Ἡ «θείῳ Πνεύματι καταυγασθεῖσα
καὶ τοῖς νάμασι καταρδευθεῖσα παρὰ Χριστοῦ τοῦ Σωτῆρος»
ἔνδοξος μεγαλομάρτυς καὶ ἰσαπόστολος
Γράφει ὁ Ἀριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Ἐκπαιδευτικός
. Ἀνάμεσα στὶς λαμπρότερες μορφὲς τῆς χριστιανικῆς πίστεως ἐξέχουσα θέση κατέχει ἡ συνομιλήσασα μετὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακὼβ Σαμαρείτις, ἡ μετέπειτα μεγαλομάρτυς καὶ ἰσαπόστολος Ἁγία Φωτεινή, ἡ ὁποία ἀναδείχθηκε «λαμπὰς φωτοπάροχος καὶ κορωνὶς καὶ κλέος τῶν Μαρτύρων», ἀφοῦ ἀναγεννήθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ὁ Ὁποῖος εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου καὶ παρέχει τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν». Γι’ αὐτὸ καὶ ἐφοδιασμένη μὲ τὸ «ζωήρρυτο ὕδωρ» τῆς ἀνέθεσε ὁ Χριστὸς νὰ διδάξει τὴν ἀποκαλυμμένη ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου Του, κατόπιν δὲ κλήθηκε νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὴν ἀγάπη Του τόσο ἐκείνη ὅσο καὶ τὰ δύο παιδιὰ καὶ οἱ πέντε ἀδελφές της.
. Ἡ συνάντηση καὶ ἡ συνομιλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μὲ τὴ Σαμαρείτιδα ἀναφέρεται μὲ σαφήνεια καὶ λεπτομέρεια στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο (δ´ 5-42). Σύμφωνα μὲ τὴν εὐαγγελικὴ αὐτὴ περικοπὴ ὁ Χριστὸς φεύγοντας ἀπὸ τὴν Ἰουδαία κατευθύνθηκε πρὸς τὴ Γαλιλαία. Κατὰ τὴν πορεία Του αὐτὴ ἔπρεπε νὰ περάσει ἀπὸ τὴ Σαμάρεια. Ἔτσι ἔφτασε σὲ μία πόλη ποὺ ὀνομαζόταν Συχάρ, ὅπου πλησίον αὐτῆς βρισκόταν καὶ τὸ πηγάδι τοῦ Ἰακώβ, τὸ ὁποῖο εἶχε ἀφήσει ὡς κληρονομιὰ στὸν γιό του, τὸν Ἰωσήφ.Κοντὰ σ’ αὐτὸ τὸ πηγάδι κάθισε ὁ Κύριος τὸ μεσημέρι κουρασμένος ἀπὸ τὴν πεζοπορία. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἦρθε ἡ Σαμαρείτιδα γιὰ νὰ βγάλει μὲ τὴ στάμνα νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι. Τότε ὁ Χριστὸς τῆς ζήτησε νερὸ γιὰ νὰ πιεῖ. Ἡ Σαμαρείτιδα ὅμως ξαφνιάστηκε, διότι δὲν ἦταν δυνατὸν ἕνας Ἰουδαῖος νὰ ζητᾶ ἀπὸ μία γυναίκα τῆς Σαμαρείας νὰ πιεῖ νερό, ἀφοῦ ὡς γνωστὸν οἱ Ἰουδαῖοι δὲν συναναστρέφονταν μὲ τοὺς Σαμαρεῖτες. Τότε ὁ Χριστὸς τῆς εἶπε ὅτι ἐὰν ἤξερε τί δῶρο ἑτοιμάζει ὁ Θεὸς γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ποιὸς εἶναι Αὐτὸς ποὺ τῆς ζητάει νὰ πιεῖ νερό, τότε θὰ Τοῦ ζητοῦσε νὰ πιεῖ, ὅταν μάλιστα Ἐκεῖνος θὰ τῆς ἔδινε νὰ πιεῖ τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν». Ἐκείνη ὅμως ἀπευθυνόμενη στὸν Κύριο Τοῦ εἶπε ὅτι ἀφ᾽ ἑνὸς μὲν Ἐκεῖνος δὲν ἔχει κουβά, ἀφ᾽ ἑτέρου δὲ τὸ πηγάδι εἶναι βαθύ. Ἀπὸ ποῦ λοιπὸν θὰ προέλθει τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν», ὅταν μάλιστα ἀπὸ αὐτὸ τὸ πηγάδι ἤπιε νερὸ ὄχι μόνο ὁ Ἰακώβ, ἀλλὰ καὶ τὰ παιδιὰ καὶ τὰ ζῶα του. Τὸν ρώτησε ἐπίσης μήπως νομίζει ὅτι εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ τὸν Ἰακὼβ ποὺ τοὺς χάρισε τὸ πηγάδι του. Τότε ὁ Κύριος τῆς εἶπε: «πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν· ὃς δ’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον», δηλαδὴ ὅποιος πίνει ἀπὸ αὐτὸ τὸ νερό, θὰ ξαναδιψάσει, ἀλλὰ ὅποιος θὰ πιεῖ ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ ἐγὼ θὰ τοῦ δώσω, δὲν θὰ διψάσει ποτέ, ἀλλὰ θὰ γίνει ἡ πηγὴ ποὺ θὰ ἀναβλύζει νερὸ αἰωνίου ζωῆς. Τότε ἡ Σαμαρείτιδα ζήτησε ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ τῆς δώσει νὰ πιεῖ ἀπὸ αὐτὸ τὸ νερό, γιὰ νὰ μὴν διψάει καὶ ἀναγκάζεται καὶ ἔρχεται στὸ πηγάδι γιὰ νὰ βγάζει νερό. Μόλις ὁ Κύριος ἄκουσε αὐτά, τῆς εἶπε νὰ πάει νὰ φωνάξει τὸν ἄνδρα της, ἀλλὰ ἐκείνη Τοῦ δήλωσε ὅτι δὲν ἔχει ἄνδρα. Τότε ὁ Κύριος τῆς εἶπε ὅτι πράγματι δὲν ὑπάρχει σύζυγος, διότι ἔχει ἤδη συναναστραφεῖ μὲ πέντε ἄνδρες καὶ αὐτὸν τὸν ὁποῖο ἔχει τώρα, δὲν εἶναι νόμιμος σύζυγος. Ἔκπληκτη ἡ Σαμαρείτιδα ὁμολόγησε τότε ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια καὶ ὅτι Αὐτός, μὲ τὸν Ὁποῖο συνομιλεῖ τώρα, εἶναι ἕνας προφήτης. Κατόπιν Τοῦ εἶπε ὅτι οἱ Σαμαρεῖτες λάτρεψαν τὸν Θεὸ σ’ αὐτὸ τὸ βουνό, ἐνῶ οἱ Ἰουδαῖοι ἰσχυρίζονται ὅτι στὰ Ἱεροσόλυμα βρίσκεται ὁ τόπος, ὅπου πρέπει κανεὶς νὰ Τὸν λατρεύει. Τότε ὁ Κύριος τῆς εἶπε ὅτι πλησιάζει ὁ καιρὸς ποὺ ὁ Θεὸς δὲν θὰ λατρεύεται οὔτε σ’ αὐτὸ τὸ βουνὸ οὔτε στὰ Ἱεροσόλυμα, τονίζοντάς της ὅτι οἱ μὲν Σαμαρεῖτες λατρεύουν κάτι ποὺ δὲν γνωρίζουν, οἱ δὲ Ἰουδαῖοι γνωρίζουν αὐτὸ ποὺ λατρεύουν, διότι ἡ σωτηρία ἔρχεται ἀπὸ αὐτούς. Ἀλλὰ ἦρθε ὁ καιρὸς ποὺ αὐτοὶ ποὺ θὰ λατρεύουν τὸν Θεὸ ἀληθινά, θὰ Τὸν λατρεύουν μὲ τὴ δύναμη τοῦ Πνεύματος καὶ μὲ τὴν ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας, ἀφοῦ τέτοιους ζητᾶ ὁ Θεὸς γιὰ νὰ Τὸν προσκυνοῦν. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς τόνισε: «Πνεῦμα ὁ Θεὸς καὶ τοὺς προσκυνοῦντας Αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν». Τότε ἡ Σαμαρείτιδα Τοῦ εἶπε ὅτι γνωρίζει ὅτι θὰ ἔρθει ὁ Μεσσίας ποὺ λέγεται Χριστὸς καὶ ὅταν ἔρθει, θὰ τὰ ἐξηγήσει ὅλα. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁ Κύριος τῆς ἀποκάλυψε τὴν ἰδιότητά Του ὡς Μεσσίας, λέγοντάς της: «Ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν σοι», δηλαδὴ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ τῆς μιλάει αὐτὴ τὴ στιγμή.
. Πάνω στὴν ὥρα ἐπέστρεψαν καὶ οἱ μαθητές Του ποὺ εἶχαν πάει στὴν πόλη γιὰ νὰ ἀγοράσουν τρόφιμα. Ξαφνιάστηκαν ὅμως, ὅταν εἶδαν τὸν Διδάσκαλό τους νὰ συνομιλεῖ μὲ μία γυναίκα, ἀφοῦ κάτι τέτοιο δὲν συνηθιζόταν ἀπὸ τὶς παραδόσεις τῶν Ραββίνων. Κανεὶς ὅμως ἀπὸ τοὺς μαθητὲς δὲν τόλμησε νὰ Τὸν ρωτήσει γιατί συνομιλεῖ μὲ μία γυναίκα. Τότε ἡ Σαμαρείτιδα ἄφησε τὴ στάμνα της καὶ ἀφοῦ πῆγε στὴν πόλη, ἄρχισε νὰ καλεῖ τὸν κόσμο νὰ ἔρθει νὰ γνωρίσει ἕναν ἄνθρωπο ποὺ τῆς ἀποκάλυψε ὅλα ὅσα εἶχε κάνει. Μάλιστα ἀναρωτήθηκε μήπως Αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός, ἐνῶ ἡ θαυμαστὴ αὐτὴ ἀποκάλυψη παρακίνησε πολλοὺς νὰ ἔρθουν ἀπὸ τὴν πόλη γιὰ νὰ Τὸν γνωρίσουν. Στὸ μεταξὺ οἱ μαθητὲς ἄρχισαν νὰ παρακαλοῦν τὸν Κύριο νὰ φάει κάτι. Ἐκεῖνος ὅμως τοὺς εἶπε ὅτι ἔλαβε τροφή, τὴν ὁποία οἱ μαθητὲς δὲν γνωρίζουν. Στὸν προβληματισμὸ τῶν μαθητῶν, ἐὰν κάποιος Τοῦ ἔφερε φαγητό, ὁ Κύριος τοὺς εἶπε ὅτι ἡ τροφή Του εἶναι νὰ ἐκτελεῖ τὸ θέλημα Ἐκείνου ποὺ Τὸν ἔστειλε στὸν κόσμο γιὰ νὰ ὁλοκληρώσει τὸ ἔργο Του. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ Κύριος, βασιζόμενος στὴν παροιμία «ἄλλος εἶναι αὐτὸς ποὺ σπέρνει καὶ ἄλλος εἶναι αὐτὸς ποὺ θερίζει», εἶπε στοὺς μαθητές Του νὰ κοιτάξουν στὰ χωράφια τὰ στάχυα ποὺ εἶναι ἕτοιμα γιὰ θερισμό, ὑπονοώντας τοὺς λαοὺς καὶ τὰ ἔθνη ποὺ δὲν ἔχουν γνωρίσει ἀκόμη τὴ χριστιανικὴ ἀλήθεια καὶ σωτηρία. Κατόπιν τοὺς εἶπε ὅτι ὅποιος μὲν θερίζει, λαμβάνει μισθὸ καὶ μαζεύει καρπὸ γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, ὅποιος δὲ σπέρνει, χαίρεται μαζὶ μ’ ἐκεῖνον ποὺ θερίζει. Παράλληλα τοὺς τόνισε ὅτι ἐνῶ τοὺς ἔστειλε γιὰ νὰ θερίσουν καρπό, γιὰ τὸν ὁποῖον ὅμως δὲν κοπίασαν, ἀφοῦ ἄλλοι μόχθησαν, ἐκεῖνοι μπῆκαν γιὰ νὰ θερίσουν τὸν δικό τους καρπό. Στὸ μεταξὺ ἀπὸ τὴν πόλη Συχὰρ πολλοὶ Σαμαρεῖτες πίστεψαν στὸν Κύριο ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας, ἀφοῦ ἀποκάλυψε στὴν ἁμαρτωλὴ Σαμαρείτιδα ὅλα ὅσα εἶχε πράξει. Ὅταν μάλιστα οἱ Σαμαρεῖτες ἦρθαν κοντά Του, Τὸν παρακάλεσαν νὰ μείνει μαζί τους. Καὶ ὅταν Ἐκεῖνος ἔμεινε ἐκεῖ δύο ἡμέρες, πίστεψαν ἀκόμη περισσότερο στὴ διδασκαλία Του, ὁμολογώντας στὴ Σαμαρείτιδα ὅτι ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἄκουσαν καὶ ἔμαθαν, κατάλαβαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Σωτήρας τοῦ κόσμου.
. Μετὰ τὴν εἰς οὐρανοὺς Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου καὶ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους κατὰ τὴν εὐφρόσυνο ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἡ Σαμαρείτιδα ἐκ τῆς πόλεως Συχὰρ ἔχοντας ὡς ξεχωριστὸ βίωμα τὴν προσωπική της συνάντηση μὲ τὸν Κύριο, βαπτίσθηκε χριστιανὴ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους μαζὶ μὲ τοὺς δύο γιοὺς καὶ τὶς πέντε ἀδελφές της καὶ ὀνομάσθηκε Φωτεινή. Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀφιέρωσε ὅλη τὴ ζωή της στὴ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, περιοδεύοντας σὲ διάφορες πόλεις καὶ καταλήγοντας στὴ Ρώμη ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ αἱμοβόρου καὶ παρανοϊκοῦ βασιλέως Νέρωνος (54-68μ.Χ.). Πιστοὶ συναθλητὲς καὶ φλογεροὶ συνοδοιπόροι της ὑπῆρξαν οἱ πέντε ἀδελφές της, ἡ Ἀνατολή, ἡ Φωτώ, ἡ Φωτίδα, ἡ Παρασκευὴ καὶ ἡ Κυριακή, καθὼς καὶ οἱ δύο γιοί της, ὁ Βίκτωρας ποὺ μετονομάσθηκε Φωτεινὸς καὶ ὁ Ἰωσῆς.
. Τὴν ἐποχὴ λοιπὸν αὐτὴ καὶ συγκεκριμένα τὸ 66μ.Χ. ὁ μοχθηρὸς βασιλιὰς Νέρων εἶχε ἐξαπολύσει ἕναν ἀδυσώπητο διωγμὸ ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, ἀφοῦ μετὰ τὸ μαρτύριο τῶν δύο κορυφαίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου ἀναζητοῦνταν λυσσαλέα οἱ μαθητὲς τῶν Ἀποστόλων γιὰ νὰ θανατωθοῦν μὲ ἀπώτερο σκοπὸ τὴν ἐξάλειψη τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς χριστιανικῆς πίστεως στὸν κόσμο. Σ’ αὐτὴ τὴν κρίσιμη στιγμὴ γιὰ τὴν πορεία τοῦ χριστιανισμοῦ ἡ Ἁγία Φωτεινὴ μαζὶ μὲ τὸν μικρότερο γιό της, τὸν Ἰωσῆ, βρισκόταν στὴν Καρθαγένη τῆς Ἀφρικῆς, ὅπου κήρυττε μὲ ξεχωριστὴ παρρησία τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Τὸν ἄλλο ὅμως γιὸ τῆς Ἁγίας, τὸν Βίκτωρα, ὁ βασιλιὰς Νέρων τὸν διόρισε ἀρχιστράτηγο, ἐπειδὴ εἶχε νικήσει στὸν πόλεμο ἐναντίον τῶν Ἀράβων καὶ τὸν ἔστειλε στὴν Ἰταλία γιὰ νὰ ἐξοντώσει τοὺς ἐκεῖ χριστιανούς, ἀγνοώντας βέβαια ὅτι ἦταν χριστιανός. Ὁ δούκας ὅμως τῆς Ἰταλίας Σεβαστιανὸς γνωρίζοντας τὴ χριστιανικὴ ἰδιότητα τοῦ Βίκτωρα, τῆς μητέρας του καὶ τοῦ ἀδελφοῦ του, τὸν συμβούλεψε νὰ ἐκτελέσει πιστὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ βασιλιᾶ γιὰ νὰ μὴν κινδυνεύσει ἡ ζωή του. Ἀλλὰ ὁ Βίκτωρας δήλωσε ὅτι ἐπιθυμεῖ νὰ κάνει μόνο τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ καὶ περιφρονεῖ τὴν προσταγὴ τοῦ βασιλιᾶ. Τότε ὁ δούκας τὸν συμβούλεψε νὰ κοιτάξει τὸ συμφέρον του ποὺ εἶναι νὰ τιμωρήσει τοὺς χριστιανοὺς γιὰ νὰ γίνει εὐάρεστος στὸν βασιλιά, ἀλλὰ καὶ νὰ κερδίσει καὶ χρήματα ἀπὸ τὴν ἁρπαγὴ τῶν περιουσιῶν τους. Τοῦ τόνισε ἐπίσης νὰ συμβουλεύσει τὴ μητέρα καὶ τὸν ἀδελφό του νὰ σταματήσουν νὰ κηρύττουν τὸν Χριστὸ καὶ νὰ διδάσκουν τοὺς Ἕλληνες νὰ ἀρνιοῦνται τὴ θρησκεία τῶν πατρώων θεῶν, διότι αὐτὸ θὰ ἔχει ὡς συνέπεια νὰ κινδυνεύσει καὶ ἡ δική τους ζωή. Παράλληλα τοῦ πρότεινε ὅτι μποροῦν κρυφὰ νὰ πιστεύουν στὸν Χριστό. Ὁ Βίκτωρας ὅμως ὄχι μόνο ἀπέρριψε τὶς συμβουλὲς καὶ τὶς προτάσεις τοῦ δούκα, ἀλλὰ δήλωσε μὲ παρρησία ὅτι καὶ ἐκεῖνος θὰ κηρύττει τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁ δούκας τοῦ εἶπε νὰ σκεφθεῖ τί θὰ πράξει, ἀλλὰ ἀμέσως τυφλώθηκε καὶ ἀφοῦ ἔπεσε στὴ γῆ ἀπὸ τοὺς ἀφόρητους πόνους στὰ μάτια, ἔμεινε ἄφωνος. Τότε οἱ παρευρισκόμενοι τὸν σήκωσαν καὶ ἀφοῦ ἔμεινε ἄφωνος τρεῖς ἡμέρες, τὴν τέταρτη ἡμέρα φώναξε δυνατὰ ὅτι Ἕνας εἶναι ὁ Θεὸς καὶ Αὐτὸς εἶναι ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν. Στὸ ἄκουσμα αὐτῶν τῶν λόγων ὁ Βίκτωρας τὸν ρώτησε τί συνέβη καὶ ἄλλαξε τόσο ξαφνικὰ ἡ γνώμη καὶ ἡ στάση του. Ἐκεῖνος τότε τοῦ ἀπάντησε ὅτι τὸν προσκάλεσε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Στὴ συνέχεια ὁ δούκας Σεβαστιανὸς κατηχήθηκε στὴ χριστιανικὴ πίστη ἀπὸ τὸν Βίκτωρα καὶ μόλις βαπτίσθηκε, ἐπανέκτησε τὸ φῶς του καὶ δόξασε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Βλέποντας οἱ εἰδωλολάτρες τὸ παράδοξο αὐτὸ θαῦμα, φοβήθηκαν μήπως πάθουν τὰ ἴδια ποὺ ὑπέστη ὁ δούκας. Γι’ αὐτὸ καὶ προσέτρεξαν στὸν Βίκτωρα καὶ ἀφοῦ κατηχήθηκαν ἀπὸ αὐτὸν στὴ χριστιανικὴ πίστη, βαπτίσθηκαν χριστιανοί.
. Στὸ μεταξὺ ἡ Ἁγία Φωτεινή, στὴν ὁποία ἀποκαλύφθηκαν ὅλα ὅσα θὰ τῆς συνέβαιναν, ἔφυγε ἀπὸ τὴν Καρθαγένη καὶ ἔφθασε στὴ Ρώμη, συνοδευόμενη ἀπὸ πλῆθος χριστιανῶν. Ἐκεῖ ἄρχισε νὰ κηρύττει μὲ ξεχωριστὴ παρρησία τὸν Χριστὸ καὶ ὅταν παρουσιάσθηκε μαζὶ μὲ τὸν γιό της, τὸν Ἰωσῆ, ἐνώπιον τοῦ βασιλιᾶ, τοῦ εἶπε ὅτι θὰ τοῦ μιλήσει γιὰ τὸν Χριστὸ γιὰ νὰ Τὸν ἀσπασθεῖ. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὅμως ἀναγγέλθηκε στὸν βασιλιὰ ὅτι εἶχαν ἔρθει ὁ δούκας Σεβαστιανὸς καὶ ὁ στρατηλάτης Βίκτωρας. Ὅταν ὁμολόγησαν καὶ οἱ δύο ὅτι ὅλα ὅσα πληροφορήθηκε ὁ Νέρων εἶναι ἀληθινά, τότε ὀργισμένος ὁ χριστιανομάχος βασιλιὰς τοὺς ρώτησε, ἐὰν ἀρνοῦνται τὸν Χριστὸ ἢ θέλουν νὰ πεθάνουν μὲ φρικτὸ θάνατο. Τότε ἀφοῦ ὕψωσαν τὰ μάτια τους στὸν οὐρανό, δήλωσαν ὅτι δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ ἀποχωρισθοῦν ἀπὸ τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Κατόπιν ὁ βασιλιὰς ρώτησε νὰ μάθει τὰ ὀνόματά τους. Τότε ἡ Ἁγία Φωτεινὴ παρουσίασε τὶς πέντε ἀδελφὲς καὶ τοὺς δύο γιούς της, ἐνῶ τοῦ δήλωσε ὕστερα ἀπὸ σχετικὸ ἐρώτημα ὅτι ὅλοι εἶναι σύμφωνοι καὶ ἕτοιμοι νὰ θυσιαστοῦν γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
. Στὸ ἄκουσμα αὐτῶν τῶν λόγων ὁ ἐξαγριωμένος βασιλιὰς διέταξε νὰ συντριβοῦν οἱ ἁρμοὶ τῶν χεριῶν τους μὲ σιδερένιες σφαῖρες. Ὅμως παρὰ τὸ φρικτὸ βασανιστήριο οὔτε πόνο αἰσθάνθηκαν οὔτε τὰ χέρια τους συντρίφθηκαν, ἀφοῦ προστατεύθηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ θαυμαστὸ τρόπο. Βλέποντας ὁ Νέρων τὸ παράδοξο αὐτὸ θαῦμα, διέταξε νὰ κοποῦν τὰ χέρια τῶν μαρτύρων. Ἀμέσως οἱ ὑπηρέτες τοῦ βασιλιᾶ ἅρπαξαν τὴν Ἁγία Φωτεινὴ καὶ ἀφοῦ ἔδεσαν τὰ χέρια της, τὰ ἔβαλαν πάνω στὸ ἀμόνι. Ὅμως παρὰ τὰ ἀλλεπάλληλα χτυπήματα μὲ μαχαίρια, δὲν κατόρθωσαν ἀπολύτως τίποτα, ἀλλὰ ἀπεναντίας οἱ δήμιοι παρέλυσαν καὶ ἔπεσαν κάτω σὰν νὰ ἦταν νεκροί. Ἡ Ἁγία εὐχαρίστησε τὸν Θεό, ἀλλὰ ὁ αἱμοχαρὴς βασιλιὰς ἄρχισε νὰ ἀπορεῖ μὲ τὰ γενόμενα, ἀλλὰ καὶ νὰ σκέπτεται τί θὰ πράξει γιὰ νὰ κατατροπώσει τοὺς μάρτυρες καὶ νὰ τοὺς ὑποτάξει στὸ δικό του θέλημα. Ἔτσι ἀποφάσισε τοὺς μὲν ἄνδρες νὰ τοὺς κλείσει σὲ σκοτεινὴ φυλακή, τὴ δὲ Ἁγία Φωτεινὴ μαζὶ μὲ τὶς πέντε ἀδελφές της νὰ τὶς ὁδηγήσει μέσα σ’ ἕνα χρυσὸ κουβούκλιο. Ἐκεῖ οἱ θρόνοι, τὰ στολίδια, τὰ ἐνδύματα καὶ οἱ ζῶνες θὰ ἦταν χρυσά, ἐνῶ διέταξε καὶ τὴν κόρη του, τὴ Δομνίνα, νὰ πάει μαζὶ μὲ ὅλες τὶς ὑπηρέτριές της στὸ χρυσὸ κουβούκλιο, γιὰ νὰ δελεάσει τὴ Φωτεινὴ καὶ τὶς ἀδελφές της νὰ ἐγκαταλείψουν τὴ χριστιανικὴ πίστη. Τοὺς δόθηκε μάλιστα καὶ ἡ ὑπόσχεση ὅτι ἐὰν ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό, τότε θὰ ἔχουν πάντοτε τὴν εὔνοια καὶ τὴ φροντίδα τοῦ βασιλιᾶ, ἀλλὰ καὶ πολὺ περισσότερα πλούτη καὶ τιμές. Ὅμως οἱ ἅγιες αὐτὲς γυναῖκες ἀπέρριψαν τὶς δελεαστικὲς προτάσεις τοῦ παρανοϊκοῦ βασιλιᾶ καὶ ὅταν ἡ Ἁγία Φωτεινὴ εἶδε τὴ Δομνίνα, τῆς εἶπε: «Χαῖρε, ἡ νύμφη τοῦ Κυρίου μου», ἡ δὲ κόρη τοῦ Νέρωνα τῆς ἀπάντησε: «Χαίροις καὶ σύ, κυρία μου, ἡ λαμπὰς τοῦ Χριστοῦ». Μόλις ἡ Ἁγία ἄκουσε τὴ Δομνίνα νὰ λέει τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, χάρηκε τόσο πολύ, ὥστε ἀφοῦ εὐχαρίστησε τὸν Κύριο καὶ τὴν ἀγκάλιασε, τὴν κατήχησε στὴ χριστιανικὴ πίστη μαζὶ μὲ ὅλες τὶς ὑπηρέτριές της καὶ κατόπιν τὶς βάπτισε ὅλες. Στὴ Δομνίνα δόθηκε τὸ ὄνομα Ἀνθοῦσα, ἡ ὁποία πρόσταξε τὴ Στεφανίδα, ποὺ ἦταν ἡ μεγαλύτερη ἀπὸ τὶς ὑπηρέτριες, νὰ διανείμει στοὺς φτωχοὺς ὅλα τὰ χρυσὰ στολίδια καὶ τὰ χρήματα ποὺ βρίσκονταν μέσα στὸ χρυσὸ κουβούκλιο. Μόλις πληροφορήθηκε ὁ βασιλιὰς τὶς νέες αὐτὲς ἐξελίξεις, διέταξε ἐξοργισμένος νὰ βάλουν μέσα σ’ ἕνα πυρακτωμένο καμίνι ποὺ ἔκαιγε ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρες τὴν Ἁγία Φωτεινὴ μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς συνακολούθους της, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, καὶ νὰ τοὺς ἀφήσουν μέσα σ’ αὐτὸ τρεῖς ἡμέρες. Ὅταν ὅμως πέρασε τὸ διάστημα τῶν τριῶν ἡμερῶν, διέταξε ὁ Νέρων νὰ ἀνοίξουν τὸ καμίνι καὶ ἐὰν βροῦν τὰ ὀστᾶ τους, νὰ τὰ ρίξουν στὸ ποτάμι. Ἀνοίγοντας ὅμως οἱ στρατιῶτες τὸ καμίνι, τοὺς βρῆκαν ὅλους σώους καὶ ἀβλαβεῖς, γεγονὸς ποὺ τοὺς ἄφησε ἄναυδους. Τὸ παράδοξο αὐτὸ θαῦμα διαδόθηκε ἀμέσως στὴ Ρώμη καὶ ὅλοι δόξασαν τὸν Θεό.
. Μόλις ὁ βασιλιὰς ἔμαθε γιὰ τὸ νέο θαῦμα, ἀποφάσισε ἀμετανόητος καὶ τυφλωμένος ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴν κακία του νὰ δώσουν στοὺς ἁγίους θανατηφόρα δηλητήρια. Γι’ αὐτὸ τὸν σκοπὸ προσκλήθηκε ὁ μάγος Λαμπάδιος, ὁ ὁποῖος ἔδωσε πρῶτα στὴν Ἁγία Φωτεινὴ νὰ πιεῖ τὸ δηλητήριο. Ἐκείνη τότε ἔχοντας τὸ στὰ χέρια της, τοῦ εἶπε ὅτι λόγῶ τῆς ἁμαρτωλότητός του ὄχι μόνο δὲν πρέπει ἐκείνη καὶ οἱ ὑπόλοιποι νὰ τὸ πιοῦν, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ τὸ κρατήσουν. Κατόπιν ἐνώπιόν τοῦ βασιλιᾶ καὶ τοῦ μάγου δήλωσε ὅτι πρώτη ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους θὰ πιεῖ τὸ δηλητήριο στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ δοῦν τὴν παντοδυναμία Του. Στὴ συνέχεια ἂς πιοῦν καὶ ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι ποὺ συντάσσονται μαζί της. Ἀλλὰ ὅλοι ὅσοι ἤπιαν τὸ δηλητήριο, ἔμειναν ἀβλαβεῖς. Τότε ὁ μάγος ἔμεινε ἐκστατικὸς καὶ εἶπε στὴν Ἁγία ὅτι ἔχει καὶ ἄλλο πολὺ ἰσχυρότερο δηλητήριο. Μάλιστα δήλωσε ὅτι ἐὰν καὶ μ’ αὐτὸ τὸ θανατηφόρο παρασκεύασμα δὲν βροῦν ἀκαριαῖο θάνατο, τότε θὰ πιστέψει καὶ ἐκεῖνος στὸν Κύριο. Ὅμως καὶ αὐτὸ τὸ δηλητήριο δὲν εἶχε ἀπολύτως καμία ἐπίπτωση στὴν ὑγεία τους καὶ ἔτσι ὅλοι ἔμειναν ἀβλαβεῖς. Τότε ὁ μάγος ἔμεινε ἄναυδος ἀπὸ τὸ νέο θαῦμα καὶ ἀφοῦ μάζεψε ὅλα τὰ μαγικά του βιβλία, τὰ ἔριξε στὴ φωτιὰ γιὰ νὰ καοῦν. Κατόπιν βαπτίσθηκε χριστιανός, λαμβάνοντας τὸ ὄνομα Θεόκλητος. Μόλις ὅμως ὁ αἱμοβόρος Νέρων ἔμαθε γιὰ τὴ μεταστροφὴ στὸν χριστιανισμὸ τοῦ μέχρι πρότινος μάγου, ἔδωσε τὴ διαταγὴ νὰ τὸν συλλάβουν. Στὴ συνέχεια τὸν ὁδήγησαν ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς Ρώμης, ὅπου ἔλαβε χώρα ὁ διὰ ξίφους ἀποκεφαλισμός του.
. Μετὰ τὴ θανάτωση τοῦ Θεοκλήτου ὁ χριστιανομάχος βασιλιὰς πρόσταξε νὰ κόψουν τὰ νεῦρα τῶν ἁγίων, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν Ἁγία Φωτεινή. Ἀλλὰ κατὰ τὴ διάρκεια αὐτοῦ τοῦ βασανιστηρίου οἱ ἅγιοι ἐνέπαιζαν τὸν βασιλιὰ καὶ τοὺς θεούς του. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τὸν ἐξόργισε τόσο πολύ, ὥστε διέταξε νὰ ἀνακατέψουν θειάφι μὲ λιωμένο μολύβι καὶ ἀφοῦ κοχλάσει, νὰ τὸ χύσουν μέσα στὸ στόμα τῆς πολυάθλου Ἁγίας Φωτεινῆς καὶ μέσα στὰ αὐτιὰ τῶν ὑπολοίπων. Ὅμως καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὸ τὸ βασανιστήριο ἔμειναν ἀβλαβεῖς, δοξάζοντας τὸν Θεό. Ὁ Νέρων ἔμεινε τότε ἄναυδος, ἀλλὰ καὶ ἀμετανόητος. Γι’ αὐτὸ διέταξε νὰ τοὺς κρεμάσουν καὶ ἀφοῦ ξύσουν ὅλο τους τὸ σῶμα, νὰ τοὺς κάψουν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες, ἐνῶ μέσα στὰ ρουθούνια τους ἔχυσαν ξίδι ἀναμεμειγμένο μὲ στάχτη. Ὅμως καὶ αὐτὰ τὰ βασανιστήρια ὄχι μόνο δὲν ἔκαμψαν τὴν πίστη τους, ἀλλὰ ἀπεναντίας τὴν ἐνίσχυσαν δοξάζοντας εὐτυχισμένοι τὸν Θεό. Ἡ παράνοια καὶ ἡ κακία ὅμως τοῦ αἱμοχαροῦς τυράννου τὸν ὁδήγησαν καὶ σὲ νέα βασανιστήρια. Ἔτσι διέταξε νὰ τοὺς τυφλώσουν καὶ νὰ τοὺς κλείσουν σὲ σκοτεινὴ καὶ βρώμικη φυλακὴ μὲ δηλητηριώδη φίδια. Ὅταν ὅμως κλείσθηκαν στὴ φυλακή, τὰ μὲν φίδια ἀπονεκρώθηκαν, ἡ δὲ δυσωδία μετατράπηκε σὲ εὐωδία. Ἐπιπλέον ἕνα ὑπέρλαμπρο φῶς ἔλαμψε μέσα στὸ σκότος τῆς φυλακῆς καὶ ὁ Κύριος παρουσιάσθηκε στὸ μέσο τῶν φυλακισμένων ἁγίων, λέγοντάς τους: «Εἰρήνη ὑμῖν». Κατόπιν ἀφοῦ πῆρε τὴν Ἁγία Φωτεινὴ ἀπὸ τὸ χέρι, τὴ σήκωσε καὶ τῆς εἶπε: «Ἐγώ εἰμι μεθ’ ὑμῶν πάντοτε, ὅθεν μὴ φοβεῖσθε, ἀλλὰ μᾶλλον πάντοτε χαίρετε». Ἀμέσως μ’ αὐτὸ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου ἀνέβλεψαν τὰ μάτια τῶν τυφλωθέντων ἁγίων, οἱ ὁποῖοι μόλις Τὸν εἶδαν, Τὸν προσκύνησαν. Κατόπιν ὁ Κύριος, ἀφοῦ τοὺς εὐλόγησε, λέγοντάς τους: «Ἀνδρίζεσθε καὶ ἐνδυναμοῦσθε», ἀνέβηκε στοὺς οὐρανούς.
. Ὁ ἀσεβὴς ὅμως Νέρων βλέποντας τὰ γενόμενα, πρόσταξε ἐξαγριωμένος νὰ μείνουν οἱ ἅγιοι μέσα στὴ φυλακὴ τρία χρόνια, ὥστε μέσα ἀπὸ δυσβάκτατες ταλαιπωρίες νὰ βροῦν φρικτὸ θάνατο. Μετὰ τὴν ἔλευση τῶν τριῶν ἐτῶν ἔστειλε ὁ βασιλιὰς ἀνθρώπους στὴ φυλακὴ γιὰ νὰ ἀποφυλακίσουν ἕναν ὑπηρέτη. Μπαίνοντας ὅμως στὴ φυλακὴ εἶδαν τὴν Ἁγία Φωτεινὴ καὶ τοὺς συνακολούθους της νὰ χαίρουν ἄκρας ὑγείας καὶ νὰ ἔχουν ἐπανακτήσει τὴν ὅρασή τους. Ἀλλὰ καὶ ὁ χῶρος τῆς φυλακῆς εἶχε πλημμυρίσει ἄπλετο φῶς καὶ ἄρρητη εὐωδία, ἀφοῦ εἶχε καταστεῖ οἶκος, στὸν ὁποῖο δοξολογεῖτο τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ πολλοὶ ἄνθρωποι ποὺ προσέτρεχαν, κατηχήθηκαν στὴν πίστη καὶ βαπτίσθηκαν χριστιανοὶ ἀπὸ τοὺς ἔγκλειστους ἁγίους. Στὸ ἄκουσμα αὐτῆς τῆς εἴδησης ὁ Νέρων ἔγινε ἔξω φρενῶν. Μάλιστα κατ’ ἐντολήν του ὁδηγήθηκαν οἱ ἅγιοι ἐνώπιόν του καὶ ἀφοῦ τοὺς ἐπέπληξε γιὰ τὸ ὅτι κηρύττουν μέσα στὴ φυλακὴ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τοὺς ἀπείλησε ὅτι θὰ τοὺς ὑποβάλει σὲ νέα φρικτὰ βασανιστήρια. Ἐκεῖνοι ὅμως τοῦ δήλωσαν μὲ παρρησία: «Ἐκεῖνο ὅπερ θέλεις ποίησον, διότι ἡμεῖς δὲν θέλομεν παύσει κηρύττοντες τὸν Χριστόν, ὅστις εἶναι Θεὸς ἀληθινὸς καὶ ποιητὴς τοῦ παντός». Μόλις ἄκουσε αὐτὰ ὁ παρανοϊκὸς βασιλιάς, πρόσταξε νὰ σταυρώσουν τοὺς ἁγίους κατακέφαλα καὶ νὰ ξύσουν τὶς σάρκες τοὺς ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες μέχρι νὰ διαλυθοῦν. Τοὺς ἄφησαν μάλιστα κρεμασμένους καὶ ἄλλες τέσσερις ἡμέρες. Ὅταν ὅμως οἱ δήμιοι πῆγαν νὰ δοῦν, ἐὰν ζοῦσαν ἀκόμη, ἀμέσως τυφλώθηκαν, μόλις τοὺς εἶδαν κρεμασμένους. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ Ἄγγελος Κυρίου κατέβηκε ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἀφοῦ ἔλυσε τοὺς μάρτυρες, θεράπευσε ὅλες τὶς πληγές τους. Τότε ἡ Ἁγία Φωτεινὴ αἰσθανόμενη λύπη γιὰ τὴν τύφλωση τῶν δημίων, προσευχήθηκε στὸν Θεὸ γιὰ τὴ σωτηρία τους. Ἀμέσως ἐπανέκτησαν τὸ φῶς τους, γεγονὸς ποὺ τοὺς ἔκανε νὰ πιστέψουν στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ νὰ βαπτισθοῦν χριστιανοί.
. Ὅταν ὅμως πληροφορήθηκε τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ Νέρων, διέταξε ἐξοργισμένος νὰ γδάρουν τὸ δέρμα τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς, τὸ ὁποῖο ἔριξαν στὸ ποτάμι, ἐνῶ τὴν ἴδια τὴν ἔριξαν σ’ ἕνα πηγάδι. Ἀλλὰ καὶ ὁ Σεβαστιανός, ὁ Φωτεινὸς καὶ ὁ Ἰωσῆς εἶχαν τὴν ἴδια τύχη, ἀφοῦ καὶ οἱ τρεῖς ἐγδάρησαν, ἐνῶ τοὺς ἔκοψαν ἀκόμα καὶ τὰ γεννητικά τους ὄργανα, τὰ ὁποῖα ἔριξαν στὰ σκυλιά. Στὶς πέντε ἀδελφές τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς ἔκοψαν πρῶτα τοὺς μαστούς τους καὶ κατόπιν ἔγδαραν τὸ δέρμα τους. Ἀξιοθαύμαστη ὑπῆρξε ἡ γενναιότητα τῆς Ἁγίας Φωτίδος ποὺ ἦταν μία ἀπὸ τὶς πέντε ἀδελφές τῆς πολυάθλου Ἁγίας Φωτεινῆς, ἡ ὁποία ὅταν πῆγαν νὰ τὴν γδάρουν, δὲν ἤθελε νὰ κρατηθεῖ ἀπὸ κανέναν, ἀλλὰ μόνη της καὶ μὲ ἀνδρεῖο φρόνημα ὑπέμεινε τὸ μαρτύριό της. Ἡ μεγαλοψυχία καὶ ἡ γενναιότητα ὅμως, ποὺ ἐπέδειξε ἡ Ἁγία Φωτίδα, ἐξαγρίωσε ἀκόμη περισσότερο τὸν Νέρωνα, ὁ ὁποῖος διέταξε νὰ τὴν δέσουν στὶς λυγισμένες κορυφὲς δύο δένδρων ποὺ εἶχαν ἐνώσει μὲ τὴ βία καὶ κατόπιν νὰ τὶς ἀφήσουν νὰ ἔρθουν στὴν πρότερή τους θέση. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ διαμελισθεῖ ἡ ἔνδοξος μάρτυς σὲ δύο μέρη καὶ νὰ παραδώσει τὴν ἁγία της ψυχὴ στὸν Θεό. Κατόπιν κατ’ ἐντολὴν τοῦ Νέρωνα ἀποκεφαλίσθηκαν διὰ ξίφους οἱ ὑπόλοιποι μάρτυρες ἐκτὸς τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς, τὴν ὁποία ἀνέσυραν ἀπὸ τὸ πηγάδι καὶ τὴν ἔκλεισαν στὴ φυλακή. Ὅμως ἡ πολυάθλος Ἁγία αἰσθανόταν πολὺ μεγάλη λύπη, διότι δὲν εἶχε ἀξιωθεῖ ἀκόμη τοῦ στεφάνου τοῦ μαρτυρίου, ὅπως οἱ ὑπόλοιποι. Γι’ αὐτὸ καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται στὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος τῆς παρουσιάσθηκε καὶ ἀφοῦ τὴν σφράγισε τρεῖς φορὲς μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ, θεράπευσε ὅλες τὶς πληγές της. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς ἡμέρες καὶ ἀφοῦ δόξασε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, παρέδωσε στὰ χέρια Του τὴν πάναγνη ψυχή της.
ΠΗΓΗ: syndesmosklchi.blogspot.gr
https://christianvivliografia.wordpress.com/2015/02/26/%E1%BC%A1-%E1%BC%81%CE%B3%CE%AF%CE%B1-%CF%86%CF%89%CF%84%CE%B5%CE%B9%CE%BD%E1%BD%B4-%E1%BC%A1-%CF%83%CE%B1%CE%BC%CE%B1%CF%81%CE%B5%E1%BF%96%CF%84%CE%B9%CF%82-%E1%BC%A1-%CE%B8%CE%B5%CE%AF%E1%BF%B3/