωθεν ἐσιώπησε. Ὅμως ἐκινήθη καὶ ἔγραψεν «Ὁμολογίαν» τῆς πίστεώς του καὶ ἐκεῖ ἀποκρίνεται ἀρκετῶς διὰ τὴν νεκροκολλυβοπραξίαν τῆς Κυριακῆς.
Ἡμιπληγία ἐξ ὑπερκοπώσεως (1809).
22. Εἰς τοὺς 1809 ἐπῆγεν ἀπάνω εἰς τὸν παπαν-Κυπριανόν, εἰς τὴν ἑορτὴν τοῦ Ἁγίου Γεωριγίου, καὶ γυρίζοντάς εἰς τὴν Καλύβην του ἀσθένησεν ὀλίγον καὶ μετὰ τὴν ἀσθένειαν τοῦ ἔμεινεν ἀνορεξία. Αὐτὰς τὰς ἡμέρας ἦλθε καὶ εἰς ἐμᾶς, διὰ νὰ συμβουλευθῇ τί νὰ κάμῃ. Καὶ ἐπειδὴ ἐμεῖς καὶ οἱ τρεῖς ἐγηράσαμεν καὶ δὲν ἠμπορούσαμεν νὰ τὸν ἀναπαύσωμεν, ἐ· κρίναμεν ὅτι καλόν του εἶναι νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸ Κοινόβιον τῆς Σκιάθου, καὶ ἀποφάσισε καὶ αὐτὸς νὰ ὑπάγῃ. Καὶ πηγαίνοντας ἀπάνω εἰς τὸν παπαν-Κυπριανὸν τὸν ἐμπόδισαν οἱ παπᾶδες του ὑποσχόμενοι νὰ τὸν ὑπηρετήσουν αὐτοί, καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ. Καὶ ἐν ταύτῷ ἀσθένησε βαρέως καὶ ἐκουφάθη παραπολύ, ἡ ἀσθένειά του δὲ ὡσὰν καταρροὴ ἦτον. Καὶ ἀπερνῶντας ἕως εἴκοσι ἡμέραις ἀνέλαβεν καὶ τελειώνοντας τοὺς Ἀναβαθμοὺς ἐδόξασε τὸν Θεὸν λέγοντας: «Πᾶρε με, Θεέ μου, ὅτι ἐβαρέθηκα ἐτοῦτον τὸν κόσμον». Τοῦτον τὸν λόγον τὸν ἔλεγε πολλάκις, διότι ἔβλεπεν εἰς τὸν ἑαυτόν του μεγάλην ἀδυναμίαν. Εἰς δὲ τὰς πέντε τοῦ Ἰουλίου ἠθέλησεν νὰ σεργιανίσῃ ἕως εἰς τὸ Κουτλομούσιον καὶ πηγαίνων ἐκεῖ τὸν ἐδέχθησαν μετὰ χαρᾶς οἱ Πατέρες. Καὶ μετὰ τὸν Ἑσπερινὸν τοῦἔ δωσαν μουλάριον, διὰ νὰ ἀνέβῃ εἰς τὸ Κελλίον, διὰ νὰ μὴν κοπιάσῃ. Ὁ δὲ βουρδονάριος, διὰ νὰ γυρίσῃ ὀγλήγορα ὀπίσω, τὸν ἐπῆγεν ἀπὸ τὸν ἀνηφορικὸν δρόμον, καὶ τὸ μουλάριον ἔτυχεν νέον καί τὸν ἐκούνησεν ἀναβαίνοντας. Πηγαίνοντας δὲ εἰς τὸ ὀσπίτιον καὶ πεζεύοντας ἐπιάσθη τὸ δεξιόν του χέρι, τὴν δὲ ἄλλην ἡμέραν ἐπιάσθη ἡ γλῶσσα του καὶ βρέχοντάς την μὲ νερὸν ὡμιλοῦσεν καὶ ἀπερνῶντας ὀλίγον πάλιν ἐπιάνετον. Ἔκραξαν ἰατρὸν καὶ φίλον του ἀκριβόν, ἀλλὰ τίποτας δὲν ἐδυνήθη νὰ βοηθήσῃ. Καὶ παρακαλούμενος ἀπὸ τοὺς πατέρας νὰ τοῦ κάμῃκανένα ἰατρικὸν ἀπεκρίθης «Τί νὰ κάμω, πατέρες μου; Ἐμένα μὲ ἤφεραν ἐδῶ ἡ ἁμαρτίαις, διὰ νὰ ἰδῶ τὸν θάνατον τοῦ φίλου μου. Ἄν ἦτον καταρροὴ ἢ ἄλλη ἀσθένεια, εἴχαμεν ἐλπίδα βοηθείας. Ἀλλά, καθὼς βλέπω, ἐτούτη ἡ ἀσθένεια εἶναι θανατηφόρος. Ἀλλὰ ἄμποτες ὁ Θεὸς νὰ μὲ ἀποδείξῃ ψεύστην». Ἔκαμεν ὅμως κάτι τι καὶ αὐτὸς καὶ τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐπῆρεν καὶ ἄλλους δύο ἰατρούς, ὁποὺ ἔτυχον εἰς ταῖς Καραῑς, καὶ ἐπῆγαν εἰς ἐπίσκεψίν του, καὶ βλέποντάς τον καὶ αὐτοὶ μᾶς ἀπελπίζουν. Καὶ οὕτως μίαν ἡμέραν καλλίτερα καὶ τὴν ἄλλην βαρύτερα, ἔφθασεν ἕως τὰς δέκα τρεῖς τοῦ Ἰουλίου.
«Ἀποθαίνω… μεταλάβετέ με»!
23. Εἰς αὐτὰς τὰς ἡμέρας τοῦ ἔκαμαν ὅλα τὰ ἁρμόζοντα εἰς τὴν ἔξοδον αὐτοῦ, ἤγουν γενικὴν Ἐξομολόγησιν, Εὐχέλαιον καὶ καθημερινὴν μετάδοσιν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Τῇ δὲ δεκάτῃ τρίτῃ ἐβάρυνε καὶ ἐστενοχωρεῖτον. Καὶ μὴ δυνάμενος νὰ λέγῃ τὴν Εὐχὴν μὲ τὸν νοῦν, κατὰ τὴν συνήθειάν του, τὴν ἔλεγεν· ἐκφώνως. Καὶ ἔλεγεν καὶ ἔλεγεν εἰς τοὺς ἀδελφούς: «Νὰ μὲ συχωρήσητε, πατέρες μου. Ἀπόκαμεν ὁ νοῦς μου καὶ δὲν δύναται νὰ βαστάξῃ τὴν Εὐχὴν καὶ διὰ τοῦτο τὴν ἐκφωνῶ. Καὶ ἡ ζωή μου τέλος ἔχει, ἀλλὰ ὁ ἅγιος Θεὸς νὰ πληρώσῃ τὸν κόπον τῆς ἀγάπης σας, ὁποὺ κάνετε εἰς ἐμένα τὸν ἁμαρτωλόν. Καί, παρακαλῶ σας, φέρετέ μου τὰ Λείψανα τῶν Ἁγίων μου Πατέρων, Ἁγίου Μακαρίου Κορίνθου καὶ Παρθενίου, Ἁγίου Πνευματικοῦ Πατρός μας». Καὶ ἀγκαλισάμενος αὐτὰ κατεφίλει δακρυρροῶν καὶ λέγοντας: «Διατί, Ἅγιοι Πατέρες, μὲ ἀφήκατε ὀρφανόν; Ἐσεῖς ἤλθετε αὐτοῦ καὶ ἀναπαύεσθε διὰ τὰς ἀρετὰς ὁποὺ ἐκατωρθώσατε εἰς τὴν γῆν καὶ κατατρυφᾶτε τὴν δόξαν τοῦ Κυρίου μας, καὶ ἐγὼ πάσχω ἐκ τῶν ἁμαρτιῶν μου. Διό, παρακαλῶ σας, Πατέρες μου, ἱκετεύσατε τὸν Κύριόν μας νὰ μὲ ἐλεήσῃ καὶ ἐμένα καὶ νὰ μὲ ἀξιώσῃ αὐτοῦ, αὐτοῦ ὁποὺ εἶσθε καὶ ἐσεῖς». Μὲ τοιαῦτα παραπονευτικὰ λόγια ἐπέρασεν ὅλην τὴν ἡμέραν, τὴν δὲ νύκτα ἐβάρυνε. Οἱ δὲ ἀδελφοὶ ἔμειναν ἄγρυπνοι ὅλην τὴν νύκτα προσμένοντες τὴν ἔξοδόν του. Καὶ πηγαίνοντες συχνὰ τὸν ἐρωτοῦσαν: «Διδάσκαλε, πῶς ἔχεις;». Καὶ συνωμιλοῦσαν παραμικρό. Τῇ δὲ ἕκτῃ ὥρᾳ τῆς νυκτὸς μετὰ τὴν ἐρώτησιν τοὺς ἀπεκρίθη: «Ἀποθαίνω, ἀποθαίνω, ἀποθαίνω. Ἀλλά, παρακαλῶ σας, μεταλάβετέ με». Καὶ οὕτως εὐτρεπισθείς ἐμετάλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Καὶ περνῶντας ὀλίγη ὥρα ἐπῆγαν καὶ τὸν ηὗραν τὰ χέρια ἐσταυρωμένα καὶ τοὺς πόδας ἁπλωτούς, καὶ τὸν ἐρωτοῦν: «Διδάσκαλε, τί κάνεις; ἡσυχάζεις;». Ὁ δὲ τοὺς ἀπεκρίθη: «Τὸν Χριστὸν ἔβαλα μέσα μου καὶ πῶς νὰ μὴν ἡσυχάσω;». Καὶ συνομιλήσαντες ὀλίγον ἐσιώπησεν.
«Ἐβασίλευσεν ὁ νοητὸς ἥλιος».
24. Τῇ δὲ δεκάτῃ τετάρτῃ ἀνατέλλοντος τοῦ αἰσθητοῦ ἡλίου εἰς τὴν γῆν ἑβασίλευσεν ὁ νοητὸς ἥλιος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ· ἔλειψεν ὁ στῦλος ὁ ὁδηγῶν τὸν νέον Ἰσραὴλ εἰς τὴν εὐσέβειαν· ἐκρύβη ἡ νεφέλη ἡ δροσίζουσα τοὺς τηκομένους τῷ καύσωνι τῶν ἁμαρτιῶν· ἐπένθησαν οἱ φίλοι καὶ γνωστοί καὶ ὅλοι οἱ Χριστιανοί, ἐκ τῶν ὁποίων ἕνας Χριστιανὸς καὶ ἀγράμματος ὢν εἶπε τοιοῦτον λόγον: «Πατέρες μου, καλλίτερον νὰ ἀπόθαιναν χίλιοι Χριστιανοὶ σήμερον καὶ ὄχι ὁ Νικόδημος».
«Αἱ ἀκτῖνες τῶν διδαχῶν Αὐτοῦ… φωτίζουν»!
25. Ἀλλὰ τὸ νὰ πενθῇ τινὰς καὶ νὰ ὀδύρεται τὸν θάνατον τοιούτου ἀνδρὸς εἶναι εὔλογον μέν, ἀλλὰ μὲ κρίσιν ἀνθρώπινον. Ὃμως ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ ἔκρινεν εὐλογώτερον, διὰ νὰ τὸν ἐπάρη, καθὼς τὸ ἐζητοῦσε, διατὶ ἐκοπίασε ὑπερβολικῶς εἰς τὸν μυστικὸν ἀμπελῶνα Αὐτοῦ. Καὶ ἂν ἀπέθανε ὡς ἄνθρωπος καὶ ἐκρύβη ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν μας, ἡρπάγη διὰ νὰ ἐλευθερωθῇ ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ γηρατείου καὶ τῆς ἀκολουθούσης ἐξ αὐτοῦ ὀδυνηρᾶς ζωῆς. Ἀλλὰ αἱ ἀκτῖνες τῶν διδαχῶν αὐτοῦ εἶναι μετεμᾶς καὶ μᾶς φωτίζουν καὶ ἔχουν νὰ φωτίζουν τὴν Ἐκ[κλησίαν…]…
Αναδημοσίευση από:
http://www.impantokratoros.gr/DF5543C0.el.aspx