Ἐκλεκτές διηγήσεις καί προσευχές γιά μικρά παιδιά
Ὅταν ἐρχόταν τό βραδάκι, περπατοῦσε σέ ὅλη τήν πόλι καί ὅσους ξένους εὕρισκε, τούς ἔφερε στό σπίτι του, τούς ἔπλενε τά πόδια μέ τά χέρια του, τούς ἐτάϊζε καί κατόπιν ἀπό τά ἀποφάγια τους ἔτρωγε καί ἐκεῖνος καί τά περισσεύμετα τά ἔριχνε στά σκυλιά.
Ὁπότε, πηγαίνοντας ὁ Δανιήλ νά πωλήση τό ἐργόχειρό του στήν πόλι ἐκείνη, ἐβράδυασε. Καί ὁ Εὐλόγιος ἐπῆρε αὐτόν καί ἄλλους ξένους στό σπίτι του. Τούς ἔπλυνε τά πόδια τους καί τούς ἐφιλοξένησε. Αὐτό τό ἔκαμε καί σ᾿ αὐτόν στόν μοναχό καί σέ ἄλλους ἐρημίτες.
Ὁπότε βλέποντας ὁ Δανιήλ τίς καλωσύνες του, ἐθαύμασε καί ἄρχισε νά νηστεύη μέχρι μία ἑβδομαδα, παρακαλώντας τόν Θεό γι᾿ αὐτόν γιά νά τοῦ δώση ὁ Θεός περισσότερη περιουσία καί νά μπορεῖ ἔτσι νά τρέφη περισσότερους ξένους.
Νηστεύοντας καί προσευχόμενος ἐπί τρεῖς καί πλέον ἑβδομάδες ἀδυνάτισε, ὥστε μόλις πού ζοῦσε καί, ἰδού, εἶδε τόν Κύριον, ὁ Ὁποῖος ἦλθε καί μέ τήν θεία Του παρουσία καί ἱεροπρέπεια τοῦ εἶπε:
-Τί συμβαίνει, πάτερ Δανιήλ;
-Ὑποσχέθηκα στόν Θεό νά μή φάγω ψωμί, τοῦ εἶπε ὁ ἐρημίτης, μέχρι νά μέ ἀκούσης γιά τόν λιθοκόπτην Εὐλόγιον, νά τοῦ δώσης πολύν πλοῦτον γιά νά μπορεῖ νά ἀναπαύει καί περισσοτέρους ἀνθρώπους.
-Δέν εἶναι ἀνάγκη, τοῦ εἶπε ὁ Κύριος. Εἶναι καλλίτερα νά εὑρίσκεται ὅπως εἶναι τώρα.
-Ὄχι, Κύριε, ἐάν θά τοῦ δώσης περισσότερα, ὅλοι θά δοξάζουν τό Ὄνομά Σου τό ἅγιο.
Καί τοῦ ἀπήντησε καί πάλιν ὁ Κύριος:
-Ἐγώ σοῦ εἶπα ὅτι καλά εἶναι ὅπως εἶναι μέχρι τώρα. Ὅμως, ἐάν θέλης νά τοῦ δώσω, τότε ἐσύ νά κάνης ἐγγύησι γιά τήν ψυχή του γιά νά σωθῆ, ἀφοῦ θά ἔχη περισσότερη περιουσία.
-Ἀπό τά χέρια μου νά ζητήσης τήν ψυχή του, Κύριε, μόνο θέλω νά τοῦ πολλαπλασιάσης τήν περιουσία του.
Ὁπότε ἀμέσως ὁ Δανιήλ εἶδε σέ ὄραμα δύο νέους πού ἦλθαν καί ἄφησαν στόν κόρφο τοῦ Εὐλογίου πολύ χρυσό καί ὅσο πιό πολύ τοῦ ἔδιναν, τόσο καί ὁ κόρφος του γινόταν πιό εὐρύχωρος. Ὅταν σηκώθηκε ἀπό τόν ὕπνο, ἐγνώρισε ὅτι ἦταν ἀπό τήν προσευχή τοῦ ἐρημίτου Δανιήλ πρός τόν Κύριον, τό Ὁποῖον καί ἐδόξασε.
Τήν ἄλλη, ὅταν ὁ Εὐλόγιος ἐξῆλθε κατά τήν συνήθειά του νά ἐργασθῆ, ἐκτύπησε σέ μία πέτρα καί ἄκουσε ἕνα ὑπόκωφο ἦχο. Καί πάλιν ἐκτύπησε καί ἀνοίχθηκε μία ὀπή. Ἐκτύπησε καί πάλι καί εὑρέθηκε μπροστά σέ ἕνα μεγάλο δοχεῖο μέ χρυσά νομίσματα. Ἐξεπλάγη καί ἀναρωτήθηκε:
-Τί νά κάνω τώρα; Δέν γνωρίζω. Θά πάρω πρῶτα αὐτά τά χρήματα στό σπίτι μου, θά τό μάθη ὁ σπιτονοικοκύρης μου, θά πρέπει νά τοῦ δώσω, θά ἔχω πειρασμούς….Θά τά βάλω κἄπου πού νά μή ξέρη κανείς καί ἀγοράζοντας ζῶα θά λέγω ὅτι μεταφέρω πέτρα μέ αὐτά νά τήν πουλάω.
Ἔτσι, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τό ἔργο αὐτό πού ἔκαμε κάθε ἡμέρα γιά τούς ξένους, μπῆκε μέσα σ᾿ἕνα πλοῖο καί ἔφθασε στήν Κωνσταντινούπολι. Τότε ἦταν ἡ βασιλεία τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστίνου.
Ἐπῆγε κατ᾿ εὐθεῖαν στά βασίλεια. Ἔδωσε ἄφθονο χρυσό στόν βασιλέα καί τούς αὐλικούς του καί ἀμέσως ἔγινε μέγας ἀξιωματοῦχος τῆς πόλεως. Ἀγόρασε μεγάλα σπίτια, τά ὁποῖα ὠνομάζοντο «τοῦ Αἰγυπτίου».
Μετά ἀπό δύο χρόνια εἶδε καί πάλιν ὁ Δανιήλ τόν Κύριο σέ ὄραμα. Τότε ἐνθυμήθηκε γιά τόν Εὐλόγιο καί ἐρώτησε τόν ἑαυτό του:
-Ἄραγε ποῦ νά εὑρίσκεται ὁ Εὐλόγιος;
Καί ἀμέσως εἶδε τόν Εὐλόγιο νά εἶναι μακριά ἀπό τόν Θεό, νά τόν ἔχουν αἰχμαλωτίσει οἱ δαίμονες, νά τοῦ δείχνουν ποῦ ἔχουν νά τόν βασανίζουν γιά τήν πλεονεξία του καί γιά τήν τσιγκουνιά του.
Ἀφοῦ ἐξύπνησε ἀπό τόν ὕπνο ὁ Δανιήλ, κατάλαβε ὅτι ἡ περιουσία πού τοῦ ἔδωσε μέ τήν προσευχή του ὁ Θεός, τόν ὡδήγησε στήν ἀπώλεια τῆς ψυχῆς του. Τότε εἶπε πρός τόν ἑαυτό του:
-Ἀλλοίμονο σέ μένα, τόν ἁμαρτωλό, τί ἔπαθα! Ἔχασα κι ἐγώ τήν ψυχή μου!
Ἀμέσως σηκώθηκε ὁ Δανιήλ καί ἐπῆγε στήν πόλι, ὅπου ἐδούλευε στίς πέτρες ὁ Εὐλόγιος, γιά νά πωλήση τό ἐργόχειρό του. Ἐκεῖ περίμενε κατά τήν συνήθειά του νά ἔλθη ὁ Εὐλόγιος καί νά τόν πάη στό σπίτι του, άλλά κανείς δέν ἦλθε νά τόν πάρη. Τότε, ἀφοῦ σηκώθηκε, παρεκάλεσε μία γερόντισσα, λέγοντάς της:
-Σέ παρακαλῶ, μητερούλα, δός μου καί μένα λίγο ψωμί νά φάγω, διότι δέν ἔφαγα σήμερα.
Καί αὐτή ἐπῆγε βιαστικά ἐκεῖ δίπλα τοῦ ἐπῆρε ψωμί καί κάτι βραστό καί τοῦ ἔδωσε. Καί ἐνῶ καθόταν καί ἔτρωγε, ἐρώτησε τήν γερόντισσα:
-Πές μου, μητερούλα, δέν ὑπάρχει στήν πόλι κάποιος ἄνθρωπος πού νά φοβᾶται τόν Θεόν καί νά ὑποδέχεται τούς ξένους στούς σπίτι του;
-Κι αὐτή τοῦ εἶπε:
-Πάτερ καί δέσποτά μου, εἴχαμε ἐδῶ ἕναν νεαρόν, πού δουλειά του εἶχε νά σπάζη πέτρες, ὁ ὁποῖος εἶχε πολλή εὐσπλαγχνία γιά τούς ξένους. Αὐτός, ἄν ἦταν ἐδῶ, θά σέ βοηθοῦσε τώρα καί θά σέ φιλοξενοῦσε σπίτι του, ἀλλά ὁ Θεός, βλέποντας τά καλά του ἔργα, τοῦ ἔδωσε πολλή περιουσία καί ἄκουσα γι᾿ αὐτόν ὅτι τώρα εἶναι πρῶτος τῆς συγκλήτου στά ἀνάκτορα τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁπότε, ἀκούοντας αὐτά ὁ Δανιήλ, εἶπε πρός τόν ἑαυτό του:
-Ἐξ αἰτίας μου συνέβη αὐτό καί ἐγώ εἶμαι τώρα ἡ αἰτία τῆς ψυχικῆς του ἀπωλείας.
Καί μπαίνοντας σ᾿ ἕνα καράβι, ἐπῆγε στήν Κωνσταντινούπολι καί ἐρωτώντας εὑρῆκε τό σπίτι τοῦ Εὐλογίου. Στεκόταν ἔξω καί περίμενε μέχρι ἐκεῖνος νά βγῆ ἔξω ἀπό τό σπίτι του.
Καί πράγματι σέ λίγο τόν εἶδε νά βγαίνη ἔξω μέ πολλή ὑπερηφάνεια, περικυκλωμέος ἀπό πολλούς δούλους. Τοῦ εἶπε δυνατά:
-Ἐλέησόν με, διότι ἔχω νά σοῦ εἰπῶ κάτι σοβαρό.
Ἀλλά ἐκεῖνος δέν ἤθελε οὔτε νά τόν κυττάξη, μάλιστα οἱ δοῦλοι του ἄρχισαν νά τόν κτυποῦν. Καί ὁ Δανιήλ ἐπῆγε σέ ἄλλο τόπο καί ἐκεῖ τόν παρακαλοῦσε νά τόν συναντήση γιά κάποιο θέμα. Τότε ὁ Εὐλόγιος εἶπε νά τόν κτυπήσουν ἀκόμη περισσότερο. Ἔτσι, ἐστάθηκε ὁ Δανιήλ σχεδόν ἔξω ἀπό τήν πόρτα τοῦ ἄρχοντος Εὐλογίου περί τίς τέσσαρεις ἑβδομάδες, χειμαζόμενος ἀπό τήν κακοκαιρία καί τό χιόνι, ἀπό τήν βροχή καί τά κρῦα καί χωρίς νά ἠμπορεῖ νά ὁμιλήση μαζί του. Ἐπειδή στενοχωρήθηκε πολύ, κατέφυγε στήν ἐκκλησία καί πιάσθηκε μέ δάκρυα ἀπό τήν εἰκόνα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Παρακαλώντας τοῦ ἔλεγε:
-Κύριε, συγχώρεσέ με γιά τήν ἐγγύησι πού ἔδωσα γιά τήν σωτηρία αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου.
Λέγοντας τά λόγια αὐτά ἀπό τήν κούρασι καί τήν στενοχώρια του, ἀποκοιμήθηκε. Καί ίδού, ἀκούσθηκε ἕνας δυνατός θόρυβος, σάν νά ἐρχόταν ἡ βασίλισσα. Δεξιά καί ἀριστερά της τήν ἀκολουθοῦσαν πολλοί ἄνθρωποι. Τότε αὐτός ἔκραξε πρός Αὐτήν καί τῆς εἶπε:
-Ἐλέησόν με, Βασίλισσα.
-Τί θέλεις; Τοῦ ἀπήντησε ἡ βασίλισσα.
-Τόν συγκλητικόν Εὐλόγιον, τῆς εἶπε ὁ π. Δανιήλ, τόν ἔβαλα στήν δική μου εὐθύνη καί ἐγγυήθηκα γιά τήν σωτηρία του. Σέ παρακαλῶ ἐλευθέρωσέ με σήμερα ἀπ᾿ αὐτόν τόν δεσμόν τῆς ἐγγυήσεως.
Καί αὐτή τοῦ εἶπε:
-Δέν ἀνακατεύθηκα ἐγώ σ᾿ αὐτή τήν ὑπόθεσι, ἀλλά καθώς γνωρίζεις, ἐσύ τώρα νά ἐκπληρώσης τήν ἐγγύησί σου γι᾿ αὐτόν.
Καί ἀφοῦ ἐξύπνησε καί σηκώθηκε ὁ Δανιήλ, εἶπε πρός τόν ἑαυτό του:
-Θά ἦταν προτιμώτερο νά πεθάνω, ἀλλά δέν θ᾿ἀπομακρυνθῶ ἀπό τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τοῦ Εὐλογίου, μέχρις ὅτου συνομιλήσω μαζί του.
Καί ἐπῆγε πάλι μπροστά ἀπό τήν πόρτα τοῦ Εὐλογίου καί, ὅταν ἐκεῖνος ἐρχόταν ὁ Δανιήλ τοῦ ἐκραύγασε. Τρέχοντας κοντά του ἕνας ἀπό τούς δούλους του μ᾿ ἕνα ρόπαλο, τόσο πολύ τόν ἐκτύπησε, ὥστε ἐσφάδαζε ἀπό τούς πόνους κάτω στό δάπεδο. Τότε μέ πολλή ἀγανάκτησι εἶπε πρός τόν ἑαυτό του:
-Θά πάω καί πάλι πίσω στήν Αἴγυπτο καί θά εἰπῶ στόν Θεό νά σώση τόν Εὐλόγιο μέ ὅποιον τρόπο γνωρίζει.
Ἔτσι λοιπόν, ἐμπῆκε μέσα σ᾿ ἕνα καράβι γιά τήν Ἀλεξάνδρεια. Ἐξ αίτίας τῆς στενοχώριας του κα΄τῶν τραυματων του, ἔπεσε σάν νεκρός καί ἀποκοιμήθηκε στό κατάστρωμα τοῦ πλοίου. Καί εἶδε ὄνειρο ὅτι ἦταν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος τόν ἐκύτταζε μέ ὀργή. Καί τοῦ εἶπε ὁ Κύριος:
-Γιατί δέν πηγαίνεις νά ἐκπληρώσης τήν ἐγγύησί σου;
Διέταξε σέ δύο πού ἐπήγαιναν μπροστά Του νά τόν δέσουν καί νά τόν κτυπήσουν ἀρκετά. Καί μετά τοῦ εἶπαν:
-Νά μήν ἀρχίζης νά κάνης ἕνα ἔργο πού εἶναι πάνω ἀπό τίς δυνάμεις σου γιά νά μή χαλάσης τίς σχέσεις σου μέ τόν Θεό!
Μετά ἀμέσως φάνηκε σάν ἕνα τζάμι καί ἦλθε ἡ βασίλισσα. Καί βλέποντάς την ὁ Δανιήλ, ἐτόλμησε καί εἶπε πρός Αὐτήν μέ χαμηλή φωνή:
-Σῶσε με, Δέσποινα τοῦ κόσμου.
-Κα’ι τί θέλεις; Τοῦ εἶπε Ἐκείνη.
-Εἶμαι δεμένος ἐδῶ γιά τήν ἐγγύησι πού ἔδωσα γιά τήν σωτηρία τοῦ Εὐλογίου, τῆς ἀπήντησε ὁ Δανιήλ.
-Ἰδού ἐγὠ τώρα θά προσευχηθῶ γιά σένα.
Καί πράγματι εἶδε ὁ ἐρημίτης Δανιήλ τήν Βασίλισσα, ὅτι ἐπῆγε καί ἄρχισε νά παρακαλῆ τόν Χριστόν.
-Τότε ὁ Χριστός εὐσπλαγχνίσθηκε καί εἶπε στόν Δανιήλ:
-Οὐδέποτε νά κάνης ἕνα τέτοιο ἔργο σάν αὐτό.
Καί ὁ πατήρ Δανιήλ: -Ναί, Δέσποτα. Εἶχα προσευχηθῆ ἐγώ στήν ἀρχή γι᾿ αὐτόν ὅτι θά μποροῦσε νά κάνη περισσότερα καλά ἔργα. Ἀλλά ἔσφαλα, Δέσποτα, συγχώρεσέ με.
-Κατόπιν διέταξε ὁ Κύριος νά τόν λύσουν καί τοῦ εἶπε:
-Νά πᾶς στό κελλί σου καί Ἐγώ θά σᾶς φέρω τόν Εὐλόγιο, στήν πρώτη του ἐργασία καί κατάστασι. Ἐσύ μή φροντίζης γι᾿ αὐτό.
Μετά ἀπ᾿ αὐτόν τόν διάλογο, ἐξύπνησε ὁ Δανιήλ. Χάρηκε πολύ διότι λυτρώθηκε ἀπό τήν ἐγγύησι πού εἶχε δώσει γιά τόν Εὐλόγιο καί εὐχαρίστησε τόν Πανάγιο Θεό.
Μετά ἀπό τρεῖς μῆνες ἀκούσθηκε ὅτι ἀπέθανε ὁ βασιλεύς Ἰουστῖνος καί στήν θέσι του ἐγκαταστάθηκε ἄλλος βασιλεύς. Αὐτός ἄρχισε νά διώχνη τούς παλαιούς ἄρχοντες. Ἄλλους ἀπ᾿ αὐτούς τούς έφόνευσαν καί ἀπό ἄλλους ἔκλεψαν τίς περιουσίες τους. Τά ἴδια ἔκαμαν καί στόν Εὐλόγιο. Μόλις ἐπρόλαβε καί μπῆκε στό καράβι καί ἔφυγε ζωντανός ἀπό τήν Κωνσταντινούπολι. Εἶχε διατάξει ὁ νέος βασιλεύς, ὁπουδήποτε τόν εὕρουν νά τόν σκοτώσουν.
Ἔτσι ὁ Εὐλόγιος ἐπέστρεψε στήν πρώτη του πατρίδα καί στήν δουλειά του. Ἐφόρεσε τά παλιά του ροῦχα καί ζοῦσε πτωχικά, ὅπως πρῶτα.
Καί συγκεντρώθηκαν οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως νά τόν ἰδοῦν καί τοῦ ἔλεγαν:
-Ἀκούσαμε ὅτι ἔφθασες καί ἔγινες μεγάλος ἀξιωματοῦχος τοῦ παλατίου στήν σύγκλητο τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Κι αὐτός γιά νά μή προδοθῆ καί τόν πιάσουν, τούς ἀπαντοῦσε:
-Ἐάν μέ ἔκαναν ἐμένα μεγάλο αὐλικό, δέν θά μέ ἐβλέπατε ἐδῶ, διότι εἶναι ἄλλος Αἰγύπτιος, πού ἀκούσατε, ὁ ὁποῖος ἔγινε μεγάλος τῆς Συγκλήτου. Δέν ἤμουν ἐγώ, ἀλλά εἶχα πάει νά προσκυνήσω τούς Ἁγίους Τόπους.
Ἀλλά, ἐλθών στόν ἑαυτό του, ἔλεγε:
-Ταπεινέ Εὐλόγιε, τώρα πήγαινε, πάρε τά ἐργαλεῖα σου νά δουλεύσης, διότι ἐδῶ δέν εἶναι Κωνσταντινούπολι, γιά νά μή χάσης καί τό κεφάλι σου.
Στήν συνέχεια, παίρνοντας τά ἐργαλεῖα του καί πῆγε στό νταμάρι, ὅπου καί παλαιότερα εἶχε βρῆ τό μπαοῦλο μέ τά χρήματα, νομίζοντας ὅτι θά βρῆ καί ἄλλα. Κτυπώντας τήν πέτρα ἕξι φορές, δέν εὑρῆκε τίποτε. Τότε ἄρχισε νά θυμᾶται τίς τροφές καί ὅλα τά ἀπολαυστικά φαγητά, τά ὁποῖα εἶχε στό παλάτι καί τήν φαντασία τῆς κοσμικῆς ὑπερηφάνειας καί πάλι τότε ἔλεγε στόν ἑαυτό του:
-Σήκω καί δούλευε, Εὐλόγιε, διότι ἐδῶ εἶναι Αἴγυπτος.
Κατόπιν, σιγά σιγά εὐαρέστησε τόν Σωτῆρα καί τήν Παναγία Δέσποινά μας μέ αὐτή τήν ταπεινή καί πάλι ἐργασία του. Καί ὅταν ἔφθασε τό βράδυ, ἰδού καί πάλι ὁ Εὐλόγιος ἔψαχνε στούς δρόμους νά εὕρη ξένους, πού τούς καλοῦσε γιά νά τούς φιλοξενήση.
Τότε μέ τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ συνέπεσε νά ἔλθη καί ὁ ἐρημίτης Δανιήλ στήν πόλι καί βλέποντάς τον, ἀναστέναξε καί τοῦ εἶπε μέ δάκρυα:
-«Ὡς ἐμεγαλύνθη τά ἔργα σου, Κύριε, πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας». Ἀλήθεια, Κύριε, τούς πτωχούς κάνεις πλουσίους καί τούς πλουσίους ταπεινούς καί οἱ δικαιοσύνες Σου δέν ἔχουν τέλος.
Καί παίρνοντάς τον ὁ Εὐλόγιος τόν Δανιήλ καί ἄλλος ξένους στό σπίτι του τούς ἔπλυνε τά πόδια καί τούς ἔστρωσε τραπέζι φαγητοῦ. Ἀφοῦ ἔφαγαν, τόν πῆρε ὁ Δανιήλ παράμερα καί τοῦ εἶπε:
-Πῶς εὑρέθηκες ἐδῶ, ἀδελφέ Εὐλόγιε;
-Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: -Προσευχήσου γιά μένα, ἀββᾶ, διότι εἶμαι πτωχός, μή ἔχοντας τίποτε στόν κόσμο.
Καί ὁ Δανιήλ τοῦ ἀπήντησε: -Δέν ἔχεις τίποτε ἀπ᾿ αὐτά τά ὁποῖα εἶχες;
Ὁ Εὐλόγιος τοῦ ἀπήντησε: -Τί νά ἔχω; Σέ σκανδάλισα κἄποτε μ᾿ αὐτά.
Τότε ὁ Δανιήλ τοῦ διηγήθηκε ὅλα ἐκεῖνα τά ὁποῖα προηγήθηκαν στήν ζωή του. Κλαίγοντας, ὁ Εὐλόγιος τοῦ εἶπε:
-Προσευχήσου, ἀββᾶ, νά μοῦ στείλη ὁ Θεός ὅλα τά ἀναγκαῖα γιά νά πορεύομαι ἀπό τώρα.
Καί ὁ πατήρ Δανιήλ τοῦ εἶπε:
-Σοῦ λέγω ἀλήθεια, παιδί μου, νά μήν ἐλπίζης νά σοῦ ἐμπιστευθῆ κάτι ὁ Θεός, ὅσο θά εἶσαι σ᾿ αὐτή τήν ζωή, ἐκτός ἀπό τόν μισθό τῶν κόπων σου.
Καί, ἀφοῦ τοῦ εὐχήθηκε ὅλα τά καλά, ὁ Δανιήλ ἐπέστρεψε στήν ἔρημο καί ὁ Εὐλόγιος ἔμεινε ἐκεῖ νά σπάζη πέτρες δεχόμενος τούς ξένους, ὅπως παλαιότερα, μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του. Καί ζώντας μέχρι τά ἑκατό χρόνια, δέν ἄφησε αὐτή τήν ἐργασία, διότι ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε τήν δύναμι μέχρις ὅτου ἐσυμπλήρωσε τό ταξίδι της ζωῆς του μέ ἀγαθά ἔργα καί ἀρετές.
Σᾶς εἶπα γιά τήν ζωή αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, διότι μᾶς διδάσκει ὅτι ὄχι ὁ πλοῦτος, οὔτε τά ἀξιώματα, οὔτε τά πολλά χρήματα, οὔτε τά πολλά φαγοπότια, τά ποτά καί ὅλα τά ἄλλα ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο νά δουλεύση γιά τήν σωτηρία του, ἀλλά ὅταν εἶναι εὐχαριστημένος μ᾿ αὐτά πού ἔχει, ὅταν κάνη καλά ἔργα, κατά τήν δύναμί του. Διότι μᾶς λέγει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Αὐτοί οἱ ὁποῖοι θέλουν νά πλουτίσουν, πέφτουν σέ πειρασμούς, σέ παγίδες καί σέ πολλές ἀκατάλληλες ἐπιθυμίες, οἱ ὁποῖες ὁδηγοῦν τούς ἀνθρώπους στήν καταστροφή καί στήν ἀπώλεια.
Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 2010