«Ἐάν τις τόν λόγον τόν ἐμόν τηρήσῃ, θάνατον οὐ μή θεωρήσῃ εἰς τόν αἰῶνα»[1]. Ὅποιος τηρεῖ τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, ζεῖ τήν ζωή τοῦ Θεοῦ καί δέν πεθαίνει ποτέ. Καί προανάκρουσμα αὐτῆς τῆς αἰωνίου ζωῆς καί ἀθανασίας καί μακαριότητας εἶναι οἱ θεῖες ἐμπειρίες πού μᾶς παραδίδουν, ὅπως τίς βίωσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Ἔτσι καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος διηγεῖται κάποιες ἀπό τίς θεῖες του ἐμπειρίες.
 
«Πολλές φορές», ἔλεγε, «μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἔχω μπεῖ σέ μία ἄλλη κατάσταση. Ἄλλαξε ἡ φωνή μου, τό πρόσωπό μου μπῆκε σέ ἀτμόσφαιρα θείου φωτός». Εἶναι, θά λέγαμε, αὐτή ἡ πρόγευση τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν καί μακαριότητος, τῆς μελλούσης δόξης, τῆς ἀθανασίας ἐν Χριστῷ. «Αὐτό τό ἔχω πάθει», λέει ὁ Ἅγιος, δηλαδή νά ἀλλάζει ἡ φωνή καί τό πρόσωπο νά φωτίζεται νά λάμπει ἀπό τό θεῖο φῶς, τό ἔχω πάθει «στό Ἅγιον Ὄρος ἀλλά καί ἀλλοῦ. Μοῦ συνέβη καί στό χωριό Ἀγόριανη στόν Παρνασσό, στό ἐκκλησάκι τῆς Ἁγίας Τριάδος καί μέ εἶδαν δύο κοπέλες, ἡ Βασιλική Κ. καί ἡ Παναγιώτα Κ., πού βρισκόντουσαν μαζί μου. Μέ ἐνέπνευσε ἡ ἐκκλησία∙ ἦταν ἕνα ἐρημοκκλήσι»[2]. Δηλαδή εἶχε πάρα πολλή Χάρη ἐκεῖ καί ὁ Ἅγιος αἰσθάνθηκε αὐτή τήν Χάρη καί ἔζησε αὐτή τή Θεία παρουσία καί μακαριότητα.
 
«Νά σᾶς πῶ -λέει- τί ἔγινε ἐκεῖ. Περπατώντας στό δάσος τοῦ Παρνασσοῦ βρεθήκαμε μπροστά σέ ἕνα ἐκκλησάκι. Ἦταν τῆς Ἁγίας Τριάδος. Μπήκαμε μέσα, προχώρησα στήν Ὡραία Πύλη, οἱ δύο κοπέλες ἔμειναν στήν εἴσοδο τῆς Ἐκκλησίας. Ἐγώ ἀπό τήν πρώτη στιγμή ἐνθουσιάστηκα ἐκεῖ μέσα. Εἶδα τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Εἶδα πολλά παλαιά ἐκεῖ». Μέ τό διορατικό χάρισα δηλαδή ὁ ἅγιος ἔβλεπε καί τό παρελθόν τῆς ἐκκλησίας καί τό τί γινόταν σέ παλαιότερα χρόνια.«Εἶδα -λέει- τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Εἶδα πολλά παλαιά ἐκεῖ. Ἱερεῖς πού λειτουργοῦσαν σέ πανηγύρεις πρίν χρόνια, τίς προσευχές ἁγίων ἀνθρώπων, τό ξεχείλισμα τοῦ πόνου τόσων πονεμένων, σέ μία Λειτουργία ἕναν πολύ ἅγιο δεσπότη… Ἄρχισα μ’ ἐνθουσιασμό νά ψάλλω ἀπ’ ἔξω κανόνες, τροπάρια κι ἄλλους ὕμνους καί πιό πολύ τά τριαδικά μεγαλυνάρια». Μεγαλυνάρια στήν Ἁγία Τριάδα. «Αἰσθάνθηκα χαρά ἀνεκλάλητη. Ἡ φωνή μου ἔγινε πρωτόγνωρη, σάν ἀπό ἑκατό ἀνθρώπους, γλυκιά, δυνατή, ἁρμονική, οὐράνια, «ὡς φωνή ὑδάτων πολλῶν καί ὡς φωνή βροντῶν ἰσχυρῶν»[3], ὅπως λέει στήν Ἀποκάλυψη. Βλέπουμε πῶς μέσα στήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, δέν ἀλλοιώνεται μόνο ἡ ψυχή, δέν ἀποκτάει μόνο ἡ ψυχή ταπείνωση καί ἀγάπη καί τό φῶς τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τό σῶμα ἀλλοιώνεται καί ἡ φωνή. «Ὕψωσα τά χέρια», λέει ὁ Ἅγιος, «ἔλαμψε τό πρόσωπό μου, ἡ ἔκφρασή μου ἔγινε ἀλλιώτικη. Εἶχα ἔλθει σέ κατάσταση πνευματική. Κι ἔγινε μέ μιᾶς θόλος ὁ οὐρανός καί (μανουάλια) μανάλια -ὅπως τό λέει ὁ Ἅγιος- γίνανε τά πεῦκα μέ τά κλαδιά τους»[4]. Καί μέσα σέ αὐτόν τόν ναό τῆς δημιουργίας ὁ Ἅγιος δοξολογοῦσε τόν Θεό.
«Ἐκεῖνες στέκονταν τρία μέτρα πίσω. Προσπάθησαν νά γράψουν στό μαγνητόφωνο ἐκείνη τή φωνή, ἀλλά δέν τίς ἄφησα. Τίς «εἶδα» -προφανῶς τίς εἶδε μέ τήν διόραση, μέ τό χάρισμα πού εἶχε- καί τίς ἐμπόδισα. Ἔχω μάθει ἀπό μικρός στό Ἅγιον Ὄρος νά εἶμαι μυστικός. Ἔπειτα ὅμως ἀπό μέρες γυρίζοντας στήν Ἀθήνα, ἀναζητοῦσα ἐκεῖνα τά ψάλματα. Ἐπιθυμοῦσα νά ξανακούσω ἐκείνη τή φωνή. Στενοχωρήθηκα πού δέν τά γράψαμε. Τούς εἶπα: – Νά εἴχαμε τώρα αὐτά τά ψάλματα…ἦταν τόσο ὡραῖα! Πόσο θά χαιρόμασταν νά τά ἀκούγαμε! Δέν ἦταν ἀνθρώπινη ἐκείνη ἡ φωνή, δέν ἦταν δική μου, ἦταν τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ! Θά ἤθελα νά τά ἀκούω καί νά ξαναγυρίζω σ’ ἐκείνη τήν ἡμέρα. Εἴδαμε ἐκεῖ μές στά πεῦκα, τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. Δέν τά εἴδαμε; Τί ὡραῖα! Πού βάλαμε καί «φωτιά» ἐκεῖ καί «κάψαμε» τό δάσος! Συνηθισμένος ὅμως νά εἶμαι μυστικός δέν ἤθελα νά μέ μαγνητοφωνήσετε. Αὐτό ἦταν αἴσθημα ταπεινώσεως.
 
Ἐλᾶτε τώρα νά ψάλουμε μαζί αὐτά πού εἶπα τότε μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἐλᾶτε, φέρτε μου τήν Παρακλητική, τό Ὡρολόγιο. Νά κάνουμε τώρα ὅ,τι δέν ἔγινε τότε. Κι ἔτσι ὁ Ἅγιος ἔψελνε:
 
«Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς, τήν ὑπέρθεον ὑμνεῖν Τριάδα, Ἄναρχον Πατέρα καί παντουργόν, Συνάναρχον Λόγον, πρό αἰώνων ἐκ τοῦ Πατρός, ἀρρεύστως τεχθέντα, καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ἐκ τοῦ Πατρός ἀχρόνως ἐκπορευόμενον.
 
Ὑμνήσωμεν πάντες θεοπρεπῶς, ᾄσμασιν ἐνθέοις, τόν Πατέρα καί τόν Υἱόν, καί Πνεῦμα τό θεῖον, τρισυπόστατον κράτος, τήν μίαν Βασιλείαν, καί Κυριότητα.
 
Ἐκ νεκρῶν ἰδοῦσα τόν σόν Υἱόν, ἄχραντε Παρθένε, ἀναστάντα θεοπρεπῶς, χαρᾶς ἀνεκφράστου, ἡ κτίσις ἐπληροῦτο, αὐτόν δοξολογοῦσα, καί σέ γεραίρουσα.
 
Πᾶσαι τῶν Ἀγγέλων αἱ στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς, οἱ Ἅγιοι Πάντες, μετά τῆς Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν, εἰς τό σωθῆναι ἡμᾶς.
 
Τρεῖς ὑποστάσεις ὑμνοῦμεν θεαρχικάς, ἑνιαίας φύσεως, ἀπαράλλακτον μορφήν, ἀγαθόν φιλάνθρωπον Θεόν, τῶν πταισμάτων ἱλασμόν ἡμῖν δωρούμενον»[5].
 
Αὐτή ἡ δόξα, αὐτή ἡ Χάρις, αὐτή ἡ Θεία ἐνέργεια πού γεύτηκε ὁ Ἅγιος εἶναι μία ἐπιβεβαίωση καί τῆς δικῆς μας πίστεως καί εἶναι καί μία πρόκληση καί γιά μᾶς, νά ἀγωνιστοῦμε νά μιμηθοῦμε τόν Ἅγιο καί ἔτσι νά ζήσουμε κι ἐμεῖς μαζί του στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
 
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
 
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
 
 
[1] Ἰωάν. 8, 51.
 
[2] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς, (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
 
[3] Ἀποκ. 19, 6.
 
[4] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[5] Ὅ.π.