ΕΥΧΗ, ΝΗΨΙΣ ΚΑΙ ΗΣΥΧΙΑ
«Προσοχή ἐστιν ἀρχή θεωρίας, μᾶλλον δέ ὑπόθεσις θεωρίας»
«Προσοχικήν ἀρετήν πάσῃ δυνάμει μέτελθε, ἥ ἐστι νοός φυλακή, νοῦ τήρησις καί τελείωσις καρδιακή γλυκείας ἡσυχίας, ἀφάνταστος μακαρία, τῆς ψυχῆς κατάστασις· πρᾶγμα οὐκ ἐν πολλοῖς εὑρισκόμενον» (Ἱερομονάχου Ἰω. Νήψη καί προσευχή… σελ. 138), λέγει ὁ ἅγιος Ἡσύχιος.
Τόν σύνδεσμο τῆς νήψεως, προσοχῆς καί Εὐχῆς μᾶς τόν ὑπογραμμίζει καί ὁ ἅγιος Φιλόθεος ὁ Σιναΐτης στά “Νηπτικά” του κεφάλαια: «Διότι ἡ μέν νῆψις, ἀδιαλείπτως παρατηροῦσα τόν νοῦν, εὐκόλως ἀντιλαμβάνεται τούς εἰσερχομένους πονηρούς λογισμούς τοῦ δαίμονος. Ἀντιδρῶντας στίς δαιμονικές προσβολές, ἀμέσως καλεῖ πρός βοήθειαν διά τῆς προσευχῆς τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τοῦ Ὁποίου τό Ὄνομα θά ἐξουδετερώση τά πεπυρωμένα βέλη τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων.Ἡ δέ προσοχή ἐμποδίζει τήν εἴσοδό τους μέσα μας μέ τόν ἀντιρρητικό λόγο, τήν αὐτομεμψία καί τό πένθος. Καλλούμενος ὅμως ὁ Ἰησοῦς, μαστιγώνει καί ἐκδιώκει τούς δαίμονας μετά τῶν φαντασιῶν αὐτῶν» (Ἁγίου Φιλοθέου τοῦ Σιναΐτου, Νηπτικά κεφάλαια, Φιλοκαλία…, τ. Γ΄, σελ. 23).
Ὁ δέ ὅσιος Νικηφόρος λέγει ὅτι ἡ προσοχή εἶναι τό πλέον ἀκριβές γνώρισμα τῆς μετανοίας. Εἶναι ἡ ἀνάκλησις τῆς ψυχῆς ἐκ τῆς ἁμαρτίας, ἡ ἀποστροφή πρός τόν κόσμον τῶν παθῶν καί ἡ ἐπάνοδός της στήν κατά Θεόν ζωή. Αὐτή δηλώνει τήν ἄρνησι τῆς ἁμαρτίας καί τήν ἐπανάληψι τῆς καλλιέργειας τῶν ἀρετῶν.
Ἡ προσοχή εἶναι δύναμις τῆς ψυχῆς, πού πιέζει τόν νοῦ νά παρατηρῆ χωρίς διακοπές τόν ἐνδιάθετο λόγγο, πού λέγει τήν Εὐχή. Εἶναι ὁ ἀτάραχος ἐσωτερικός μας κόσμος ἀπό παντός εἴδους λογισμούς. Εἶναι ἀκόμη αὐτή, πού ἐντείνει τίς πνευματικές δυνάμεις τῆς ψηχῆς, γιά νά παραμένη ἄγνωστη ἡ κρυπτή καί γλυκειά ἐργασία τοῦ νοῦ μέσα στήν καρδιά, μήν τυχόν καί ὁ αἰώνιος ἐχθρός μας, ὁ διάβολος, εἰσέλθη μέ προσβολές διαφόρων λογισμῶν, κλέψη τήν συγκατάθεσί μας καί σπείρη τήν ὑπερηφάνεια, τήν κενοδοξία, τήν οἴησι, καταστρέφοντας ὁλοσχερῶς τό σωτήριον ἔργο της.
Εἶναι ἀκόμη προσοχή, ἡ κατάστασις ἐκείνη, διά τῆς ὁποίας ἡ ψυχή λαμβάνει καθαρή καί ἀπλανῆ τήν πληροφορία γιά τήν συγχώρησι τῶν ἁμαρτιῶν της. «Προσοχή ἐστιν ἀρχή θεωρίας, μᾶλλον δέ ὑπόθεσις θεωρίας» (Ὁσίου Νικηφόρου τοῦ Μονάζοντος, Λόγος γιά τή νήψη…, Φιλοκαλία…, τ. Δ΄, σελ. 169). Διότι διά μέσου αὐτῆς ἡ Δόξα τοῦ Θεοῦ ἐμφανίζεται στόν νοῦν, ὅπως τό πρόσωπό μας στόν καθρέπτη.
Ἐπίσης προσοχή εἶναι καί ἡ ἀταραξία τοῦ νοῦ, πού χαρίζεται ἀπό τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ ὡς βραβεῖο στήν ψυχή καί συνιστᾶ τήν ἀπαλλαγή ἐκ τῶν πονηρῶν καί ἀκαθάρτων λογισμῶν. Μοιάζει, θά λέγαμε, μέ τήν ἀνοικοδόμησι ἑνός ἀνακτόρου, ἐντός τοῦ ὁποίου διά τῆς νοερᾶς προσευχῆς θά ἐνοικήση ὁ Θεός, ἐνῶ εἶναι καί ἀσφαλές ταμεῖον τῆς ὑπομονῆς ἔναντι τῶν ἐπερχομένων θλίψεων καί συγχρόνως πηγή καί αἰτία τῆς πίστεως, τῆς ἐλπίδος καί τῆς ἀγάπης. Διότι, ὅποιος χριστιανός δέν πιστεύει στή δύναμι τῆς κατά Θεόν προσοχῆς, δέν μπορεῖ νά ὑπομένη τά ἐπερχόμενα λυπηρά, ἀπό τόν κόσμο τῆς κακίας. Καί ὅποιος δέν καθίσταται ἱκανός νά δεχθῆ μέ ἀγόγγυστη ὑπομονή τίς θλίψεις καί τούς πειρασμούς τῆς ζωῆς, δέν εἶναι καί σέ θέσι νά πῆ πρός τόν Κύριον: «Ἀντιλήπρωρ μου εἶ καί καταφυγήν» (Ψαλμ. 90 : 2). Καί ἐάν μή «τόν Ὕψιστον θῇται καταφυγήν» (πβ. Ψαλμ. 90 : 9), δέν μπορεῖ νά γίνη ἔνστερνος φίλος τῆς ἀγάπης Του.
Κατά τήν ταπεινή μου γνώμη, ἐσύ πού θέλεις νά ἐργασθῆς μέσα στόν κόσμο τήν Νοερά προσευχή, ΠΡΟΣΕΞΕ: Ὀφείλεις νά φυλάγης τόν ἑαυτό σου καλά. Νά μήν τοῦ ἐπιτρέπης νά παρασύρεται ἀπό τό δόλιο πνεῦμα τῆς φαντασίας, ἡ ὁποία συλλαμβάνει μέ τόν νοῦ καταστάσεις ἀνύπαρκτες, ἀλλά νά ἐκδιώκης εὐθής ἀμέσως κάθε πονηρή εἰκόνα, ἐπαναλαμβάνοντας ἀδιαλείπτως τό Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Καί ὅταν τήν Εὐχή τήν λές μέ θέρμη καί ἐπιμονή, ἐξαφανίζεται σάν καπνός κάθε αἰσχρή καί πονηρή εἰκόνα. Ὅπου δέ εὑρίσκεται τό σῶμα σου, ἐκεῖ νά φροντίζης νά συμμαζεύης τόν νοῦ σου καί νά ΠΡΟΣΕΧΗΣ ὡς ἀκοίμητος φρουρός, ὥστε μεταξύ τῆς καρδιᾶς σου καί τοῦ γλυκυτάτου Ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ νά μήν ἐπιτρέπης τήν εἴσοδο ἄλλων λογισμῶν, εἰκόνων, ἐννοιῶν καί σκέψεων.
Ν᾿ ἀγωνίζεσαι μ᾿ ὅλες τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς σου νά ἔχης τόν νοῦ σου στενά συνδεδεμένο μέ τήν μνήμη τοῦ Θεοῦ. Νά ἀποφεύγης τά “κρυφοκοιτάγματα” καί τίς ἀπρεπεῖς συνομιλίες μέ τούς αἰσχρούς λογισμούς. Πρόσεχε ἰδιαιτέρως τίς πονηρές ἔννοιες, τίς ὁποῖες ὁ διάβολος, ὁ «πολύπειρος καί ἄξιος στήν μίμησι ζωγράφος», λέγει ὁ Γέροντας μου, εἰσάγει στήν καρδιά σου, πότε μέν ζωγραφίζοντας μορφές πού ἀφυπνίζουν τά πάθη, πότε εἰκονίζοντας στήν φαντασία πρόσωπα καί σχήματα βλαβερά. Σ᾿ ἐκεῖνον πού ὁ δαίμονας βρῆκε τήν θύρα τοῦ νοῦ του ἀφρούρητη καί ἀνασφάλιστη καί εἰσῆλθε μέ τήν ἐλεύθερη συγκατάθεσί του μέσα του, σωματοποιεῖ ἡδονικά τίς αἰσχρές εἰκόνες, οἱ ὁποῖες καταρρακώνουν τήν ψυχή σέρνοντάς την στό βάραθρο τῆς αἰωνίου ἀπωλείας.
Κάποιος μοναχός ἦτο προθυμότατος στήν προσευχή φροντίζοντας μάλιστα νά ἔχη καί τό μυαλό του, ὅπως νόμιζε, καθαρό ἀπό σκέψεις. Ἀλλά πέρα ἀπό τήν προσευχή, σ᾿ ὅλα τ᾿ ἄλλα ἦτο ἀπρόσεκτος καί ἀμελής καί προκοπή δέν εἶχε καμμιά.
Ἐν τούτοις εἶχε τήν ψευδαίσθησι ὅτι ἦτο σωστός στήν πνευματική του ζωή, ἐπειδή τηροῦσε ὅλους τούς τύπους τῆς προσευχῆς. (Ὅπως λένε καί σήμερα μερικοί: Ἀνάβω τό κεράκι μου, καίω τό καντηλάκι μου, φιλάω τήν εἰκονίτσα μου, θυμιατίζω, πάω στήν ἐκκλησίτσα μου, εἶμαι ἐντάξει! Μπορεῖ ὅμως νά μήν εἶσαι ἐντάξει, γιατί δέν βγῆκαν τά πάθη, δέν φρόντισες τήν ἀγριελαία, γιά νά δώση καρπούς ἀγαθούς στόν Θεό καί στόν πλησίον.)
Μιά μέρα, λοιπόν, ἕνας δαίμονας πῆγε στόν Μέγα Μακάριο καί τοῦ εἶπε μέ εἰρωνεία:
— Τί παράξενοι πού εἶστε ἐσεῖς οἱ ἐρημῖτες, οἱ ἀσκητές καί οἱ καλόγεροι καί κάποιοι χριστιανοί ἐκεῖ στίς πόλεις, πού κάνουν τόν ἔξυπνο!
— Γιατί; τόν ρώτησε ὁ Ἅγιος.
— Νά ὁ τάδε μοναχός σας ξαφνικά μέ κρατᾶ κάτω ἀπό τή μασχάλη του καί μέ σφίγγει δυνατά. Τόσο δυνατά, πού δέν μέ ἀφήνει νά φύγω, κάνοντας ὅλα τά θελήματά μου. Καί ὕστερα στέκεται ὧρες ὁλόκληρες καί λέει: «ῥῦσαι με ἀπό τοῦ πονηροῦ, Κύριε, ῥῦσαι με ἀπό τοῦ πονηροῦ, Κύριε…, καί μέ κρατάει ἀκόμα κάτω ἀπό τή μασχάλη του.
Ὁ Μέγας Μακάριος ἀπόρησε καί κάλεσε τό μοναχό νά δῆ πῶς περνάει στά διακονήματά του. Καί διαπίστωσε ὅτι ἄλλοτε ἔδειχνε ἀδιαφορία, ἄλλοτε ἤθελε νά κάνη τόν Γέροντα καί νά διατάζη, ἄλλοτε τόν ἔτρωγε τό σαράκι τοῦ φθόνου, μερικές φορές θύμωνε καί ὠργιζόταν δῆθεν δίκαια γιά τό ἄδικο τῶν ἄλλων, ἀντιλογοῦσε, ὅταν τοῦ ἔκαναν παρατηρήσεις καί δέν τίς δεχόταν. «Καί ποιός εἶσαι ἐσύ, πού θά μοῦ κάνης παρατήρησι; ἔλεγε. Ἐγώ ὅλη τήν ἡμέρα προσεύχομαι!» Πάντοτε τοῦ ἔφταιγαν οἱ ἄλλοι, ποτέ αὐτός, γι᾿ αὐτό καί δέν ζητοῦσε ποτέ συγγνώμη. Ἐπιπλέον ἦτο καί ἀνυπόμονος, πεισματάρης καί φλύαρος.
Μέ λίγα λόγια πολλά ψυχικά πάθη τόν τυραννοῦσαν κι αὐτός ἦτο ἥσυχος καί ΕΠΛΑΝΑΤΟ, ἐπειδή δῆθεν προσηύχετο. Ἡ προσευχή του ὅμως ἦτο τυπική.
Τοῦ ἔλειπε ἡ οὐσία καί ὁ ταυτόχρονος ἀγῶνας γιά τήν κάθαρσι ἐκ τῶν ἀδυναμιῶν καί τῶν παθῶν τῆς ψυχῆς του. Ἀπαιτεῖτο ὑπακοή, ταπείνωσις, κόπος καί μόχθος πολύς, πόνος καί αἱματοξερρίζωμα τῶν κρυφίων καί φανερῶν κακιῶν ἀπό τήν καρδιά του. Γιατί τότε μόνο θά ἦτο ἡ προσευχή του ἀποτελεσματική καί θεοειδής. (“Γεροντικόν” ἐκδ. οἶκος Ἀλ. Παπαδημητρίου, Ἀθῆναι 1970, σελ. 68).
Ὁ ἅγιος Ἡσύχιος γράφοντας πρός τόν Θεόδουλο λέγει τά ἑξῆς γιά τήν προσοχή: Ὅσον περισσότερον ἐντείνεις τήν προσοχήν σου, τόσο καί αὐξάνει ἡ ἀγάπη σου γιά τήν προσευχή μέ τό παντοδύναμο Ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ἀντιθέτως, ὅσον ἀμελῆς σ᾿ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν προσευχή, τόσον καί θά ἀπομακρύνεσαι ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ. Καί ὅπως ἡ προσοχή καί ἡ τήρησις τοῦ νοῦ φωτίζουν τήν διάνοια, ἔτσι καί ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό τήν νῆψι καί τήν ἀδιάλειπτη ἐπίκλησι τοῦ Ὄνόματος τοῦ Ἰησοῦ τήν σκοτίζουν. Καί αὐτό θά τό ἀντιληφθῆς καθαρά, ὅταν ἀποκτήσης πεῖρα, διότι κάθε θεοαρετή καί περισσότερο ἡ φωτοφόρος προσοχή, δέν διδάσκεται μέ ἄλλον τρόπο, παρά διά μέσου τῆς πείρας…
Ἔχε ἀενάως τόν νοῦ σου σέ κατάστασι ἀπολύτου προσοχῆς, διά νά μή δυνηθῆ νά εἰσέλθη στήν καρδιά σου κανένας λογισμός παράλογος ἤ εὔλογος, διότι ἔτσι μόνο θά μπορῆς μέ εὐκολία νά διακρίνης τούς ἐχθρούς σου, πού ἀλύπητα σοῦ ἐπιτίθενται, «τούς πρωτοτόκους υἱούς τῶν Αἰγυπτίων», δηλαδή τούς ἁμαρτωλούς λογισμούς: πονηρούς, αἰσχρούς καί βλάσφημους… (Ἱερομονάχου Ἰω., Νῆψη καί προσευχή, … σελ. 19-120 καί Ἁγίου Ἡσυχίου τοῦ Πρεσβυτέρου, Πρός τόν Θεόδουλο…, Φιλοκαλία…, τ. Α΄, σελ. 189).
Ὁ ἴδιος Ἅγιος λέγει ἀκόμη ὅτι ἡ Καινή Διαθήκη, τό ἅγιο καί ἱερό Εὐαγγέλιο, εἶναι εἰκόνα τῆς προσοχῆς, δηλαδή τῆς καθαρότητος τῆς καρδιᾶς. Καί ἐάν μέ τήν ἀνύστακτη προσοχή φυλάττουμε ὅπως πρέπει ἀκέραιο καί καθαρό τόν νοῦ, τότε ὅλα τά πάθη καί ὅλες τίς κακίες τίς ξερριζώνει ἀπό τήν καρδιά. Ἀντί δέ αὐτῶν, εἰσάγει χαρά, ἐλπίδα, κατάνυξι, πένθος, συντριβή, μνήμη θανάτου, ταπείνωσι, ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον καί εἰδικά ἐγκάρδιο θεῖο ἔρωτα πρός τόν Νυμφίο Χριστό.
Ἐπίσης, ἡ προσοχή ἀποκαλεῖται καί νοητή φιλοσοφία. «Ὅδευε ταύτην, προτρέπει ὁ Ὅσιος, διά πολλῆς νήψεως καί θερμῆς προθυμίας καί ἐντόνου βίας, ἀενάως ἐπικαλούμενος διά τῆς Εὐχῆς τόν Ἰησοῦν. Σύγχρονον ἔργον ἡ ταπείνωσις, ἡ σιωπή τῶν αἰσθητῶν καί νοητῶν χειλέων, ἡ ἐγκράτεια ὡς καί ἡ φυλακή τῶν αἰσθήσεων.
Ὅδευε τήν ἀπόλυτη προσοχή στήν ὁδό τῆς διανοίας σου μετά πολλῆς φρονήσεως, καθότι διά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ θά σέ διδάξη ἐκεῖνα, τά ὁποῖα δέν ἐγνώριζες πρότερον. Ἀκόμη, θά σέ φωτίση καί θά σέ συνετίση καί θά σέ ποιήση μαθητήν εἰς ἐκεῖνα, τά ὁποῖα προηγουμένως ἦτο ἀδύνατον νά εἶχες συλλάβει στόν νοῦ σου, καθότι βάδιζες διά μέσου τῶν παθῶν καί τῶν σκοτεινῶν ἔργων σου καί ἤσουν καλυμμένος ἀπό τήν λήθη, τήν ἄγνοια καί τήν ἀκηδία, τίς τρεῖς αὐτές γενικές κακίες, πού μονίμως προκαλοῦν σύγχυσι, σκοτισμό καί ταραχή». Ἐπίσης, ὁ Ἅγιος τονίζει ὅτι ἡ προσοχή εἶναι μία ἐκ τῶν τεσσάρων ἀρετῶν, τίς ὁποῖες ἡ ψυχή ὀφείλει νά διατηρῆ καί αὐτές εἶναι:
- Πρώτη: Ἡ ταπείνωσις, ἀφοῦ αὐτή καί μόνον μπορεῖ νά ἀντισταθῆ στούς ὑπερήφανους δαίμονες καί κατέχει μόνιμα τήν βοήθεια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, συμφώνως καί πρός τό «Κύριος μισεῖ ὑπερηφάνους» (πβ. Παρ. γ΄: 34) καί τό «Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται» (Ἰακ. δ΄: 6).
- Δεύτερη: Ἡ ἀπόλυτος προσοχή, πού διατηρεῖ τήν καρδιά καθαρή ἀπό κάθε λογισμό, ἔστω κι ἄν αὐτός παρουσιάζεται ὡς ἀγαθός.
- Τρίτη: Ἡ ἀντίρρησις -ὁ ἀντιρρητικός λόγος- διότι δι᾿ αὐτῆς χρησιμοποιεῖται ἡ ὀργή καί ἡ ἀντιλογία πρός τόν ἐπιτιθέμενο λογισμό τῆς κακίας, γιά νά ἀποστομώση τόν διάβολο. «Καί ἀποκριθήσομαι -λέγει ὁ ψαλμωδός- τοῖς ὀνειδίζουσί μοι, οὐχί τῷ Θεῷ ὑποταγήσεται ἡ ψυχή μου;»(Ψαλμ. 118 : 42 καί 61 : 1).
- Τέταρτη: Ἡ Νοερά προσευχή, γιά νά κραυγάζη ἡ ψυχή πρός τόν Κύριον Ἰησοῦν διά στεναγμῶν ἀλαλήτων τό γλυκύτατο Ὄνομα Του εὐθύς ἀμέσως μετά τήν ἀντίρρησι ἤ τήν καταφρόνησι τῶν λογισμῶν, μέ τούς ὁποίους προσβάλλουν οἱ πονηροί δαίμονες συνεχῶς τόν νοῦ μας. (Ἁγίου Ἡσυχίου τοῦ Πρεσβυτέρου, Πρός τόν Θεόδουλο…, Φιλοκαλία…, τ. Α΄, σελ. 199).
Καί μήν νομίζουμε ὅτι εἶναι μικρό τό ἔργο τῆς νήψεως καί τῆς προσοχῆς! Γιατί ἄν λείπουν ἀπό τήν ἀτομική μας προσευχή παρ᾿ ὅλο πού μπορεῖ νά ἔχουμε καλή προαίρεσι θά θερίζουμε μόνο τόν κενό κόπο καί ὄχι τούς θεοφιλεῖς καρπούς ἀπό τήν μονολόγιστη Εὐχούλα.
στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἀμήν!
ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν Σου…»