Ο μακάριος προείπε και το ακόλουθο πού αφορούσε την ίδρυση του Μοναστηριού της Αγίας Τριάδας Ιονόφσκυ.

Στο αγρόκτημα Σάμπουργκ του ρρημητηρίου Κιταγιέφσκαγια, ζούσε η δόκιμη μοναχή Πελαγία. Έτρεφε μιά αληθινή ευλάβεια πρός το πρόσωπο του Στάρετς και με αγάπη εκπλήρωνε κάθε διακονία πού θα της ανέθετε ο μακάριος. ’Αν της έλεγε να πλύνη μιά πουκαμίσα, θά τήν έπλενε. ’Αν της έλεγε νά βάλη τά χαλινάρια στόν ταύρο, θά τά έβαζε. Αν τήν έστελνε στό Δνείπερο νά πλύνη ένα ζευγάρι μπότες, θά πήγαινε. Εξ αιτίας αυτής της ακρίβειας στήν διακονία καί της απλότητας στην υπακοή, ο Στάρετς τήν αγαπούσε πολύ καί συχνά τήν προστάτευε από διάφορους πειρασμούς καί μπλεξίματα.

Κάποτε, ένας Ιερομόναχος Μεγαλόσχημος από τό Αγιον Όρος, ήρθε στήν Λαύρα καί πρότεινε νά κείρη κρυφά την Πελαγία κι άλλες τρεις δόκιμες από τό αγρόκτημα. Εκείνες όμως, δίσταζαν νά δεχθούν τήν δελεαστική προσφορά χωρίς τήν ευλογία του Στάρετς Θεόφιλου. Πήγαν λοιπόν σ’ εκείνον νά τον συμβουλευτούν.

Ο μακάριος δεν έβγαλε λέξη, μόνον έφερε ένα καρβέλι χωρίς τήν εσωτερική ψίχα καί τότε είπε:

«Οι σκέψεις σας είναι τόσο άδειες, όσο κι αυτό τό ψωμί», κι απέτρεψε τήν Πελαγία νά ταράζεται από τέτοιους ματαιόδοξους λογισμούς.

Μια άλλη φορά την φώναξε ο ίδιος καί της έδωσε ένα μπουκάλι:

«Πήγαινε κι αγόρασε γιά τον εαυτό σου λίγο μέλι, θυμίαμα καί κεριά- καί νά θυμάσαι τόν αριθμό 12», της είπε.

Η Πελαγία εκτέλεσε την παραγγελία καί καθώς επέστρεφε, ο Στάρετς τήν συνάντησε κοντά στήν αγορά περιτριγυρισμένος από πολλούς ανθρώπους.

«Λοιπόν, τ’ αγόρασες;» τήν ρώτησε.

«Ναί, Μπάτουσκα, τ’ αγόρασα», απάντησε η Πελαγία.

«Καλά τότε, άρχισε νά προσεύχεσαι γιά τον πατέρα μου κι εγώ θά προσευχηθώ γιά τόν δικό σου πατέρα αυτή την στιγμή».

Κι άρχισε νά κάνη μετάνοιες στην μέση του δρόμου. Η Πελαγία κοιτούσε έκπληκτη. Οι άνθρωποι στέκονταν όλοι γύρω σάν νάβλεπαν κάτι παράδοξο.

Η Πελαγία αφού συνήλθε, άρχισε κι’ εκείνη νά κάνη μετάνοιες. Αρκετές ημέρες πέρασαν. Ξαφνικά η Πελαγία πήρε ένα γράμμα από τούς συγγενείς της, πού την πληροφορούσαν ότι στις 12 εκείνου τού μήνα, πέθανε ο πατέρας της μετά από μιά αρρώστια.

Αλλ’ ας επιστρέψουμε στον σκοπό της ιστορίας μας. Κάποτε ο Στάρετς Θεόφιλος συνάντησε τήν Πελαγία στόν δρόμο καί της είπε νά πιάση τον ταύρο από τό σκοινί του καί νά τον όδηγή στήν Λαύρα, ενώ ο ίδιος καθισμένος στό κάρρο, στράφηκε ανατολικά καί συνέχισε νά διαβάζη όπως πάντα τό Ψαλτήρι.

Καθώς περνούσαν απ’ τό Ζμπέριντς, τό μέρος όπου τώρα βρίσκεται τό Μοναστήρι της Αγιας Τριάδος Ιονόφσκυ, ο μακάριος σταμάτησε τον ταύρο καί είπε στήν συνταξιδιώτισσά του νά του δώση λίγο σανό. Μετά τήν φώναξε κοντά του καί τήν ρώτησε:

«Πελαγία! Αν ρίξεις ένα μεγάλο δίχτυ στά βαθιά νερά τού Δνείπερου τι θά βγάλης έξω;».

«Οτιδήποτε Μπάτουσκα», απάντησε εκείνη, αφού τό καλοσκέφτηκε. «Καί μεγάλα καί μικρά ψάρια. Θάναι καί οξύρυγχοι καί κυπρίνοι καί ασπρόψαρα καί μύδια καί βάτραχοι ακόμα».

«Καλά τότε, γνώριζε ότι, σ’ αύτό εδώ τό μέρος θά λάμψη σύντομα η Δόξα του Θεού κι ένα μεγάλο Μοναστήρι θά χτιστή. Κι όπως ακριβώς στό δίχτυ του ψαρά, μπορεί κανείς νά βρή οτιδήποτε, έτσι καί σ’ αυτό τό νέο Κοινόβιο δέν θά έχουν όλοι τήν ίδια πνευματική προκοπή. Θά υπάρξουν «οξύρυγχοι» υψηλής πνευματικής ζωής καί επίσης θά εισχωρήσουν καί άχρηστα «όστρακα» καί πολύ λίγοι θά φροντίζουν γιά την καθαρότητα της ψυχής».

Καί υψώνοντας τά μάτια του στον ουρανό, ο Στάρετς ευλόγησε τό μέρος στά τέσσερα σημεία του ορίζοντα καί αφού προσευχήθηκε εκεί γιά μισή ώρα περίπου, συνέχισε τόν δρόμο του γιά τήν Λαύρα. Καί σήμερα πού η προφητεία του μακαρίου εκπληρώθηκε επακριβώς καί βλέπουμε στήν άγονη έρημο ένα όμορφο καλοχτισμένο Μοναστήρι, ανακαλούμε στήν μνήμη μας τά προφητικά λόγια του Ησαΐα: «Ευφράνθητι έρημος διψώσα, αγαλλιάσθω έρημος καί ανθείτω ως κρίνον. Καί εξανθήσει καί υλοχαρήσει… καί ο λαός μου όψεται την Δόξαν Κυρίου καί τό ύψος του Θεού» (Ήσαΐας 35, 1-2).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.

Ο ΣΤΑΡΕΤΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ. (1788-1853Μ.Χ)ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΒΡΟΥ.

 

http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2017/02/blog-post_84.html