Γράφει ὁ Σάββας Ἠλιάδης. Δάσκαλος
 
     Δυὸ λέξεις, γραμμένες στὴν ἀρχαία ἑλληνική, ποὺ κατ’ αρχάς, ἀπὸ μόνες τους, φαίνονται ἀκατανόητες.  Αὐτὲς οἱ λέξεις ὅμως βοήθησαν, ὥστε νὰ ἀκολουθήσει ἕνας ἔφηβος στὴ ζωὴ τοῦ τὸ δρόμο τῆς φιλοπονίας καὶ τῆς ἐργατικότητας. Τοῦ ἔδωσαν τὴν πρώτη ἰσχυρὴ ὤθηση, γιὰ νὰ διδαχθεῖ στὴ συνέχεια πὼς ὁ ἱερὸς κόπος εἶναι πάντα εὐλογημένος. Πῶς δὲν μπορεῖ κανένας, ὅσο ἐπιδέξιος κι ἂν εἶναι, νὰ «ἁρπάξει τὰ γεννήματα τοῦ κόπου αὐτοῦ». Πῶς, ὅσο κι ἂν ἐνεργεῖ τὸ πονηρὸ καὶ τὸ ἄδικο σ` αὐτὸν τὸν κόσμο, τὸ δίκιο θὰ βγαίνει πάντα νικητής. Καὶ δὲν μετανόησε, ποὺ ἐργάστηκε ἔτσι σ` ὅλη του τὴ ζωή. 
     Ἰδοὺ ἡ προσωπικὴ ἱστορία, τὴν ὁποία μου διηγήθηκε ὁ φίλος μου Φιλάρετος:

    «Θυμᾶμαι, ἔλεγε, ἤμουν στὶς πρῶτες τάξεις τοῦ γυμνασίου. Τὰ καλοκαίρια, ὅπως ξέρεις, τὰ παιδιὰ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, δεκαετία `60-`70 καὶ οἱ παλιότεροι, δὲν κάναμε διακοπές. Ὅσοι ἤμασταν ἀπὸ χωριά,  φεύγαμε ἀπὸ τὴν πόλη καὶ πηγαίναμε, γιὰ νὰ βοηθήσουμε τοὺς γονεῖς μας στὶς δουλειές τους. Δουλειὲς δύσκολες τὶς περισσότερες φορὲς γιὰ παιδιά. Γὶ` αὐτὸ καὶ παρακαλούσαμε νὰ μὴν τελειώσουν τὰ μαθήματα. Ξέραμε τί μᾶς περίμενε. Οἱ γονεῖς μας μᾶς ἔβαζαν στὴ….

δουλειὰ ἀπὸ τὸ δημοτικὸ ἀκόμη.

     Θυμᾶσαι πού, ὅταν ἐρχόταν ὁ Ἰούνιος καὶ ὁ δάσκαλος ἑτοιμαζόταν γιὰ τὶς «γυμναστικὲς ἐπιδείξεις», οἱ γονεῖς μας τοῦ χαλοῦσαν τὰ σχέδια, διότι δὲ μᾶς ἔστελναν στὸ σχολεῖο. Μᾶς παίρνανε μαζί τους  στὰ χωράφια, γιὰ νὰ φυτέψουμε καπνὸ καὶ νὰ φροντίσουμε τοὺς κήπους καὶ τὰ ζωντανά μας. Τί νὰ ἔκαναν οἱ ἄνθρωποι; Μᾶς πονοῦσαν, μᾶς λυπόνταν, ἀλλὰ δὲν γινόταν διαφορετικά. Μᾶς ἔβαζαν στὸ χωράφι, στὸ στάβλο, στὴν οἰκοδομή, στὸ ἀγώγι, ὁπουδήποτε, γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσουμε, ὥστε νὰ προλάβουν νὰ τελειώσουν στὸν κατάλληλο καιρό, γιὰ νὰ ἔχουν ὅσο τὸ δυνατὸ λιγότερες «ἀπώλειες». 
    Ἡ δική μου οἰκογένεια, συνέχισε, ἐξαιτίας κάποιων συγκυριῶν, μετακόμισε στὴν πόλη καὶ δὲν φεύγαμε ἀπὸ ἐκεῖ. Ὁ πατέρας μου φρόντιζε, ὥστε τὰ καλοκαίρια νὰ μὴ μένω ἄπραγος. Δούλευα ἄλλοτε σὲ συνεργεῖο οἰκοδόμων, ἄλλοτε ἐργάτης σὲ κατασκηνώσεις, ἄλλοτε σὲ ἐργοστάσιο ἐπεξεργασίας φρούτων, ὁπουδήποτε. Θυμᾶσαι. Ἀρχίζαμε τὴ δουλειὰ τὴν πρώτη μέρα τῶν διακοπῶν καὶ σταματούσαμε τὴν προηγούμενη τῆς ἔναρξης τῶν μαθημάτων. Αὐτὲς ἦταν οἱ διακοπές μας!
     Τὸ ξέρεις, ἦταν πολὺ ὀδυνηρὸ γιὰ μᾶς, ἀλλὰ καταλαβαίναμε, πὼς δὲν γινόταν ἀλλιῶς. Καὶ δὲν πέρασε ἀπὸ τὸ νοῦ μᾶς ποτὲ ἡ σκέψη τῆς ἀνυπακοῆς, τῆς ἄρνησης γιὰ συμμετοχὴ σ` αὐτὸ τὸ «μαρτύριο». Ἔπρεπε νὰ συνδράμουμε στὸν βιοπορισμὸ τῆς οἰκογένειας. Βέβαια, σὰν παιδιά, ξεχνιόμασταν καὶ ξεφεύγαμε πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὴ δουλειά. Πιανόμασταν στὸ παιχνίδι μέχρι τὸ βράδυ, ἀλλὰ ὅταν γυρίζαμε στὸ σπίτι, ἀπολαμβάναμε τὶς συνέπειες τῆς «λιποταξίας» μας.
      Τὰ χρήματα ποὺ ἔπαιρνα ἀπὸ τὴ δουλειά, συνέχισε, τὰ κατέθετα στὸ Ταχυδρομικὸ Ταμιευτήριο. Κατὰ τὴ συμβουλὴ τοῦ πατέρα μου, θὰ μποροῦσα κι ἐγὼ νὰ ἔχω τὸ βιβλιάριό μου καὶ νὰ βλέπω πόσα χρήματα μάζεψα μὲ δικό μου κόπο. 
     Ἐκεῖνο τὸ καλοκαίρι, εἶχα τελειώσει τὴν τρίτη γυμνασίου. Ξεκίνησα ἀμέσως τὴ δουλειά. Πληρώθηκα τὰ πρῶτα μεροκάματα στὸ τέλος τῆς ἑβδομάδας καὶ ἔτρεξα νὰ ἀνοίξω βιβλιάριο. Πῆγα πετώντας, μπορῶ νὰ πῶ. Στάθηκα μπροστὰ στὸν ὑπάλληλο καὶ τοῦ εἶπα τί ἤθελα. Μὲ κοίταξε ἀδιάφορα καὶ ἄρχισε νὰ μὲ ρωτάει «τὰ στοιχεῖα μου». Τὰ εἶχα μέσα στὸ μυαλό μου ὅλα τακτοποιημένα μὲ σειρά. Ἤμουν πεσμένος, θυμᾶμαι, ὁλόκληρος πάνω στὴ θυρίδα του. Σ` ὅ,τι μὲ ρωτοῦσε, τοῦ ἀπαντοῦσα ἀμέσως. Τοῦ ἔκανε ἐντύπωση ἡ ἑτοιμότητα ποὺ εἶχα καὶ ἡ προσοχὴ μὲ τὴν ὁποία παρακολουθοῦσα τὶς διατυπώσεις. Τελειώσαμε γρήγορα! 
     Κράτησα τὸ βιβλιάριο στὰ χέρια μου σφιχτὰ καὶ ἔφυγα τρέχοντας. Ἔνοιωθα πὼς κρατοῦσα τὸν πιὸ μεγάλο θησαυρὸ τοῦ κόσμου. Τίποτε ἄλλο δὲν εἶχε ἀξία ἐκείνη τὴν ὥρα μπροστὰ στὰ δικά μου μάτια. Ἤθελα νὰ τὸ ἀπολαύσω, νὰ «τὸ χορτάσω» μόνος, σὲ κάποιο ἥσυχο μέρος, χωρὶς νὰ μὲ βλέπει κανείς. Πῆγα πίσω ἀπὸ ἕναν μεγάλο θάμνο τοῦ κήπου τῆς πλατείας καὶ τὸ ἄνοιξα στὴν πρώτη σελίδα. Τὸ βλέμμα μου ἔπεσε κατευθείαν στὸ πάνω μέρος. Ἐκεῖ, στὸ περιθώριο, ἦταν τυπωμένες μὲ κεφαλαία σφραγιδογράμματα δυὸ λέξεις: «ΙΔΙΩ ΚΑΜΑΤΩ». Δὲν αἰφνιδιάστηκα. Ἤμουν καλὸς στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ καὶ κατάλαβα ἀμέσως. Ἦταν πτώση δοτική: «Μὲ δικό του κόπο». Ἀναρρίγησα! Στάθηκα καὶ τὸ κοίταζα ἀμήχανος. Δὲν καταλάβαινα ἂν ἦταν ἀληθινὸ αὐτὸ ποῦ ζοῦσα ἢ ἂν ἦταν ὄνειρο;
Πιὸ κάτω ἦταν γραμμένο τὸ ὄνομά μου καὶ τὰ λοιπὰ στοιχεῖα μου. Ἐπιβεβαίωνε δηλαδὴ ἐπίσημά το ἴδιο το γραφεῖο, ἡ ἴδια ἡ ὑπηρεσία, πὼς τὰ χρήματα ἦταν βγαλμένα μὲ τὸ δικό μου κόπο. Μοῦ ἀναγνώριζε τὴν ἰδιοκτησία. Μοῦ ἔδινε τὸ δικαίωμα νὰ νοιώθω καὶ νὰ λέω πὼς εἶναι δικά μου. Εἶχα τὸ δικαίωμα τῆς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς γιὰ τὴ χρήση τους. Δὲν ξέρω ἂν μπορῶ νὰ περιγράψω πῶς βίωσα ὅλη αὐτὴν τὴν κατάσταση, ἀλλὰ καὶ δὲν μπορῶ νὰ ἐξηγήσω, πῶς  σημάδεψε ἐκείνη ἡ στιγμὴ ὅλη τὴν πορεία τῆς ζωῆς μου. 
     ΜΕ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΚΟΠΟ! Δικός μου κόπος, δικός μου ἱδρώτας! Δικός μου ἀγώνας! Δική μου δημιουργία! Δικές μου δυνάμεις! Δικές μου ἀγωνίες καὶ λαχτάρες! Δικές μου στερήσεις καὶ ταπεινώσεις! Δική μου ὑπομονή! σκεφτόμουν. Ἔνοιωσα κάποια στιγμὴ νὰ μὲ πληγώνουν οἱ σκέψεις αὐτές! Ἦταν πολὺ ἐγωιστικές. Ναί, ἦταν ἐγωιστικές. Ἀλλὰ παράλληλα ἔνοιωθα νὰ μὲ σπρώχνει μέσα μου μιὰ ἰσχυρή, ἀόρατη  δύναμη, νὰ μὲ σηκώνει ψηλὰ καὶ νὰ μὲ κάνει νὰ πιστεύω πρώτη φορά, μὲ βεβαιότητα, πὼς καὶ ἐγὼ εἶμαι ἱκανός, πὼς μπορῶ νὰ κάνω κάτι σημαντικὸ στὴ ζωή μου.
         Πόση δύναμη εἶχαν οἱ δυὸ μικρὲς λέξεις. Πόσο αὐτοσεβασμὸ καὶ αὐτοεκτίμησή μου πρόσφεραν! Καὶ πῶς μπόρεσα στὴ συνέχεια νὰ τὰ ἐμπεδώσω καὶ νὰ πορευτῶ ἀγκαλιὰ μ` αὐτὰ στὴ ζωή μου, παραμένει ἕνα μυστήριο! 
     Διότι ἔτσι, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο συνέχισα σταθερὰ τὴ δουλειὰ καὶ τὴ διαχείριση στὶς οἰκονομίες μου. Καὶ φυσικά, στὴν μετέπειτα ζωή μου, ὅταν ἔκανα οἰκογένεια καὶ ἀσχολήθηκα μὲ τὴ δική μου δουλειά, εἶχα πάντοτε κρατημένη μέσα μου αὐτὴν τὴν ἀνάμνηση, ποὺ μὲ στήριζε στὶς δύσκολες ὧρες καὶ μοῦ ἀνανέωνε τὶς ἐλπίδες καὶ τὶς ἀποφάσεις νὰ συνεχίζω». 
     Ἐδῶ σταμάτησε τὴ διήγηση. Ἔσκυψε τὸ κεφάλι καὶ σιγοψιθύρισε συγκινημένος: «Ἡ ζωὴ εἶναι ἕνα μυστήριο! Πράγματα καὶ γεγονότα, ποὺ συμβαίνουν στὸν καθένα μας, μπορεῖ νὰ περνοῦν ἀπαρατήρητα γιὰ τὸν κόσμο. Ὅταν ὅμως συμβαίνουν στὴ ζωὴ ἑνὸς νέου ἀνθρώπου, ἑνὸς ἐφήβου μάλιστα, αὐτὰ τὰ «ἀσήμαντα», μποροῦν νὰ μιλήσουν στὴν εὐαίσθητη καρδιὰ μὲ τὸ δικό τους τρόπο καὶ νὰ ἀφήσουν τὸ ξεχωριστὸ μήνυμά τους, τὴν ἀνεξίτηλη σφραγίδα τους, ἴσως ἀκόμη καὶ μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς. Αὐτὸ ἔπαθα κι ἐγώ».
Τί νὰ ποῦμε γιὰ τὴ σημερινὴ κατάσταση; Πεθαίνει ζωντανὴ ἡ νεολαία μας κι ἐμεῖς κολλημένοι στὸν ποδόγυρο τῶν Εὐρωπαίων «φίλων», ἀσχολούμαστε μὲ καταμετρήσεις ἀριθμῶν καὶ συγκρίσεις μεγεθῶν. Μὲ ἀτέλειωτες μηχανιστικές, τεχνητές, μηδενιστικὲς θεωρίες καὶ πράξεις. Μὲ νεκρὰ καὶ ἄψυχα πράγματα! Καὶ καθυστεροῦμε καὶ ἀναβάλλουμε τὸ «ἐγερτήριο». Καὶ μένουν ἄνεργοι οἱ νέοι, λὲς καὶ κάποια ἀόρατη δύναμη κατάπιε τὶς πηγὲς τῆς ἐργασίας. Ἀλλὰ καὶ ἂν καὶ ὅταν ἐργάζονται, ἀπαξιώνεται ὁ κόπος τους μὲ ἀπολαβὲς ταπεινωτικὲς καὶ προφάσεις γελοῖες. Εἶναι τρέλα αὐτό. 
     Χωρὶς ἐργασία ὁ ἄνθρωπος εἶναι νεκρός! Ἡ ἐργασία εἶναι πρόδρομος τῆς ἀρετῆς, μᾶς λένε οἱ πρόγονοί μας: «Μπροστὰ ἀπὸ τὴν ἀρετὴ οἱ ἀθάνατοι θεοὶ ἔβαλαν τὸν ἱδρώτα», ἔλεγε ὁ  ἀρχαῖος Ἕλληνας ποιητὴς Ἡσίοδος τὸν 7ο αἰὼν π.Χ. Ἐμεῖς τί κάνουμε; 
     Νοοτροπίες ξένες πρὸς τὴν παράδοσή μας, δανεισμένες ἀλλοῦθε, μᾶς ὁδήγησαν ἐδῶ καὶ συνεχίζουμε νὰ ἐπιμένουμε στὴν πορεία γιὰ τὴν πλήρη καταστροφή! Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς ἐλεήσει!
Σάββας Ἠλιάδης
Δάσκαλος
Κιλκίς, 9-3-2017
http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2017/03/blog-post_39.html#more