Ὑπαρξιακό θέμα οἱ γιορτές
Εὐδοξία Αὐγουστίνου. Φιλόλογος – Θεολόγος
Στά πλαίσια τῆς ἐπιμήκυνσης τοῦ σχολικοῦ ἔτους τό Ὑπουργεῖο Παιδείας μελετᾶ τόν περιορισμό τῶν διακοπῶν τῶν Χριστουγέννων καί τοῦ Πάσχα, τήν κατάργηση τῆς ἑορτῆς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, τοῦ τοπικοῦ πολιούχου, τῆς Καθαρᾶς Δευτέρας καί τῶν ἐθνικῶν ἑορτῶν.
Κατ’ ἀρχάς ὅσον ἀφορᾶ στίς ἀργίες δέν ὑπερβαίνουμε τίς ἀντίστοιχες τῶν εὐρωπαϊκῶν χωρῶν. Τόσο ἡ διάρκεια τοῦ διδακτικοῦ ἔτους ὅσο καί ἡ διάρκεια τῶν σχολικῶν διακοπῶν συμβαδίζουν κατά μέσο ὅρο μέ αὐτόν τῶν κρατῶν τῆς Εὐρώπης (βλ. http/kemete.sch. gr). Ἀσφαλῶς οἱ λόγοι γιά τήν κατάργηση ἀργιῶν εἶναι βαθύτεροι. Μέ τόν μανδύα τῆς ἐπιμήκυνσης καλύπτεται μᾶλλον μιά ἐκκλησιομαχική καί συνάμα ἀντεθνική πολιτική πού στοχεύει στήν ἀλλοίωση τῆς ἰδιοπροσωπίας τῆς πατρίδας μας καί στήν ἀποκοπή ἀπό τίς ρίζες τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσής μας.
Τό θέμα ὅμως τῶν ἑορτῶν εἶναι ὑπαρξιακό, καθώς ὁ ὑγιής ψυχικά ἄνθρωπος αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά ἑορτάσει.Οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας εἶχαν συνειδητοποιήσει ὅτι «βίος ἀνεόρταστος μακρὰ ὁδὸς ἀπανδόχευτος» (Δημόκριτος, παρά Στοβαίῳ 154,38). Κάθε κοινωνία -ἀκόμη καί οἱ ἀθεϊστικές καί οἱ πρωτόγονες- καί κάθε πολιτισμός σφραγίζεται ἀπό τίς δικές του γιορτές, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν τά στοιχεῖα τῆς ταυτότητάς του καί τόν κοινωνικό του «καθρέπτη». Συνιστοῦν ἀναπόσπαστο κομμάτι στόν ἄξονα ἐργασίας καί ἀνάπαυσης τοῦ ἀνθρώπου καί μορφή ἀντίστασης στόν ἐργασιακό ὁλοκληρωτισμό, πού κατεδαφίζει τά πάντα. Ἡ νέα τάξη πραγμάτων προφανῶς δέν λαμβάνει ὑπ’ ὄψη της ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι «ἑορταστικόν ὂν» καί συνεπῶς δέν μπορεῖ νά ζήσει χωρίς γιορτές καί διακοπές. Ὡστόσο, ὁ ἀντιεορταστικός πόλεμος ἀποδεικνύει ὅτι οἱ γιορτές δύσκολα μποροῦν νά ξερριζωθοῦν καί νά ἐξαφανιστοῦν ἀπό τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Κοινωνική ζωή χωρίς γιορτές εἶναι ζωή φτωχή, ἐπίπεδη, ἄοσμη, ἄχρωμη καί ἀνούσια.
Στίς μέρες μας, μέσα στό γενικότερο κλίμα τῆς ἐκκοσμίκευσης καί τῆς ἀπαξίωσης τῆς παράδοσής μας, αὐξάνονται οἱ κοσμικές γιορτές καί προσπαθοῦν νά ἐκτοπίσουν καί νά ἀντικαταστήσουν τίς χριστιανικές. Ἔλεγχε χαρακτηριστικά ὁ πατήρ Παΐσιος: «Δυστυχῶς πᾶνε σιγά-σιγά οἱ ἄνθρωποι νά μήν ἀφήσουν οὔτε γιορτές οὔτε τίποτε… Ἔβαλαν τή γιορτή τῆς Μάνας, τοῦ Μάη, τοῦ Ἀπρίλη. Σέ λίγο θά ποῦν: Σήμερα εἶναι ἡ γιορτή τῆς ἀγκινάρας, τήν ἄλλη τοῦ κυπαρισσιοῦ, τήν ἄλλη τά γενέθλια αὐτοῦ πού βρῆκε τήν ἀτομική βόμβα ἤ τό ποδόσφαιρο». Οἱ χριστιανικές ὅμως γιορτές δέν ἔχουν καμία σχέση μέ τίς γιορτές «τοῦ κόσμου τούτου». Ἀποπνέουν τή φυσίζωο χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί ἀποτελοῦν ἀδιάκοπο κάλεσμα σωτηρίας. «Κεφάλαιον ἑορτῆς μνήμη Θεοῦ», ἀποφαίνεται ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (PG 36,345B).
Σέ μιά κοινωνία ὅπου ἡ λήθη ἀπειλεῖ νά ξεθωριάσει τίς μνῆμες, οἱ γιορτές ἀποτελοῦν τό πιό δραστικό ἀντίδοτο καί τό ἀσφαλές ἀνάχωμα κατά τῆς καταλυτικῆς δύναμης τοῦ χρόνου. Μέ αὐτές ἐπιπλέον ὁ πιστός νοηματοδοτεῖ τήν ὕπαρξή του καί σηματοδοτεῖ τήν πορεία του. Στίς γιορτές τῆς Ἐκκλησίας μας γιορτάζουμε, ἐπειδή γιορτάζει ὁ Χριστός· «Καὶ γὰρ τὸ πάσχα ἡμῶν ὑπὲρ ἡμῶν ἐτύθη Χριστός» (Α΄Κο 5,7). «Ἡμῖν ὁ Χριστὸς τὰς ἑορτὰς ἐκτετέλεκεν», διδάσκει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός (PG 96,545B). Γι᾽ αὐτό οἱ Πατέρες χαρακτηρίζουν τήν Ἐκκλησία ὡς «ἐκκλησία ἑορταζόντων ἀξίως τοῦ Πνεύματος» (Ἰω. Δαμασκηνοῦ, PG 96,761C).
Κέντρο βεβαίως ὅλων τῶν ἑορτῶν εἶναι ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Γύρω ἀπό τήν Ἀνάσταση περιστρέφεται ὅλο τό ἑορτολόγιο, ἡ ἀνάμνηση τῶν ἱερῶν γεγονότων καί τά ἱερά πρόσωπα. Ἔτσι ὁ ὑπέροχος ὀργανικός ἱστός τους ὑφαίνει γιά κάθε ἐποχή τό δικό της μοναδικό βάθος, διακοσμώντας το ἀναλόγως. Χαρακτηριστικό ἀκόμη τῶν ἑορτῶν μας εἶναι οἱ «ἐπὶ τὸ αὐτό» συνάξεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας. Ὅλοι μαζί ζοῦμε καί πανηγυρίζουμε ἐντονότερα τόν θρίαμβο τῆς Ἀναστάσεως, γι’ αὐτό καί ψάλλουμε: «Ἀναστάσεως ἡμέρα καὶ λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει καὶ ἀλλήλους περιπτυξώμεθα…». Ὑπάρχει ἔτσι μία κοινωνική δυναμική στίς γιορτές. Ἡ λατρεία ἔχει σαφῆ ἐπικοινωνιακό καί κοινωνικό χαρακτήρα.
Ἐξασφαλίζει ἀληθινή κοινωνικότητα καί «πρόσωπον πρὸς πρόσωπον» κοινωνία. Ἡ σύγχρονη μαζοποιημένη κοινωνία μέ τίς ἀνώνυμες καί ἀπρόσωπες σχέσεις της, τήν ἀπελπισία καί τήν ἀγωνία βρίσκει πραγματικό καταφύγιο, παρηγοριά καί διέξοδο, χαρά καί αἰσιοδοξία στίς ἑορταστικές συνάξεις τῆς φιλόστοργης μητέρας Ἐκκλησίας.
Οἱ γιορτές εἶναι τόπος καί τρόπος πνευματικῆς ἀφύπνισης καί ψυχικῆς ἀνακαίνισης. Γι’ αὐτό ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος προσκαλεῖ πανηγυρικά: «Ἑόρταζε, Χριστοῦ Ἐκκλησία… Χαίρετε ἐν Κυρίῳ, Χριστοῦ νεολαία, χαίρετε» (PG 43,432B -433C). Νά τί εἶναι γιορτή: ὁ Χριστός καί ἡ βασιλεία του στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων, γιατί «ἀνέστη Χριστὸς καὶ ζωὴ πολιτεύεται». Ἐπιπλέον, μέ τήν εὐκαιρία τῶν ἑορτῶν μᾶς δίδεται ἡ δυνατότητα νά μετέχουμε στό ἑορταστικό δεῖπνο τῆς Βασιλείας πού ἡ Ἐκκλησία μας παραθέτει. Γινόμαστε «κοινωνοὶ θείας φύσεως» καί ἔτσι ὄχι μόνον γιορτάζουμε, ἀλλά οἱ ἴδιοι γινόμαστε γιορτή· «Μὴ μόνον τὰ τῆς ἑορτῆς κατοπτεύσωμεν καὶ τιμήσωμεν, ἀλλὰ αὐτοὶ ἑορτὴ γενώμεθα», προτρέπει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος (PG 128,141ABC).
Εἰς πεῖσμα ὅλων τῶν ἀντιεκκλησιαστικῶν προσπαθειῶν, πού λυσσωδῶς καί ποικιλοτρόπως βάλλουν κατά τῶν ἑορτῶν, ὀφείλουμε νά γιορτάζουμε οὐσιαστικότερα καί πιό ἐνσυνείδητα, ὄχι «κοσμικῶς» ἀλλά «ὑπερκοσμίως».
Ἄς μήν αὐταπατώμεθα. Τήν πνευματική πείνα καί δίψα τῶν γκρίζων καιρῶν μας δέν μποροῦν νά τίς ἱκανοποιήσουν τά ἀσωτικά ξυλοκέρατα καί οἱ πομφόλυγες τῶν ἰσχυρῶν. Μέ τή χάρη τοῦ ἀναστάντος Κυρίου μας ἐπαναλαμβάνουμε τόν λόγο τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου: «Ἡμᾶς ἀκορέστως ἔχειν δεῖ πρὸς τὰς ἑορτάς» (PG 50,645).
Περιοδικό “Απολύτρωσις”
http://aktines.blogspot.gr/2014/04/blog-post_3654.html