Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
῾Η αἴσθησις ὅτι τόν ἔχουμε ἀνάμεσά μας, εἶναι πάντοτε δυνατή. ῾Ο Πανάγαθος Θεός, θέλοντας νά μᾶς βεβαιώσῃ, ὅτι ὁ μακαριστός Γέροντας σώθηκε, καί δοξάσθηκε, ἔδωσε ἀρκετά σημεῖα σέ ὡρισμένους ἀδελφούς πρός παρηγορίαν μας καί δόξαν τοῦ ῾Αγίου Ὀνόματός του.
῾Ο ἀδελφός τῆς Μονῆς μας π. Θ. ὅταν διακονοῦσε τό ἔτος τῆς κοιμήσεως τοῦ Παπποῦ, τό 1981, στό ἀμπέλι, μπῆκε ἕνα ἀπόγευμα στό ἐκκλησάκι τῆς Καλύβης του γιά νά προσευχηθῇ. Αὐθόρμητα τοῦ ἦρθε μία ἐρώτησις στόν νοῦ του: ῾Ο Παπποῦς τότε εἶχε κοιμηθεῖ πρίν τρεῖς μῆνες: «῎Αραγε Χριστέ μου, ἔχει σωθεῖ ὁ Γέρο Αὐξέντιος; Ξαφνικά εἶδε νά κινοῦνται ὅλα τά κανδήλια τῶν ῾Αγίων τοῦ Τέμπλου πολύ χαρμόσυνα.
Αὐτό ἐπανελήφθηκε.
῾Ο κηπουρός Ἀδελφός κατέβηκε στό Μοναστήρι καί ἀνεκοίνωσε τό φαινόμενο στόν ῾Ηγούμενο π. Γεώργιο. ῾Υπέθεσαν μήπως ἦταν τά παράθυρα ἀνοικτά καί ἐκινοῦντο τά κανδήλια μέ τίς ἁλυσίδες μαζί. ῏Ηλθαν καί οἱ δύο.
Καθώς μπῆκαν στό ἐκκλησάκι τοῦ ἁγίου Γεωργίου τοῦ ἀμπελιοῦ, καί πάλι εἶδαν νά κινοῦνται ὅλα τά κανδήλια μόνα τους. Ἐκατάλαβαν πλέον ὅτι ἦτο πληροφορία τοῦ Θεοῦ ὅτι ὁ Γέρο Αὐξεντιος ἀνεπαύθη κάι μάλιστα σέ καλό τόπο.
Μία ἄλλη φορά μετά τήν κοίμησιν τοῦ Γέρο Αὐξεντίου ἦλθε στήν Μονή μας ὁ ἐρημίτης Μοναχός π. Γ. ἀπό τά Καυσοκαλύβια. Τότε ὁ γράφων, ἤμουν ἀρχοντάρης καί γιά εὐλογία, ἔβαλα τόν π. Γ. στό δωμάτιο ὅπου ἐκοιμήθη ὁ Γέρο Αὐξέντιος. Τοῦ ἐπεξήγησα ὅτι στό τάδε κρεβάτι κοιμήθηκε πρό μηνῶν ὁ τάδε Γέροντας.
Ἐκεῖνος ἰδού τί μᾶς γράφει, μετά ἀπό ὅσα ἔζησε: «Ἀφοῦ ἔκλεισα τήν πόρτα καί πλησίασα τό κρεβάτι του, σκέφθηκα μέσα μου καί εἶπα: “Ἄρα γε τί ἀρετή νά ἔχῃ οὖτος ὁ Γέρων; ῾Υψώσας τό ὄμμα τῆς καρδίας μου πρός τά ἄνω, εἶπα Κύριε ὁ Θεός μου, ἐάν οὖτος ὁ Μοναχός εἶχε ἀρετή στήν ψυχή του καί εὗρε παρρησίαν ἐνώπιόν σου, δός μοι σέ παρακαλῶ νά ἐλαφρώσουν οἱ πόνοι τῆς παμμίαρης κεφαλῆς μου.
Στραφείς πρός τόν μακαρίτη, εἶπα: “Πάτερ Αὐξέντιε, ἐάν ἡ ἀρετή σου εὗρε παρρησίαν πρός τόν Κύριον, θεράπευσόν μου σέ παρακαλῶ, ὅσο εἶνα δυνατόν, τήν ζάλη καί τόν καύσωνα τῆς ἀνοήτου μου κεφαλῆς, καί σταυρώσας τό μαξιλάριον καί τήν στρωμνήν, ξάπλωσα καί ἐκοιμήθην. Στή κατάλληλη ὥρα ἦλθε ὁ ρηθείς ἀδελφός καί μέ ἐξύπνησε. Παρετήρησα κάποια ἐλάφρωσι ἐπάνω μου, ἀλλά ἐπειδή ἤμουν ἀπό τόν ὕπνο, δέν ἔδωσα μεγάλη σημασία.
Κάτω στόν ἀρσανᾶ ἔνοιωσα μεγάλη πνευματική ἐλευθερία, τόσο στήν ψυχή μου ὅσον καί στό σῶμα μου, καθώς καί πολλή ἐλάφρωσι στήν παμμίαρη κεφαλή μου.Ἀφοῦ μπῆκα στό καῒκι, ἔνοιωσα καί αἰσθάνομαι μέσα μου κίνησι, πήδημα καί ἅλμα ἀνατατικό.
Προχωρῶντας τό καῒκι πρός τον προορισμό μου, ἡ καρδιά μου δούλευε σάν μηχανή ἀεροπλάνου. Δύναμις νοερά ἐκινεῖτο στήν καρδιά μου μέ χαρά καί εὐφροσύνη. Σκιρτήματα μεγάλα καί μέ ἅλματα ἀνατατικά, ὁρμοῦσε τό πνεῦμα μου ὡσάν νά ἤθελε ν᾿ ἀνέλθῃ στά οὐράνια. Ἀναλογίσθηκα καθ᾿ ἑαυτόν καί εἶπα: «Ἄρα γε αὐτή νά εἶναι ἡ νοερά προσευχή; Ἀλήθεια λέγω, δέν ἐκατάλαβα πότε ἔφθασα στόν προορισμό μου. Ἐβάσταξαν αὐτά τά πνευματικά σημεῖα 5-6 ὧρες καί μετά τά ἔχασα χωρίς νά πάρω χαμπάρι.
Αὐτά θέλουν μεγάλη πεῖρα, αὐστηρή νῆψι καί προσευχή καί ψυχή πολυόμματι, γιά νά μπορέσῃ κανείς νά τά παρακολουθήσῃ. Ἐγώ ὡς ἀσθενής καί ἄσωτος στήν ψυχή δέν τό πῆρα εἴδησι πότε ἔφυγαν.Ἀπό τότε, ἀπό τήν ἀμέλειάν μου καί τήν ραθυμίαν μου, δέν ξανάνοιωσα τέτοια πνευματικά πράγματα.
Κατάλαβα ὅμως, ὅτι ὅλα αὐτά ἦταν χάρις τοῦ πατρός ἡμῶν Αὐξεντίου, γιά νά μᾶς πληροφορήσῃ ὁ Θεός, ὅτι ὄχι μόνον ἐσώθη ὁ Γέροντας, ἀλλά καί παρρησίαν εὗρε στόν Θεόν καί ἴσως νά ἔλαβε καί τόν στέφανον τῆς ἁγιωσύνης. Τοῦτο βέβαια ἐγώ δέν τό γνωρίζω, ὁ Θεός τό γνωρίζει.
Λοιπόν ἦταν πνευματικά δῶρα γιά νά μᾶς δώσῃ ὁ Θεός θάρρος λέοντος καί πίστι ζῶσα καί θερμοτάτη, νά ἀγωνιζώμεθα σάν πνευματικοί πῆκτες καί ἀθλητές καί γενναῖοι καί ἀνδρεῖοι στρατιῶτες. γιά νά ποθήσουμε τόν ὑπεργλυκύτατον καί ἀπειροαγαπημένον μᾶς Ἰησοῦν, τόν Κύριον καί Θεόν μας.
Ἐάν λοιπόν, ἐγώ ὁ βορβοροπαμμιαροβδελυγμένος, παναμαρτωλός καί πανακάθαρτος, τό κέντρο τοῦ ἄδου καί τῆς ἀβύσσου, ἀξιώθηκα αὐτή τήν σύντομο χάριν ἀπό τόν π. Αὐξέντιο, πόσο μᾶλλον οἱ Πατέρες αὐτῆς τῆς Μονῆς θά ἀξιώνονται πολλῆς χάριτος, ἐάν ἔχουν πίστι σ᾿ αὐτόν;
Εἴθε λοιπόν ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς, ν᾿ ἀξιωθοῦν αὐτῶν τῶν πνευματικῶν σημείων πού αἰσθάνθηκα ἐγώ ἡ αὐτοαπώλεια καί ὄχι μόνο αὐτά, ἀλλά καί μεγαλύτερα καί ὑψηλότερα ἀπό ταῦτα καί μόνιμα μέ τίς εὐχές καί πρεσβεῖες τοῦ ῾Οσίου πατρός ἡμῶν Αὐξεντίου. Ἀμήν”.
Μιά ἄλλη φορά ἦλθε στήν Μονή μας, ὁ γνωστός σέ ὅλους νεαρός Γεώργιος, ὁ ὁποῖος ὑπέφερε ἐπί χρόνια ἀπό ἀκάθαρτα πνεύματα. Τόν ἔβαλα νά κοιμηθῇ στό δωμάτιο, ὅπου ἄφησε τήν ἐσχάτη ἀναπνοή του ὁ Γέρων Αὐξέντιος. Τοῦ ἐξήγησα μάλιστα ποιός ἐκοιμήθη τόν αἰώνιο ὕπνο στό κρεβάτι αὐτό.
῾Ο Γεώργιος διεπίστωσε τήν ἑξῆς διαφορά, τήν ὁποίαν μέ ἀμηχανίαν μοῦ ἐδιηγεῖτο: «῞Οταν ἐξάπλωνα στό ἄλλο κρεβάτι, (τά κρεβάτια ἐκεῖ ἦσαν παντοτε δύο), πειραζόμουν φοβερά ἀπό τά δαιμόνια, ἐνῶ ὅταν ξάπλωνα στό κρεβάτι τοῦ Γέρο Αὐξεντίου, παραδόξως ἤμουν πολύ εἰρηνικός”.
Μετά τήν κοίμησι τοῦ Γέροντος, ἦλθε στήν Μονή μας, ὡς προσκυνητής ἕνας εὐλαβής διανοούμενος Χριστιανός ἀπό τήν Πάτρα. ῎Εμαθε γιά τήν κοίμησι καί τίς ἀρετές τοῦ Παπποῦ. Τότε καί αὐτός μέ τήν σειρά του, ἀπεκάλυψε ἐνώπιον τοῦ ῾Ηγουμένου τῆς Μονῆς μας, ὅτι ὅταν πρό ἐτῶν εἶχε ἔλθει μέ συνοδεία ἀδελφῶν ὡς προσκυνητής στήν Μονή, συνάντησε τόν κοιμηθέντα ἀδελφό στό θυρωρεῖον τῆς Μονῆς.
Τόν ἐρώτησε πότε ἠμποροῦν νά προσκυνήσουν τ᾿ ἅγια Λείψανα. ῎Εσκυψε νά πάρῃ τήν εὐχή του, καθώς καί οἱ ἄνθρωποι τῆς συνοδείας του. Πολύ τούς παραξένευσε τό γεγονός, ὅτι τό χέρι τοῦ Γέροντος Αὐξεντίου εὐωδίαζε σάν ἅγιο λείψανο. Τήν ἴδια εὐωδίαν αἰσθανθήκανε οἱ ἀδελφοί μόνο σέ ἅγια Λείψανα καί ὄχι σέ ζωντανό ἄνθρωπο. Θαυμαστός λοιπόν ὁ Θεός ἐν τοῖς ῾Αγίοις αὐτοῦ.
Πιστεύω ὅτι θά ὑπάρχουν καί ἄλλα σημεῖα, τά ὁποία σταδιακά, ἐάν εἶναι θέλημα Θεοῦ, θά ἀποκαλυφθοῦν. Τό γεγονός εἶναι ὅτι ὁ Γέρων Αὐξέντιος, ἐπέτυχε τοῦ σκοποῦ διά τόν ὁποῖον ἦλθεν ἐπί τῆς γῆς καί ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ κόσμου. Καί αὐτός ὁ σκοπός εἶναι ἡ Θέωσις, ἡ αἰωνία ἕνωσις μέ τήν ῾Αγία Τριάδα.
Εἴθε καί ἐμεῖς μέ τίς δυνατές πρεσβεῖες τοῦ μεγάλου ἀσκητοῦ Γέροντος Αὐξεντίου, ν᾿ ἀγωνισθοῦμε καί νά ἐπιτύχωμεν τοῦ ποθουμένου διά νά χαιρώμεθα μετά τῶν ἁγίων καί δικαίων εἰς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
2005
Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.