Στυλιανός Γ. Παπαδόπουλος

Στη Μονή δεν υπήρχε Ιερέας να λειτουργήσει τακτικά. Ο Νικόδημος είχε πληροφορήσει το μητροπολίτη Χαλκίδας, τον αγαθό επίσκοπο Γρηγόριο, για το νέο μοναχό και τις αρετές του.
Κι αποφασίστηκε να τον χειροτονήσουν. Ο Ιάκωβος τ’ άκουσε με λαχτάρα και με φόβο πολύ. Η ψυχή του έκλαιγε για την ιεροσύνη. Έκλαιγε όμως και από επιθυμία και από φόβο. Του ρχότανε ν’ αγκαλιάσει την ιεροσύνη και να πεθάνει γι’ αυτήν, μα τρόμαζε και τον έπιανε πανικός τώρα που πλησίαζε η ώρα.
Στις 17 του Δεκέμβρη κατέβηκε στη Χαλκίδα. Την άλλη μέρα ο Μητροπολίτης τον χειροτόνησε διάκονο, στο εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας. Τον κάλεσε αποβραδύς και του εξήγησε: Έλα, παιδί μου Ιάκωβε. Εσύ δεν ξέρεις πολλά γράμματα, είσαι όμως ευσεβής, γι’ αυτό θα σε χειροτονήσω.
Στις 19, την άλλη μέρα, στο παρεκκλήσι του επισκοπείου, του έδωσε και την ιεροσύνη. Μετά μίλησε ο Γρηγόριος. Μίλησε και είπε λόγια περίεργα, για τους οσίους και τους αγίους της Εκκλησίας. Είπε στους λίγους παριστάμενους για τις αρετές του νέου ιερέα, του Ιακώβου, που είχε σκυμμένο το κεφάλι. Είπε ακόμα στον ίδιο ένα λόγο προφητικό:
– Και συ, παιδί μου, θ’ αγιάσεις. Να συνεχίσεις με τη δύναμη του Θεού και θα σε ανακηρύξει άγιο η Εκκλησία.
Τα φοβερά τούτα λόγια περάσανε πάνω από τα κεφάλια και κανείς δε φάνηκε να τα πρόσεξε. Ο γερο-επίσκοπος Γρηγόριος όμως ήξερε τι έλεγε, τι τον έβαζε το άγιο Πνεύμα να πει. Ο νέος ιερέας έκανε Απόλυση και μοίρασε αντίδωρο. Πρώτη πήρε η αδερφή του Αναστασία, όπως το είχε πει πεθαίνοντας η μητέρα τους. Μετά ο Μητροπολίτης ζήτησε από τον Ιάκωβο να κάνει αγιασμό στην κατοικία του και στην κατοικία της αδερφής του. Ο Ιάκωβος δίσταζε, ντρεπότανε… μα έκανε υπακοή και «άγιασε» τον επίσκοπο του. Την ίδια μέρα πήρε το δρόμο για τη Μονή της μετανοίας του, την οποία, παρά το χάλι της, δε θα εγκαταλείψει ποτέ.
Μόλις επέστρεψε στη Μονή λειτουργούσε κάθε μέρα. Έκανε όλες τις Ακολουθίες, Εσπερινό, Απόδειπνο, Μεσονυκτικό, Όρθρο, Ώρες και μετά τη Λειτουργία… συνήθως μόνο με τον αγαθό Ευθύμιο. Η Λειτουργία μόνο τις καθημερινές, τουλάχιστον τρεις – τέσσερις φορές την εβδομάδα. Για τις Κυριακές είχε εντολή από το Μητροπολίτη να λειτουργεί στα χωριουδάκια Δαμνιά, Παληοχώρι, Καλαμούδι και Δρυμώνα.
Όλα τούτα καλά και θεάρεστα, μα για το Σατανά καταπέλτης.
Όταν ο Σατανάς είδε τόσο συχνή Λειτουργία στη Μονή, αγρίεψε περισσότερο. Ο Άνθιμος και οι φίλοι του δουλέψανε πιο σκληρά. Κι όσο προσπαθούσε ο Ιάκωβος να τους ημερέψει, τόσο πιο θηρία γινόσανε αυτοί. Μέσα στο καταχείμωνο και ο νέος ιερέας ένιωθε ζωσμένος από χίλιους πειρασμούς.
Και να πεις ότι καθότανε σε υποφερτό κελί, ν’ απαγκιάζει από τη βροχή και το χιόνι; Το χειρότερο απ’ όλα το κελί του κι ας ήτανε ο οικονόμος και ο ιερέας της Μονής. Τρύπια τα πατώματα, κι από κάτω βάζανε τα γίδια της Μονής. Κοιμότανε λίγο, μα και κείνο το λίγο γινόταν επικίνδυνο. Την πρώτη φορά που έριξε πολύ χιόνι, όταν σηκώθηκε από τον λίγο ύπνο του, είδε στην πλάτη του χιόνι από πάνω μέχρι κάτω.
Φύσαγε και από τη χαραμάδα έβαζε χιόνι. Έτσι, άσπρισε η πλάτη του όλη. Και για άσκηση δεν άναβε πάντοτε φωτιά. Ούτε παπούτσια της προκοπής είχε για το χειμώνα. Του ‘χε στείλει κάτι παλιές στρατιωτικές αρβύλες η γυναίκα του συνταγματάρχη Ζώη. Μα κι αυτές, μονοφόρι, λιώσανε και τους έβαζε για σόλες ο π. Ιάκωβος καουτσούκ από πεταμένες ρόδες αυτοκινήτων.
Ανυπόφορη κι επικίνδυνη γινότανε η κατάσταση τις Κυριακές το πρωί. Πριν ξημερώσει, με βροχή, με πάγους, με πολύ χιόνι ως το γόνατο, έπρεπε να φύγει με το μουλάρι, τη Χάιδω, να πάει να λειτουργήσει στα χωριουδάκια. Μέσα στη Μονή φορούσε ότι κουρέλια κι αν είχε. Έβαζε πάνω του και μια τρύπια βελέντζα. Εκεί που πήγαινε όμως, έπρεπε να είναι αξιοπρεπής. Μα τ’ αξιοπρεπή του ρούχα ήσαν ελαφριά.
Δεν είχε καλά χοντρά ρούχα, γι’ αυτό έτρεμε σύγκορμος κι όλο αρρώσταινε. Το ‘μαθε η Ζώη και του ‘στείλε μια παλιά στρατιωτική μανδύα του άντρα της, που τη βάψανε μαύρη και του την κάμανε κάτι σαν ράσο. Έτσι, προστατεύτηκε κάπως. Κι όλα τούτα, λίγο πολύ τα πολέμαγε. Κάποιο τρόπο έβρισκε. Με τους πειρασμούς όμως τα πράγματα ήσανε πολύ πιο δύσκολα…