«ΚΑΙ ΤΑ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ ΕΠΕΣΑΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΑΝ!…»
 
Ο όσιος Γεώργιος Καρσλίδης (1901–1959) ειδοποίησε τα πνευματικά του τέκνα να πάνε να λάβουν την τελευταία ευχή του. Μια γυναίκα από τη Νικήσιανη πήρε την άδεια του συζύγου της και, παρά το ότι δεν είχε να πληρώσει ούτε το αντίτιμο του εισιτηρίου για το λεωφορείο, πήρε δανεικά κι έτσι πήγε στο μοναστήρι. Ο όσιος ήταν άρρωστος στο κρεβάτι, ανασηκώθηκε λίγο και την καλοδέχτηκε: «Έλα, γιαβρίμ, έλα!… Εσύ με στέρηση ήρθες!…». Ο παπα-Σταύρος τελούσε το Ευχέλαιο στην εκκλησία. Ήταν αρκετοί εκεί. Μερικές από τις γυναίκες ήταν νοσοκόμες από τη Δράμα. Όπως ήταν όλοι μαζεμένοι γύρω του, σε μια στιγμή σήκωσε τα χέρια του ψηλά και, στρεφόμενος προς την εικόνα της Παναγίας, την παρακάλεσε θερμά: «Τῆς εὐσπλαχνίας τὴν πύλην ἄνοιξον ἡμῖν, εὐλογημένη Θεοτόκε!…». Τρεις φορές το επανέλαβε αυτό μετά δακρύων. Κατόπιν έφυγαν οι πολλοί. Έμειναν τη νύχτα μόνο εφτά γυναίκες.
 
Η μάνα-Αργυρώ, που χρόνια τον φρόντιζε με πολλή αγάπη, μπήκε στο κελλί του και, βλέποντας το παράθυρό του ανοιχτό, γύρισε και του είπε: «Πάτερ, θα κρυώσεις! Γιατί άνοιξες το παράθυρο;». «Μάνα Αργυρώ, ήρθε Άγγελος Κυρίου να με πάρει κι εγώ τον παρακάλεσα να μ’ αφήσει λίγες ημέρες, για να ειδοποιήσω τα πνευματικά μου παιδιά. Μου είπε ακόμη: «Άμα θα πεθάνω, όσοι θα είναι εδώ, όλοι να φορούν άσπρες μαντήλες, γιατί θα είναι γύρω μου Άγγελοι και η Παναγία να μη βλέπει τα μαύρα και λυπηθεί!…». Με συγκίνηση και με δάκρυα τα έλεγε αυτά κατόπιν η γιαγιά Αργυρώ.

 
Ο όσιος Γέροντας έδωσε και τις τελευταίες του οδηγίες. «Κανένας καθισμένος μέσα στην εκκλησία, όρθιοι να είστε και να βγάλετε εφτά φούρνους ψωμιά και πέντε καζάνια φαγητό…». Από το Καλαμπάκι, τη Φτελιά, το Φωτολίβος και τη Δράμα έφεραν ψωμιά για να φάει ο κόσμος. Ήταν πάρα πολύς ο κόσμος. Αργά το βράδυ άφησαν τον όσιο να ησυχάσει και πήγαν στον ξενώνα. Εκεί ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο με πολλές εικόνες κι έκαναν το Απόδειπνο. Όταν ήταν καλά ο όσιος Γέροντας, πήγαινε κι εκείνος εκεί και τους διάβαζε διάφορες ευχές. Η μάνα-Αργυρώ επί ώρες διηγείτο για τον θαυμάσιο όσιο. Τι έβλεπε και τι άκουγε και τι μηνύματα λάβαινε από τον Ουρανό και τι έλεγε για τον ουράνιο κόσμο και τη μέλλουσα ζωή! Κάποια στιγμή οι γυναίκες έστειλαν τη γιαγιά, να δει τι κάνει ο όσιος. Η απάντησή της ήταν ότι πήγε και κοιμόταν ήσυχα. Τα χαράματα την ξαναέστειλαν. Τότε άρχισε να φωνάζει δυνατά και πονεμένα, σαν πληγωμένη: «Πέθανε, πέθανε!… Τον σκουντάω, δεν απαντάει, αλλά το σώμα του είναι ζεστό!…». Ήταν και μια χήρα Ευθυμία και με τα πόδια κατέβηκε τότε στη Δράμα για να αναγγείλει ότι ο όσιος Γέροντας εκοιμήθη. Μια γυναίκα, όταν σκόρπισαν άλλες γυναίκες, πήγε κι έδεσε μ’ ένα μαντήλι τα χέρια του οσίου και τ’ ασπάσθηκε.
 
Ήταν Τετάρτη 4 Νοέμβρη του 1959.
 
Όταν έγινε η κηδεία, τον σήκωσαν ψηλά και τον γύρισαν γύρω από την εκκλησία. Τον έθαψαν ανάμεσα σε δύο κυπαρίσσια. Και τα κυπαρίσσια έπεσαν και τον προσκύνησαν!…
 
 
—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
 
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
 
Ἐκ Πόντου ἀνέτειλας, ὥσπερ ἀστὴρ φαεινός, τὴν Δράμαν ἐφώτισας, ταῖς διδαχαῖς σου σοφέ, τῇ ἰσαγγέλῳ πολιτείᾳ σου· ὅθεν τοῖς προσιοῦσι, τῇ ἁγίᾳ Μονῇ σου, νέμεις αὐτοῖς εἰρήνην, καὶ παντοίας ἰάσεις, ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς Χριστόν, Γεώργιε, Πατὴρ ἡμῶν Ὅσιε.
 
—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
 
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ.
 
Τὸν γεωργὸν τῆς ἀρετῆς τὸν ἀκατάβλητον, ψυχὰς ἀρότρῳ εὐσεβείας γεωργήσαντα, καὶ ἀγάπης μελωδήσωμεν εὐσχημόνως· ἐν τοῖς χρόνοις τοῖς ἐσχάτοις καὶ δομήσαντα, Ἀναλήψεως Μονὴν ἐν Δράμᾳ κράζοντες, ὕμνοις πρέπουσι· χαίροις μάκαρ Γεώργιε.
 
—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
 
Χαίροις ἱερέων ἡ καλλονή, καὶ τῶν μοναζόντων, τύπος θεῖος ἐν ἀρετῇ· χαίροις ὁ τῆς Σίψας, θερμότατος προστάτης, Γεώργιε παμμάκαρ, Ὁσίων σύσκηνε.
 
[ (1) Ιεράς Μονής «Αναλήψεως του Σωτήρος», Ταξιάρχες (Σίψας): «Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμας· ο Άγιος των πτωχών και των πονεμένων», κεφ. 36ο, σελ. 364—365. (2) Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου (1952-2014): «Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμας
 
(1901–1959)», σελ. 329-331. ]
 
 
https://apantaortodoxias.blogspot.com/2021/11/blog-post_18.html