Γέρων Σάββας Γρηγοριάτης (+ 1909-1977)


Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου

Μία μορφή πού στό πέρασμά της σκεπάσθηκε ἀπό τήν ἁγιορείτικη ἁπλότητά της καί ἐκδηλώθηκε μόνο ἡ τραχύτης τοῦ χαρακτῆρος της, λόγῳ τῆς Μανιάτικης καταγωγῆς της, ἐπιθυμῶ τώρα νά παρουσιάσω.
Τόν Γέρο Σάββα τόν ἐγνώρισα στήν Μονή τῆς μετανοίας μας, τήν τοῦ  ῾Οσίου Γρηγορίου, ὅπου ἐπῆγα ἐκεῖ ὡς προσκυνητής γιά πρώτη φορά, τόν Ἰούλιο τοῦ 1971. Ἐκεῖνο τό  βράδυ καθισμένοι στό μπαλκόνι τοῦ παρεκκλησίου τῶν Ἀρχαγγέλων, ἐκάναμε τήν πρώτη γνωριμία.
Σάν πατριῶτες πλέον τόλμησα νά τοῦ ἐκμυστηρευθῶ τό μυστικό μου, ὅτι θέλω κι ἐγώ, ἐάν εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά ἐνδυθῶ τόν μελανό χιτῶνα τοῦ μονήρους βίου. Ἐκεῖνος μοῦ ἀπήντησε:  «Ἄν θέλῃς νά μάθῃς ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, βάλε τρεῖς μετάνοιες μροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, καί πές της· Παναγία μου, ἀξίωσέ με νά γίνω Μοναχός ἄν αὐτό εἶναι θέλημα τοῦ Υἱοῦ σου».
῎Ετσι κι ἔκαμα, ἀλλά ὄχι στήν Μονή Γρηγορίου, διότι τό καῒκι ἐπλησίαζε, καί ἔπρεπε νά πάω γιά προσκύνημα στήν γειτονική Μονή τοῦ Διονυσίου. Ἐκεῖ βάζοντας τίς μετάνοιες στήν Παναγία τοῦ Ἀκαθίστου, ἔλαβα τήν συγκατάθεσι τῆς Παναγίας, ὅτι εἶναι Θεῖο θέλημα νά γίνω καί ἐγώ Μοναχός.
῎Εφυγαν οἱ ἀλλοπρόσαλλοι λογισμοί, οἱ ἀμφιβολίες, οἱ ἐπιφυλάξεις, οἱ ἀντιρρήσεις τοῦ ὑπεναντίου, ἀλλά γιά κοινοβιασμό στήν Μονή τοῦ Γρηγορίου. Ἐκεῖ εἶχε καί ἐμένα ταξιθετήσει ἡ Παναγία ἀπό τότε. Δηλαδή 4 χρόνια πρίν ἔλθω ὁριστικά. Ζητῶ συγγνώμη γιά τήν παρέκβασι αὐτή, προκειμένου νά ἐξιστορήσω καί τό δικό μου περιστατικό πού ἔχει σχέσι μέ τόν μακαριστό Γέρο Σάββα.
῞Οταν ἦλθα λοιπόν, τόν Ἰανουάριο τοῦ 1975, τόν ξαναεῖδα πάλι ὡς διακονητή τοῦ Μύλου τῆς Μονῆς μας, πού εἶναι στά ὄρια μέ τήν Ἱερά Μονή Σίμωνος Πέτρας. Μαζί του συνδέθηκα διά πνευματικοῦ ἀδελφικοῦ δεσμοῦ καί πολλά ὠφελήθηκα ἀπό τήν ἁπλοϊκή ζωή του. Μοῦ διηγόταν τά παιδικά του χρόνια διακοπτόμενος συχνά ἀπό τά καυτά δάκρυά του. Μοῦ μιλοῦσε γιά τόν περιπετειώδη ἐρχομό του στό Μοναστήρι μας, γιά τήν ἐπί 49 συνεχῆ χρόνια βία στούς ἀγῶνες τῆς μοναχικῆς ὑπακοῆς. Τέλος ἀξιώθηκα νά εἶμαι κοντά του καί στίς τελευταῖες στιγμές τῆς ζωῆς του.
῎Ας ἀρχίσουμε ὅμως ἀπό τήν ἀρχή τά τῆς ζωῆς του γεγονότα:
Γεννήθηκε στήν Μάνη Λακωνίας τό 1909. Τό χωριό του μᾶς εἶναι γνωστό γιά τούς
γενναίους καί σκληρούς ἀγωνιστάς του, οἱ ὁποῖοι πρωτοστάτησαν γιά τήν ἀπελευθέρωσι τῆς Πατρίδος μας ἀπό τό τουρκικό ζυγό. Τό βαπτιστικό του ὄνομα ἦτο Παναγιώτης. Οἱ γονεῖς του πέθαναν ἀπό κάποια ἀσθένεια καί τόν ἄφησαν ὀρφανό σέ ἡλικία 7 ἐτῶν. Τότε τόν παρέλαβε ὁ θεῖος του, κάτω ἀπό τήν φροντίδα τοῦ ὁποίου καί μεγάλωσε.
Δέν ἔδειχνε ὅμως τήν πρέπουσα στοργή καί προστασία, ὅπως ἔκαμε στά δικά του παιδιά. Δέν τοῦ ἔδινε νά φορέσῃ τά παπούτσια τῆς ἐποχῆς ἐκείνης τά «γουρνοτσάρουχα», καί περπατοῦσε ὁ μκρός Παναγιώτης ξυπόλυτος. Φθάνοντας στά 13 του χρόνια, διώχθηκε σχεδόν ἀπό τόν θεῖον του γιά νά μάθῃ νά ζήσῃ μόνος του. Χωρίς τήν κηδεμονία κάποιου, ἐπῆγε ὁ Παναγιώτης στό λιμάνι τοῦ Πειραιῶς, ὅπου ἔπιασε δουλειά, ὡς χαμάλης γιά τήν φορτο-εκφόρτωσι πραγμάτων στά πλοῖα.
Ἀργότερα μπῆκε σέ ἕνα πλοῖο καί ἐδούλευε. ῾Ο καπετάνιος τόν ἐσυμπάθησε καί τόν
πῆρε κοντά του γιά νά βοηθῆ τό προσωπικό τοῦ πλοίου. Κάποια ἡμέρα ἄραξε τό πλοῖο του στήν Αἴγινα, γιά νά κατεβάσῃ πράγματα. Τότε ὁ Παναγιώτης βλέποντας ἀπό μακριά πολλά ἐρημοκκλήσια στούς λόφους τοῦ Νησιοῦ, ὅπου ἄλλοτε ἦταν ἡ Ἐπισκοπή τοῦ ῾Αγίου Διονυσίου, Ἐπισκόπου Αἰγίνης, ἐζήτησε ἄδεια ἀπό τό ἀφεντικό του νά πάῃ μέχρι ἐκεῖ νά προσκυνήσῃ. Μέ τό Θεῖο φόβο καί τήν βαθειά πίστι πού ὡς μοναδικά πνευματικά ἐφόδια ἔλαβε ἀπό τούς γονεῖς του, μπῆκε σέ μιά ἐκκλησία, καί στάθηκε μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας μας.
Εἶναι μόλις ἡλικίας 15 ἐτῶν καί ἀρχίζει τά παιδικά του παράπονα μέ τά μάτια βουρκωμένα: “Παναγία μου, βλέπεις τήν φτώχεια μου, τήν μοναξιά μου, τήν ὀρφάνια μου. Γυρίζω σάν χαμένος στούς δρόμους, χωρίς γονεῖς, χωρίς ἀδέλφια καί συγγενεῖς, χωρίς ἀγάπη καί στοργή ἀπό κανέναν. Σέ παρακαλῶ προστάτευσέ με. Καί ἐπειδή εἶμαι φτωχό παιδί δέν ἔχω τίποτε νά σέ πληρώσω γιά τόν κόπο σου καί τήν καλωσύνη πού σοῦ ζητῶ νά μοῦ κάνῃς.
Νά πάρε μιά εἰκοσιάρα. Αὐτή ἔχω μόνο στήν τσέπη μου. Καί ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ τῶν ὀρφανῶν προστασία καί τῶν πενήτων παραμυθία, τήν κράτησε τήν εἰκοσιάρα.
Κόλλησε ἐπάνω στό τζάμι της. Χαρούμενος ὁ Παναγιώτης, διότι ἡ Παναγία δέχθηκε τό δῶρο του, ἐπέστρεψε στό καράβι. Τό ἴδιο γεγονός ἐπαναλήφθηκε καί δεύτερη φορά, σέ ἄλλη ἐπίσκεψί του στό Νησί καί σέ ἄλλο ἐκκλησάκι. Πάλι ἡ Θεοτόκος ἡ μόνη καταφυγή τῶν δυστυχούντων καί τῶν πτωχῶν δέχθηκε τό δῶρο του. Ἀλλά αὐτή τήν φορά ἦταν μία δεκάρα.
῾Η Θεία Χάρις εἶχε ἤδη ρίξει τά δίκτυα της καί ἑτοίμαζε νά συλλάβη τό θήραμά της. ῾Ο νεαρός Παναγιώτης ἐμεγάλωσε. ῾Υπηρέτησε στόν στρατό καί ἐπέστρεψε στήν παλιά του δουλειά ὡς λεμβοῦχος. Μία Κυριακή ἀπόγευμα ἐπῆγε στήν ἐκκλησία τοῦ προφήτου Ἠλιοῦ Πειραιῶς. Μπαίνοντας μέσα, ἄκουσε ἀπό τό ῾Ιερό Βῆμα μία φωνή νά τόν καλῇ μέ τό ὄνομά του:
-Παναγιώτη, Παναγιώτη, ἔλα ἐδῶ παιδί μου.
Σαστισμένο τό παιδί ἀπό τήν ἀπροσδόκητη φωνή, ἄρχισε νά τρέμῃ. Ἐκοίταζε δεξιά-ζερβά μήπως εἰδῆ κάποιον ἄνθρωπο. Ἀπό τήν βόρεια Πύλη τοῦ ῾Ιεροῦ ξεπρόβαλε ὁ ἀρχιμ. καί Πνευματικός π. ῾Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης, ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, προορατικός, σταλμένος ἐκεῖ γιά τήν ἐφαρμογή τοῦ σχεδίου τῆς Θείας Προνοίας, καί τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς του. ῞Οταν τόν ἐπλησίασε ὁ Παναγιώτης, ἐφίλησε τό χέρι του καί ἄκουσε ἀπό τό στόμα του τά ἑξῆς θεοφώτιστα λόγια:
Ἐσύ παιδί μου Παναγιώτη, νά πᾶς νά γίνῃς Μοναχός στό ῎Αγιον ῎Ορος στήν Μονή τοῦ ῾Οσίου Γρηγορίου. ῎Ελα τώρα μαζί νά σέ ἑτοιμάσω, νά σοῦ βγάλω τά εἰσητήρια, καί νά πᾶς στήν εὐχή τοῦ Θεοῦ.
-Γέροντα, ἐγώ ἐκεῖ δέν ξέρω κανέναν. Πῶς θά ζήσω, ποῖος θά μέ προστατεύσῃ;
-῾Η Χάρις τοῦ Χριστοῦ καί ἡ Παναγία μας, δέν θά σέ ἐγκαταλείψῃ, ὅπως δέν σέ ἄφησε καί μέχρι τώρα.
-Γέροντα, δέν ἔχω συγγενεῖς ἐκεῖ, δέν ἔχω λεφτά γιά νά νοικιάσω σπίτι, δέν ξέρω κανέναν νά μοῦ δώσῃ δουλειά. Πῶς θά ζήσω ἐκεῖ;
-Παιδί μου, ἐκεῖ κατοικοῦν Μοναχοί πού προσεύχονται μέρα καί νύκτα. ῞Ολοι αὐτοί εἶναι ἀγαπητά παιδιά τῆς Παναγίας μας. Μένουν στό δικό της ῾Ιερό τόπο, τό ῞Αγιον ῎Ορος, ὅπου ὑπάρχουν πολλά Μοναστήρια, ῞Αγιες Εἰκόνες, ὡραῖες Ἀκολουθίες. Ἐκεῖ δέν χρειάζεται νά νοικιάσῃς σπίτι γιά νά μένης, οὔτε λεφτά γιά νά ψωνίζης νά τρῶς. ῞Ολα αὐτά θά σοῦ τά παρέχῃ τό Μοναστήρι, ἀρκεῖ ἐσύ ἐκεῖ νά κάνῃς μόνο ὅτι σοῦ λέγῃ ὁ ὑπεύθυνος τῆς Μονῆς, πού εἶναι ὁ ῾Ηγούμενος.
-‘῎Εεε, ἀφοῦ εἶναι ἔτσι, πηγαίνω Γέροντα. Μόνο νά μέ βοηθήσετε νά φθάσω ἐκεῖ, διότι οὔτε χρήματα γιά τά εἰσιτήρια ἔχω, οὔτε ξέρω κατά ποῦ πέφτει αὐτό τό ῞Αγιον ῎Ορος πού μοῦ λές.
-Ἐγώ θά φροντίσω γιά ὅλα, μή ἀνησυχεῖς.
Μέ τίς εὐχές καί τή πατρική βοήθεια τοῦ ἀειμνήστου π. ῾Ιερωνύμου, ὁ Παναγιώτης ἔφθασε στό Μοναστήρι τοῦ Γρηγορίου στίς 12 Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 1928. ῾Ηγούμενος τῆς Μονῆς τότε, ἦταν ὁ ἅγιος καί πραότατος παπᾶ Θανάσης, ὁ ὁποῖος καί τόν ἔκειρε Μοναχό δίδοντάς του τό ὄνομα τοῦ ὁσίου Σάββα τοῦ ῾Ηγιασμένου. Τό χειραγώγησε ἐπιστημονικά στό στάδιο τῶν μοναχικῶν ἀγώνων καθ᾿ ὅσον ὁ ἴδιος ἦταν εἰκόνα πραότητος καί ταμεῖον πλουσίων πνευματικῶν ἐμπειριῶν.
῾Ο π. Σάββας διακρινόταν γιά τήν ἀνθεκτική καί σκληρή του φύσι. Σέ ὅποιο διακόνημα ὑπηρέτησε, ἐπέδειξε ἀσυνήθη ζῆλο, δυναμικότητα καί αὐταπάρνησι. Γιά πολλά χρόνια ἦταν κηπουρός, μυλωνᾶς, ἀλλά τόν περισσότερο καιρό ἦταν καπετάνιος στίς βάρκες τῆς Μονῆς. Πόσες φορές, μοῦ ἐδιηγεῖτο, κτυπιόταν μερόνυκτα μέ τά κύματα γιά νά φθάση στήν ἀπέναντι χερσόνησο τῆς Χαλκιδικῆς, στό Μετόχι μας «Παρθενών» γιά νά πάρη τρόφιμα καί νά γυρίση πίσω!!
Μιά φορά μέ ἄλλους δύο, κατόπιν ἐντολῆς τῆς Μονῆς, ἐπῆγαν μέ τά κουπιά πάντα στό Αἰγίνιο Βεροίας, προκειμένου νά πάρουν πράγματα ἀπό τό ἐκεῖ Μετόχι μας, Βούλτσιστα. Ἐπί τρεῖς ἡμέρες καί νύκτες πατοῦσαν τά κουπιά, ἀληθινοί θαλασόλυκοι, μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους γιά νά μείνουν πιστοί στήν ἀρετή τῆς ὑπακοῆς πού ὑποσχέθηκαν τήν ἡμέρα τῆς κουρᾶς των.
Μπροστά σέ κάθε κίνδυνο ἦταν ἄφοβος ὁ μακαριστός Γέρο Σάββας. ῏Ηταν ἐκ φύσεως γενναῖος, τύπος ἐθνικοῦ ἥρωος, ὅπως οἱ πρόγονοί του, οἱ Μαυρομιχαλαῖοι.
Οἱ κῆποι τοῦ μύλου, τά τσιμεντένια κρεββατά, τά σκαλοπάτια, ἡ ἁπλωταριά, ἡ κατασκευή τῶν πεζουλιῶν, ὅλα εἶναι ἔργα τοῦ Γέρο Σάββα, ὁ ὁποῖος ἐπί μίαν δωδεκαετία, ἔχυσε τό αἷμα του γιά νά μεταφέρῃ μόνος του στήν πλάτη τά τσιμέντα καί τά ἄλλα ὑλικά καί νά φτιάξῃ ὅλα τά ἀνωτέρω. ῎Εφτιαξε ὑδραγωγεῖον καί μετέφερε τό νερό τοῦ βουνοῦ σέ τσιμεντένια δεξαμενή. Ἐφύτευσε δένδρα, κυρίως ἑσπεριδοειδῆ, εὐτρέπισε τόν τόπον καί ἀπό ἀγριότοπο τό ἔκαμε ἐπίγειο Παράδεισο. Ἐκεῖ ζοῦσε πολύ ἀσκητικά. Σπανίως μαγείρευε. Συνήθως ἔτρωγε παξιμάδι, πού ἔπαιρνε ἀπό τή Μονή. Κρεμμύδια καί χόρτα ἀπό τούς κήπους. Ἐκεῖ ἐγνώρισε καί ἐντονώτερα τόν πόλεμον τῶν δαιμόνων.

 Μιά βραδυά, ἐνῶ εἶχε ξαπλώσει, παρουσιάσθηκε μπροστά του ἕνας φοβερός δαίμονας, μέ τήν μορφή γιγαντιαίου μαύρου ἀνθρώπου.῏Ηταν ἕτοιμος νά ὁρμήσῃ ἐπάνω του νά τόν κατασπαράξῃ. Χωρίς νά φοβηθῇ ὁ π. Σάββας, τοῦ εἶπε θαρραλέα· «ἄν εἶναι θέλημα Θεοῦ νά μέ φᾶς, φάγε με!» Ἀμέσως ὁ διάβολος ἐξηφανίσθη ἀφήνοντας πίσω του τήν δυσωδία τῆς ἐλεεινῆς παρουσίας του.
Στό λαιμό του πάντοτε φοροῦσε μέ μεγάλη εὐλάβεια, ἕνα Σταυρό μικροῦ μεγέθους, ὁ ὁποῖος ἔκρυβε μέσα μικρό τεμάχιο τοῦ Τιμίου Ξύλου. Τοῦ τό εἶχε χαρίσει, καθώς μοῦ ἔλεγε, ἕνας Χιλιανδαρινός Μοναχός, γιά κάποια ἐξυπηρέτησε πού τοῦ ἔκαμε. Ἐξ αἰτίας λοιπόν αὐτοῦ τοῦ μικροῦ Σταυροῦ, προκάλεσε στό κελλί του κάποια ἡμέρα, τήν ἀθρόαν ἔλευσιν δεκάδων ἀνθρώπων πού κρατοῦσαν καί δῶρα στά χέρια τους.
Τί εἶχε συμβεῖ; ῞Ενας διαβάτης, περνῶντας ἀπό τόν Μύλο, ὅπου ἔμενε ὁ παπποῦς, στάθηκε ἐκεῖ λίγο νά ξεκουρασθῆ, καί νά πιῆ δροσερό νερό.

Εἶχε καί τό χέρι του πρισμένο καί εἶπε στό π. Σάββα τήν ἀνησυχία του αὐτή. ῾Ο Γέροντας τοῦ λέγει αὐθόρμητα: “Ἄα, δέν εἶναι τίποτα. Θά σέ σταυρώσω μέ τί Τίμιο Ξύλο καί θά γίνῃ ἀμέσως καλά!!. Καί πράγματι γιατρεύθηκε τό χέρι του.
῾Ο ἄνθρωπος αὐτός ἐνθουσιασμένος ἀπό τόν «θαυματουργό» Μοναχό, ἐπέστρεψε στήν πατρίδα του. Ἐδημοσίευσε τό γεγονός σέ πολλούς, καί σέ λίγες ἡμέρες κατέφθασαν ν᾿ ἀποδώσουν τιμές καί εὐχαριστίες στόν ἁπλούστατο Γέρο Σάββα. Εἶδε καί ἔπαθε ὁ καϋμένος ὁ Παπποῦς, ὅπως μοῦ ἔλεγε, νά τούς μεταπείσῃ ὅτι κι αὐτός εἶναι ἕνας ἄνθρωπος καί μόνον ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ διά τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἔκανε τό θαῦμα.
Στίς Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας, ἦταν τακτικώτατος. Καθόταν μόνιμα σέ ἕνα στασίδι, πίσω ἀπό τήν Παναγία τήν Γαλακτοτροφοῦσα, κρατῶντας τό παλιό τυπικό περί ὀρθοστασίας. Καθόταν μόνον στά Ψαλτήρια καί τίς ῟Ωρες.
Στά χέρια του εἶχε πάντοτε τό κομποσχοίνι καί ἐψέλλιζε τήν εὐχή. Προσευχόταν γιά ὅλους. Σέ μερικούς Πατέρες πού εἶχαν προβλήματα ἤ ἐκουράζοντο περισσότερο στίς δουλειές τούς τραβοῦσε περισσότερα κομποσχοίνια. Κοιμόταν ἕως τέσσαρες ὧρες καί τίς ὑπόλοιπες προσευχόταν. ῏Ηταν σχεδόν ἀγράμματος καί δέν ἐδιάβαζε βιβλία. Τά πρωϊνά ρωτοῦσε τούς Πατέρες, γιά τούς ὁποίους τήν νύκτα ἔκανε κομποσχοίνι: Τί κάνεις σήμερα, εἶσαι καλλίτερα; Γιά σένα ἔκανα τό βράδυ 20 κομποσχοίνια, γιά σένα πάτερ τάδε 15.
Τοῦ ἔλεγε ὁ ῾Ηγούμενος τῆς Μονῆς «πάτερ Σάββα, κάνε προσευχή γιά τόν τάδε ἀδελφό. ῎Εχει προβλήματα μέ τούς συγγενεῖς του». Πράγματι ὁ Γέρο Σάββας, ἔλυωνε στήν προσευχή γι᾿ αὐτόν τόν ἀδελφό.
῞Οταν ἐγήρασε τόν μεταφέραμε στό γηροκομεῖο τῆς Μονῆς. ῞Ενα μεσημέρι, ἐνῶ προσευχόταν γιά συγκεκριμένο πρόβλημα ἑνός νέου ἀδελφοῦ, δέχθηκε τήν βίαιη καί θορυβώδη ἐπίσκεψι ἑνός γιγαντόσωμου σατανᾶ. Οἱ πόρτες καί τά παράθυρα ἔτριζαν κατά τήν εἴσοδό του στό γηροκομεῖο. ῞Ωρμησε κατεπάνω του θυμωμένος καί μέ τά χέρια ἀνοικτά γιά νά τόν κατασπαράξῃ. Τοῦ εἶπε ἀγριεμένος: «Σταμάτα νά προσεύχεσαι συνεχῶς γι᾿ αὐτό τόν Μοναχό, γιατί θά σέ ξεσχίσω».
῾Ο Γέρο Σάββας, μέ κλάμματα μοῦ διηγήθηκε τό περιστατικό, ἀλλά καί δέν ἔπαυσε νά προσεύχεται γιά τόν Μοναχό αὐτόν.
Παρ᾿ ὅλα αὐτά ἔγινε τό θέλημα τοῦ σατανᾶ, διότι ὁ ἐν λόγῳ ἀδελφός ἔφυγε γιά τόν κόσμο. ῾Ο Γέροντας καί ῾Ηγούμενος τῆς Μονῆς, μᾶς εἶπε, ὅτι δέν εἶχε καθαρή ἐξομολόγησι καί ὑπακοή.

Μία ἄλλη φορά ἤμασταν στήν κεντρική ἐκκλησία, καί ἐτελεῖτο ἡ ἀγρυπνία τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. ῏Ηταν ἡ τελευταία γιά τόν π. Σάββα. Τήν ὥρα πού ἔβγαζε ὁ ῾Ιερέας τόν Δίσκο μέ τό Τίμιο Σταυρό, ἕνας δαίνομας ἔτρεχε ἐναερίως πρός τήν ἔξοδο. Καθόμουν δίπλα στόν Γέρο Σάββα καί δείχνοντας μέ τό χέρι του, μοῦ ἔλεγε: «Κύττα κύττα πῶς τρέχει ἕνας δαίμονας φοβισμένος πρός τά ἔξω».
Λόγῳ τῆς ἀγραμματοσύνης του καί τῆς φυσικῆς τραχύτητος τοῦ χαρακτῆρος του, ἴσως ἐστενοχωροῦσε ἀδελφούς, ἀλλά ὅπως μοῦ ἔλεγε, δέν εἶχε τήν πρόθεσι νά λυπήσῃ κανέναν. “῞Ολους τούς συγχωρῶ καί ὁ Θεός νά τούς συγχωρήσῃ”, μοῦ ἔλεγε συχνά.
Μαζί του περνοῦσα πολλές στιγμές. Στά τελευταῖα του μοῦ ἔλεγε· «παρά τίς ἁμαρτίες μου μέ ἐβοήθησε ὁ Θεός καί δέν ἐσπίλωσα τό Σχῆμα μου. ῞Ο,τι εἶμαι τό χρωστάω στήν Παναγία μας.
Πάτερ Σάββα, ἡ Παναγία δέν σέ ἄφησε νά χαθῇς. Ἀπό μικρό παιδί σέ προστάτευσε.
Θέλοντας κάθε φορά να εἰπῆ κάτι δέν τό κατώρθωνε, διότι τόν ἔπνιγαν τά δάκρυα τῆς εὐγνωμοσύνης του πρός τήν ῾Αγνή Θεομήτορα.
-Παιδί μου, Δ. ἄν πεθάνω αὐτόν τόν Σταυρό πού φορῶ μέ τό Τίμιο Ξύλο νά τόν πάρῃς ἐσύ. Στόν δίνω γιά εὐλογία. Καί ἄν εὕρω παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, θά τόν παρακαλέσω γι᾿ ὅλους σας.
Ἐπί 49 χρόνια δέν βγῆκε καμμιά φορά ἔξω στόν κόσμο, οὔτε γιά ὑποθέσεις τῆς Μονῆς, οὔτε γιά θεραπεῖες καί φάρματα. Γιατρούς του εἶχε τήν ῾Αγίαν Ἀναστασία, καί τόν ῞Αγιον Νικόλαον καπετάνιο στά πολυήμερα θαλασσινά ταξίδια του. Μέ ἐντολή ὅμως τοῦ ῾Ηγουμένου τῆς Μονῆς π. Γεωργίου μετέβη, μετά ἀπό ἡμιπληγία πού ὑπέστη, στήν Θεσσαλονίκη. ῞Οταν ἐπέστρεψε μοῦ μιλοῦσε μέ πολύ θαυμασμό γιά τά αὐτοκίνητα πού εἶδε, τά ὐψηλα κτίρια καί τ᾿ ἄλλα ἀξιοθέατα τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου ἔργα.
῾Η ῾Αγία Ἀναστασία ἡ Ρωμαία, συνηθίζει, ὅπως λέγουν οἱ παλαιοί Πατέρες, νά παίρνῃ κάποιον πρίν ἤ μετά τήν πανήγυρίν της πού τελεῖται στίς 29 Ὀκτωβρίου ἑκάστου ἔτους. Τήν προηγούμενη χρονιά, 1976 ἐπῆρε δύο ἡμέρες μετά τήν πανήγυρί της τόν ὁσιώτατον Μοναχό π. Δημήτριο. Τήν χρονιά αὐτή, 1977, ἦλθε νά μᾶς πάρῃ τόν Γέρο Σάββα. Εἶχε ὑποστεῖ ἐγκεφαλικό ἐπεισόδιο πρίν 15 ἡμέρες, καί τήν ἑπομένη τῆς πανηγύρεώς της, στίς 30 τοῦ μηνός Ὀκτωβρίου 1977 ἔφυγε ἡ ψυχή του μέ συνοδό τήν Προστάτιδα ῾Αγία μας πρός τά Οὐράνια Σκηνώματα τοῦ Δημιουργοῦ.
Πόσο ἀθόρυβα καί ἀπροειδοποίητα ἔφυγε ἀπό κοντά μας! Δέν προλάβαμε νά ἀνταλλάξουμε τίς μεταξύ μας συγχωρητικές εὐχές καί μετάνοιες. ῏Ηλθε τό πρωῒ στήν ἐκκλησία. Στόν ῾Εσπερινό βλέπουμε τά καθυστερῆ. ῏Ηταν ἡ τελευταία φορά πού δέν ἦταν στήν ὥρα του ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀκολουθίας. Ἐπῆγε ἕνας ἀδελφός μας ἀπό τούς νέους, ὁ π. Συμεών, νά ἰδῇ τί κάνει. Τόν εὑρῆκε ξαπλωμένον στό κρεβάτι του νά ἔχῃ πάρῃ τόν ὕπνο τοῦ δικαίου.
Δέν ἐκούρασε κανέναν, οὔτε νοσοκόμους, οὔτε ἄλλους ἀδελφούς, διότι μέχρι τήν τελευταία του ἡμέρα συμμετεῖχε στήν ἐκκλησία καί στήν τράπεζα τῆς Μονῆς. Μακάρι καί ἐμεῖς νά ἀξιωθοῦμε αὐτοῦ τοῦ ἀνωδύνου καί μακαρίου τέλους μέ τήν παράκλησι στόν Θεό νά μή κουράσουμε κανέναν ἀδελφό.
Εἴθε μέ τίς προσευχές σου, ἀδελφέ πάτερ Σάββα, ἡ Παναγία νά σκέπη τήν Ἀδελφότητά μας καί νά ἑτοιμάζῃ καί σ᾿ ἐμᾶς τόπο ἀναπαύσεως, ὅταν ἔλθῃ ἡ εὐλογημένη ὥρα τῆς ἀναχωρήσεώς μας ἀπ᾿ αὐτόν τόν ψεύτικο κόσμο.
Αἰωνία σου ἡ μνήμη, ἀξιομακάριστε ἀδελφέ μας πάτερ Σάββα.

Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου  
Ἅγιον Ὅρος Ἄθω  
2005
Ἐπιμέλεια κειμένου   Αναβάσεις
________________________________________________


Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.