Δυσκολίες. Μέρος Γ’

Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα

Ἕγινα ἔξω φρενῶν μ’ ἐκεῖνο τόν ἀπατεώνα.  Καί δέν ἔνιωσα καμιά τύψη, πού εἶδα τή χαρά τῆς κοριάκας νά μετατρέπεται σέ θρῆνο, ὅταν τῆς ἐξήγησα πόσα ἄσπλαχνα τούς εἶχε λεηλατήσει ἐκεῖνος ὁ Νεουστόιν.
Τῆς χάρισα ἀμέσως ὅσες βελόνες εἶχα μαζί μου.  Καὶ τῆς ἔστειλα ἀργότερα μιά γεμάτη χούφτα βελόνες, γιά νά τίς μοιράσει σ’ ὅλους τούς κατοίκους τοῦ χωριοῦ.
Μέ τέτοιους καί ἄλλους διαφόρους τρόπους, ἀνάλογα μέ τίς περιστάσεις πού παρουσιάζονταν κάθε φορά, προσπαθοῦσα νά τούς ἀνοίξω τά μάτια.  Καί δέν εἶχαν τρόπο νά μοῦ δείχνουν τήν εὐγνωμοσύνη τους γι’ αὐτό. Ἀντίθετα, οἱ ἔμποροι ἄρχισαν νά μέ φοβοῦνται. Ἀπέφευγαν μέ κάθε τρόπο νά συνατηθοῦν μαζί μου, καί σ’ ὅποιο χωριό πήγαιναν, ρωτοῦσαν ἄν πέρασε ἀπό κεῖ ὁ παπα-Νέστορας καί τί ἔλεγε.
Ὑπῆραν μερικοί ἀμερικάνοι μεταπράτες γουναρικῶν, πού ἦταν πιό ἄθλιοι καί ἄπλαχνοι ἀπ’ ὅλους. Αὐτοὶ δέν ἔδιναν κάν ποτά στούς ντόπιους, ἀλλά μιά φτηνή κολώνια, πού περιεῖχε ἕνα τοξικό συστατικό. Ὅσοι ἔπιναν ἀρκετή ποσότητα ἀπ’ αὐτήν ἤ τυφλώνονταν ἤ πέθαιναν.
Θυμᾶμαι πού μιά φορά στό χωριό Γιάμισκ, στά ὀχοτσκικά παράλια, δύο ἰθαγενεῖς εἶχαν πιεῖ τέτοια κολώνια. Μετά ἀποκοιμήθηκαν δίπλα σ’ ἄδεια μπουκάλια μέχρι τό ἄλλο πρωί.
Ξημερώνοντας, ξύπνησε ὁ ἕνας κι ἄρχισε νά φωνάζει πανικόβλητος στόν ἄλλο:
-Δέν βλέπω!  Δέν βλέπω! Ἔλα κοντά μου!  Κοιτάζω, μά τίποτε δέν βλέπω!
Ἔτριβε δυνατά καί ἀπεγνωσμένα τά μάτια του. Ἄδικα ὅμως. Εἶχε τυφλωθεῖ γιά πάντα.  Μά κι ὁ φίλος του δέν ἀπαντοῦσε. Ἦταν νεκρός. Πάνω στό ἄψυχο σῶμα του βρήκαμε τόν τυφλό νά κλαίει γοερά, ὅταν τρέξαμε ἐκεῖ ὁδηγημένοι ἀπ’ τίς κραυγές του.
Οἱ καμτσαντάλοι πάντως εἶχαν ἀνακαλύψει, δέν ξέρω πῶς, κι ἕνα ἀντίδοτο, πού ἐξουδετέρωνε τή βλαβερή δράση τῆς κολώνιας. Ἕνα ἀντίδοτο, πού ἦταν ἀδύνατο νά τό φανταστῶ, ὥσπου συνέβη τό ἀκόλουθο περιστατικό:
Ἦταν μιά ἄγρια χειμωνιάτικη νύχτα. Ἡ ὀχοτσκική θάλασσα λυσσομανοῦσε, καί μιά τρομερή χιονοθύελλα μάστιζε τά παράλια. Ὅμως ὁ κόπος μου ἀπό μιά μακρινή περιοδεία ἦταν τόσος, πού ἡ κοσμοχαλασιά δέν μ’ ἐμπόδιζε νά κοιμᾶμαι βαθιά. Γι’ αὐτό καί μέ πολλή καθυστέρηση ἄκουσα τά δυνατά χτυπήματα στήν ἐξώπορτα. Ὅταν ἄνοιξα, βρέθηκα μπροστά σέ δυό γέρους καμτσαντάλους, πού χωρίς πολλά λόγια μέ παρακάλεσαν νά τούς ἀκολουθήσω.
-Θά σώσετε ἕναν ἄνθρωπο ἀπό τό θάνατο, εἶπαν.
Ἦταν ὀρθόδοξοι καί μέ γνώριζαν.
Τούς πρότεινα νά πάρω τό μικρό κινητό φαρμακεῖο μου, ἀλλ’ ἀρνήθηκαν. Οὔτε τά Τίμια Δῶρα μ’ ἄφησαν νά πάρω.
-Τό μόνο πού χρειάζεται εἶναι νά μᾶς ἀκολουθήσετε χωρίς καμιά καθυστέρηση, ἐπέμειναν μέ ἱκετευτικό τόνο.
Ὑποχώρησα καί τούς ἀκολούθησα ἀμέσως, ρίχνοντας μόνο πάνω μου ἕνα βαρύ παλτό.
Προχωρούσαμε μέ μεγάλη δυσκολία μέσα στή χιονοθύελλα. Οἱ νιφάδες κι ὁ ἄνεμος μοῦ πάγωναν τό πρόσωπο, ἀλλά δέν ἔδινα σημασία. Ἤμουν βυθισμένος σέ λογισμούς. Μήπως μέ περίμενε κανένα κακό; Μήπως μοῦ εἶχαν στήσει καμιά παγίδα; Ἤξερα βέβαια πώς οἱ καμτσαντάλοι εἶναι ἀθῶοι ἄνθρωποι, ἀλλά….
Φτάσαμε σ’ ἕναν ἀπάγκιο τόπο, ὅπου εἶχαν ἀφήσει τά ἕλκηθρά τους. Ἐκεῖ ἦταν ξαπλωμένος ἕνας σχετικά νέος ἄνθρωπος, σέ κατάσταση κωματώδη καί μέ τό πρόσωπο κατακόκκινο σάν αἷμα. Τρόμαξα ὅταν τόν εἶδα σέ τέτοιο χάλι.  Πρίν προλάβω ὅμως νά πῶ ὁτιδήποτε, ὁ ἕνας γερο-καμτσαντάλος μοῦ εἶπε ἀνυπόμονα:
-Σᾶς παρακαλοῦμε, πάτερ, ἀνοῖξτε του τό στόμα καί οὐρῆστε μέσα!
Ταράχθηκα. Ἔκανα πίσω καί τούς ἔβαλα τίς φωνές.
-Γι’ αὐτό μέ φέρατε ἐδῶ, μέσα στή νύχτα καί μέ τέτοιο καιρό;  Γιά νά μέ ἐμπαίξετε;
Ἐκεῖνοι ἄρχισαν νά σταυροκοπιοῦνται:
-Γιά ὄνομα τοῦ Θεοῦ, παπούλη, ποτέ δέν σκεφθήκαμε κάτι τέτοιο.  Κάντε σᾶς παρακαλοῦμε, ὅ,τι σᾶς εἴπαμε. Ἐσεῖς εἶστε νέος καὶ μπορεῖτε. Ἐμεῖς προσπαθήσαμε, ἀλλά  χωρίς ἀποτέλεσμα. Μόνο κάντε γρήγορα.
Μέ δυσκολία ὑπάκουσα. Γιά μένα ἦταν ἕνας βάρβαρος τρόπος θεραπείας, ἐνῶ γι’ αὐτούς δοκιμασμένος καί ἀποτελεσματικός.
Πράγματι σέ λίγο ἀπό τό στόμα τοῦ ἀρρώστου ἄρχισαν νά βγαίνουν ἀφροί. Σιγά-σιγά βρῆκε τίς αἰσθήσεις του. Καί σέ λίγη ὥρα συνῆλθε τελείως. Στό μεταξύ οἱ δύο σύντροφοί του μοῦ ἐξήγησαν ὅτι εἶχε δηλητηριαστεῖ ἀπό τή φοβερή ἐκείνη κολώνια, πού εἶχε πιεῖ γιά νά ζεσταθεῖ. Κι ἄν δέν τοῦ ἔδινα ἐκεῖνο τό ἀηδιαστικό ἀντίδοτο σίγουρα θά εἶχε πεθάνει.
Φεύγοντας, μ’ εὐχαριστοῦσαν κι οἱ τρεῖς καί ζητοῦσαν συγνώμη γιά τήν ἀνησυχία πού μοῦ εἶχαν προκαλέσει.
Ἐκεῖνο τόν καιρό, πάντως, σ’ ὅλη τήν περιοχή τῆς Καμτσάτκας οἱ ἀρρώστιες ἀντιμετωπίζονταν μέ πρωτόγονα θεραπευτικά μέσα, μπερδεμένα μέ μαγικές ἀντιλήψεις. Γιά νά θεραπεύσουν τά ἐγκαύματα, λ.χ., τά ἄλειφαν μέ αἷμα ἀπό τήν κομμένη οὐρά ἑνός σκύλου.
Στίς λειχῆνες ἔβαζαν τριμμένο καπνό ἤ μπαρουτόσκονη ἤ ἔραβαν στό δέρμα τους, γύρω ἀπό τη λειχήνα, γυναικεῖες τρίχες τριμμένες μέ κάρβουνο. Γιά τή λιθίαση ἔπειναν κοπανισμένο γυαλί. Ὅλες τίς παθήσεις τῶν ματιῶν τίς θεράπευαν μέ τά ὑπολείματα τοῦ καπνοῦ τῆς πίπας
Στό κριθαράκι τοῦ ματιοῦ ἔβαζαν πίσσα ἀπό σημύδα. Τέλος, στά πονεμένα αὐτιά ἔχυναν ζουμί ἀπό βρασμένο καπνό.
Ἦταν γενικά ἀξιοθρήνητη ἡ κατάσταση στήν Καμτσάτκα καί στόν ἰατροφαρμακευτικό τομέα.  Διοικητικά, πρίν ἀκόμα γίνει ξεχωριστός νομός, ὑπαγόταν στό νομάρχη τοῦ Βλαντιβοστόκ. Τό 1908 ἦρθε ἀπό κεῖ ὁ νομάρχης Φλούγκ γιά ἐπιθεώρηση. Διαπίστωσε τήν ἐγκατάλειψη τῆς περιοχῆς καί ἐνδιαφέρθηκε γιά τήν ἐξασφάλιση ἰατρικῆς περιθάλψεως τῶν κατοίκων.
Σ’ ὁλόκληρη τή χερσόνησο ὑπῆρχε τότε μόνο ἕνας γιατρός, ὁ Τιοῦσεφ. Ἦταν χρόνια ἐδῶ καί κανείς δέν θυμόταν πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθῆκες εἶχε ἔρθει σ’ αὐτό τό τόπο τῆς ἐξορίας. Εἶχε χάσει κάθε ἐπαφή μέ τό κέντρο τοῦ ρωσικοῦ κράτους.
Εἶχε ἔτσι ἀποκοπεῖ ἀπό τήν πολιτισμένη ζωή καί προσαρμοστεῖ στό πρωτογονισμό τῆς Καμτσάτκας. Ἔφτασε στό σημεῖο νά χρησιμοποιεῖ πρακτικές καί κομπογιαννίτικες μεθόδους θεραπείας, ἐγκαταλείποντας -ἤ ξεχνώντας, ποιός ξέρει- τήν ἐπιστημονική ἰατρική.
Ὁ νομάρχης Φλούγκ κάλεσε τό γιατρό Τιοῦσεφ.
-Ὑπάρχουν στό Πετροπαυλόφσκ νοσοκομεῖο καί φάρμακα; τόν ρώτησε.
-Ὑπάρχουν! ἀπάντησε μέ παράξενο ὕφος.  Κι ἔβγαλε ἀπό τήν τσέπη του ἕνα κουτάκι. Περιεῖχε μερικά σκονάκια, ἕνα μπουκαλάκι μέ ἰώδιο κι ἕνα ρολό ἐπίδεσμο.
-Νά!  Αὐτό εἶν’ ὅλο μας τό νοσοκομεῖο κι ὅλο μας τό φαρμακεῖο!
Ὁ νομάρχης ἔπεσε ἀπό τά σύννεφα.  Ποτέ δέν φανταζόταν τέτοια ἐγκατάλειψη τῆς περιοχῆς ἀπό τήν «καλή μητέρα Ρωσία».
Ἔδωσε ἀμέσως ἐντολή νά φέρουν στό γιατρό ἕνα φαρμακεῖο ἐκστρατείας καλά ἐξοπλισμένο. Ἐκεῖνος ὅμως, ἀπό τήν ντροπή του, εἶχε σωριαστεῖ σέ μιά καρέκλα, ἄσπρος σάν τό πανί.
Πληροφορήθηκα ὅτι μετά ἀπό λίγο ὑπέβαλε τήν παραίτησή του καί ἔφυγε μέ τή γυναίκα του γιά τό Ἰρκούτσκ.
Περιττό νά πῶ, πώς γιά πολύ καιρό ἄλλος γιατρός δέν φάνηκε στή θέση του. Σύντομα τό πῆρα ἀπόφαση, πώς γιά μεγάλο διάστημα δέν ἤμουν μόνο ὁ μοναδικός παπάς στήν ἀχανή Καμτσάτκα, ἀλλά καί ὁ μοναδικός γιατρός!  «Ἰατρός ψυχῶν τε καί σωμάτων» στ’ ἀλήθεια, κατά παραχώρηση Θεοῦ. Ἀνέλαβα ἀναγκαστικά κι αὐτό τό ρόλο, ἐπικαλούμενος ἀδιάκοπα τή βοήθεια τῆς Ὑπεραγείας Θεοτόκου, τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος καί ὅλων τῶν ἁγίων καί ἰαματικῶν Ἀναργύρων.
Θυμᾶμαι μερικά σποραδικά περιστατικά ἀπό τήν πολύχρονη ἐνασχόλησή μου μέ τή θεραπεία τῶν πασχόντων ἰθαγενῶν.
Πῆγα κάποτε στήν καλύβα μιᾶς ἐβένης καί εἶδα τά δυό ἀγοράκια της, ἡλικίας ἕξι ὥς ὀκτώ ἐτῶν, νὰ εἶναι γεμάτα μολυσμένες πληγές. Ἡ ψώρα τά εἶχε καταφάει ἀπ’ τό κεφάλι ὥς τά πόδια. Καί ἡ ἐπιδείνωσή της  ἦταν γρήγορη, γιατί δέν ἔπαιρναν κανένα μέτρο καί δέν τηροῦσαν καμιά καθαριότητα. Προθυμοποιήθηκα νά περιποιηθῶ τίς πληγές τῶν παιδιῶν. Ἡ μητέρα τους ὅμως ἀντέδρασε μέ τό γνωστό πανικό τῆς ἄγνοιας.  Προσπάθησε νά προφυλάξει τά παιδιά της ἀπό τά χέρια μου, τραβώντας τα στό βάθος τῆς καλύβας.
-Ὄχι, ὄχι, ὄχι! ἐπαναλάμβανε φοβισμένη, βλέποντας τίς ἄγνωστες καί μυστηριώδεις γιά κείνη ἀλοιφές, πού ἔβλαλα ἀπό τήν τσάντα μου.
Βλέποντας τήν ἀρνητική της στάση, σκέφτηκα νά τήν πείσω παιδαγωγικά. Τῆς πρότεινα λοιπόν νά λούσει ἐκείνη ἕνα ἀπό τά παιδιά.
-Θά δεῖς πόσο θ’ ἀνακουφιστεῖ τό ψωριασμένο κεφαλάκι του μέ τό ζεστό νερό, τῆς εἶπα.
Συλλογίστηκε γιά λίγο ἡ ἐβένη. Τελικά ἔγνεψε μέ τό κεφάλι της συγκαταβατικά. Σηκώθηκε κι ἄρχισε νά ἑτοιμάζεται γιά τό λούσιμο τοῦ μεγαλύτερου ἀγοριοῦ. Τό μικρότερο παιδί ὅμως, βλέποντας τό ζεστό νερό, τήν πετσέτα, τούς ἐπιδέσμους καί τίς ἀλοιφές, νόμισε πώς θά ἔκανα κανένα κακό στόν ἀδελφό του.
Ἔβαλε τίς φωνές καί ὅρμησε καταπάνω μου γιά νά μ’ ἐμποδίσει. Μέ γρατζούναγε, μέ χτυποῦσε καί ξεστόμιζε ἀκατανόητες λέξεις. Ἡ μητέρα του τόν ἀπέσπασε μέ δυσκολία ἀπό πάνω μου, ὡστόσο κι ἐκείνη μέ κοιτοῦσε δύσπιστα. Καί πάλι τούς καθησύχασα πειστικά καί γλυκομίλητα.
Ἄρχισα νά λούζω τό μεγαλύτερο παιδί, φροντίζοντας νά μήν πάει καθόλου σαπουνάδα στά μάτια του.  Παράδοξα, τοῦ ἄρεσε πολύ. Διασκέδαζε κιόλας, νιώθοντας τό κεφάλι του ἀφρισμένο.  Γελοῦσε χαρούμενο καί μέ παρακαλοῦσε νά παρατείνω τό ἀνακουφιστικό ἐκεῖνο παιχνίδι.
Αὐτό ἦταν. Εἶχα κερδίσει τήν ἐμπιστοσύνη της. Ὡστόσο τό ἄλλο παιδί δέν δεχόταν ἀκόμα νά τό φροντίσω. Γιά δέκα περίπου μέρες ἔλουζα καθημερινά ἐκεῖνο τό ἐβενάκι καί ἔβαζα στίς πληγές του τίς κατάλληλες ἀλοιφές. Μετά ἡ ἀρρώστια ἄρχισε νά ὑποχωρεῖ. Σέ μερικές ἑβδομάδες εἶχε σχεδόν τελείως θεραπευθεῖ. Τό παιδί ξετρελάθηκε ἀπό τή χαρά του καί ἡ μητέρα του δέν ἤξερε πῶς νά ἐκδηλώσει τόν ἐνθουσιασμό τους. Ταυτόχρονα μέ παρακαλοῦσε νά κάνω καλά καί τ’ ἄλλο της παιδί.  Τῆς τό ὑποσχέθηκα, μέ τόν ὅρο ὅτι θά μέ βοηθοῦσε κι ἡ ἴδια σ’ αὐτό.
Πρίν φύγω ἀπό κεῖ, τούς ἔδωσα πολλούς ἐπιδέσμους, ἀλοιφές, σαπούνια καί καθαρό ρουχισμό, ἀφοῦ προηγουμένως δίδαξα τήν ἐβένη πῶς νά φροντίζει γιά τήν καθαριότητα καί τήν ὑγιεινή τῶν παιδιῶν καί τῆς καλύβας της.
Καθώς, ἑτοιμαζόμουν νά φύγω, δέν μπόρεσα νά συγκρατήσω τά γέλια, ὅταν ἄκουσα ἐκείνη τήν ἁπλοϊκή γυναίκα νά λέει στούς ἀγωγιάτες μου:
-Νά μπεῖτε σ’ ὅλες τίς καλύβες καί νά πεῖτε στούς ἀνθρώπους ὅτι δέν πρέπει νά φοβοῦνται τόν ἰνοκλέκ (φίλο) παπα-Νέστορα.  Νά τόν ἀφήνουν νά τούς θεραπεύει μέ τό ἀφρισμένο νερό. Μόνο νά μήν τρῶνε ἐκεῖνο τό σκληρό λίπος, πού χρησιμοποιεῖ στό λούσιμο (ἐννοοῦσε τό σαπούνι).  Δέν εἶναι καθόλου νόστιμο. Ἐγώ ἔφαγα ἕνα κομμάτι κι ἀκόμα πονάει ἡ κοιλιά μου!

Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος
Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
Ἀπόδοση ἀπό τά ρωσικά
Ἔκδοση Τρίτη
Ἱερά Μονή Παρακλήτου Ωρωπός Ἀττικῆς 2001

 

Ἐπιμέλεια κειμένου και πηγή στο Διαδίκτυο  Ἀναβάσεις