ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
 
Ἡ σωτήριος ὑπομονὴ
 
Γιὰ νὰ ὑπομείνης τὸν ἄλλον, πρέπει νὰ τὸν ἀγαπήσης
 
– Γέροντα, πῶς ἀποκτιέται ἡ ὑπομονή;
– Ἡ ὑπομονὴ ἔχει βάση τὴν ἀγάπη.
 
«Ἡ ἀγάπη πάντα ὑπομένει»[1], λέει ὁ Ἀπόστολος. Γιὰ νὰ ὑπομείνης τὸν ἄλλον, πρέπει νὰ τὸν ἀγαπήσης, νὰ τὸν πονέσης. Ἂν δὲν τὸν πονέσης, τὸν βαριέσαι.
 
 
– Γέροντα, νὰ μιλήσω γιὰ μιὰ δυσκολία ποὺ ἀντιμετωπίζω ἢ νὰ σιωπήσω;
 
– Ἂν δὲν μιλήσης γιὰ τὴν δυσκολία σου ἀπὸ ἀγάπη, γιὰ νὰ μὴ δυσκολέψης τοὺς ἄλλους, θὰ διατηρήσης τὴν εἰρήνη μέσα σου. Αὐτὴ ἡ δυσκολία θὰ φέρη τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Καλύτερα νὰ δυσκολευθῆς ἐσύ, παρὰ νὰ δυσκολευθῆ ὁ ἄλλος ἐξαιτίας σου.
 
Μιὰ φορὰ ἐπέστρεψα ἀργὰ στὸ Κελλὶ ἀπὸ τὴν Λιτανεία τῆς Μονῆς Κουτλουμουσίου.
 
Ἤμουν κατακουρασμένος καὶ πονοῦσα πολύ, γιατὶ τότε εἶχα πρόβλημα μὲ τὴν μέση μου. Βρῆκα ἀπ᾿ ἔξω νὰ μὲ περιμένη ἕνα γεροντάκι ὀγδόντα πέντε χρονῶν ποὺ ἤθελε νὰ μείνη τὸ βράδυ στὸ Κελλί. Εἶχε ἀφήσει καὶ τὴν βαλίτσα του πιὸ κάτω, γιατὶ δὲν μποροῦσε νὰ τὴν σηκώση. Ἀφοῦ τοῦ ἐξήγησα ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ διανυκτερεύση σ᾿ ἐμένα, φορτώθηκα στὸν ὦμο τὴν βαλίτσα του καὶ τὸν πῆγα στὸ ξενοδοχεῖο, μισὴ ὥρα ἀνήφορο· τοῦ ἔδωσα καὶ πεντακόσιες δραχμὲς γιὰ τὰ ἔξοδά του. Ἔκανα λίγη ὑπομονὴ καὶ μετὰ ἤμουν ἀναπαυμένος, γιατὶ ἀναπαύθηκε ὁ ἄλλος.

– Γέροντα, ὅταν ἡ ἀδελφὴ μὲ τὴν ὁποία συνεργάζομαι εἶναι ζορισμένη, τὴν λυπᾶμαι καὶ τὴν κάνω ὑπομονή· αὐτὸ ἔχει μέσα ἀγάπη;
 
– Καὶ ποῦ ξέρεις ἂν δὲν εἶσαι ἐσὺ αἰτία ποὺ εἶναι ἡ ἄλλη ζορισμένη καὶ σὲ κάνει ἐκείνη ὑπομονή; Ἂν νομίζης ὅτι ἐσὺ εἶσαι σὲ καλύτερη πνευματικὴ κατάσταση καὶ τὴν κάνης ὑπομονή, τότε πρέπει νὰ λυπᾶσαι τὸν ἑαυτό σου. Ὅταν ὑπάρχη πραγματικὴ ἀγάπη καὶ ὑπομονή, δικαιολογεῖ κανεὶς τὸν ἄλλον, καὶ μόνον τὸν ἑαυτό του κατηγορεῖ. «Θεέ μου, ἐγὼ εἶμαι ἔνοχος, λέει, μὴ μὲ ὑπολογίζης ἐμένα· πέταξέ με στὴν ἄκρη καὶ βοήθησε τὸν ἄλλον». Αὐτὴ εἶναι ἡ σωστὴ τοποθέτηση, ἡ ὁποία ἔχει καὶ πολλὴ ταπείνωση, καὶ τότε δέχεται ὁ ἄνθρωπος πλούσια τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Θὰ εὔχωμαι νὰ γίνης «σκύμνος»[2] πνευματικός, σὰν τὰ μπρούντζινα λεονταράκια ποὺ μὲ τὴν πλάτη τους στηρίζουν τὰ μανουάλια τῆς ἐκκλησίας καὶ οὔτε ταράσσονται οὔτε ἀκοῦνε οὔτε μιλᾶνε, ἀλλὰ σηκώνουν βάρος στὴν πλάτη τους. Ἀμήν.
 
[1] Α´ Κορ. 13, 7.
[2] Ὁ σκύμνος: Τὸ λεονταράκι
 
 
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου:
ΛΟΓΟΙ Ε’
«Πάθη καὶ Ἀρετὲς»
 
https://wra9.blogspot.com/2021/07/blog-post_59.html