29 Απριλίου 2014 . […] Αὐτὴ ἡ πράξη, τὸ νὰ ἀποβάλλει κανεὶς τὸ φόρεμα τῆς ἁμαρτίας, εἶναι ἡ μετάνοια. Προτείνω λοιπόν, σὲ ὅλους, καὶ σὲ ἐμένα καὶ σὲ ἐσένα τὴν μετάνοια. Ἡ μετάνοια νὰ εἶναι ἡ τελευταία μας ἀπασχόληση τὶς τελευταῖες ὧρες μας, πρὶν τὸν θάνατο. . Εἴτε λοιπὸν πεθάνουμε αὔριο εἴτε πεθάνουμε μεθαύριο, εἴτε σὲ δέκα ἢ σὲ πενήντα χρόνια, τὸ ἴδιο ἐπείγει ἡ μετάνοια, γιατί εἶναι πολὺ σημαντική. Ἐπειδὴ ὅλες οἱ μέρες μας πάνω στὴν γῆ εἶναι μέρες πρὶν τὸν θάνατό μας. Καὶ γι’ αὐτὸ τὸν λόγο οἱ προφῆτες καὶ οἱ διδάσκαλοι τῆς πίστεως καὶ τῆς καλοσύνης, ἀκούραστα καλοῦσαν σὲ μετάνοια ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Καλοῦσαν ὅλους τοὺς ἀνθρώπους σὲ μετάνοια ἄσχετα μὲ τὴν θέση ποὺ εἶχαν στὴ ζωὴ καὶ ἄσχετα μὲ τὴν ἡλικία. Καλοῦσαν καὶ τοὺς ἡλικιωμένους καὶ τοὺς νέους, καὶ τοὺς ἄρρωστους καὶ τοὺς ὑγιεῖς, καὶ τοὺς ἰσχυροὺς καὶ τοὺς ἀδύναμους. Γιατί ὁ θάνατος ἔχει τὸ δικό του ρολόι, τὸ ὁποῖο δὲν συμφωνεῖ μὲ τὸ ρολόι τῶν ἀνθρώπων. Ὅταν ἐμεῖς λέμε γιὰ κάποιον πὼς εἶναι νωρίς, ὁ θάνατος λέει: «ἦρθε ἡ ὥρα». Ὅταν ὅμως λέμε: «ἦρθε ἡ ὥρα», ἐκεῖνος ἀπαντᾶ: «εἶναι νωρίς». Μετὰ τὸν θάνατο δὲν ὑπάρχουν οὔτε δικαιολογίες, οὔτε δυνατότητα μετάνοιας. . Ὅταν ὁ βασιλιὰς τῶν προφητῶν, ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς ἦρθε ἀπὸ τὴν ἔρημο, γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τῆς ἀποστολῆς του στὸν κόσμο αὐτό, φώναζε μὲ ὀδύνη: «Μετανοεῖτε»! . Ὅταν ὁ ἴδιος ὁ βασιλιὰς τῶν βασιλιάδων, ἄνοιξε τὸ θεϊκό Του στόμα γιὰ νὰ διδάξει, κάλεσε τὸν λαὸ σὲ μετάνοια, λέγοντας: «Μετανοεῖτε γιατί πλησιάζει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». . Τὸ πρῶτο ἀποστολικὸ κήρυγμα, μετὰ τὴν φανέρωση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἄρχιζε μὲ τὰ παρακάτω λόγια: Μετανοεῖτε (Πράξεις Ἀποστόλων β´ 38). . Καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὰ ταραγμένα χρόνια τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν μαρτύρων, μέχρι σήμερα τόνιζε καὶ τονίζει, πὼς ἡ μετάνοια ἀποτελεῖ τὴν ἀρχὴ τῆς ἀνθρώπινης σωτηρίας. . Μετανοεῖτε καὶ πιστέψτε στὸ Εὐαγγέλιο! . Ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ ἔγινε ἡ φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀκούγεται διὰ μέσου τῶν αἰώνων: Μετανοεῖτε! . Μελετῆστε τὶς ζωὲς τῶν μεγάλων Ἁγίων καὶ Πατέρων τῆς ἐκκλησίας καὶ θὰ ἀνακαλύψετε πὼς στὴν ἀρχὴ τῆς ἁγιότητάς τους μετανόησαν. Χωρὶς μετάνοια δὲν ὑπάρχει χριστιανισμός. Ὅπως τὸ παράθυρο τοῦ σπιτιοῦ χρησιμοποιεῖται γιὰ δυὸ ἀνάγκες: γιὰ νὰ βγεῖ ἀπὸ αὐτὸ ὁ ἀκάθαρτος ἀέρας καὶ νὰ μπεῖ ὁ καθαρός, ἔτσι καὶ μὲ τὴν μετάνοια ἐξέρχεται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὸ κακὸ πνεῦμα καὶ εἰσέρχεται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα! . Οἱ σημαντικότεροι Ἅγιοι ἱστορικά, ἦταν αὐτοὶ ποὺ μετανόησαν εἰλικρινὰ γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους. Ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία γιὰ δεκαέξι χρόνια ἦταν ἡ πιὸ ἀναίσχυντη, ἡ πιὸ ἀκόλαστη γυναίκα τῆς Αἰγύπτου. Μιὰ μέρα ὅμως, στάθηκε μπροστὰ στὸν ναὸ τοῦ Τάφου τοῦ Κυρίου στὰ Ἱεροσόλυμα, ἀναλογίστηκε τὴν ζωή της καὶ αἰσθάνθηκε μεγάλη ντροπή. Ἀπὸ τὴν ψυχὴ της βαθιὰ ξεχείλισε μιὰ ἀπέχθεια γιὰ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό της, μιὰ ἀπέχθεια γιὰ τὶς παράλογες ἁμαρτίες της, μιὰ ἀηδία γιὰ ὅλο τὸ παρελθόν της. Ἄνοιξε τὸ «παράθυρο» καὶ φρέσκος ἀέρας εἰσῆλθε στὸ πνιγηρὸ δωμάτιο τῆς ψυχῆς της. Μὲ μιᾶς, ἀνακάλυψε τὴν διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν σαπίλα καὶ στὴ φρεσκάδα, ἐπειδὴ ὅπου ὑπάρχει μόνο σαπίλα, δὲν καταλαβαίνει κανεὶς τὴν διαφορὰ σαπίλας, καὶ φρεσκάδας, καὶ τὸ ἴδιο συμβαίνει ὅπου ὑπάρχει μόνο φρεσκάδα. . Ἀπὸ ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἄρχισε ἡ μετάνοια τῆς μεγάλης ἁμαρτωλῆς, καὶ μαζὶ μὲ τὴν μετάνοια, ἡ πίστης της στὸ Εὐαγγέλιο. Γιατί χωρὶς τὴν ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτίας του ὁ ἄνθρωπος δὲν αἰσθάνεται ἀνάγκη γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο. Ὅπως ὁ ἄνθρωπος ἐπιθυμεῖ τὸ νερὸ γιὰ νὰ καθαριστεῖ, τὴ στιγμὴ ποὺ καταλαβαίνει τὴν ἀκαθαρσία τοῦ σώματος, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος μόνον, ὅταν αἰσθανθεῖ πὼς εἶναι ἁμαρτωλὸς καὶ ἀρχίσει νὰ πνίγεται ἀπὸ τὴν αἴσθηση τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀπὸ τὴν «ἀκαθαρσία» τῆς ψυχῆς του, μπορεῖ νὰ ἐπιθυμήσει δυνατὰ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. . Κάτι παρόμοιο συνέβη καὶ μὲ τὴν ὁσία Ταϊσία καὶ τὴν ὁσία Πελαγία. Καὶ οἱ δύο τους ἦταν γνωστὲς ἁμαρτωλές. Ἡ μετάνοιά τους σὰν τσεκούρι ἔσκισε τὴν ζωή τους. Καὶ οἱ δυό τους μὲ τὴν μετάνοια καθάρισαν τὴν «τσίμπλα» ἀπὸ τὰ πνευματικά τους μάτια καὶ εἶδαν τὴν πραγματικὴ ὄψη τοῦ ἑαυτοῦ τους. Μέχρι ἐκείνη τὴ στιγμὴ δὲν ἔβλεπαν τὸν ἑαυτό τους ὅπως ἦταν πραγματικά. Ἀντίκρισαν τὴν μέχρι τότε ζωή τους μὲ τὴν ἀηδία, τὴν σιχαμάρα, καὶ τὸν τρόμο ποὺ βλέπει ὁ ἄνθρωπος κουλουριασμένα φίδια στὸ κρεβάτι του. Τραντάχτηκαν καὶ μέσα στὴν ἀπελπισία τους ἄρχισαν νὰ «πλένονται» καὶ νὰ «καθαρίζονται» μὲ τὴ νηστεία, μὲ τὴν προσευχὴ καὶ μὲ τὰ δάκρυα τῆς μετάνοιας. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, χωρὶς τὸ ὁποῖο κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ «καθαριστεῖ» καὶ νὰ ἁγιαστεῖ, «καθάρισε» καὶ ἁγίασε αὐτὲς τὶς δύο μετανιωμένες ψυχές, ὅπως «καθάρισε» καὶ ἁγίασε καὶ χιλιάδες ἄλλες ψυχές, ποὺ μὲ τὴν μετάνοια ἄνοιξαν τὸ «παράθυρο» καὶ τὸ κάλεσαν νὰ «καθαρίσει» καὶ νὰ ἁγιάσει τὴν ψυχή τους. Ἔργο ἰδιαίτερα προσφιλὲς σ’ Αὐτό. . Παρόμοια εἶναι καὶ ἡ περίπτωση τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου, ἡ ἀνηθικότητα τοῦ ὁποίου τὸν ἔφερε στὰ ὅρια τῆς ἀπελπισίας καὶ στὰ ὅρια τῆς αὐτοκτονίας. Ἐξ αἰτίας τῶν θερμῶν προσευχῶν καὶ τῶν πικρῶν δακρύων τῆς μητέρας του Μόνικας, ὁ Αὐγουστῖνος σώθηκε ἀπὸ τὸν τελικὸ ἀφανισμό. Γιατί στὴν κατάσταση ποὺ ἔφτασε ὁ Αὐγουστῖνος ὁδηγοῦνται πολλοὶ νέοι ἄνθρωποι. Ἡ ἁμαρτία καὶ ἡ ἀπελπισία ἔφεραν τὸν Αὐγουστῖνο στὸ χεῖλος μιᾶς τέτοιου εἴδους καταστροφῆς, ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἔχει νὰ ἐπιλέξει ἕνα ἀπὸ τὰ δυό, εἴτε μετάνοια, εἴτε τὸ σχοινὶ γιὰ κρέμασμα ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ διαβόλου. Γιατί αὐτὸς μὲ τὸ σκοινὶ στὸ χέρι περπατάει γρήγορα πίσω ἀπὸ κάθε ἀκόλαστο καὶ ἀπελπισμένο. . Ὁ ὅσιος Αὐγουστῖνος θαρραλέα ἀπομάκρυνε τὸ δαίμονα τῆς ἀκολασίας καὶ τῆς ἀπελπισίας καὶ ἄρχισε νὰ μετανιώνει. Ἀπὸ ἀκόλαστος, μὲ τὸν καιρὸ ἔγινε ἅγιος, ἀπὸ μιαρὸ σκεῦος ἔγινε καθαρὸ σκεῦος, ἀπὸ ἀπελπισμένος ἔγινε ἥρωας, ὁ ὁποῖος ἐνέπνεε καὶ ἐμπνέει τὸν ἡρωισμὸ σὲ πολλὲς ἀπελπισμένες ψυχές. . Μὲ τὴν μετάνοια, θαυματουργικὰ γιατρεύτηκε καὶ ὁ ληστὴς Μωυσῆς. Κάποτε, ἀφοῦ διέπραξε πολλοὺς φόνους καὶ ληστεῖες ἐπιτέθηκε μὲ τὴ συμμορία του σὲ ἕνα μοναστήρι. Καὶ ἐνῶ μέχρι τότε ἀσυλλόγιστα ἐπιτίθονταν σὲ ἄλλους ἀνθρώπους, ἀπὸ τότε ποὺ μετανόησε ἐπιτίθονταν μόνον στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Δηλαδὴ ἄρχισε νὰ τιμωρεῖ τὸν ἑαυτό του, μὲ τὴν πεῖνα, μὲ τὴν δίψα, μὲ τὴν φυλακή, μὲ τοὺς ραβδισμούς, μὲ τὴν αὐτοκριτική. Μὲ αὐτὴ τὴν αὐστηρὴ μέθοδο καὶ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, κατάφερε νὰ ξεφλουδίσει ἀπὸ τὴν ψυχή του, τὸν χοντρὸ φλοιὸ τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ φωτίσει τὴν ψυχή του μὲ τὸ πράο καὶ σιωπηλὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. . Ἡ μετάνοια εἶναι ἕνα πνευματικὸ λουτρὸ στὸ ὁποῖο «καθαρίστηκαν» οἱ πιὸ σημαντικοὶ δημιουργοί, τῶν πιὸ σημαντικῶν ἔργων τῶν χριστιανικῶν λαῶν. Ὅλοι τους ἐξαγνίστηκαν μὲ τὴν μετάνοια καὶ γι’ αὐτὸ τὸν λόγο μποροῦσαν νὰ βοηθοῦν καὶ ἄλλους νὰ ἐξαγνιστοῦν. Ὅλοι τους ταπεινώθηκαν μέχρι ἐσχάτου σημείου καὶ γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ἀνυψώθηκαν μέχρι τὰ οὐράνια. Ὁ ἀριθμός τους εἶναι δύσκολο νὰ μετρηθεῖ, ὅπως δύσκολο εἶναι νὰ μετρηθεῖ ἡ μεγαλοσύνη τους. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι θεμελιωμένη πάνω σὲ Ἁγίους ποὺ μετανόησαν, ὅπως τὰ παλάτια εἶναι χτισμένα πάνω σὲ λαξεμένες καὶ ὡραῖες πέτρες. Ἁγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς «Ὁμιλίες καὶ Μελέτη γιὰ τὰ σύμβολα καὶ σημεῖα», ἐκδ. “Ὀρθόδοξος Κυψέλη”, Θεσ/νίκη 2014, σελ. 67 ἑπ. Ἠλ. στοιχειοθεσία: «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ» https://christianvivliografia.wordpress.com