p. Augoust. 2000 ist

Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΑΣΚΑΝ

ΟΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΕΣ ΣΗΜΕΡΑ, ΜΕ ΤΗ ΜΑΣΚΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΤΑΤΟΥ ΤΩΝ ΛΑΩΝ (!) ΛΕΗΛΑΤΟΥΝ ΤΑ ΕΘΝΗ ΚΑΙ ΤΑ ΑΦΑΝΙΖΟΥΝ!!!

 Θὰ σᾶς διηγηθῶ, ἀγαπητοί μου, κάτι. Στὴν ἀρχὴ θὰ σᾶς κάνῃ ἴσως νὰ γελάσετε. Ἀλλ᾿ ἐὰν προσέξετε τὴ βαθύτερη ἔννοιά του, τότε τὸ γέλιο σας θὰ μεταβληθῇ σὲ κλάμα.

Ἕνας εἶχε μιὰ μαϊμοῦ καὶ τὴν ἔμαθε νὰ χορεύῃ. Τὴ στόλισε σὰ νύφη καί, γιὰ νὰ μὴ φαίνεται ἡ ἄσχημη ὄψι της, ἔφτειαξε μιὰ ὡραία γυναικεία μάσκα ποὺ σκέπαζε ὅλο τὸ κεφάλι της. Τὴν ἔφερε στὴν πλατεῖα τῆς πόλεως καὶ τὴν ἔβαλε νὰ χορέψῃ. Μαζεύτηκε κόσμος πολύς. Ἡ μαϊμοῦ – νύφη χόρευε καὶ τοὺς πιὸ ἰδι­ότροπους χοροὺς καὶ λυγιζόταν μὲ τόση ἐπιδεξιότητα, ὥστε ὅσοι τὴν ἔβλεπαν τὴ θαύμαζαν καὶ νόμιζαν ὅτι εἶναι ἄνθρωπος. Κάποιος ὅ­μως, ποὺ ἤξερε ὅτι ἡ χορεύτρια δὲν εἶναι ἄν­θρωπος καὶ δὲν ἀνεχόταν νὰ βλέπῃ τὰ πλήθη ν᾿ ἀποθεώνουν ἕνα κτῆνος, ἀποφάσισε ν᾿ ἀπο­καλύψῃ τὴν ἀπάτη καὶ ἔκανε τὸ ἑξῆς:Ἐπειδὴ οἱ μαϊμοῦδες ἀγαποῦν πολὺ τὰ μύγδαλα, ἐκεῖ ποὺ ἡ μαϊμοῦ – νύμφη χόρευε κι ὁ κόσμος χει­ροκροτοῦσε κι ὁ κύριός της χαιρόταν, ὁ φίλος μας ῥίχνει ἐμπρὸς στὰ πόδια της μερικὲς χοῦφτες μύγδαλα. Αὐτὸ ἔφτασε γιὰ νὰ γίνουν τὰ ἀποκαλυπτήρια. Ἡ χορεύτρια, μόλις εἶδε τὰ μύγδαλα, ἄλλαξε στὴ στιγμή· ξέχασε καὶ τὸν κύριό της καὶ τὸν κόσμο καὶ τὴ δόξα, τὰ πάντα, καὶ ὥρμησε στὰ μύγδαλα. Κ᾽ ἐπειδὴ ἡ μάσκα τὴν ἐμπόδιζε νὰ τὰ φάῃ, τὴν ἔσχισε μὲ τὰ νύχια της, τὴν ἔκανε κομμάτια, τὴν πέταξε μακριά, καὶ τότε φάνηκε τί ἦταν· μαϊμοῦ καὶ ὄχι ἄνθρωπος! Ὅλοι ἄρχισαν νὰ γελοῦν καὶ νὰ καγχάζουν γιὰ τὸ πάθημά της.
Τὸ παράδειγμα αὐτὸ (ποὺ σημειωτέον τὸ ἀ­ναφέρει στὸ τέλος μιᾶς σπουδαίας ὁμιλίας του καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἐπίσκοπος Νύσσης, ἀδελφὸς τοῦ Μ. Βασιλείου) τὸ ἀναφέρω διότι νομίζω ὅτι εἶναι μία ζωηρὰ εἰκόνα τῆς σημερινῆς πραγματικότητος.

* * *

Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, στὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνισι διαφέρει πολὺ ἀπὸ τὸν πρωτόγονο. Δὲν ζῇ ὅπως ἐκεῖνος· δὲν κατοικεῖ σὲ σπηλιὲς καὶ δάση, δὲν φοράει δέρματα ζῴων, δὲν κρατάει ῥόπαλα καὶ πέτρινα μαχαίρια. Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος ἐξ­ελίχθηκε. Ἄφη­σε τὶς σπηλιὲς καὶ τὰ παρθένα δάση στὰ θηρία, κι αὐτός, ἐξημερωμένος τάχα, κατέβηκε σὲ κέντρα πολιτισμοῦ. Κατοικεῖ σὲ μέγαρα, πολυ­κατοικίες, οὐρανοξύστες μὲ ὅλα τὰ κομφὸρ γιὰ μιὰ ἄνετη ζωή. Φοράει ροῦχα πολυτελῆ, ἐκπαιδεύεται σὲ πλῆθος ἐκπαιδευτήρια, μαθαίνει νὰ γράφῃ, νὰ μιλάῃ διάφορες γλῶσ­σες, νὰ τραγουδάῃ, νὰ παίζῃ ὄργανα, νὰ χορεύῃ, νὰ πετάῃ στὰ σύννεφα, νὰ κατεβαίνῃ στὰ βάθη τῆς θαλάσσης, νὰ ταξιδεύῃ… Καὶ φαντάστηκε ὁ ταλαίπωρος, ὅτι ἔτσι ἐκπολιτίσθηκε, ὅτι δὲν ἔχει σχέσι πιὰ μὲ τοὺς ἀγρίους ποὺ κατοικοῦν σὰν θηρία στὶς ἔρημες ἐκτάσεις τῆς Ἀφρικῆς, τῆς Ἀμερικῆς καὶ τῆς Ἀσίας.
Ἀλλὰ ὁ πολιτισμὸς αὐτός, γιὰ τὸν ὁποῖο καυ­χᾶται, δὲν ἦταν ὁ ἀληθινὸς πολιτισμός. Δὲν προχώρησε στὰ βάθη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, δὲν ξερρίζωσε τὰ πάθη του, δὲν τὸν ἡμέρωσε, δὲν τοῦ ἐξευγένισε τὴν καρδιά. Ἀρκέσθηκε στὴν ἐπιφάνεια. Τοῦ φόρεσε μία μάσκα, τοῦ ἔδειξε τὸν καθρέφτη καὶ τοῦ εἶπε· «Βλέπεις πόσο σὲ μεταμόρφωσα; Δὲν εἶσαι πιὰ ὁ πρωτόγονος ποὺ τρεφόταν μὲ ῥίζες καὶ φλοῦ­δες δέντρων. Δὲν τρέμεις πιὰ τὴ φύσι· μὲ τὴ δύναμί μου τὴ δάμασες. Τὰ πανεπιστήμιά μου σὲ φώτισαν. Πέταξες ἀπὸ πάνω σου προλήψεις καὶ δεισιδαιμονίες αἰώνων. Σὲ ἀνέβασα στὸν κολοφῶνα τῆς δόξης. Εἶσαι ἄξιος θαυμασμοῦ. Εἶσαι ὁ ἄνθρωπος τοῦ συγχρόνου αἰ­ῶνος, ὁ ὑπεράνθρωπος. Λαοὶ καὶ ἔθνη, μιμηθῆ­τε τον». Αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος μὲ μάσκα.
Ἀλλ᾽ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ὁ ἀληθι­νὸς ἄνθρωπος. εἶναι ὅλο ἀπάτη. Κι ὅπως μερικὰ μύγδαλα ἔφτασαν γιὰ νὰ ξεσκεπαστῇ ἡ μαϊμοῦ ποὺ κρυβόταν κάτω ἀπὸ τὴ μάσκα, ἔ­τσι καὶ διάφορα γεγονότα τῆς καθημερινῆς ζωῆς φτάνουν γιὰ νὰ γίνουν τὰ ἀποκαλυπτήρια, νὰ ξεσκεπάσουν τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ φανερώσουν τὴν πραγματική τους φύσι. Θέλετε παραδείγματα; Ἂς ἀναφέρω δυὸ – τρία.
⃝ Νά ἕνας νέος. Φοίτησε πέντ᾽ – ἕξι χρόνια στὸ πανεπιστήμιο, ἄκουσε παραδόσεις καθηγητῶν, μελέτησε βιβλιοθῆκες, ἔδωσε ἐξετάσεις, πῆ­ρε τὸ δίπλωμα καὶ τώρα ὡς γιατρὸς ἐγκαταστάθη­κε σὲ μιὰ ἐπαρχιακὴ πόλι. Σπουδαῖος ἄνθρω­πος! θὰ πῆτε. Καὶ ὅμως ἀπατᾶσθε. Κάτω ἀπὸ τὴ μάσκα τῆς ἐπιστήμης κρύβεται μία κοινωνι­κὴ τίγρις. Αὐτὸς ποὺ ἐξασκεῖ τὸ πιὸ φιλάνθρωπο ἐπάγγελμα, ποὺ ἀποστολὴ ἔχει νὰ προ­στατεύῃ καὶ ὄχι νὰ θανατώνῃ τὴ ζωή, αὐτὸς ποὺ ἔδωσε τὸν ἱπποκράτειο ὅρκο ὅτι ποτέ δὲν θὰ μεταχειρισθῇ τὴν ἐπιστήμη του γιὰ νὰ ἐγ­κληματήσῃ κατὰ τῆς ζωῆς, μεταβάλλεται τώρα σὲ ἐγκληματία. Λίγα «μύγδαλα», λίγες λίρες, ἂν τοῦ ῥίξῃ πλούσιος πελάτης, ξεχνάει τὰ πάντα καὶ κάνει ἔκτρωσι, σκοτώνει παιδί, βάφει τὰ χέρια του στὸ αἷμα. Εἶναι ἱκανὸς νὰ μεταβάλῃ τὴν κλινική του σὲ σφαγεῖο, ἀρκεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ πάρῃ τὰ «μύγδαλά» του, τὰ λεφτά! Αὐτὰ τὸν τρελλαίνουν, ἢ μᾶλλον ἡ πλεονεξία, ἡ πονηρή του φύσι, τὴν ὁποία ἡ ἐπιστήμη δὲν μπόρεσε νὰ μεταβάλῃ. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἔμεινε θηρίο κάτω ἀπὸ τὴ μάσκα τῆς πλέον φιλανθρώπου ἐπιστήμης.
⃝ Βλέπετε τὸν ἄλλο; Κατέχει μεγάλη θέσι, εἶναι ἀνώτατος ὑπάλληλος τοῦ κράτους. Ἀντιπροσωπεύει στὴν ἐπαρχία μιὰ ἔνδοξη Ἑλλάδα. Καὶ θά ᾽πρεπε γι᾽ αὐτὸ νὰ εἶναι παρά­δειγμα ἀρετῆς, ἠθικὸ μετέωρο. Καὶ ὅμως· ἂν παρουσι­αστοῦν «μύγδαλα», ἂν στὸ γραφεῖο του εἰσέλ­θῃ ἁμαρτωλὸ γύναιο ἱ­κανὸ νὰ ἠλεκτρίζῃ τὶς κατώτερες ὁρμές, τότε ὁ ὑψηλὸς αὐτὸς κύρι­ος, ὁ ἀκατάδεκτος, λησμονεῖ τὰ πάντα, τὸν βλέ­πε­τε νὰ πέφτῃ χαμηλὰ καὶ γελοῦν μαζί του καὶ μικρὰ παιδιά. Ἔπεσε ἡ μάσκα καὶ φάνηκε ὁ πίθηκος, ἔστω κι ἂν φοράῃ χρυσᾶ διάσημα.
⃝ Ἀλλ᾽ ἐκεῖνο ποὺ ἔγινε ἀ­φορμὴ νὰ πέσουν ὅ­λες οἱ μάσκες καὶ νὰ ξεσκεπαστῇ ὅλη ἡ ἀγρι­ό­της τοῦ σημερινοῦ «πολιτισμοῦ» ἦταν ὁ τελευ­ταῖος παγκόσμιος πόλεμος. Αὐτὸς ἔφερε στὴν ἐπιφάνεια ὅ,τι κρυβόταν ἐπιμελῶς στὶς καρδιὲς τῶν δῆθεν πολιτισμένων. Ὁ ἑωσφόρος ἔρριξε ἄφθο­να τὰ «μύγδαλά» του, ὅλα δη­λαδὴ ἐκεῖ­να ποὺ γαργαλίζουν τὰ ἐγκληματικὰ ἔνστικτα τοῦ κτή­νους, καὶ ἄνθρωποι ποὺ ἔλεγες ὅτι ἔ­χουν φθάσει στὴν κορυφὴ τοῦ πολιτισμοῦ καὶ εἶχαν ἀξίωσι νὰ κυβερνήσουν ὅλο τὸν πλανή­τη καὶ νὰ δημιουργήσουν νέα τάξι πραγμάτων, ξαφνικὰ πέταξαν τὶς μάσκες τους καὶ συντεταγμένοι σὲ ἀγέλες θηρίων πλημμύρισαν τὴν Εὐρώπη καὶ διέπραξαν φρικιαστικὰ ἐγκλήματα· τὰ διέπραξαν δημοσίᾳ, μπρο­στὰ σὲ ὅλους. Καὶ ἦταν οἱ ἐγκληματίες αὐτοὶ ὄχι καννίβαλοι ἀλλὰ Εὐρωπαῖοι, ἀπόφοιτοι πα­νεπιστημίων καὶ ἀκαδημιῶν. Ὁ πόλεμος τοὺς ξεσκέπασε. Τὸ ὄνομά τους θὰ μείνῃ στὴν ἱστο­ρία ὡς συνώνυμο τῶν ἀγριωτέρων θηρίων τῆς ζούγκλας.

* * *

Ὁ ἄνθρωπος, ἂν ἡ πονηρὴ φύσι του δὲν ὑ­ποστῇ μεταβολή, σὲ ὅποια ἐποχὴ κι ἂν ζῇ, στὸ βάθος μένει ὁ ἴδιος, ἄγριος καὶ ἐγκληματικός. Ἀλλὰ ποιά δύναμις εἶναι ἱκανὴ νὰ ἐπιτελέσῃ τὸ ἐσωτερικὸ αὐτὸ θαῦμα; τὰ σχολεῖα; τὰ πανεπιστήμια; οἱ στρατοί; τὰ νέα ὅπλα; ἡ βόμβα τοῦ ἀτόμου; τὰ διάφορα κοινωνικὰ συστήματα; τὰ Ἡνωμένα Ἔθνη; Ὅλ᾽ αὐτὰ δὲν ἀγγίζουν τὰ βάθη τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, δὲν φτάνουν στὸ ἀόρατο ἐκεῖνο σπήλαιο, τὸ ὑποσυνείδητο, ὅπου ὁ ἄνθρωπος τρέφει τὰ ἀγριώτερα θηρία, τὰ πάθη. Ποιά δύναμις εἶναι ἱκανὴ νὰ τὰ συλλά­βῃ, νὰ τὰ δαμάσῃ, νὰ τὰ νεκρώσῃ, νὰ τὰ ἐξον­τώ­σῃ, ὥστε νὰ μὴν ἀκούγωνται οἱ βρυχηθμοί τους;
Ἂν θέλῃς, ἀδελφέ, τὴν ἀπάντησι, ἄνοιξε τὸ Εὐαγγέλιο στὸ κατὰ Λουκᾶν, κεφ. 23, στίχ. 39-43. Ἐκεῖ θὰ δῇς ὅτι ἕνας λῃστής, ποὺ τὴν ψυχή του δὲν μπόρεσε νὰ δαμάσῃ ὅλη ἡ Ῥωμα­ϊκὴ αὐτοκρατορία, ξαφνικὰ δέχεται θεία με­ταβολή, κι ἀπ᾽ τὴν καρδιά του βγαίνει ἡ προσ­ευ­χὴ τῆς μετανοίας· «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλ­θῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42). Τὸ θηρίο, ποὺ ζοῦσε μέσα του, δέχθηκε θανάσιμο χτύπημα, ἐξέπνευσε ἐμπρὸς στὸ σταυρό, καὶ γεννήθηκε ἕνας νέος ἄνθρωπος. Μεταβολὴ ὑπερφυσική.
Αὐτὸ τὸ θαῦμα τοῦ Γολγοθᾶ πρέπει νὰ ἐπα­ναληφθῇ σὲ ὅλους. Ἀλλ᾿ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐ­λεύθερο ὄν, ἀντιδρᾷ στὴν ἐπίδρασι τοῦ σταυροῦ, δὲν θέλει νὰ ταπεινωθῇ καὶ ν᾿ ἀσπασθῇ τὰ ἄχραντα πόδια τοῦ Ἐσταυρωμένου· αὐ­ταπα­τᾶται ὅτι μόνος του μὲ δικά του μέσα θὰ ἐκ­πολιτισθῇ, θὰ ἐξημερωθῇ. Καὶ ὅσο ἐξακολουθεῖ ἡ τραγικὴ αὐτὴ ἀπάτη καὶ ἡ θεία χάρις, ἐξ αἰ­τίας του, μένει ἔξω ἀπ᾽ τὶς καρδιές, ἡ μεταβολὴ δὲν γίνε­ται. Ἡ ἀνθρω­πότης, παρὰ τὸν πολιτισμὸ καὶ τὰ συστήματα, τὶς μάσκες μιᾶς φαινο­μενι­κῆς εὐγενείας, στὸ βάθος θὰ εἶναι ἀγέλη θηρίων, ποὺ μὲ πρώτη εὐκαιρία θὰ ἐκ­πηδοῦν ἀπὸ τὶς καρδιὲς καὶ θὰ κατασπαράζουν.
Ἄνθρωποι, καταλάβετέ το· μὲ μάσκες δὲν σῴζεται ἡ κατάστασι. Χρειάζεται ἀλλαγὴ καρδιᾶς, καὶ τὴν καρδιὰ μπορεῖ νὰ τὴν ἀλλάξῃ μόνο ὁ Κύριος, ποὺ ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ σταυροῦ μᾶς φωνάζει· Δῶστε μου τὴν καρδιά σας, νὰ τὴ μεταβάλω ἀπὸ τώρα σὲ παράδεισο!

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(περιοδικὸ «Χριστ. Σπίθα», ἀρ. φύλ. 73/Ἰούνιος 1947, καὶ βιβλίο «Φλογέρα Α΄», Ἀθῆναι 1985, σσ. 106-110)

 http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=47205