Στὴ νῆσο Σάμο μᾶς διηγήθηκε ἡ θεοφιλὴς καὶ φιλόπτωχη Μαρία, ἡ μητέρα τοῦ κυροῦ Παύλου τοῦ κανδιδάτου(ἀξιωματικοῦ), τὰ ἑξῆς: «Ἦταν κάποια γυναίκα στὴν πόλη Νίσιβη χριστιανὴ κι ὁ ἄνδρας τῆς εἰδωλολάτρης. Καὶ εἶχαν πενήντα μιλιαρήσια (ἀσημένια νομίσματα). Μιὰ μέρα λοιπὸν λέει ὁ ἄνδρας στὴ γυναίκα του: «Ἃς δανείσουμε τὰ μιλιαρήσια, γιὰ νὰ ἔχουμε ἀπ’ αὐτὰ λίγη ἀπολαβή, ἐπειδή, ἂν τὰ χαλᾶμε ἕνα-ἕνα, πρόκειται νὰ τὰ ξοδέψουμε ὅλα». Ἀποκρίθηκε ἡ γυναίκα καὶ τοῦ λέει: «Ἂν προστάζεις νὰ τὰ δανείσουμε, ἔλα δάνεισέ τα στὸ Θεὸ τῶν χριστιανῶν». Τῆς λέει ὁ ἄνδρας:
«Καὶ ποῦ εἶναι ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν, νὰ τοῦ δανείσουμε;» Τοῦ λέει ἐκείνη: «Ἐγὼ θὰ σοῦ Τὸν δείξω· ὄχι μόνο δὲν τὰ χάνεις, ἀλλὰ καὶ τόκους σου δίνει καὶ τὸ κεφάλαιο διπλασιάζει». Αὐτὸς τῆς λέει: «Πᾶμε νὰ μοῦ Τὸν δείξεις καὶ νὰ Τοῦ δανείσουμε». Αὐτὴ τὸν παίρνει καὶ τὸν πηγαίνει στὴν ἁγιότατη ἐκκλησία. Ἔχει δὲ ἡ ἐκκλησία τῆς Νίσιβης πέντε πύλες μεγάλες.
Μόλις λοιπὸν τὸν ἔφερε στὸ περιστοο τῆς ἐκκλησίας, ὅπου εἶναι οἱ μεγάλες πύλες, τοῦ ἔδειξε τοὺς φτωχοὺς καὶ εἶπε: «Ἂν δώσεις σὲ τούτους, ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν τὰ παίρνει, ἐπειδὴ ὅλοι αὐτοὶ εἶναι δικοί Του». Αὐτὸς ἀμέσως δίνει μετὰ χαρᾶς τὰ πενῆντα μιλιαρήσια στοὺς φτωχοὺς καὶ πῆγε στὸ σπίτι του. Καὶ μετὰ τρεῖς μῆνες, ἐπειδὴ εἶχαν ἀνάγκη ἀπὸ χρήματα, λέει ὁ ἄνδρας στὴ γυναίκα: «Ἀδελφή, δὲν ὀφείλει νὰ μᾶς δώσει ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν κάτι ἀπὸ τὸ χρέος ἐκεῖνο, ἐπειδὴ εἴμαστε σὲ δύσκολη θέση;» Τοῦ ἀποκρίνεται λοιπὸν ἡ γυναίκα καὶ τοῦ λέει: «Ναί, πήγαινε ὅπου τα ἔδωσες καὶ θὰ σοῦ δώσει πολὺ πρόθυμα». Αὐτὸς τότε πῆγε τρέχοντας στὴν ἁγία ἐκκλησία.
Κι ὅταν ἔφτασε στὸν τόπο ὅπου ἔδωσε τὰ μιλιαρήσια στοὺς φτωχοὺς καὶ τριγύρισε ὅλη τὴν ἐκκλησία, ἐπειδὴ νόμιζε ὅτι θὰ δεῖ κάποιον ποὺ ὄφειλε νὰ τοῦ δώσει κάτι, δὲν εἶδε κανένα ἕκτος ἀπὸ τοὺς φτωχοὺς ποὺ κάθονταν πάλι ἐκεῖ. Καὶ καθὼς διαλογιζόταν σὲ ποιὸν νὰ πεῖ ἢ ἀπὸ ποιὸν νὰ ἀπαιτήσει, βλέπει μπροστὰ στὰ πόδια του στὸ μάρμαρο ἕνα μιλιαρήσιο μεγάλο ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ εἶχε μοιράσει στοὺς ἀδελφούς. Ἔσκυψε τότε, τὸ πῆρε, πῆγε στὸ σπίτι του καὶ λέει στὴ σύζυγό του: «Νά, ποὺ πῆγα στὴν ἐκκλησία σας καὶ σὲ διαβεβαιώνω, γυναίκα, δὲν εἶδα ὅπως εἶπες τὸ Θεὸ τῶν χριστιανῶν καὶ δὲν μοῦ ἔδωσε τίποτε, βρῆκα ὅμως τὸ μιλιαρήσιο τοῦτο στὸν τόπο ὅπου κι ἐγὼ ἔδωσα τὰ πενῆντα μιλιαρήσια».
Τότε τοῦ λέει ἡ θαυμαστὴ γυναίκα: «Αὐτὸς εἶναι ποὺ ἔδωσε τοῦτο ἀφανῶς, ἐπειδὴ εἶναι ἀόρατος καὶ διοικεῖ τὸν κόσμο μὲ ἀόρατη δύναμη καὶ χέρι. Ὅμως πήγαινε, κύριέ μου, κι ἀγόρασέ μας τίποτε νὰ φᾶμε σήμερα κι Αὐτός σου ξαναδίνει». Αὐτὸς πῆγε κι ἀγόρασε γι’ αὐτοὺς ψωμὶ καὶ κρασὶ καὶ ψάρι καὶ τὰ δίνει στὴ γυναίκα. Αὐτὴ πῆρε τὸ ψάρι κι ἄρχισε νὰ τὸ καθαρίζει. Κι ὅταν τὸ ἄνοιξε, βρίσκει στὰ σπλάχνα τοῦ μιὰ πέτρα τόσο θαυμαστή, ποὺ ἀπόρησε ἡ γυναίκα μ’ αὐτήν. Βέβαια δὲν ἤξερε τί εἶναι, ἀλλ’ ὅμως τὴ φύλαξε. Ὅταν ἦρθε ὁ ἄνδρας της, καθὼς ἔτρωγαν, τοῦ ἔδειξε τὴν πέτρα ποὺ βρῆκε καὶ εἶπε: «Νά, αὐτὴν τὴν πέτρα βρῆκα στὸ ψάρι». Αὐτὸς βλέποντας τὴν, θαύμασε μὲν κι αὐτὸς τὴν ὀμορφιά της, ἀγνοοῦσε ὅμως τὴ φύση της. Κι ὅταν ἔφαγαν, τῆς λέει: «Δώσ’ τή μου καὶ πηγαίνω νὰ τὴν πουλήσω, ἂν τυχὸν καὶ βρῶ κανένα νὰ μοῦ δώσει γι’ αὐτὴν τίποτε».
Γιατί οὔτε κι αὐτός, ὅπως εἶπα, ἤξερε τί εἶναι, ὄντας ἀστοιχείωτος. Παίρνει λοιπὸν τὴν πέτρα καὶ πηγαίνει στὸν τραπεζίτη, ὁ ὁποῖος ἦταν καὶ ἀργυροπράτης. Ἦταν τότε ὥρα νὰ κλείσει· (ἦταν βράδυ). Λέει στὸν ἀργυροπράτη: «Θέλεις νὰ ἀγοράσεις αὐτὴν τὴν πετρούλα:» Τότε ὁ ἀργυροπράτης τὴ βλέπει καὶ λέει: «Καὶ τί θέλεις γι’ αὐτήν;» Τοῦ λέει ὁ πωλητής: «Δῶσε ὅ,τι θέλεις». Τοῦ λέει ἐκεῖνος: «Πάρε πέντε μιλιαρήσια». Τότε ὁ πωλητής, ἐπειδὴ νόμισε ὅτι τὸν περιπαίζει, τοῦ λέει: «Καὶ δίνεις αὐτὰ γιὰ τούτη;» Καὶ ὁ ἀργυροπράτης, ἐπειδὴ νόμισε ὅτι εἰρωνικά του ἀπάντησε ἔτσι, τοῦ λέει: «Πάρε δέκα μιλιαρήσια».
Ὁ δὲ πωλητής, νομίζοντας ὅτι τὸν ξανακοροϊδεύει, σιωποῦσε. Τοῦ λέει ὁ ἀργυροπράτης: «Πάρε εἴκοσι μιλιαρήσια γι’ αὐτήν». Ἀλλ’ αὐτὸς σιωποῦσε χωρὶς νὰ ἀποκρίνεται τίποτε. Καθὼς ὅμως ἀνέβηκε στὰ τριάντα καὶ μετὰ μέχρι τὰ πενῆντα μιλιαρίσια ὁ ἀργυροπράτης ὁρκιζόμενος ὅτι πράγματι θὰ τὰ δώσει, τότε τὸ καλοσκέφτηκε καὶ μπῆκε στὸ νόημα ὅτι, ἂν δὲν ἦταν αὐτὴ πολύτιμη, δὲν θὰ ἔδινε πενῆντα μιλιαρήσια γι’ αὐτὴν κι’ ἀνεβάζοντας λίγο-λίγο τὴν τιμή, τοῦ δίνει μέχρι τριακόσια μιλιαρήσια μεγάλα. Κι ὅταν τὰ πῆρε, ἀφοῦ ἔδωσε τὴν πέτρα, ἔρχεται στὴ γυναίκα τοῦ χαρούμενος.
Αὐτή, ὅταν τὸν εἶδε τοῦ λέει: «Πόσο τὴν πῆρε;» νομίζοντας ὅτι ἢ πέντε ἢ δέκα φόλεις τὴν πούλησε. Αὐτὸς ἔβγαλε τότε τὰ τριακόσια μιλιαρήσια καὶ τῆς τὰ ἔδωσε λέγοντας ὅτι τόσο τὴν πούλησε. Αὐτὴ θαύμασε τὴν ἀγαθότητα τοῦ φιλάνθρωπου Θεοῦ καὶ λέει πρὸς αὐτόν: «Νά, ἄνδρα μου, πόσο ἀγαθὸς καὶ εὐγνώμων καὶ πλούσιος εἶναι ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν. Βλέπεις πὼς ὄχι μόνο τα πενῆντα μιλιαρήσια, ἀλλὰ καὶ τὸν τόκο τοὺς ἔδωσε σὲ σένα ποὺ Τοῦ δάνεισες, ἀλλὰ καὶ σὲ λίγες μέρες στὰ παρέδωσε ἑξαπλάσια.
Μάθε λοιπὸν ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεὸς ἄλλος οὔτε στὴ γῆ οὔτε στὸν οὐρανὸ παρὰ μόνο Αὐτός». Κι ἐπειδὴ πείστηκε ἀπ’ αὐτὸ τὸ θαῦμα καὶ γνώρισε ἐκ πείρας καὶ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν ἀλήθεια, ἔγινε ἀμέσως χριστιανὸς καὶ δόξασε τὸ Σωτήρα μᾶς Χριστὸ «σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ ἁγίω Πνεύματι» εὐχαριστώντας τὸν πάρα πολὺ γιὰ τὴ σύνεση τῆς γυναίκας του, διὰ τῆς ὁποίας τοῦ δωρήθηκέ το νὰ γνωρίσει τὸ Θεὸ «ἐν ἀληθεία».
(Ἰωάννου Μόσχου, «Λειμωνάριον», ἔκδ. Ι.Μ.Σταυρονικήτα-Ἄγ. Ὅρος, σ.205-208)
http://tokandylaki.blogspot.gr