Τοῦ ἀββά Κασσιανοῦ

  Αὐτός πού θέλει νά ἀγωνιστεῖ στόν πνευματικό ἀγώνα σύμφωνα μέ τούς κανόνες, ἄς εἶναι ξένος ἀπό κάθε ἐλάττωμα ὀργῆς καί θυμοῦ, καί ἄς ἀκούσει τί ἐντολή τοῦ δίνει τό “σκεῦος τῆς ἐκλογῆς”1, ὁ Παῦλος: «Κάθε ἔχθρα καί ὀργή καί θυμός καί κραυγή καί βλασφημία», λέει, «νά φύγει μακριά ἀπό ἐσᾶς, μαζί μέ κάθε κακία»2. Μέ τό νά πεῖ “κάθε…”, δέν μᾶς ἄφησε καμιά ἀφορμή θυμοῦ, εἴτε ὡς ἀναγκαία εἴτε ὡς εὔλογη.

Ὅποιος λοιπόν θέλει νά διορθώσει τόν ἀδελφό του πού σφάλλει, ἤ νά τοῦ ἐπιβάλει κάποια τιμωρία, ἄς φροντίσει νά κρατήσει τόν ἑαυτό του ἀτάραχο, μήν τυχόν, θέλοντας νά γιατρέψει ἄλλον, ἀρρωστήσει ὁ ἴδιος, καί ἔτσι τοῦ ποῦν τό γνωστό ρητό τοῦ Εὐαγγελίου: «Γιατρέ, γιάτρεψε τόν ἑαυτό σου»3 καί ἐπίσης: «Γιατί βλέπεις τό σκουπιδάκι στό μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου καί δέν νιώθεις ὁλόκληρο δοκάρι στό δικό σου μάτι;»4. Μέ ποιόν τρόπο θά δεῖς καί θά βγάλεις τό σκουπιδάκι ἀπό τό μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου ἐσύ πού ἔχεις στό δικό σου μάτι τό δοκάρι τοῦ θυμοῦ νά τό σκεπάζει; Γιατί ἀπό ὁποιαδήποτε αἰτία καί νά κοχλάσει ἡ ὀργή, τυφλώνει τά μάτια τῆς ψυχῆς καί δέν τήν ἀφήνει νά δεῖ τόν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης5. Εἴτε χρυσά εἴτε μολυβένια καλύμματα βάλει κάποιος στά μάτια του, ἐξίσου ἐμποδίζει τήν ὅραση, καί καμία διαφορά στήν τυφλότητα δέν προξενεῖ ἡ ἀξία τοῦ χρυσοῦ καλύμματος. Ἔτσι καί ἀπό ὁποιαδήποτε αἰτία εὔλογη ἤ παράλογη καί νά ἀνάψει ἡ ὀργή, ἡ ὅραση τῆς ψυχῆς τυφλώνεται.

Τότε μόνο χρησιμοποιοῦμε κατά φύση τόν θυμό, ὅταν τόν κατευθύνουμε ἐναντίον τῶν φιλήδονων καί ἐμπαθῶν λογισμῶν. Ἔτσι μᾶς διδάσκει καί ὁ προφήτης Δαβίδ: «Νά ὀργίζεστε καί νά μήν ἁμαρτάνετε»6· νά κινεῖτε δηλαδή τήν ὀργή ἐναντίον τῶν παθῶν σας καί τῶν κακῶν λογισμῶν καί νά μήν ἁμαρτάνετε κάνοντας πράξη ὅσα αὐτοί σᾶς ψιθυρίζουν. Αὐτή τήν ἔννοια τοῦ στίχου τή φανερώνει καθαρά ἡ συνέχεια: «Γι᾿ αὐτά πού λέτε μέσα στήν καρδιά σας, νά νιώθετε κατάνυξη στό κρεβάτι σας»· ὅταν δηλαδή ἔρθουν στήν καρδιά σας οἱ κακοί λογισμοί, νά τούς διώξετε μέ τήν ἐναντίον τους ὀργή σας, καί μετά ἀπό αὐτό, καθώς θά βρίσκεστε σέ ἡσυχία σάν σέ κρεβάτι, νά νιώθετε κατάνυξη πού ὁδηγεῖ σέ μετάνοια.

Μέ τοῦτο συμφωνεῖ καί ὁ μακάριος Παῦλος, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ παρέθεσε τό ρητό αὐτό, πρόσθεσε: «Ὁ ἥλιος νά μή δύει κατά τήν ὀργή σας, οὔτε νά δίνετε τόπο στόν διάβολο»7· δηλαδή μήν κάνετε τόν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, τόν Χριστό καί Θεό, μέ τήν ὀργή πού τοῦ προκαλεῖτε ἐξαιτίας τῆς συγκατάθεσής σας στούς αἰσχρούς λογισμούς, νά δύσει, ὅπως εἴπαμε, στίς καρδιές σας, μήν τυχόν, μέ τήν ἀναχώρησή του, βρεῖ τόπο μέσα σας ὁ διάβολος.

Ἀκολουθώντας λοιπόν τούς θείους νόμους, πρέπει νά ἀγωνιζόμαστε μέ ὅλη μας τή δύναμη ἐναντίον τοῦ πνεύματος τῆς ὀργῆς καί ἐναντίον τῆς ἀρρώστιας πού βρίσκεται μέσα μας, καθώς θυμώνουμε ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων, καί ὄχι νά ἐπιδιώκουμε τήν ἐρημιά καί τήν ἀπομόνωση, νομίζοντας ὅτι τάχα ἐκεῖ δέν ὑπέρχει τίποτε νά μᾶς κάνει νά ὀργιστοῦμε καί ὅτι στήν ἀπομόνωση εὔκολα θά κατορθωθεῖ ἡ ἀρετή τῆς μακροθυμίας.

Ὁ λόγος πού ἐπιθυμοῦμε νά φύγουμε ἀπό τούς ἀδελφούς εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια καί τό ὅτι δέν θέλουμε νά κατηγοροῦμε τόν ἑαυτό μας καί νά ἀποδίδουμε στή ραθυμία μας τίς αἰτίες τῆς ταραχῆς. Ὅσο ὅμως ἔχουμε αὐτή τή διάθεση καί νοοτροπία καί ἀποδίδουμε στούς ἄλλους τίς ἀδυναμίες καί ἀφορμές τῆς δικῆς μας μακροθυμίας, δέν θά μπορέσουμε νά φτάσουμε στήν τελειότητα τῆς μακροθυμίας. Ὅλη ἡ διόρθωσή μας δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τή μακροθυμία τοῦ ἄλλου πρός ἐμᾶς ἀλλά ἀπό τή δική μας ἀνεξικακία. Ἄν ὅμως ἐπιδιώκουμε τήν ἐρημιά καί τήν ἀπομόνωση, γιά νά ἀποφύγουμε τόν ἀγώνα τῆς μακροθυμίας, νά τό ξέρουμε καλά ὅτι μέ τήν ἐρημιά γίνονται πιό ἄγρια τά πάθη μέσα μας, καί μάλιστα τό πάθος τοῦ θυμοῦ, καθώς ἐκεῖ εἶναι ἀπαλλαγμένα ἀπό τή δοκιμασία πού προξενεῖ ἡ ἐπαφή μέ τούς ἀνθρώπους. Καί αὐτήν ἀκόμη τή σκιά τῆς φαινομενικῆς ὑπομονῆς καί μακροθυμίας πού νομίζαμε ὅτι εἴχαμε ζώντας μαζί μέ τούς ἀδελφούς, τή χάνουμε μέ τή στέρηση τῆς δοκιμασίας καί τῆς διόρθωσης.

Αὐτοί λοιπόν πού ἐπιθυμοῦν νά ἀποκτήσουν πραότητα πρέπει νά φροντίζουν ὄχι μόνο ἐναντίον ἀνθρώπων νά μήν ὀργίζονται, ἀλλά οὔτε καί ἐναντίον ζώων ἤ ἄψυχων πραγμάτων. Θυμᾶμαι, ὅταν ἔμενα στήν ἔρημο, ὅτι θύμωσα μέ ἕνα καλάμι, γιατί δέν μοῦ ἄρεσε τό πάχος ἤ ἡ λεπτότητά του, ὅπως ἐπίσης καί μέ ἕνα ξύλο, γιατί θέλοντας νά τό κόψω δέν μπόρεσα γρήγορα· ἀκόμη καί μέ μιά τσακμακόπετρα ὀργίστηκα, γιατί ὅταν προσπαθοῦσα νά βγάλω φωτιά, δέν πετάχτηκε γρήγορα ὁ σπινθήρας. Τόσο πολύ δηλαδή μοῦ εἶχε ἰσχυροποιηθεῖ ἡ ὀργή, ὥστε νά τήν ἐκδηλώνω καί ἐναντίον τῶν ἀναίσθητων πραγμάτων.

Ἄς πετάξουμε λοιπόν κάθε ὀργή ἀπό ἐπάνω μας καί ἄς φοβηθοῦμε τήν καταδικαστική ἀπόφαση τοῦ Κυρίου πού ἀναφέρεται στό Εὐαγγέλιο: «Ὅποιος ὀργίζεται ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του, θά εἶναι ἔνοχος στήν κρίση»8 –ἔτσι ἔχουν αὐτό τό χωρίο τά ἀκριβή ἀντίγραφα τοῦ Εὐαγγελίου· ἡ λέξη “εἰκῆ” (χωρίς λόγο) ἔχει προστεθεῖ ἀπό ἐκείνους πού δέν θέλουν νά κόβουν ἐντελῶς τό πάθος τῆς ὀργῆς. Γιατί ὁ σκοπός τοῦ Κυρίου, ὅπως μέ τά ἄλλα πάθη, ἔτσι καί μέ αὐτό, εἶναι νά κόβουμε καί νά ξεριζώνουμε τή ρίζα καί τήν αἰτία του μέ κάθε τρόπο, καί νά μήν ἀφήνουμε στόν ἑαυτό μας καμία πρόφαση ὀργῆς, μήπως θυμώνοντας στήν ἀρχή δικαιολογημένα τάχα, πέσουμε ὕστερα στή μανία τοῦ παράλογου θυμοῦ. Ἡ τέλεια ἑπομένως θεραπεία αὐτῆς τῆς ἀρρώστιας εἶναι νά φροντίσουμε νά μή θυμώνουμε οὔτε γιά δίκαια, οὔτε γιά ἄδικα αἴτια.

Ὅταν τό σκοτεινό αὐτό πάθος κάνει κατασκότεινο τόν νοῦ μας, δέν θά βρεθεῖ μέσα μας οὔτε τό φῶς τῆς διάκρισης, οὔτε βεβαιότητα ὀρθῆς σκέψης, οὔτε καθοδήγηση ἀπό τή δικαιοσύνη· ἀλλά καί τό Ἅγιο Πνεῦμα θά φύγει ἀπό ἐμᾶς, διωγμένο ἀπό τήν ἐσωτερική μας ταραχή.

Μαζί μέ ὅλα ὅσα εἴπαμε, πρέπει νά ἔχουμε ἀδιάκοπα μπροστά στά μάτια μας τήν ἄγνωστη ὥρα τοῦ θανάτου, ὥστε νά φυλαγόμαστε ἀπό τήν ὀργή καί νά ἐγκαταλείψουμε τελείως τόν θυμό, ὅπως μᾶς προτρέπει ὁ προφήτης9. Καί νά ξέρουμε ὅτι δέν ὠφελοῦν στό παραμικρό οὔτε ἡ σωφροσύνη, οὔτε ἡ ἀπάρνηση ὅλων τῶν ὑλικῶν, οὔτε οἱ νηστεῖες, οἱ ἀγρυπνίες καί οἱ ἄλλες κακουχίες, ἄν, κυριευμένοι ἀπό τήν ὀργή καί τό μίσος, βρεθοῦμε ἔνοχοι στή φοβερή κρίση.

συνεχίζεται…

 Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι

κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Ἀμήν.

 

 

«ΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΕΣ

ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ»

Εὐεργετινός τόμος β΄

Ἐκδόσεις: « ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ »

Εὐχαριστοῦμε θερμά τίς ἐκδόσεις « ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ », γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τα βιβλία πού ἐκδίδουν. Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

1Πραξ. Θ΄: 15.

2Ἐφ. δ΄ : 31.

3Λουκ. Δ΄ : 23.

4Ματθ. Ζ΄ : 3.

5Ἐννοεῖ τόν Χριστό. Πρβλ. Μαλ. 4 : 2 καί ἀπολυτίκιο Χριστουγέννων.

6Ψαλμ. Δ΄ : 5.

7Ἐφ. Δ΄: 26-27. Ἡ άπόδοση τοῦ χωρίου σύμφωνα μέ τήν ἔννοια πού τοῦ προσδίδει στή συνέχεια ὁ ἀββάς Κασσιανός.

8Ματθ. Ε΄ :22.

9Ψαλμ. 36 : 8.