Διδαχές τῆς ἀείμνηστης Γερόντισσας Μακρίνας
Ἰούλιος 1984
Θά σᾶς πῶ γιά ἕνα παππούλη πού γνώρισα στήν Ἀθήνα προπολεμικά. Ὅταν ἔκανε Εἴσοδο (στήν Θεία Λειτουργία), ἔσκυβε τόσο, σάν νά εἶχε στήν πλάτη του τόν Χριστό. Ἔτσι Τόν αἰσθανότανε, ὅτι Τόν εἶχε στήν πλάτη του. Ὅπως σκύβουν οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι στήν τοιχογραφία τῆς Θείας Λειτουργίας μέσα στό ἱερό, ἔτσι κι αὐτός, πήγαινε σκυφτά. Ἔλεγες, τώρα θά πέση, καί δέν ἔπεφτε. Ὅταν ἔλεγε τό «Πάντων ἡμῶν», πήγαινε σιγά-σιγά σάν χελώνα· τί ἔβλεπε! Τί γινόταν μέσα στό Ἱερό, τί Χάρι, τί συνομιλία θά εἶχε μέ τούς Ἀγγέλους καί τούς Ἀρχαγγέλους, πόση Χάρι αἰσθανόταν μέσα του! Τήν ὥρα πού ἔλεγε: «Λάβετε φάγετε», «ἰδού προσέρχομαι…» καί ἑτοιμαζόταν νά κοινωνήση, ἔκανε πόση ὥρα νά τελειώση τό Θεῖο Μυστήριο! Οἱ ἄνθρωποι ἔξω περίμεναν, περίμεναν γιά νά συνεχίση. Ὅταν πήγαιναν νά λειτουργηθοῦν, ἑτοίμαζαν τό φαγητό τους ἀποβραδίς, γιατί τό πρωΐ ἦταν «ἀτελείωτη» ἡ Θεία Λειτουργία. Παρ᾿ ὅλο πού ἀργοῦσε, οἱ ἄνθρωποι πήγαιναν νά λειτουργηθοῦν. Πολύ ἀλλοιωμένοι στά πρόσωπά τους, τόση «εὐχή», εἶχαν, τόση ἀγαλλίασι ἔνοιωθαν μέσα στήν ψυχή τους. Αὐτός ὁ παπᾶς ἔτρωγε τρεῖς φορές τήν ἑβδομάδα, μέρα παρά μέρα καί παξιμάδιζε· τόν συντηροῦσε ἡ Θεία Μετάληψις. Πολύ ἅγιος ἄνθρωπος, ἔχει κοιμηθῆ. Καί μοῦ ἔλεγε, πῶς ἔβλεπε τό Θεῖο Μυστήριο, τά πολυόμματα Χερουβείμ, τά ἑξαπτέρυγα Σεραφείμ. Ὅταν ἔλεγε: «τά πολυόμματα Χερουβείμ, τά ἑξαπτέρυγα Σεραφείμ…», ἔφευγε ὁ νοῦς του ἀπό τή γῆ, τόσο ἀναβιβασμένος ἦταν ὁ νοῦς, τόση Χάρι εἶχε στή ψυχή του μέσα. Καί σκέφτομαι, πῶς κάνει τόν ἄνθρωπον ὁ Θεός, πῶς τόν συντηρεῖ καί πῶς τόν συγκρατεῖ καί πῶς τόν ζῆ. Ἐμεῖς τώρα, μιά μέρα δέν μποροῦμε νά σταθοῦμε, οὔτε νά νηστεύσουμε οὔτε τίποτε. Τί ἄνθρωποι ἦταν αὐτοί! Τί οὐράνιοι ἄνθρωποι!
Τώρα πού πῆγα στήν Ἀθήνα γιά τό χέρι μου, πέρασα ἀπό τόν Γέροντα Πορφύριο νά μέ σταυρώση, γιά νά ἀποφύγω τήν ἐγχείρησι πού μοῦ εἶπαν οἱ γιατροί. Ἐκεῖ συνάντησα μιά κοπελλίτσα καί εἶπα τί θέλω τόν Γέροντα. Ὅταν μπῆκα μέσα, οὔτε κἄν μέ ρώτησε γιά τό χέρι μου. Μοῦ ζήτησε νά λέω τό ὄνομα μιᾶς – μιᾶς ἀδελφῆς καί μοῦ ἀνέλυε τήν ψυχή της!
Κάποτε εἶχα πάει σέ ἕνα σπίτι καί συνάντησα κάποια ἄτομα, πού μοῦ ἔκαναν τίς ἀκόλουθες ἐρωτήσεις.
Ἄν βρεθῆ κανείς σέ ἕνα τραπέζι καί ὑπάρχουν φροῦτα καλά καί φροῦτα δεύτερα, τί θά πρέπει νά προτιμήση; Τό γερό ἤ τό χαλασμένο; Εἶναι ἁμαρτία νά μή φάη κανείς τό χαλασμένο;
Ὅταν ἔχη αὐταπάρνησι, θά φάη τό χαλασμένο, δέν θά φάη τό γερό.
Τό κάνουν οἱ ἀδελφές σέ σᾶς αὐτό τό πρᾶγμα; Τό φαγητό τό κάνετε μέ καρυκεύματα ἤ τό κάνετε ἔτσι ἁπλό, ἀνάλατο, ἀλάδωτο· καί θά τό φάη κανείς; Ὅταν ἀγωνίζεται ἔτσι, ἔχει μισθό ὁ ἄνθρωπος;
Ἄν δέν θέλη νά εὐχαριστήση τόν λάργγα, θά τό φάη ἔτσι ἄγευστο, ἀνάλατο καί δέν καταλαβαίνη τήν γεύσι.
Νυστάζεις καί σύ πολεμᾶς τόν ὕπνο καί δέν θέλεις νά κοιμηθῆς καί λές θά ἀγωνισθῶ· ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ δέν θά ἐπισκιάση τόν ἄνθρωπο, ὅταν θά πολεμήση τόν ὕπνο εἴτε τό φαγητό;
Βεβαίως, θά τόν ἐπισκιάση ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, γιατί ἀγωνίζεται καί πολεμάει.
Δέν μοῦ λές, Γερόντισσα, μόλις ξυπνήσουν οἱ ἀδελφές ἀπό τό πρωΐ μέχρι τό βράδυ ἀκαταπαύστως λένε τήν «εὐχή»;
Ἄλλη λίγο, ἄλλη πολύ, ὅσο μπορεῖ ἡ κάθε μιά.
Τήν κατάκρισι, πῶς τήν πολεμοῦν ἐκεῖ οἱ ἀδελφές; Οἱ μοναχές εἶναι ἄγγελοι καί ἄν ὑπάρχη κατάκρισι, δέν θά μποροῦν νά κάνουν προσευχή.
Βεβαίως, δέν μπορεῖ νά ὑπάρξη προσευχή, γιατί ὑπάρχουν τείχη.
Πῶς τό εἶπες αὐτό;
Λέω, ὅτι ὑπάρχει ἕνα τεῖχος μπροστά καί δέν βλέπει κανείς τό φῶς. Διότι τό φῶς ἀνατέλλει στόν κάθε πιστό. Ὅταν σηκωθοῦμε τό πρωΐ καί παρακαλέσουμε τόν Θεό καί μέσα μας δέν ἐπιτρέπουμε ἕνα μῶμο νά σταθῆ, ἕνα κάτι, καί πολεμοῦμε τόν λογισμό μας καί δέν ἀφήνουμε νά μολυνθῆ ὁ λογισμός, ὁ νοῦς μας θά εἶναι καθαρός. Ὅταν ὅμως ὑπάρχη κάτι, αὐτό γίνεται ἐμπόδιο καί βλέπεις, μιά ἀχτιδίτσα πετάει ἀπό ᾿ δῶ, μιά ἀχτιδίτσα πετάει ἀπό ᾿ κεῖ, ἀλλά δέν σ᾿ ἀφήνει αὐτό τό ἐμπόδιο, τό τεῖχος, νά δῆς τόν Θεό ὁλοκληρωτικά.
Προτοῦ σκοτεινιάση νά ζητᾶμε συγγνώμη;
Βεβαίως, λέω, προτοῦ σκοτεινιάση νά ζητοῦμε συγγνώμη, ὥστε νά κοιμηθοῦμε ἀναπαυμένοι καί νά εἶναι εὐέρεστη ἡ προσευχή μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὁ παλιός μας πνευματικός, μόλις λυποῦσε κάποιον ἤ ὅταν ἔβλεπε κανένα νά ἀπομακρύνεται ἀπό κοντά του, νἄχη λογισμούς, ἔβαζε ἐκεῖνος στρωτή μετάνοια, «συγχώρεσέ με, παιδί μου, σέ λύπησα, σέ πίκρανα, εὐλόγησον». Καί μέ κλαυθμό τό ἔλεγε! Θέλει ταπείνωσι!
Ἔτσι λοιπόν, ὤστε ἔτσι πολεμοῦμε τήν κατάκρισι.
Ἄν ἔχουμε μέσα μας, στή διάνοιά μας γεγονότα, ὑποθέσεις κλπ., πῶς θά ἑνωθῆ ἡ ψυχή μέ τόν Θεόν; Εἶναι φύσει ἀδύνατον νά γίνη! Ἕνας θεός κατά Χάριν ὁ ἄνθρωπος. Πῶς ἐξύψωσε τόν ἄνθωπο νά γίνη θεός κατά Χάριν; Ὅταν τό βάλω στήν διάνοιά μου! Πολύ μεγάλο πρᾶγμα! Δέν μπορεῖ νά τό ἐννοήση ὁ ἄνθρωπος, φεύγει ἀπό τόν ἑαυτό του. Καί ἔτσι εἶναι, ἅμα σκεφθῆ κανείς ὅτι ἔκανε τόν ἄνθρωπο κατά Χάρι θεό καί τόν ἀξίωσε νά συνομιλῆ μαζί Του, μέ ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο, ἀρκεῖ νά Τόν πλησιάση. Ἔρχεται θεία παράκλησις στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί βλέπει τήν Παναγία καί τόν Χριστό καί τούς Ἁγίους· καί τούς βλέπει δίπλα του, σάν ἀδέλφια του, σάν συγγενεῖς· διότι ἡ κάθε μιά τούς συγγενεῖς, τά ἀδέλφια της τούς ἔχει ἀπομακρυσμένους, γιά νά πλησιάση τούς Ἁγίους· αὐτοί θά τήν παρηγοροῦν, αὐτοί θά τῆς δίνουν δύναμι.
Καί γιατί δέν μᾶς ἀφήνει ὁ πειρασμός, ὅταν πᾶμε νά συνομιλήσουμε μέ τόν Θεό; Γιατί δέν μᾶς ἀφήνει;
Πολύ μεγάλο πρᾶγμα αὐτό. Δέν ὑπάρχει ἡ συνεχής προσευχή, γιά νά εἶναι ἡ ψυχή κολλημένη καί συνδεδεμένη μέ τόν Θεό, νά εἶναι ἀφιερωμένη ὅλη τήν ἡμέρα στόν Θεό καί γι᾿ αὐτό βαριόμαστε· ἔρχεται ἡ βαριεστημάρα, ἡ ἀμέλεια, ἡ ἀκηδία, ἡ ραθυμία. Ὅλα αὐτά ἔρχονται, γιατί δέν ὑπάρχει ὁ δεσμός μέ τόν Θεόν, νά γίνουμε ἕνα μέ τόν Θεόν, νά γίνη ἡ ἕνωσις αὐτή. Ὁ πειρασμός δέν μᾶς ἀφήνει νά μιλᾶμε μαζί Του. Ἐνῶ, ὅταν θά ἑνωθοῦμε μέ τόν Θεό, πόσο θά μᾶς χαριτώση, πόση ἀλλοίωσι θἀρθῆ στήν ψυχή μας, πόσα δάκρυα γλυκά θἀρθοῦμε, πόσος ἔρωτας, πόση ἀγαλλίασι. Εἴμαστε σαρκικοί ἀκόμη καί δέν ἔχει ἑνωθῆ τό πνεῦμα μας μέ τόν Θεόν, νά γίνη ἕνα, καί γι᾿ αὐτό δέν ἔχουμε αὐτό τό μεγαλεῖο στήν ψυχή μας. Ἐνῶ, ὅταν θά εἴχαμε τήν ἕνωσι μέ τόν Θεόν, θά κοιτάζαμε ἀπό ᾿ δῶ, ἀπό ᾿ κεῖ νά βροῦμε ἕνα μέρος ἥσυχο.
Θά σᾶς πῶ τώρα γιά μιά ἀδελφή πού εἶχε ἔρθει σέ πολυ μεγάλη πνευματική κατάστασι. Τότε τά ἐπάνω κελλάκια δέν ἦταν τελειωμένα· ἔψαχνα νά τήν βρῶ ἀπό ᾿ δῶ, ἀπό ᾿ κεῖ καί πῆγα καί τήν βρῆκα μπρούμυτα σέ ἕνα κελλάκι. Τά μάγουλά της ἦταν κατακόκκινα, φωτιά· καί τό πρόσωπό της ἄστραφτε· δέν θά τό ξεχάσω. «Καλά, ψάχνω νά σέ βρῶ, ποῦ εἶσαι;». «Ἄφησέ με, ἄφησέ με, μοῦ εἶπε, νά σταθῶ ὅσο μπορῶ, νά ἐπικοινωνήσω μέ τόν Νυμφίο μου, τόν Δεσπότη Χριστό». Τήν ἄφησα καί βγῆκε μετά ἀπό ὧρες. Εἶχε βρεῖ αὐτό τό μέρος καί ποῦ τήν ἔχανες, ποῦ τήν ἔβρισκες, πήγαινε ἐκεῖ καί ἔκανε τήν προσευχή της. Εἶχε βρεῖ τήν ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό. Εἶχε πολλή ὑπακοή καί πολλή ἀγάπη καί εὐλάβεια. Τήν εἶχα βάλει νά μένη σέ κελλί μαζί μέ ἄλλη ἀδελφή. Εἴχαμε δύο κρεββατάκια στό κελλί καί τούς ἔλεγα πάντα νά κοιμοῦνται δεξιά, ὄχι ἀριστερά, γιατί ἔρχεται ὁ πειρασμός καί μᾶς πειράζει. Καί θυμᾶμαι, στήν Μεγαλοσχημία τῆς ἀδελφῆς πού μένανε μαζί, αὐτή σκεφτόταν πῶς νά κοιμηθῆ. «Τώρα εἶναι ἅγιοι Ἄγγελοι ἐδῶ πέρα, νά γυρίσω πρός τήν Μεγαλόσχημη ἀδελφή, θά κάνω παρακοή, νά γυρίσω δεξιά, θά κάνω ὑπακοή, ἀλλά θά καταφρονήσω τούς Ἀγγέλους. Ἡ ὑπακοή εἶναι ἀνώτερη ἀπό τούς Ἀγγέλους, πρέπει νά κάνω ὑπακοή στή Γερόντισσα». Ἔκανε λοιπόν ὑπακοή καί γυρίζει δεξιά καί ἀκούει μιά ψαλμῳδία οὐράνια: «Θεοτόκε Παρθένε, Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς…» καί κουκουλώθηκε καί ἄν ἔχυσε δάκρυα ἐκεῖ στό κρεββάτι της. Μοῦ εἶπε μετά: «Τί μελωδικές φωνές ἦταν αὐτές!» τί μεγάλο πρᾶγμα εἶναι ἡ Μεγαλοσχημία! Τό Μέγα καί Ἀγγελικό Σχῆμα! Τί Χάρι Θεοῦ! Τί δωρίζει ὁ Θεός τήν ὥρα ἐκείνη! Ὁ πιό ἁμαρτωλός, ὁ πιό ἀνάξιος, χαριτώνεται ἐκείνη τήν ὥρα. Ὅλα τά παραπτώματα, ὅλες οἱ ἁμαρτίες, ὅλα, ὅλα διαλύονται τήν ὥρα τῆς Μεγαλοσχημίας. Κι ὅταν ἔγινε ἡ δική της κουρά, εἶδε τόν Ἄγγελό της μέ δύο πτέρυγες μεγάλες πού τήν κουκουλῶναν, τήν ἀγκάλιαζαν καί τήν ἔσφιγγαν καλά-καλά· ἐκείνη τήν ὥρα τῆς ἦρθε πολλή ἀλλοίωσις στήν ψυχή, πολλή Χάρις. Αἰσθανόταν τέτοιο μεγαλεῖο! Καί μοῦ ἔλεγε:
«Ἔπιανα τά φτερά, Γερόντισσα, πῶς εἶναι τοῦ παγωνιοῦ, ἔτσι ἔπιανα τίς φτεροῦγες στά χέρια μου. Εἶχε μεγάλα φτερά, καφέ χρῶμα, μέσα πράσινο, λίγο κόκκινο, ἔτσι εἶδα τίς φτεροῦγες καί ὁ Ἄγγελος στάθηκε ἀπό πάνω μου, πολύ μεγάλος Ἄγγελος!».
Βλέπετε τί μεγάλο πρᾶγμα εἶναι τό μοναχικό Σχῆμα καί πῶς θέλει ὁ Θεός, νά γίνουμε ἄγγελοι; Τόσο μεγάλη ἀξία ἔχει τό Ἀγγελικό Σχῆμα, πού δέν ὑπάρχει μεγαλυτέρα. Ὁ μοναχός ὁ καλός, πού ἐργάζεται μέ πολλή ἀκρίβεια ἔχει ὑψηλή θέσι.
Σκεφθῆτε τί εἶναι ἡ μοναχική πολιτεία!
………….
Λοιπόν, ὑπακοή. Ὅποιος θά κάνη ὑπακοή, θά κερδήση, ὅποιος δέν κάνει ὑπακοή, θά σβαρνίζεται ὅλα τά χρόνια καί θά τρώη τά μοῦτρα του. Κάνεις ὑπακοή; Εἶσαι ἕνα ἐλεύθερο πουλάκι καί ζῆς καί πετᾶς σάν ἀγγελουδάκι δεξιά καί ἀριστερά. Γι᾿ αὐτό θέλει πολλή λεπτότητα, πολλή ἀκρίβεια. Ὅ,τι θά πῆς στόν Γέροντα, σβήνονται καί χαίρεται ἡ ψυχή καί εἶναι πανευτυχισμένη, ἔχεις μία χρυσή ζωή καί δέν ἔχεις ἐλεγχο συνειδήσεως. Ζῆς πνευματική ζωή κι ἔχεις χαρά καί παίρνεις δύναμι ἀπό τήν ὑπακοή. Ἔκανες ὑπακοή; Σώθηκες. Ἐγώ, ἔτσι, αὐτό τό πρᾶγμα τό παρακαλοῦσα. Ἁμαρτωλή καί ἀνάξια εἶμαι, ἀλλά σ᾿ αὐτά τά χρόνια πού ἔζησα καί κάτω στόν κόσμο, μ᾿ αὐτή τήν θεωρία ἐργάστηκα· φύλαγα τήν ὑπακοή πάρα πολύ σάν νά ἤμουν σέ Μοναστήρι· δηλαδή εἶχα τό νοῦ μου στήν ὑπακοή, ἤμουν κρεμασμένη στόν τράχηλο τοῦ Γέροντά μου καί τῆς Γερόντισσάς μου1. Σάν νά ἤμουν σέ ἕνα κελλί καί φοροῦσα παπούτσια μεγάλα, ροῦχα ἀπέριττα, ἔτσι τόν ἔβλεπα τόν ἑαυτό μου. Καί ζοῦσα συνεχῶς σάν νά βρισκόμουν στό Μοναστήρι καί ἔνοιωθα τόν Θεό. Καί ὅ,τι μοῦ ἔλεγε ὁ καθένας ἐκεῖ πέρα, ἄκανα ὑπακοή, «νἆναι εὐλογημένο», κάνε ἐκεῖνο, «νᾆναι εὐλογημένο», δέν εἶχα ἀντιλογία, φύλαγα τήν ὑπακοή πάρα πολύ. Ἔλεγα, τώρα σάν νά εἶμαι σέ ἕνα Κοινόβιο, αὐτοί ὅλοι εἶναι συνοδία καί πρέπει νά κάνω ὑπακοή σ᾿ αὐτούς τούς ἀνθρώπους. Τώρα, νἆσαι μέσα στό Μοναστήρι καί νά μή βγαίνης ἀπό τόν δικό σου κόσμο καί νά κάνης ὅ,τι σοῦ λέει ὁ λογισμός, εἶναι μία πτῶσις ἀπό τίς μεγαλύτερες πού δέν μπορεῖτε νά τήν φανταστῆτε.
Νά τό ψηλαφήσουμε καί νά τό βάλουμε πολύ βαθειά στήν διάνοιά μας τό θέμα τῆς ὑπακοῆς. Καλύτερα νά λυπήσης τόν Θεό, παρά τόν Γέροντά σου καί τήν Γερόντισσά σου. Αὐτό τό θέμα πολύ-πολύ πρέπει κανείς νά τό ἐργαστῆ μέσα στήν ψυχή του, νά τό δουλέψη. Ἅμα ὑπάρχει ὑπακοή, θά ὑπάρχη ταπείνωσις. Ἅμα ὑπάρχει ταπείνωσις, θά ὑπάρχη φόβος Θεοῦ, ἅμα ἔρθη ἡ Χάρις, θά φθάση ὁ ἄνθρωπος στήν μετάνοια, θά φθάση στόν οὐρανό. Αὐτή εἶναι ἡ βάσις. Ἅμα δέν ἔχει ταπείνωσι, ἔρχεται ἡ ἀντίδρασις καί ἀμέσως τό «γιατί;». Αὐτό τί εἶναι; Εἶναι ἐγωισμός.
Λέει ὁ Προεστώς: «Πήγαινε ἐκεῖ». «Ὄχι, δέν πάω». Αὐτό δέν εἶναι ἀντιλογία; Μπορεῖς, δέν μπορεῖς, θά πᾶς. Θυμᾶστε πού σᾶς ἔλεγα γιά ἐκεῖνο τόν μοναχό, πού πῆγε ἕνας Γέροντας τήν ὥρα τῆς Ἀκολουθίας, τήν ὥρα πού ἔλεγε τό δοξαστικό ὁ μοναχός καί τοῦ ἔδωσε ἕνα χαστούκι; Ὁ Γέροντας ὅμως εἶδε ὅτι ἦταν στό σβέρκο του ἕνας δαίμονας. Καί εἶπε ὅτι δέν πῆγε νά χτυπήση τό πλάσμα τοῦ Θεοῦ, πῆγε νά δώση μπάτσο στόν δαίμονα. Καί ὅταν ἔφαγε τό ράπισμα ὁ μοναχός, δέν ἔφυγε ἀπό τό ἀναλόγιο. Μετά πῆγε ἔβαλε μετάνοια: «εὐλόγησον, Γέροντα, συγχώρεσέ με», καί ἐπέστρεψε στό ἀναλόγιο. Δέν σκέφτηκε νά πῆ: «δέν πάω», παρ᾿ ὅλο πού ἦταν πολύς κόσμος μέσα. Ἦταν μεγάλη ἐκκλησία καί εἶχε πολύ κόσμο. Δέν ἀντιλόγησε στόν Γέροντα· τοῦ ἔβαλε μετάνοια κι ἐξακολούθησε νά ψάλλη, γιατί εἶχε ταπείνωσι. Καί ὅλοι θαύμασαν.
Ὁ Γέροντας θά μεσολαβήση στόν Θεό, γιά νά μᾶς συγχωρέση, ὅπως ὁ ἅγιος Παΐσιος, πού ζήτησε μέ παρρησία ἀπό τόν Θεό νά βγάλη τόν παρήκοο ὑποτακτικό ἑνός Γέροντος ἀπό τήν Κόλασι2. Σκεφτῆτε τί παρρησία εἶχαν οἱ Πατέρες!
Μιά φορά ρώτησα τόν Γέροντα καί μοῦ εἶπε ὅτι ἡ ἐσωτερική κατάκρισις εἶναι τό πιό θανάσιμο ἁμάρτημα. Νά κατακρίνης καί νά μή φαίνεται ὅτι κατέκρινες καί νά δείχνης ὅτι εἶσαι ἐν τάξει, καί μέσα σου νά εἶσαι γεμάτη λογισμούς. Αὐτό εἶναι ὅπως τό χωράφι πού εἶναι χέρσο καί δέν καρπίζει καί δέν φυτρώνει τίποτε. Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου πού ἐσωτερικά κατακρίνει σκληραίνει καί γίνεται σάν πέτρα, γῆ πού δέν βλαστίζει. Κάνει δυό ἁμαρτίες, καί κατάκρισι καί ὑπερηφάνεια. Δηλαδή ἀπό ἐγωισμό δέν δείχνει ὅτι κατέκρινε.
Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
Κεντρική διάθεσις:
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
Ἀπό τό βιβλίο: “Λόγια καρδιᾶς”
COPYRIGHT 2012
Ἱ. Μ. Παναγίας Ὁδηγήτριας Πορταριᾶς Βόλου.
Εὐχαριστοῦμε θερμά την Ἡγουμένη τῆς Ἱ.Μ. Ὁδηγήτριας Πορταριᾶς Βόλου γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά Μονή.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτηςhttp://HristosPanagia3.blogspot.com
1Ἡ Γερόντισσα ἐννοεῖ τήν Γερόντισσα Θεοφανώ, μητέρα τοῦ Γέροντός μας.
2Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμ. στ΄, ἔκδ. Ματθαίου Λαγγῆ, Ἀθῆναι 1980, σ. 256.