«Γερμανέ, θα ήθελα να προσκυνήσω το άγιο και ζωοποιό μνήμα του Κυρίου Ιησού Χριστού, αλλά μόνη μου αυτήν τη φορά. Όλοι με ξέρουνε, γνωρίζουν την υψηλή θέση που έχεις στην αγία Πόλη, ο υπεύθυνος ιερέας δεν θα έχει αντίρρηση να μου ανοίξει το βράδυ και να με αφήσει.
Άλλωστε ό,τι σου έχουν ζητήσει μέχρι τώρα οι εκκλησιαστικοί και περνούσε από το χέρι σου το έκανες. Λοιπόν, τι λες;»
Το αίτημα της Κοσμιανής στον πατρίκιο σύζυγό της δεν ήταν καθόλου παράδοξο.
Ήξερε ο Γερμανός, ο πατρίκιος, ο ανώτατος άρχοντας, πόσο καλή και ευσεβής χριστιανή ήταν η γυναίκα του. Κι αυτός, όπως και η γυναίκα του, θεωρούσαν ότι η χριστιανική πίστη δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με ελαφριά καρδιά. Το αντίθετο: είναι η πίστη που για να δεις τη δύναμή της, πρέπει να τη θέσεις σε εφαρμογή. «Χωρίς των έργων η πίστις νεκρά εστι», συνήθιζαν να υπενθυμίζουν στον εαυτό τους, γι’ αυτό και όπου υπήρχε συζήτηση στα της πίστεως, εκεί βρίσκονταν και αυτοί. Και μάλιστα τον τελευταίο καιρό είχαν προσκληθεί να μετάσχουν σε συζητήσεις και προβληματισμούς πάνω στα θέματα τα χριστολογικά, καθώς έλεγαν. «Τι είναι ο Χριστός; Είναι Θεός και άνθρωπος; Είναι μόνο Θεός; Είναι μόνο άνθρωπος; Ασφαλώς ανώτερος από όλους τους άλλους, ο πιο σφραγισμένος από το Πνεύμα του Θεού, μα κυρίως άνθρωπος; Και δεν φαίνεται πιο λογικό να είναι μόνο Θεός;»
Όταν πρωτάκουσαν τους προβληματισμούς αυτούς σαν να τους φάνηκαν έξω από τα νερά τους. Δεν ήταν αυτό που άκουγαν και ζούσαν στην κανονική Εκκλησία τους. Την ορθόδοξη Εκκλησία τους: αυτή ζούσε και κήρυσσε τον Χριστό ως Θεό και άνθρωπο. Μα, αυτοί που έλεγαν και έθεταν τους προβληματισμούς δεν φαίνονταν τυχαίοι άνθρωποι. Ήταν κληρικοί, με μόρφωση και με καλή ζωή. Έτσι τουλάχιστον έδειχναν. Και ό,τι έλεγαν το στήριζαν και στην Αγία Γραφή. Πώς κανείς να αμφισβητήσει τα λεγόμενά τους; Ήξεραν βέβαια και την αντίδραση των ορθοδόξων, μα μήπως τελικά οι άλλοι, είχαν περισσότερο δίκιο; Και δεν φαινόταν πιο λογικό πράγματι, πιο κοντά σ’ αυτό που πίστευαν για τον Κύριο Ιησού Χριστό, ότι είναι μόνο Θεός; Είναι ο Θεός μας, που έγινε μεν άνθρωπος, αλλά η ανθρώπινη φύση Του απορροφήθηκε από τη θεϊκή φύση Του. Τι πιο λογικό; Τι πιο ταιριαστό στη θεϊκή παντοδυναμία!
Οι αμφιβολίες γι’ αυτά που πίστευαν υπεισέρχονταν αδιόρατα και ύπουλα στην αρχή. Και σιγά σιγά γίνονταν βεβαιότητες, μέχρις ότου εντάχτηκαν τελικά και οι ίδιοι στους Σεβηριανούς. Ναι, αυτοί πρέπει να είχαν το περισσότερο δίκιο. Ο Χριστός, κυρίως Θεός. Αυτό ταίριαζε περισσότερο σε ό,τι είχαν κατά νου για Εκείνον. Και από την άλλη, οι οπαδοί του Σεβήρου, δεν ήταν σαν τους ακραίους μονοφυσίτες: εκείνοι έδειχναν φανατισμένοι. Αυτοί ήταν πιο μετριοπαθείς. «Η μεσότητα. Ούτε το ένα άκρο ούτε το άλλο» – αυτό ακουγόταν πιο… αληθινό! Κι ακόμη: ο ίδιος ο Σεβηριανός. Σπουδαίο μυαλό, ρήτορας καταπληκτικός – «Χρυσόστομο» δεν τον αποκαλούσαν κι αυτόν; – που οι ερμηνείες του στην Αγία Γραφή όντως σε έπειθαν και σε καθήλωναν! Κι ήταν τυχαίο που και ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Χρυσόστομος τον είχε στο πλευρό του – «το δεξί του χέρι» που λένε; Τι κι αν αργότερα διαφώνησαν και χώρισαν; Ο Σεβήρος εξακολουθούσε να είναι μεγάλη προσωπικότητα. Ακόμη και ο αυτοκράτορας Αρκάδιος με την αυτοκράτειρα Ευδοξία τον είχαν από κοντά. Δεν συνέφερε τον Γερμανό με τον Κοσμιανή κι απ’ αυτήν την πλευρά να είναι με τον Σεβήρο και τους οπαδούς του;
Σταμάτησαν να πηγαίνουν στους ορθοδόξους ναούς. Επέλεγαν εκεί που ήξεραν ότι οι ιερείς ανήκουν στους οπαδούς του Σεβήρου. Σταμάτησαν και να κοινωνούν τα άχραντα μυστήρια των ορθοδόξων. Το σώμα και το αίμα του Χριστού τούς φαινόταν πιο… έγκυρο στις συνάξεις των δικών τους, των Σεβηριανών. Το μόνο που τους ενοχλούσε και τους πονούσε ήταν ο σχολιασμός τους: λόγω της υψηλής θέσης τους τούς είχαν στο στόμα τους και οι θαμώνες ακόμη των καφενέδων. Ακουγόταν από τους ορθοδόξους η θεωρούμενη απόκλισή τους!
«Σε καταλαβαίνω, Κοσμιανή», απάντησε ο Γερμανός. «Την ημέρα με τόσο κόσμο είναι λίγο δύσκολο πια να πας να προσκυνήσεις. Τη νύχτα όντως θα είσαι μόνη σου. Θα μπορέσεις να προσκυνήσεις χωρίς διάσπαση. Να προσευχηθείς. Να γονατίσεις στον τάφο του Κυρίου μας». Σταμάτησε για λίγο. Είπε μετά αποφασιστικά: «Θα δω τι θα κάνω. Μάλλον θεώρησέ το βέβαιο ότι θα γίνει το θέλημά σου».
Η Κοσμιανή έκλινε το κεφάλι της μπροστά στον πατρίκιο σύζυγό της. Τον ευχαρίστησε θερμά και τον αγκάλιασε.
Η Κοσμιανή βρισκόταν πια μέσα στον πανίερο ναό της Αναστάσεως του Κυρίου. Οι φύλακες και οι ιερείς ήταν «μιλημένοι» κι αμέσως της άνοιξαν τις θύρες. Σεβάστηκαν την επιθυμία της να βρεθεί μόνη της στο Ιερό και στον τάφο του Κυρίου.
Σταυροκοπήθηκε και προχώρησε με δέος. Με αργά βήματα. Η ησυχία την υπόβαλε και της δημιούργησε ένα κλίμα κατάνυξης. Λίγα βήματα ακόμη και θα βρισκόταν μπροστά σ’ Εκείνον που είχε επιλέξει ως αρχηγό της πίστης της. Μπροστά στον Θεό της!
Ξάφνου, ακινητοποιήθηκε από τον φόβο της! Κάποιες γυναίκες εμφανίστηκαν εντελώς απρόσμενα μπροστά της. Κάποιες που περικύκλωναν μία επιβλητική γυναίκα και μαυροφόρα! Κόντεψε να λιποθυμήσει. Η μαυροφόρα ήταν η… Κυρία Θεοτόκος! Η Παναγία Μητέρα του Κυρίου ενώπιόν της! Δεν είχε καμία αμφιβολία! Έγειρε αμέσως για να προσκυνήσει, αλλά η φωνή της Θεοτόκου την κράτησε όρθια! Τα λόγια Της ακούστηκαν στ’ αυτιά της γεμάτα γλυκασμό αλλά και με μια αυστηρότητα που την… πάγωσε.
«Εσύ, δεν είσαι από εμάς, γι’ αυτό και δεν μπορείς να μπεις εδώ μέσα. Δεν είσαι δ ι κ ή μ α ς!». Οι τελευταίες λέξεις ήχησαν σα μαστίγιο για την Κοσμιανή.
Δεν άντεξε. Πρόσπεσε στα γόνατα και ικετευτικά άρχισε να παρακαλεί: «Σε παρακαλώ, Κυρία Θεοτόκε, άφησέ με να προχωρήσω. Τον Υιό και Θεό Σου λατρεύω κι εγώ. Λυπήσου με». Τα δάκρυά της βρύσες γέμιζαν το έδαφος.
Η Παναγία ήταν ανένδοτη. Ο λόγος Της απολύτως σταθερός και σαφής: «Σε βεβαιώνω, γυναίκα – δεν θέλησε να την ονοματίσει, κι αυτό τσάκισε την Κοσμιανή – δεν θα μπεις εδώ μέσα, μέχρις ότου έρθεις σε μυστηριακή κοινωνία με εμάς»!
Τα πάντα φωτίστηκαν στο μυαλό της γονατισμένης Κοσμιανής. Όλες οι πεποιθήσεις της για τον Ιησού Χριστό με βάση τους Σεβηριανούς γκρεμίστηκαν διαμιάς! «Είμαι αιρετική. Κι εγώ και ο σύζυγός μου! Όλοι οι οπαδοί του Σεβήρου είναι έξω από την κανονική Εκκλησία. Δεν τους θέλει η Παναγία. Δεν τους θέλει άρα ο ίδιος ο Κύριος!»
«Μετανοώ!» κατόρθωσε να ψελλίσει, γέρνοντας περισσότερο το κεφάλι της και ασπαζόμενη τα πόδια της Θεοτόκου. «Αμέσως τώρα, θα φωνάξω τον διάκονο που βρίσκεται στον Ναό, να μου φέρει τη θεία Κοινωνία των ορθοδόξων. Γίνομαι αμέσως ορθόδοξη. Φεύγω από την αίρεση και ακολουθώ αυτό που είναι η αλήθεια».
Η Παναγία και οι γυναίκες εξαφανίστηκαν από μπροστά της. Ο διάκονος που πράγματι ανταποκρίθηκε στην επιθυμία της, παραξενεμένος την κοινώνησε. Μετάλαβε με μεγάλη συναίσθηση το άγιο σώμα και αίμα του μεγάλου Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού.
Ένιωσε έναν ιδιαίτερο γλυκασμό στην καρδιά και στο σώμα της. Πήρε δύναμη κι έκανε να προχωρήσει προς το Ιερό. Να προσκυνήσει το μνήμα του Κυρίου.
Ο δρόμος πια ήταν ανοιχτός. Έμεινε γονατισμένη και με δάκρυα στα μάτια μέχρι τα ξημερώματα. Ο Κύριος διά της Θεοτόκου την είχε κερδίσει. Το ίδιο αργότερα και τον πατρίκιο σύζυγό της.
(Από το “Λειμωνάριον” του Ιωάννου Μόσχου, κεφ. 48)
Πηγή
https://paraklisi.blogspot.com/2019/01/blog-post_576.html