Γιά τόν χαρισματικό αυτό Όσιο Μοναχό υπάρχει ακόμα ή εξής διήγηση :

   Μετά τήν κοίμηση τών Αγίων Κτιτόρων, ό κόσμος είχε σέ μεγάλη ευλάβεια τό «Ίωακειμάκι», όπως είδαμε, διότι είχε καταλάβει και τίς άρετές του και τό διορατικό του χάρισμα.
Θέλησε κάποτε ένας προσκυνητής άπό τόν Κρουσώνα, πού τόν έλεγαν Μανώλη Τσικαντήλη νά επισκεφτεί στον Κουδουμά τό Ίωακειμάκι, διότι είχε σοβαρό οικογενειακό πρόβλημα. Ή γυναίκα του ήταν στείρα και έξ αιτίας τής ατεκνίας αύτής δεν τήν ήθελε καθόλου ή μητέρα του, γι’ αυτό και ύπέφερε τό ανδρόγυνο. 
   Αποφάσισε, λοιπόν, νά επισκεφτεί τόν ένάρετο Μοναχό ό άνθρωπος αυτός και άρχισε νά μαζεύει μέσα στό σπίτι του διάφορα τρόφιμα τά όποια θά πήγαινε, όπως συνήθιζαν νά κάνουν ως έλεημοσύνη πρός τό φτωχό Μοναστήρι όλοι οί προσκυνητές. Καθώς τά έτοίμαζε, άκούει έναν πολύ ισχυρό θόρυβο στην πόρτα, σάν νά προερχόταν άπό δυνατή κλωτσιά. Έντρομος πήγε πρός τήν πόρτα, τήν άνοιξε και έκεΐ είδε ένα τεράστιο ασυνήθιστο άλογο, τρεις φορές σέ μέγεθος άπό τά συνηθισμένα. Αγριεμένο σήκωσε τά μπροστινά πόδια του πρός τά πάνω. Ήταν μεταμορφωμένος ό διάβολος, ό όποιος με άνθρώπινη, άγρια φωνή του είπε:
–        Πού ετοιμάζεσαι, μωρέ, νά πας;
  Ό Μανώλης ήταν καλός χριστιανός, πνευματικός άνθρωπος καί γνώριζε κάποια πράγματα περί πειρασμών άπό τίς διηγήσεις του ευλαβούς Ιερέα τού Κρουσώνα, άλλά καί άπό τούς Κουδουμιανούς Πατέρες, πού πήγαιναν συχνά. Βρήκε, λοιπόν, χριστιανικό θάρρος καί του άπάντησε:
–        Εκεί, μωρέ, πού δέν θές νά πάω.
  Τό άλογο αυτό αμέσως εξαφανίστηκε, αφήνοντας πίσω του μεγάλες σπίθες φωτιάς.
   Ό διάβολος πάντα προσπαθεί νά εμποδίζει τό καλό όποιασδήποτε μορφής, μά ιδιαίτερα προσπαθεί νά φέρνει έμπόδια, γιά νά μήν αποκομίσει κάποιος πνευματική ώφέλεια πηγαίνοντας νά συναντήσει έναν άνθρωπο του Θεού ή σ’ ένα προσκύνημα ή σ’ ένα κήρυγμα κ.τ.λ. ’Άν δέν τά καταφέρει νά ματαιώσει τήν έπαφή τού ανθρώπου με πνευματικά πρόσωπα καί χώρους, εξάπαντος μετά θά του δημιουργήσει πειρασμούς, γιά νά τόν κάμει νά μήν τό ξαναεπιχειρήσει. Στήν περίπτωση αύτή, ένας πονεμένος άλλά πιστός άνθρωπος θά πήγαινε προσκύνημα στό θαυματουργό Προσκύνημα τής Παναγίας τού Κουδουμά, θά έκανε καί τήν έλεημοσύνη του, θά συναντούσε τόν ένάρετο διορατικό Μοναχό, θά προσευχόταν, θά ακούε σωτήριες συμβουλές. Αύτά ενόχλησαν τόν σατανά, διότι ώς πονηρός πού είναι, γνωρίζει πρόσωπα καί καταστάσεις, κρίνει, συμπεραίνει καί τεχνουργεί πώς θά εμποδίσει. ’Άν δέν τά κατάφερνε με έμμεσους τρόπους (έκτακτη δουλειά, έπισκέψεις ξένων κ.τ.λ.) θά προσπαθούσε νά εκφοβίσει, πράγμα πού έκαμε στήν περίπτωση αυτή.
   Στή ζωή των Πατέρων τής έρήμου αυτοί οι έκφοβισμοί ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Έπαιρνε τή μορφή (διότι μπορεί νά μετασχηματίζεται καί σέ άγγελο φωτός καί σέ τρομακτικό είδος) άλλοτε άγριου ζώου, άλλοτε τέρατος, άλλοτε καιρικού φαινομένου. Αλλά πάντοτε τόν νικούσε ή πίστη, ή προσευχή καί τό σημείο τού Τιμίου Σταυρού.
   Ό άνθρωπος αυτός μέ περισσότερη πίστη, περισσότερη εύλάβεια καί πνευματικό σθένος έτοιμάστηκε καί πήγε στόν Κουδουμά. Μόλις έφθασε, τόν υποδέχτηκε στήν πόρτα τό Ίωακειμάκι.
–        Καλώς τό Μανωλάκι. Τόν χαιρέτησε μέ τό όνομά του, ένώ δέν γνωρίζονταν προσωπικά.
Κατάλαβε ό ευλαβής προσκυνητής ότι ήταν άληθινές οι φήμες γιά τό διορατικό χάρισμα τού Μοναχού.
–        Κρατάς, Μανωλάκι, λιβάνι; Κρατάς φωθιά (άναπτήρα);
–        Ναί, πάτερ, κρατώ.
–        Πάρτα μαζί σου νά πάς στόν Άββακόσπηλιο. Πηγαίνοντας νά μαζέψεις ξερά κλαδιά γιά νά τά κάμεις κάρβουνα όταν θά φθάσεις. Μόνο νά προσέχεις, διότι πρίν τό σπήλαιο αυτό έχει επικίνδυνα  σημεία τό μονοπάτι, μήπως καί κινδυνέψεις νά γλιστρήσεις. “Οταν φθάσεις, υπάρχει ένα πήλινο δοχείο μέσα στό όποιο θά άνάψεις τή φωτιά νά κάμεις τά κάρβουνα καί νά θυμιάσεις. Εκεί έχουν ζήσει ‘Άγιοι άσκητές καί υπάρχει καί σήμερα ένας άθέατος. Εκεί, αφού θυμιάσεις, θά κάμεις τήν προσευχή σου καί θά ζητήσεις αυτό πού θέλεις. Τό «Ίωακειμάκι» τά είπε αύτά, διότι με τό διορατικό του χάρισμα γνώριζε τό μεγάλο οικογενειακό πρόβλημα τού άνθρώπου.
  Ό προσκυνητής πήγε στόν Άββακόσπηλιο καί έβαλε λιβάνι. Σέ λίγο πλημμύρισε όλο τό σπήλαιο άπό άρρητη εύωδία πού δέν ήταν άπό τό θυμίαμα . Κατάλαβε τότε ότι ό άθέατος άσκητής είχε κάμει διακριτικά τήν παρουσία του. Γονάτισε καί μέ θερμά λόγια τόν παρακάλεσε νά λύσει τό πρόβλημά του κάνοντας νά τεκνοποιήσει ή γυναίκα του γιά νά τήν άγαπήσει ή μάνα του.
Γύρισε στό Μοναστήρι.
–        Μανωλάκι, είδες τίποτε;
–        Αυτό κι αυτό μου συνέβη, πάτερ.
–        Πήγαινε στήν εύχή τού Χριστού καί τής Παναγίας καί νά είσαι βέβαιος ότι θά άποκτήσεις παιδί.
  Πράγματι ύστερα άπό λίγο καιρό έμεινε ή γυναίκα του έγκυος καί γέννησε τό πρώτο άγόρι, διότι στά έπόμενα χρόνια έκανε άλλα δύο παιδιά.
Τόσο χαριτωμένος ήταν ό Μοναχός Ιωακείμ. Καί τό ότι συμβούλεψε μ’ αύτόν τόν τρόπο τόν προσκυνητή, σημαίνει ότι καί ό ίδιος θά είχε έμπειρία άπό τήν παρουσία τού άγνωστου καί αθέατου ασκητή, όπως είχε καί ό Γέροντάς του ‘Άγιος Παρθένιος.
  Απόδειξη διόρασης άλλά καί πνευματικής ακρίβειας είναι καί τό παρακάτω. Διηγήθηκε στόν γράφοντα ό Μανώλης Τσατσάκης ή Μανίας άπό τά Καπετανιανά ότι, όταν ήταν παιδί, πήγαινε ως βοσκάκι πού ήταν, συχνά στόν Κουδουμά. Κάποια φορά τού λέει τό Ίωακειμάκι:
–        Μανωλάκι, θά μου κάμεις μιά χάρη;
–        Εύχαρίστως, Γέροντα. Τί θέλεις;
–        Πάρε αύτά τά λεφτά νά μου άγοράσεις ένα σακκουλάκι ζάχαρη πού τή χρειάζομαι. Άλλά περίμενε νά σου δώσω έγώ τό σακουλάκι.
–        Θά βάλω, Γέροντα, στή βούργια μου τή ζάχαρη καί θά σου τή φέρω.
–        Όχι. Θά τήν έχεις στό σακκουλάκι πού θά σου δώσω, άλλά νά μήν τό βάλεις τό σακκουλάκι μέσα στή βούργια σου καί ξέρεις γιατί.
 
 
 
Τότε τό παιδί συνειδητοποίησε, ότι σ’ αύτή τή βούργια κατ’ έπανάληψη είχε βάλει μέσα κλεμμένο κρέας καί έπομένως ήταν άντικείμενο χρήσεως γιά τήν αμαρτία τής κλοπής. Ό όσιος άνθρωπος θά μπορούσε νά ζητήσει άπό άλλο τήν εξυπηρέτηση αύτή. Όμως τή ζήτησε άπό τό συγκεκριμένο παιδί γιά νά τό ωφελήσει, κάνοντας το νά συνειδητοποιήσει ότι ή αμαρτία δέν μολύνει μόνο την ψυχή άλλα γίνεται κατάρα και στο αντικείμενο που χρησιμοποιείται όπως είδαμε καί σέ ανάλογη περίπτωση με τόν Άγιο Παρθένιο. Έπειτα εδώ φαίνεται ή άκρίβεια της συνείδησης του οσίου άνδρός. Ή καθαρότητά της δεν έπέτρεπε επαφή με τό άψυχο μολυσμένο άντικείμενο (τή βούργια). Τόν ένδιέφερε όμως ή ψυχή τήν όποια με θαυμαστή διάκριση θέλησε νά οικοδομήσει.
 
 
 
Ή φήμη του Ιωακείμ δέν έσβησε μέ τήν κοίμηση του. Ανήκε στίς όσιακές μορφές του Κουδουμά, άμεσος πνευματικός καρπός των Όσιων Κτιτόρων Παρθενίου καί Εύμενίου. Όσοι διηγούνται περί αυτού, τά διηγούνται μέ τόν ίδιο σεβασμό όπως διηγούνται καί τά των δύο Όσιων. Ή μνήμη του ώς Όσιου είναι έδραιωμένη στίς συνειδήσεις των πιστών, μάλιστα δέ έπεκτείνεται μέρα μέ τή μέρα στους φιλάγιους χριστιανούς, παράλληλα μέ τή μνήμη τών Πατέρων. 
 
 
Ένα άπλό παράδειγμα άναφέρουμε, τό θαυμάσιο δηλαδή βιβλίο του Κωνσταντίνου Π. Κανέλλου άπό τήν Ιθάκη τό όποιο άναφέρεται στόν Όσιο Ιωακείμ τόν Βατοπαιδινό, τόν άποκαλούμενο «Παπουλάκη». Μέσα, λοιπόν, στό βιβλίο αυτό, στή σελίδα 181 καί στό θέμα «Λοιποί Άγιοι μέ τό όνομα Ιωακείμ», συγκαταριθμεϊται καί ό Ιωακείμ του Κουδουμά μεταξύ τών Όσιων πού έχουν τό όνομα αυτό, πέμπτος στή σειρά μετά άπό: α) τόν Θεοπάτορα Ιωακείμ (έορτ. 9 Σεπτ.), β) τόν Όσιο Ιωακείμ Ηγούμενο της Μονής τών Νωτενών (έορτ. 3 Ίουλ.), γ) τόν Όσιο Ιωακείμ τόν Άκαρνάνα τόν έπονομαζόμενο «Μακρυγένη» τόν καί δεύτερο κτίτορα τής Μονής Όσιου Γρηγορίου του Αγίου Όρους καί δ) τόν Όσιο Ιωακείμ τόν Άγιαννανίτη, τόν Κρήτα καί πρώην ληστή άπό τόν Καλλικράτη Σφακίων, τόν όποιο άπό χρόνια έχει έπίσημα άνακηρύξει Άγιο ή Ρωσική Όρθόδοξος Εκκλησία.
  

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΟΙ ΟΣΙΟΙ ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ ΚΑΙ ΕΥΜΕΝΙΟΣ ΚΑΙ Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΚΟΥΔΟΥΜΑ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΑΠΑΔΑΚΗ .
 http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2017/11/blog-post_984.html