Από τη διήγηση για τη θανάτωση των άγίων πατέρων στο όρος Σινά και τη Ραϊθού
ΜΟΛΙΣ ή μάνα του νεαρού εκείνου μοναχού, πού σε άλλο σημείο του λόγου φανερώσαμε τη μεγαλοψυχία του, έμαθε ότι αγωνίστηκε τόσο γενναία κατά των βαρβάρων, και ότι σφαγιάστηκε μέσα ατό ίδιο το κελί όπου ασκήτευε, αφού δέχθηκε τ’ αναρίθμητα εκείνα πλήγματα, και ότι δεν υπάκουσε στους βαρβάρους να βγάλει το ρούχο του, μα ούτε κι από το κελί του να βγει, μολονότι υπόσχονταν να μην τον σκοτώσουν αν έκανε κάτι απ’ αυτά, αλλά τόσο ανδρεία αντιστάθηκε και τόσο γενναία δέχθηκε το θάνατο, αυτά μαθαίνοντας, λέω, η μάνα του, έδειξε έμπρακτα τη συγγένειά της μ’ εκείνον, φανερώνοντας πώς ήταν πραγματικά γνήσια μητέρα του.
Αφού λοιπόν φόρεσε αμέσως ωραίο φόρεμα και γενικά περιποιήθηκε την εμφάνισή της, ώστε να δείχνει χαρούμενη, ύψωσε τα χέρια της στον ουρανό κι έλεγε στο Σωτήρα Χριστό τούτα τα λόγια:
σε Σένα, Δέσποτα, πρόσφερα το παιδί μου, και μου έχει σωθεί πια, και τώρα και στον αιώνα.
Σε Σένα εμπιστεύθηκα το βλαστάρι μου και Σ’ έβαλα κοντά του φύλακα, κι αληθινά μου έχει πια φυλαχτεί σώο και άτρωτο. δεν σκέφτομαι, λοιπόν, ούτε ότι πέθανε ούτε ότι τέλειωσε τη ζωή του, αλλά παρατηρώ ότι ξέφυγε από κάθε αμαρτία. ούτε ότι καταπληγώθηκε το σώμα του και είχε πικρό τέλος, μα ότι έφερε εκεί (στον ουρανό), ψυχή καθαρή και άμωμη, και ότι πρόσφερε άσπιλο το πνεύμα του στα χέρια Σου. Βραβεία λογαριάζω εγώ τις μαχαιριές. Στεφάνια θεωρώ τις πληγές.
Μακάρι στο σώμα σου, παιδί μου, να χωρούσαν περισσότερα χτυπήματα, για να ‘ταν μεγαλύτερος και ο μισθός σου. Έτσι μου πλήρωσες τούς κόπους της εγκυμοσύνης μου. Έτσι με άμειψες για τούς πόνους της γέννας. Έτσι με τίμησες πού σ’ ανάθρεψα. Τι λοιπόν; δεν θα με κάνεις κοινωνό και στα
κατορθώματά σου; Γίνομαι κι εγώ συμμέτοχη στην άθλησή σου! Μαρτύρησες εσύ;
Συμμετέχω κι εγώ στη χαρά του μαρτυρίου σου. ‘Αντιστάθηκες εσύ στη βαρβαρική οργή; Πολεμώ κι εγώ με την τυραννία του φυσικού πόνου. Περιφρόνησες εσύ φανερά το θάνατο; Ξεπερνάω κι εγώ το μητρικό μου φίλτρο. Σήκωσες εσύ την οδύνη της σφαγής με ανδρεία; Σηκώνω κι εγώ αυτόν το βασανισμό, ενώ τα σπλάχνα μου σπαράζουν. Ίσα είναι, κι όχι κατώτερα από τα δικά σου, τα δικά μου μαρτύρια. με ξεπερνάς εσύ στην ένταση της οδύνης; σε ξεπερνάω εγώ στη χρονική της διάρκεια. Γιατί ο θάνατός σου, όσο φοβερός κι αν ήταν, συντελέστηκε πάντως μέσα σε λίγη ώρα. Εγώ όμως υποφέρω για πολύ καιρό από τον πόνο, κι άς τον υπομένω ήρεμα φιλοσοφώντας, επειδή έχω την πληροφορία ότι ζεις κοντά στο Θεό την αμόλυντη ζωή, και επειδή πιστεύω πώς ύστερα από λίγο θα σ’ έχω εκεί γηροκομώ μου, όταν θα γίνει κομμάτια μ’ οποιοδήποτε τρόπο και το δικό μου οστράκινο σκεύος (Β’ Κορ. 4:7) και θα τραβήξω για την άλλη ζωή. Ευτυχισμένη είμαι εγώ ανάμεσα στις άλλες μάνες, γιατί πρόσφερα στο Θεό έναν τέτοιον αγωνιστή! Ευτυχισμένη και πάλι εγώ! με θάρρος λοιπόν καυχιέμαι αληθινά για σένα, επειδή πέθανες για το Χριστό και θα είσαι πια μαζί Του αιώνια και θ’ απολαμβάνεις την ατελεύτητη μακαριότητα
Από το βίο του αγίου ιερομάρτυρος Κλήμεντος
Όταν ο άγιος Κλήμης ήταν ακόμα νήπιο, πέθανε ο πατέρας του. Ή μητέρα του λοιπόν, μένοντας έρημη από άντρα και στηρίζοντας πια όλες της τις ελπίδες, μετά το Θεό, στο παιδί της μονάχα, του αφοσιώθηκε με τόση φροντίδα, πού έγινε γι’ αυτό τα πάντα, και πατέρας και μητέρα και δάσκαλος.
Ενώ λοιπόν ο Κλήμης βρισκόταν μέσα σε τέτοια χέρια και μεγάλωνε με καλή ανατροφή από μητέρα φιλόστοργη, εκείνη προαισθάνθηκε έτι πλησίαζε το τέλος της. ‘Αγκάλιασε τότε με τρυφερότητα και πόθο το παιδί της, πού δεν είχε κλείσει ακόμα τα δέκα του χρόνια, το φιλούσε γλυκά-γλυκά και, καθώς βιαζόταν να το κάνει όχι τόσο διάδοχο στα δικά της πλούτη όσο κληρονόμο των θησαυρών του ουρανού, του έδινε (συμβουλές και) παραγγελίες σαν κι αυτές:
– Παιδί μου! Παιδί μου πολυαγαπημένο! Παιδί μου, πού, πριν γνωρίσεις τον πατέρα σου, γνώρισες την ορφάνια, μα πλούτισες, κάνοντας το Θεό πατέρα και χρησιμοποιώντας την ορφάνια για την ευτυχία σου! Εγώ μεν σε γέννησα σωματικά, μα ο Χριστός σε μεγάλωσε πνευματικά. Γνώρισε λοιπόν τον Πατέρα σου. Μη διαψεύσεις τ’ όνομα του γιου. το Χριστό μονάχα λάτρευε. στο Χριστό μονάχα έχε εμπιστοσύνη. Αυτός εΙναι, πραγματικά, ή αθανασία. Αυτός εΙναι ή σωτηρία. Αυτός, πού κατέβηκε για μας από τα ουράνια και μας ανέβασε μαζί Του και μας έκανε παιδιά Του και θεούς. Οποίος λοιπόν μπαίνει στην υπηρεσία αυτού του Δεσπότη, θα ξεπεράσει όλες τις δυσκολίες, και όχι μόνο θα νικήσει τούς τυράννους και τούς βασιλιάδες πού προσκυνούν τα είδωλα, μα και θα ντροπιάσει ακόμα κι αυτούς τούς δαίμονες, πού τιμούν εκείνοι, και τον αρχηγό και προστάτη τους διάβολο…
Έκεί πού μιλούσε, τα μάτια της βούρκωσαν. και γεμίζοντας από τη χάρη, είδε θεία θεωρία και άρχισε να διηγείται προφητικά τα μελλούμενά του…και σε παρακαλώ, έλεγε, γιε μου πολυαγαπημένε, σε παρακαλώ να μου κάνεις μία χάρη για όλα (όσα εγώ έκανα για σένα). Επειδή έφτασαν καιροί δύσκολοι, επειδή φυσάει φοβερός ο άνεμος του διωγμού της ασέβειας και επειδή ξέρω πώς κι εσύ θα οδηγηθείς, όπως είπε ο Δεσπότης μας, «επί βασιλείς και ηγεμόνας» για χάρη Του (Λουκ. 21:12), κάνε μου, παιδί μου, αυτή την τιμή: Αντιστάσου γενναία για χάρη Του και κράτησε σταθερή για χάρη μου την ομολογία σου ως το τέλος. και πιστεύω πώς ο Χριστός μου, σπλάχνο μου, πιστεύω πώς και στο δικό σου κεφάλι θα κάνει ν’ ανθήσει σύντομα το μαρτυρικό στεφάνι.
Νά ετοιμάζεις λοιπόν τον εαυτό σου και να παρακινείς την ψυχή σου σε αντρειοσύνη, για να μη βρεθείς απροετοίμαστος στους αγώνες. Γιατί δεν θα παλέψεις με τυχαίους εχθρούς ή για τυχαία πράγματα… ‘
“Τιποτένιο ειναι, Υιέ μου, το να πεθαίνουν θεληματικά οι στρατιώτες για έναν όμόδουλο και θνητό βασιλιά, κι εμείς να μη σηκώνουμε το θάνατο, όπως εκείνοι, για Βασιλιά αθάνατο. και μάλιστα, όταν εκείνοι δεν παίρνουν απ’ αυτόν κανένα αντάλλαγμα άξιο μιας τέτοιας αφοσιώσεως. Γιατί ποίο δώρο είναι ισάξιο με τη ζωή; “Η ποια από τις μεταθανάτιες τιμές γίνεται αισθητή (στον σκοτωμένο στρατιώτη);” Αν όμως πεθάνεις για τον κοινό Δεσπότη όλων, το Χριστό, αντί για την πρόσκαιρη ζωή θ’ αποκτήσεις την αθάνατη. Αντί για τη φευγαλέα απόλαυση και τη δόξα και τον πλούτο, θ’ απολαύσεις την αιώνια μακαριότητα. Τι λοιπόν; Κι αν δεν πεθάνουμε τώρα, δεν θα πεθάνουμε πάντως μετά από λίγο, πληρώνοντας το κοινό χρέος όλων; ” Άλλωστε, ο θάνατος για το Χριστό δένει ναι σωστό να θεωρείται θάνατος. Γιατί πάντοτε, με την ανώτερη ελπίδα των μελλοντικών αγαθών, χάνεται ή αίσθηση (κι αυτού του θανάτου).
Μ’ αυτά τον εμψύχωνε ή μητέρα του, έχοντας το Πνεύμα της αληθινής Σοφίας, πού μιλούσε με το στόμα της, μία πού ο Υιός της ήταν κιόλας – πριν την ώρα του – συνετός σαν γέροντας, και είχε ανάγκη από σοβαρότερες παραινέσεις. στο τέλος μάλιστα πρόσθετε και τούτα:
Τέτοιον αμοιβή για την ανατροφή σου δώσε, παιδί μου, σε μένα, τη μάνα σου. Αυτός άς γίνει ο μισθός μου, Υιέ μου γλυκύτατε, για τούς πόνους πού δοκίμασα στη γέννα σου, για να σωθώ κι εγώ, σύμφωνα με τον Παύλο, «διά της τεκνογονίας» (ΑΙ Τιμ. 2:15) και να δοξαστώ με τα μέλη του παιδιού μου. Γιατί νά, παιδί μου, εγώ φεύγω κιόλας με τη δύναμη της θείας χάριτος – αισθανόταν, βλέπετε, πώς πέθαινε – και το αισθητό τούτο φως δεν θα με φωτίσει το πρωί.
Εσύ όμως θα είσαι για μένα φως εν Χριστό και ζωή. σε παρακαλώ λοιπόν, σπλάχνο μου, να μη διαψεύσεις τις ελπίδες πού στήριξα πάνω σου. μία Εβραία γυναίκα ανέδειξε κάποτε εφτά γιους μάρτυρες. και ήταν σαν ν’ αθλείσαι κι ή ίδια με εφτά σώματα, τα σώματά τους. μα σε μένα είσαι αρκετός εσύ μονάχα για να δοξαστώ. και είμαι ευτυχισμένη μέσα στις μανάδες εγώ, επειδή ακριβώς θα γίνω ένδοξη εξαιτίας σου. Νά, θα προχωρήσω μπροστά σου, γιε μου. Σωματικά μεν χωρίζομαι σήμερα κιόλας από τα ποθεινά σου μάτια. Η ψυχή μου όμως – πίστευέ το -, μόλις πεθάνω, θα κρεμαστεί για πάντα πάνω στη δική σου ψυχή. Μαζί της θα προσκυνήσομε παρρησία στο βήμα του Χριστού. και θα καμαρώνω για τα παθήματά σου. και θα είμαι στολισμένη με τις πληγές σου. και θα έχω μερίδιο στα πολύτιμα εκείνα βραβεία και στη χαρά σου.
Αυτά έλεγε ή μάνα στο γιο. και κατά φιλούσε όλα μαζί τα μέλη του, λέγοντας πάλι ή μακάρια:
Μαρτυρικά μέλη φιλώ, μέλη πού θα προσφερθούν θυσία στο Χριστό.
‘Ενώ λοιπόν έτσι τον αγκάλιαζε και του γλυκομιλούσε, αναπαύθηκε πραγματικά τη μακάρια ανάπαυση, παραδίνοντας το πνεύμα στο Θεό και το σώμα στα γλυκύτατα χέρια του παιδιού της.
Εκείνος πάλι έκανε όσα έπρεπε, σαν γιος πού αγαπούσε τη φιλόστοργη μητέρα του. Κι αφού παρέδωσε το σώμα της στη γη, ο ίδιος διάλεξε τον μοναχικό βίο, εκπληρώνοντας αμέσως τις μητρικές παραγγελίες με τούτο πρώτα, τη φυγή δηλαδή από τον κόσμο για το Χριστό, πού για χάρη Του θα έφευγε αργότερα κι από τη ζωή.
Από το βίο του αγίου Αλυπίου
Ο μεγάλος Αλύπιος, έχοντας την καρδιά πυρωμένη από την αγάπη στο Θεό, προβληματιζόταν
Τι να κάνει στην παρούσα ζωή, για να κατορθώσει την ολοκληρωτική και παντοτινή συμβίωσή του με Αυτόν πού ποθούσε, την ολοκάθαρη θεωρία Εκείνου με όλο του το νου και τη γνήσια ένωση μαζί Του.
Αποφάσισε λοιπόν ν’ απαρνηθεί τα πάντα και να φύγει, φυσικά μακριά από φίλους, συγγενείς, γνωστούς, κι από την ίδια του τη μάνα, διαλέγοντας τον αγαθό δρόμο της ησυχαστικής ζωής. την απόφασή του την εμπιστεύθηκε μόνο στη μητέρα του.
Μάνα, της είπε, με κυρίεψε πόθος φλογερός να πάω κατά την Ανατολή, όπου πολλοί έζησαν θεάρεστα και μακάρια, διαλέγοντας τον ησυχαστικό βίο. Κατευόδωσέ με λοιπόν σ’ αυτόν το δρόμο και δώσε μου τις ευχές σου σαν φυλαχτό. Σαν άκουσε εκείνη αυτά τα λόγια, δεν έπαθε τίποτε απ’ όσα παθαίνουν οι γυναίκες (συνήθως, όταν ακούνε παρόμοιες αποφάσεις των παιδιών τους). δεν πρόβαλε σαν εμπόδιο τη χηρεία της ούτε τη μοναξιά της. δεν είπε πώς είναι πράγμα ασήκωτο για τις μανάδες να χάνουν ένα γιο τόσο καλό ούτε κάτι άλλο παρόμοιο. δεν προσπάθησε να ματαιώσει την πρόθεση του αγαπημένου της παιδιού. Ποθούσε, βλέπετε, πραγματικά το συμφέρον του γιου της πιο πολύ από το δικό της. ‘Αντίθετα, σήκωσε τα μάτια, άπλωσε τα χέρια και συγκέντρωσε όλη της τη σκέψη σε προσευχή. Ύστερα είπε:
Πήγαινε, παιδί μου. Πήγαινε εκεί πού σε οδηγεί η κλήση του (Αγίου) Πνεύματος. Να, ο Θεός, πού σ’ Αυτόν μέσα ζούμε και σ’ Αυτόν σε παραδίνω, θα στείλει τον άγγελό Του μπροστά σου (Εξ. 23:20), για να σε οδηγήσει όπου είναι το θέλημά Του. Άμποτε να σου στείλει βοήθεια από το άγιο κατοικητήριό Του και να σε προστατέψει από την ουράνια Σιών (Ψαλμ.19:3). να σου φορέσει σαν θώρακα τη δικαιοσύνη και να σου βάλει την περικεφαλαία της σωτηρίας (Ήσ. 59:17. ‘Εφ. 6:14-17). σαν ήλιος του μεσημεριού να λάμψει η αρετή στα έργα σου (πρβλ. Ψαλμ. 36:6), πού χάρη σ’ αυτά αγάπησες το Δεσπότη περισσότερο κι από γονείς κι από πατρίδα.
Ήταν εκείνη γνήσια μάνα ενός τέτοιου γιου. και γι’ αυτό, βάζοντας την αρετή πιο πάνω από τη φύση, δεν προσπάθησε να κάνει ή να πει τίποτε ανάξιό της.
‘Έπειτα, μετά την ευχή, ο Υιός τυλίχθηκε στο λαιμό της μάνας κι η μάνα αγκάλιασε με λαχτάρα το Υιό, ενώ βρέχονταν και οι δύο τους με θερμά δάκρυα. και αφού κατά φιλήθηκαν, χωρίστηκαν. Η μάνα κίνησε για το σπίτι, και ο Υιός πήρε το δρόμο πού ποθούσε.
Από το μαρτύριο των αγίων Tεσσαράκoντα Mαρτύρων
Οι άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες βρίσκονταν στο στάδιο της αθλήσεως. το πρωί, μετά την ολονύκτια ορθοστασία τους μέσα στη λίμνη και την αλύγιστη καρτερικότητά τους στην αβάσταχτη παγωνιά, τούς τραβούσαν στην ακρολιμνιά για να τούς συντρίψουν τα πόδια με ρόπαλα.
Η μητέρα ενός απ’ αυτούς έμενε εκεί δίπλα τους, όσο βασανίζονταν, παρατηρώντας το Υιό της. Αυτός ήταν, βλέπετε, πιο νέος απ’ όλους στην ηλικία, και η μητέρα του φοβόταν μήπως τα νιάτα και η αγάπη στη ζωή τον κάνουν κάποια στιγμή να δειλιάσει και να φανεί έτσι ανάξιος της στρατιωτικής ιδιότητος και τιμής. Στεκόταν λοιπόν και τον παρακολουθούσε προσεκτικά, με τη στάση και το βλέμμα της, και του έδινε θάρρος, τεντώνοντας προς το μέρος του τα χέρια της και λέγοντας:
– Παιδί μου γλυκύτατο! του ουράνιου Πατέρα πια παιδί! Κάνε λίγη ακόμα υπομονή, και θα γίνεις τέλειος! μη φοβηθείς τα βασανιστήρια. Γιατί, δες, σου παραστέκεται βοηθός ο Χριστός. Καμιά πίκρα, καμιά ταλαιπωρία δεν θα σε βρει πια. “Όλ’ αυτά πέρασαν. τα ‘χεις όλα νικήσει με τη γενναιότητά σου. ‘Από δω και πέρα χαρά, ηδονή, άνεση, ευφροσύνη… Αυτά θα γευθείς, βασιλεύοντας μαζί με το Χριστό και πρεσβεύοντας σ’ Εκείνον και για μένα, πού σε γέννησα.
Μετά τη συντριβή λοιπόν των ποδιών τους, οι άγιοι παρέδωσαν τις ψυχές τους στο Θεό. και οι στρατιώτες έφεραν αμάξια κι έβαλαν σ’ αυτά τα ιερά σώματα, για να τα μεταφέρουν στην όχθη του γειτονικού ποταμού. Επειδή όμως παρατήρησαν πώς ο νέος εκείνος, πού λεγόταν Μελίτων, ανάσαινε ακόμα, τον άφησαν έτσι, με την ελπίδα ότι θα ζήσει.
Σαν είδε η μητέρα του ότι αυτός μονάχα έμεινε πίσω, της ήρθε βαρύ, σαν θάνατος δικός της και του παιδιού της. Παρέβλεψε λοιπόν τη γυναικεία αδυναμία και λησμόνησε τη μητρική ευσπλαχνία Σήκωσε το υιό της στους ωμούς κι ακολουθούσε γενναιόψυχα τα αμάξια, πιστεύοντας πώς τότε μόνο θα ζούσε, όταν θα τον έβλεπε να είναι τελειωμένος και νεκρός.
Την ώρα λοιπόν πού τον κουβαλούσε, αυτός ξεψύχησε. Τότε πια ή μητέρα του απαλλάχθηκε από τις φροντίδες. Σκιρτώντας δυνατά απ’ τη μεγάλη της χαρά για το τέλος του γιου της, μεταφέρει τον πολυαγαπημένο της νεκρό μέχρι τον τόπο, όπου ήταν τα σώματα των αγίων, τον βάζει πάνω σ’ αυτά και τον συναριθμεί μαζί τους, για να μη χωριστεί από τα σώματά τους ούτε το σώμα Εκείνου, πού την ψυχή του βιαζόταν να συναριθμήσει με τις ψυχές τους.
Ανάβουν τότε μεγάλη φωτιά οι υπηρέτες του εχθρού (διαβόλου) και κατάκαινε τα σώματα των άγίων. Ύστερα τα πέταξαν στο ποτάμι, Επειδή φθονούσαν τα λείψανα των χριστιανών. Εκείνα όμως, από θεία βέβαια οικονομία, συγκρατήθηκαν σε κάποιον όχθη και διασώθηκαν. και τα ξαναπήραν χριστιανικά χέρια, χαρίζοντάς μας πλούτο ασύλητο.
http://anavaseis.blogspot.com