ΥΠΟΘΕΣΗ ΜΓ΄(43)
Τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου
Στά μέρη τῆς Νουρσίας δύο μοναχοί πού ζοῦσαν ἐνάρετα καί λέγονταν Φλωρέντιος καί Εὐτύχιος.
Ὁ Εὐτύχιος, ὁ ὁποῖος εἶχε περίσσιο πνευματικό ζῆλο καί δυνατή φλόγα, ἀγωνιζόταν μέ τή διδασκαλία νά ὁδηγεῖ πολλές ψυχές στόν Θεό. Ἀργότερα, μετά ἀπό θερμή παράκληση τῶν ἀδελφῶν ἑνός μαναστηριοῦ τῆς περιοχῆς, ἔγινε γιά πολλά χρόνια ἡγούμενος σέ αὐτό, καί μέ τό συνεχές ἅγιο παράδειγμά του ὁδήγησε πολλούς στήν τελειότητα. Γι᾿ αὐτό καί μετά τόν θάνατό του δοξάστηκε ἀπό τόν Θεό μέ ἐκπληκτικά καί μεγάλα θαύματα, καθώς τό ἔνδυμά του σταμάτησε τήν ξηρασία καί ἔκανε καί ἄλλες θεραπεῖες.
Μετά τήν ἀναχώρηση τοῦ Εὐτυχίου στό μοναστήρι, ὁ Φλωρέντιος, ἔχοντας μείνει μόνος στό ἀσκητήριο ὅπου προηγουμένως ζοῦσαν καί οἱ δύο, περνοῦσε αὐτή τή ζωή ἀφοσιωμένος στήν ἀκακία καί τήν προσευχή· ὡστόσο παρακαλοῦσε τόν παντοδύναμο Θεό νά τοῦ δώσει κάποια βοήθεια, ὥστε νά παραμείνει ἐκεῖ. Μιά μέρα λοιπόν, βγαίνοντας ἀπό τό κελλί μετά τήν προσευχή, βγῆκε μπροστά στήν πόρτα νά στέκεται μία ἀρκούδα μέ τό κεφάλι κατεβασμένο πρός τή γῆ, νά δείχνει φανερά ὅτι τοῦ στάλθηκε ἀπό τόν Θεό γιά νά τόν ὑπηρετεῖ. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ κατάλαβε τήν αἰτία τῆς παρουσίας τῆς ἀρκούδας καί εὐχαρίστησε τόν Θεό. Παρέδωσε ἔπειτα σέ αὐτήν τέσσερα πρόβατα πού εἶχε χωρίς νά ἔχει κάποιον νά τά βόσκει, καί τήν πρόσταξε:
«Πήγαινε νά βόσκεις αὐτά τά πρόβατα, καί νά ἐπιστρέψεις κατά τήν ἕκτη ὥρα».
Ἡ ἀρκούδα πῆρε τά πρόβατα καί τά ἔβγαλε στή βοσκή, καί τά γύρισε πάλι τήν ὥρα πού διατάχτηκε. Ὅταν ὁ ὅσιος ἤθελε νά νηστέψει, τή διέταζε νά γυρίσει κατά τήν ἐνάτη ὥρα, καί ἡ ἀρκούδα πάντοτε γυρνοῦσε τήν ὥρα ἀκριβῶς πού διαταζόταν.
Καί ἐνῶ αὐτό γινόταν καθημερινά καί ἡ ἀρκούδα ἔβοσκε μέ ἐπιμέλεια τά πρόβατα γιά πολύν καιρό, ἡ φήμη τοῦ θαύματος ἁπλωνόταν ὅλο καί περισσότερο τότε ὁ πονηρός πλησίασε τέσσερις ἀπό τούς μαθητές τοῦ εὐλαβοῦς Εὐτυχίου καί ἔβαλε μέσα τους φθόνο, ἐπειδή ὁ δάσκαλός τους δέν ἔκανε θαύματα, ἐνῶ ὁ Φλωρέντιος ἔλαμπε μέ τόσο μεγάλο θαῦμα. Τούς παρακίνησε λοιπόν καί παραμόνεψαν καί σκότωσαν τήν ἀρκούδα.
Ὁ Φλωρέντιος, ὅταν ἤρθε ἡ ὥρα πού εἶχε πεῖ στήν ἀρκούδα νά γυρίσει, τήν περίμενε ὅπως συνήθως. Καί καθώς ὅμως βράδιασε καί δέν φαινόταν πουθενά ἡ ἀρκούδα, τήν ὁποία ἀπό τήν πολλή ἀκακία του ὀνόμαζε ἀδελφό, ἄρχισε νά ἀνησυχεῖ. Πέρασε τή νύχτα στενοχωρημένος καί τό πρωί πῆγε στό λιβάδι νά ἀναζητήσει τήν ἀρκούδα καί τά πρόβατα. Ὅταν τή βρῆκε σκοτωμένη καί, μετά ἀπό ἔρευνα, ἔμαθε ποιοί τή σκότωσαν, ἄρχισε νά θρηνεῖ, κλαίγοντας γιά τήν κακία τῶν ἀδελφῶν περισσότερο, παρά γιά τόν θάνατο τῆς ἀρκούδας.
Ὁ σεβάσμιος Εὐτύχιος, ὅταν ἔμαθε τό γεγονός, τόν πῆρε κοντά του καί προσπαθοῦσε νά τόν παρηγορήσει. Ὁ δοῦλος ὅμως τοῦ Θεοῦ Φλωρέντιος, παρασυρμένος ἀπό τόν μεγάλο του πόνο, εὐχήθηκε μπροστά σέ αὐτόν καί εἶπε:
«Ἐλπίζω στόν παντοδύναμο Θεό ὅτι σέ αὐτή τή ζωή, μπροστά στούς ἀνθρώπους, θά πάρουν τήν ἀνταμοιβή γιά τήν κακία τους αὐτοί πού σκότωσαν τήν ἀρκούδα μου, χωρίς νά τούς βλάψει καθόλου».
Δέν πρόλαβε νά τό πεῖ καί ἦρθε ἡ τιμωρία ἀπό τόν Θεό: οἱ τέσσερις μοναχοί ἀρρώστησαν ἀπό λέπρα, τά μέλη τους σάπησαν ἐντελῶς καί ἔτσι πέθαναν.
Ἀπό τό γεγονός αὐτό ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ Φλωρέντιος τά ἔχασε καί φοβήθηκε πού τούς καταράστηκε. Ἀποκαλοῦσε τόν ἑαυτό του φονιά ἐκείνων τῶν ἀδελφῶν καί σέ ὅλη του τή ζωή δέν ἔπαψε νά θρηνεῖ γι᾿ αὐτούς καί νά παρακαλεῖ τόν Θεό νά τοῦ συγχωρήσει τό ἁμάρτημα. Πιστεύω μάλιστα ὅτι ὁ παντοδύναμος Θεός τό ἔκανε αὐτό, γιά νά μήν τολμήσει ἀπό ἐκεῖ καί πέρα ὁ ἀξιοθαύμαστος καί ἄκακος αὐτός ἄνθρωπος νά ρίξει σέ κάποιον τό βέλος τῆς κατάρας παρασυρμένος ἀπό τόν ὁποιονδήποτε πόνο του.
Πέτρος: Καί εἶναι τόσο πολύ βαρύ αὐτό τό ἁμάρτημα, ἄν ἴσως καταραστοῦμε ποτέ κάποιον παρασυρμένοι ἀπό τόν θυμό;
Γρηγόριος: Τί μέ ρωτᾶς, Πέτρε, γι᾿ αὐτό τό ἁμάρτημα, ἄν εἶναι βαρύ, ὅταν ὁ Παῦλος λέει ὅτι αὐτοί πού καταριοῦνται1 δέν θά κληρονομήσουν τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ2; Σκέψου λοιπόν πόσο βαρύ ἁμάρτημα εἶναι, ἀφοῦ στερεῖ ἀπό τήν κληρονομία τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
ΑΓΙΩΝΠΑΤΕΡΩΝ»
Εὐεργετινός τόμος β΄
Ἐκδόσεις:«ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ»
1Στό κείμενο: λοίδοροι (= ὑβριστές). Ἡ ἀντίστοιχη ὅμως λέξη τοῦ λατινικοῦ κειμένου, τό ὁποῖο εἶχε ὑπόψη του ὁ συγγραφέας, εἶναι maledici, πού ἔχει καί τή σημασία “αὐτοί πού καταριοῦνται” (PL 77, 253B).
2Α΄ Κορ. στ΄ : 10.
Εὐχαριστοῦμε θερμά τίς ἐκδόσεις «ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ» γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδουν.