– Γέροντα, πῶς μπορεῖ κανείς νά καταλάβη ἄν κάποιος εἶναι δαιμονισμένος καί ὄχι ψυχοπαθής;
– Αὐτό καί ἕνας ἁπλός γιατρός, εὐλαβής, μπορεῖ νά τό καταλάβη. Ὅσοι πάσχουν ἀπό δαιμόνιο, ὅταν πλησιάσουν σέ κάτι ἱερό, τινάζονται. Ἔτσι φαίνεται ξεκάθαρα ὅτι ἔχουν δαιμόνιο. Λίγο ἁγιασμό ἄν τούς δώσης ἤ μέ ἅγιο Λείψανο ἄν τούς σταύρωσης, ἀντιδροῦν, ἐπειδή στρυμώχνονται μέσα τους τά δαιμόνια, ἐνῶ, ἄν ἔχουν ψυχοπάθεια, δέν ἀντιδροῦν καθόλου. Ἀκόμη καί ἐπάνω σου ἄν ἔχης ἕναν σταυρό καί τούς πλησίασης, ἀνησυχοῦν, ταράζονται. Κάποτε σέ μιά ἀγρυπνία στό Ἅγιον Ὅρος μοῦ εἶπαν οἱ πατέρες ὅτι ἔχουν τόν λογισμό πώς κάποιος λαϊκός ποῦ ἦταν ἐκεῖ εἶχε δαιμόνιο. Κάθησα στό διπλανό στασίδι καί ἀκούμπησα ἐπάνω του τόν σταυρό μου ποῦ ἔχει Τίμιο Ξύλο. Τινάχθηκε ἐπάνω· σηκώθηκε καί πῆγε στήν ἄλλη μεριά. Ὅταν ἔφυγε λίγο ὁ κόσμος, πῆγα μέ τρόπο δίπλα του. Πάλι τά ἴδια. Κατάλαβα ὅτι πράγματι εἶχε δαιμόνιο.
Ὅταν μοῦ φέρνουν στό Καλύβι παιδάκια καί μοῦ λένε ὅτι ἔχουν δαιμόνιο, γιά νά διαπιστώσω ἄν εἶναι δαιμονισμένα, μερικές φορές παίρνω ἕνα τεμάχιο ἁγίου Λειψάνου τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου καί τό κρύβω στήν χούφτα μου. Καί νά δῆτε, ἐνῶ ἔχω κλειστά καί τά δυό χέρια μου, τό παιδάκι, ἄν ἔχη δαιμόνιο, κοιτάζει φοβισμένο τό χέρι μέ τό ὁποῖο κρατῶ τό ἅγιο Λείψανο. Ἄν ὅμως δέν ἔχη δαιμόνιο, ἄλλα λ.χ. κάποια ἀρρώστια ἐγκεφαλική, δέν ἀντιδρᾶ καθόλου. Ἄλλοτε πάλι τούς δίνω νερό στό ὁποῖο προηγουμένως ἔχω βουτήξει τεμάχιο ἁγίου Λειψάνου, ἀλλά, ἄν ἔχουν δαιμόνιο, δέν τό πίνουν· ἀπομακρύνονται. Σέ ἕνα δαιμονισμένο παιδάκι ἔδωσα μιά φορά νά φάη πρῶτα γλυκά, γιά νά διψάση πολύ, καί μετά τοῦ ἔφερα ἀπό αὐτό τό νερό.
«Στόν Γιαννάκη, εἶπα, θά δώσω πιό καλό νερό». Μόλις ἤπιε λίγο, ἄρχισε νά φωνάζη: «Αὐτό τό νερό μέ καίει. Τί ἔχει μέσα;». «Τίποτε», τοῦ λέω. «Τί μέ κάνεις; μέ καίει», φώναζε. «Δέν καίει ἐσένα· κάποιον ἄλλον καίει», τοῦ λέω. Τόν σταύρωνα στό κεφάλι, καί τινάζονταν τά χέρια, τά πόδια του… Ἔπαθε δαιμονική κρίση. Τό δαιμόνιο τό ἔκανε ἕνα κουβάρι.
Θυμάστε κι ἐκεῖνον τόν φοιτητή ποῦ εἶχε ἔρθει ἐδῶ παλιά; «Ἔχω μέσα μου δαιμόνιο, μοῦ ἔλεγε, καί μέ τυραννάει πολύ. Περνάω μαρτύριο ἀπό τόν δαίμονα, γιατί μέ ἀναγκάζει νά λέω καί αἰσχρά. Ἔχω φθάσει σέ ἀπελπισία. Αἰσθάνομαι νά μέ πιέζη μέσα μου, νά μέ σφίγγη πότε ἐδῶ, πότε ἐκεῖ», καί ὁ καημένος ἔδειχνε τήν κοιλιά του, τό στῆθος, τά πλευρά, τά χέρια. Ἐπειδή ἦταν πολύ εὐαίσθητος, γιά νά μήν τόν πληγώσω καί γιά νά τόν παρηγορήσω, τοῦ εἶπα: «Κοίταξε, δέν ἔχεις μέσα σου δαιμόνιο· μιά ἐξωτερική δαιμονική ἐπίδραση εἶναι ἐπάνω σου». Ὅταν πήγαμε στήν ἐκκλησία, εἶπα στίς ἀδελφές πού ἦταν ἐκεῖ νά κάνουν εὐχή γιά τό δυστυχισμένο πλάσμα τοῦ Θεοῦ, κι ἐγώ πῆρα ἀπό τό Ἱερό ἕνα τεμάχιο ἁγίου Λειψάνου τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου, τόν πλησίασα καί τόν ξαναρώτησα: «Σέ ποιό σημεῖο σέ πιέζει καί σέ βασανίζει ὁ δαίμονας; Ποῦ νομίζεις ὅτι βρίσκεται;». Μοῦ ἔδειξε τότε τά πλευρά του. «Ποῦ, ἐδῶ;», τόν ρώτησα καί ἀκούμπησα ἐπάνω τήν χούφτα μου μέ τό ἅγιο Λείψανο. Βγάζει ἀμέσως ἕνα οὐρλιαχτό! «Μ’ ἔκαψες, μ’ ἔκαψες! Δέν φεύγω…ω…ω! Δέν φεύγω!». Φώναζε, ἔβριζε, ἔλεγε αἰσχρά. Τότε ἄρχισα μέσα μου νά λέω: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, διώξε τό ἀκάθαρτο πνεῦμα ἀπό τό πλάσμα Σου» καί νά τόν σταυρώνω μέ τό ἱερό Λείψανο. Αὐτό γινόταν ἐπί εἴκοσι λεπτά. Ὕστερα ὁ δαίμονας τόν σπάραξε, τόν ἔρριξε κάτω. Ἔκανε τοῦμπες. Τό κουστούμι του ἔγινε μέσ’ στίς σκόνες. Τόν σηκώσαμε ὄρθιο. Ἔτρεμε ὁλόκληρος καί ἔκανε ἔντονες σπασμωδικές κινήσεις. Πιάσθηκε ἀπό τό τέμπλο, γιά νά στηριχθή. Ἀπό τά χέρια τοῦ ἔτρεχε κρύος ἱδρώτας, ὅπως εἶναι ἡ δροσιά στά χορτάρια. Σέ λίγο ἔφυγε ὁ δαίμονας καί ἠρέμησε. Ἔγινε καλά καί τώρα εἶναι μιά χαρά.
Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι Γ’, Πνευματικός Αγώνας, Ιερόν Ησυχαστήριον ‘Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος’, Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 2001, σσ. 195-197.
http://apantaortodoxias.blogspot.com/2018/12/blog-post_807.html?m=1