ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ΛΟΥΚΑ[: Γαλ.1,11-19]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ’ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι’ ἀποκαλύψεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ(:Σας γνωστοποιώ λοιπόν,αδελφοί, ότι το Ευαγγέλιο που σας κήρυξα δεν αποτελεί ανθρώπινη επινόηση· διότι όχι μόνο οι υπόλοιποι απόστολοι, αλλά κι εγώ δεν το παρέλαβα ούτε το διδάχθηκα από κάποιον άνθρωπο, αλλά το παρέλαβα με αποκάλυψη του Θεού, ο Οποίος απευθείας μου φανέρωσε και μου αποκάλυψε τον Κύριο Ιησού)»[Γαλ.1,11-12].
Πρόσεξε ότι με κάθε τρόπο υποστηρίζει αυτό θερμώς, ότι έγινε μαθητής του Χριστού, όχι με την μεσολάβηση ανθρώπου, αλλά αφού ο Ίδιος αυτοπροσώπως τον έκρινε άξιο να αποκαλύψει σε αυτόν όλη την αλήθεια. Και ποια απόδειξη υπάρχει για όσους απιστούν, Παύλε, ότι ο Θεός σου αποκάλυψε αυτοπροσώπως, και όχι διαμέσου κάποιου άλλου, εκείνα τα απόρρητα μυστήρια; «Η μεταστροφή μου από την προηγούμενη κατάσταση στην οποία βρισκόμουν», λέγει· «διότι αν εκείνος που ενήργησε την αποκάλυψη δεν ήταν ο Θεός, δεν θα δεχόμουνα τόσο ακαριαία μεταβολή· διότι εκείνοι μεν οι οποίοι διδάσκονται από ανθρώπους, όταν είναι διακαείς και φανατικοί στα αντίθετα, χρειάζονται χρόνο και επινοητικότητα πολλή για να πενθούν· εκείνος όμως ο οποίος μεταβλήθηκε τόσο ακαριαία και ανένηψε και σε αυτό ακόμη το αποκορύφωμα της μανίας στο οποίο βρισκόταν καταδιώκοντας τους Χριστιανούς, είναι ολοφάνερο ότι επειδή αξιώθηκε θεϊκής οράσεως και διδασκαλίας, για τον λόγο αυτόν αμέσως επανήλθε στην τέλεια υγεία».
Για τον λόγο αυτόν αναγκάζεται να διηγηθεί την προηγούμενη του μεταστροφή και καλεί αυτούς ως μάρτυρας των όσων έγιναν· «διότι για το ότι μεν ο μονογενής Υιός του Θεού με έκρινε άξιο για να με καλέσει ο ίδιος αυτοπροσώπως από τον ουρανό, εσείς δεν γνωρίζετε- διότι πώς είναι δυνατόν, εφόσον δεν ήσασταν παρόντες; Αλλά το ότι ήμουν φανατικός διώκτης το γνωρίζετε · διότι μέχρι και εσάς διαδόθηκε ο φανατισμός μου, αν και ήταν μεγάλη η απόσταση μεταξύ Παλαιστινίων και Γαλατών· ώστε δεν θα έφθανε τόσο μακρά η φήμη εάν αυτά που συνέβησαν δεν γίνονταν με τόση πολλή και ανυπόφορη σε όλους υπερβολή».
Για τούτο και λέγει: «Ἠκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ’ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν(:Και το ότι το Ευαγγέλιο μου παραδόθηκε με υπερφυσική αποκάλυψη από τον ίδιο τον Θεό, αποδεικνύεται από τη δράση μου στο παρελθόν·, διότι ασφαλώς έχετε ακούσει για τη διαγωγή που έδειξα κάποτε, όταν ακολουθούσα τον νόμο και τα έθιμα των Ιουδαίων. Ακούσατε δηλαδή ότι καταδίωκα υπερβολικά την Εκκλησία του Θεού και προσπαθούσα να την εξολοθρεύσω)»[Γαλ.1,13]. Βλέπεις πως το καθένα το γράφει με έμφαση και δεν ντρέπεται; Όχι λοιπόν απλώς εδίωκε, αλλά και με κάθε υπερβολή, και όχι μόνο εδίωκε αλλά και πολεμούσε, δηλαδή επιχειρούσε να σβήσει την εκκλησία, να την καταστρέψει και να την κατακρημνίσει, να την αφανίσει· διότι αυτό είναι έργο εκείνου που πολεμάει για κάτι.
«Καὶ προέκοπτον ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων(:Και προόδευα στον ιουδαϊσμό περισσότερο από πολλούς συνομήλικους συμπατριώτες μου και έδειχνα περισσότερο ζήλο απ’ αυτούς για τις παραδόσεις που κληρονομήσαμε από τους πατέρες μας)»[Γαλ.1,14]. Για να μη νομίσεις λοιπόν ότι το πράγμα προερχόταν από θυμό, δείχνει ότι από ζήλο τα έκανε όλα, αν και όχι κατ’ επίγνωση, ούτε από κενοδοξία, ούτε για να εκδικηθεί κάποια έχθρα, αλλά «από υπερβολικό ζήλο για τις παραδόσεις που κληρονομήσαμε από τους πατέρες μας».
Εκείνο λοιπόν το οποίο εννοεί εδώ, είναι αυτό· «εάν όσα έκανα εναντίον της εκκλησίας, τα έκανα κινούμενος όχι από ανθρώπινα πάθη, αλλά από ζήλο θεϊκό- εσφαλμένο μεν, αλλά πάντως ζήλο-, πώς τώρα που τρέχω υπέρ της εκκλησίας και έχω γνωρίσει την αλήθεια είναι δυνατόν να ενεργώ από κενοδοξία; Διότι εάν όταν έσφαλα δεν επικρατούσε σε μένα τέτοιο πάθος, αλλά ο ζήλος του Θεού με οδήγησε σε αυτό πολύ περισσότερο, όταν γνώρισα την αλήθεια, δικαίως θα έπρεπε να απαλλαγώ από κάθε τέτοια υπόνοια· διότι συγχρόνως μεταστράφηκα προς την πίστη της εκκλησίας και αποστράφηκα κάθε ιουδαϊκή προκατάληψη, και επέδειξα εδώ πολύ περισσότερο ζήλο· πράγμα το οποίο είναι σημείο ότι αληθώς μεταστράφηκα, και ότι κατέχομαι από θείο ζήλο· διότι, εάν δεν ήταν αυτό, τι άλλο, πες μου, θα προκαλούσε τόσο μεγάλη μεταβολή ώστε να αλλάξω την τιμή με την ατιμία, την άνεση με τους κινδύνους και την ανάπαυση με την ταλαιπωρία; Τίποτε άλλο δεν είναι, παρά μόνο ο έρωτας της αλήθειας».
«Ὃτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ, ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι (:Όταν όμως ευαρεστήθηκε ο Θεός, ο οποίος με ξεχώρισε και με διάλεξε από τον καιρό ακόμη που ήμουν στην κοιλιά της μητέρας μου και με κάλεσε με τη χάρη Του, χωρίς εγώ από τα έργα μου να είμαι άξιος για μια τέτοια εκλογή, να αποκαλύψει στο βάθος της ψυχής μου τον Υιό Του, για να Τον κηρύττω στα έθνη, αμέσως δεν συμβουλεύτηκα σάρκα και αίμα, δηλαδή κάποιον θνητό άνθρωπο)»[Γαλ.1,15-16].Πρόσεξε τι προσπαθεί να δείξει εδώ, ότι και κατά τον χρόνο κατά τον οποίο εγκαταλείφτηκε, για κάποια απόρρητη οικονομία παραμελήθηκε· διότι εάν από την κοιλία της μητρός του προορίστηκε να γίνει απόστολος και να κληθεί σε αυτήν τη διακονία, κλήθηκε όμως τότε, και μόλις κλήθηκε υπάκουσε, είναι φανερό ότι για κάποια απόρρητη αιτία ανέβαλλε ο Θεός μέχρι τότε.
Ποια είναι λοιπόν αυτή η οικονομία; Ίσως έχοντας ακούσει το προοίμιο έχετε απορήσει γιατί δεν κάλεσε αυτόν μαζί με τους δώδεκα· αλλά για να μην κάνω μακρότερο τον λόγο, απομακρυνόμενος από εκείνο το οποίο επείγει, παρακαλώ την αγάπη σας να μη μαθαίνει τα πάντα από εμένα, αλλά και μόνοι σας να ζητείτε, και τον Θεό να παρακαλείτε να σας αποκαλύπτει. Και σε σας βέβαια έχει εκφωνηθεί κάποιος λόγος γι’ αυτά, όταν μιλούσαμε για την αλλαγή της ονομασίας αυτού και για ποιο λόγο, ενώ ονομαζόταν Σαύλος, τον ονόμασε Παύλο· αν όμως έχετε λησμονήσει, αφού διαβάσετε εκείνο το βιβλίο, θα τα γνωρίσετε όλα αυτά. Εν τω μεταξύ όμως ας έλθουμε στη συνέχεια, και ας εξετάσουμε πώς δείχνει πάλι ότι τίποτε το ανθρώπινο δεν έγινε γύρω από αυτόν, αλλά όλα έγιναν από τον Θεό, ο Οποίος προνοούσε γι΄αυτόν με πολλή φροντίδα.
«Καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ (: Και με κάλεσε με τη χάρη Του, χωρίς εγώ από τα έργα μου να είμαι άξιος για μια τέτοια εκλογή)»· «ὅτι σκεῦος ἐκλογῆς μοί ἐστιν οὗτος(: διότι Τον διάλεξα εγώ)» έλεγε προς τον Ανανία, «τοῦ βαστάσαι τὸ ὄνομά μου ἐνώπιον ἐθνῶν καὶ βασιλέων υἱῶν τε Ἰσραήλ (:για να βαστάσει και να διαδώσει το κήρυγμα για το όνομά μου και το ευαγγέλιό μου, και να το μεταφέρει με τις περιοδείες του ενώπιον εθνικών και βασιλέων και των σημερινών απογόνων του Ισραήλ)»[Πράξ.9,15], δηλαδή ικανός να υπηρετήσει και να επιδείξει μέγα έργο· και αυτήν την αιτία της κλήσεως εκθέτει.
Ο Παύλος, από την άλλη μεριά, παντού διακηρύττει ότι το παν είναι έργο της χάριτος και της άρρητης φιλανθρωπίας του Θεού λέγοντας έτσι: «ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἠλεήθην, ἵνα ἐν ἐμοὶ πρώτῳ ἐνδείξηται ᾿Ιησοῦς Χριστὸς τὴν πᾶσαν μακροθυμίαν, πρὸς ὑποτύπωσιν τῶν μελλόντων πιστεύειν ἐπ’ αὐτῷ εἰς ζωὴν αἰώνιον(:αλλά ακριβώς γι’ αυτό ελεήθηκα, για να δείξει ο Ιησούς Χριστός σε μένα περισσότερο από κάθε άλλον όλη τη μακροθυμία, ώστε να χρησιμεύσω ως υπόδειγμα σε εκείνους που πρόκειται να πιστέψουν σε Αυτόν και να κληρονομήσουν έτσι την αιώνια ζωή)»[Α΄Τιμ.1,16]. Είδες υπερβολή ταπεινοφροσύνης; «Για τον λόγο αυτόν ελεήθηκα εγώ», λέγει, «για να μην απελπιστεί κανείς, εφόσον εγώ, ο κάκιστος όλων των ανθρώπων, απόλαυσα φιλανθρωπίας από τον Θεό»· διότι αυτό φανερώνει όταν λέγει «για να δείξει την όλη μακροθυμία Του πρώτα σε εμένα και να χρησιμεύσω ως πρότυπο σε εκείνους οι οποίοι μελλοντικώς θα πιστέψουν σε Αυτόν».
«ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί (:να αποκαλύψει στο βάθος της ψυχής μου τον Υιό Του)». Αλλού επίσης λέγει ο Χριστός: «Οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τίς ἐστιν ὁ υἱός, εἰ μὴ ὁ πατήρ, καὶ τίς ἐστιν ὁ πατήρ, εἰ μὴ ὁ υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι(:κανείς δεν γνωρίζει τον Πατέρα στο βάθος και στην ουσία Του, παρά μόνο ο Υιός. Σε κάποιο βαθμό βέβαια Τον γνωρίζει κι εκείνος στον οποίο ο Υιός θα θελήσει να του Τον αποκαλύψει)»[Λουκά 10,22]. Είδες ότι και ο Πατήρ αποκαλύπτει τον Υιό και ο Υιός τον Πατέρα; Έτσι και ως προς τη δόξα και ο Υιός δοξάζει τον Πατέρα και ο Πατήρ τον Υιό· «Δόξασόν σου τὸν υἱόν(:δόξασε τον Υιό σου και ως προς την ανθρώπινη φύση του)», λέγει, «ἵνα καὶ ὁ υἱός σου δοξάσῃ σε(:για να σε δοξάσει και ο Υιός σου με την απολύτρωση και τη σωτηρία των ανθρώπων, η οποία θα ολοκληρωθεί με τη θυσία Του αυτή και με την αιώνια αρχιερατική μεσιτεία του που θα ακολουθήσει μετά απ’ αυτή)» [Ιωάν.17,1]· και «ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω(:Εγώ γνωστοποίησα το όνομά σου στους ανθρώπους και υπάκουσα τελείως στο θέλημά σου, κι έτσι σε δόξασα πάνω στη γη· και με τη θυσία μου, την οποία θα προσφέρω σε λίγο πάνω στον σταυρό, ολοκλήρωσα τελείως το έργο που μου έδωσες να επιτελέσω)» [Ιωάν. 17,4].
Γιατί όμως δεν είπε «να αποκαλύψει τον Υιό Του σε εμένα», αλλά «στα βάθη της ψυχής μου»; Για να δείξει ότι τα της πίστεως δεν τα άκουσε μόνο με λόγια, αλλά ότι και από πολλή χάρη του Αγίου Πνεύματος έγινε πλήρης, καθώς η αποκάλυψη κατέλαμπε την ψυχή του και είχε τον ίδιο τον Χριστό ο Οποίος ομιλούσε μέσα του.
«ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν(:για να Τον κηρύττω στα έθνη)» · διότι, όχι μόνο το να πιστέψει, αλλά και η χειροτονία του από τον Θεό έγινε· «διότι μου αποκάλυψε τον εαυτό του, όχι μόνο για να Τον δω, αλλά και για να Τον φανερώσω και σε άλλους». Και δεν είπε απλώς «άλλους», αλλά «για να κηρύττω Αυτόν στα έθνη», προαναγγέλλοντας ήδη από εδώ κεφάλαιο απολογίας όχι μικρό, ενώπιον των μαθητών· διότι δεν ήταν απαραίτητο να κηρύττει παρομοίως στους Ιουδαίους και στα έθνη.
«Εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι(:Αμέσως δεν συμβουλεύτηκα σάρκα και αίμα, δηλαδή κάποιον θνητό άνθρωπο)». Εδώ υπαινίσσεται τους αποστόλους, αποκαλώντας αυτούς έτσι από την ανθρώπινη φύση τους. Εάν όμως και για όλους τους ανθρώπους λέγει αυτό, ούτε εμείς θα φέρουμε αντίρρηση.
«Οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους(:Ούτε ανέβηκα στα Ιεροσόλυμα για να συναντήσω τους αποστόλους που είχαν κληθεί πριν από μένα στο αποστολικό αξίωμα)»[Γαλ.1,17]. Αυτούς μεν τους λόγους, εάν τους εξετάσει κανείς αυτούς καθ’ εαυτούς, φαίνονται ότι είναι πλήρεις από πολλή μεγαλοστομία και ότι απέχουν πολύ από το αποστολικό φρόνημα· διότι το να αποφασίζει κανείς στηριζόμενος μόνο στον εαυτό του και να μη συμβουλεύεται κανένα για την απόφασή του, φαίνεται ότι είναι σημείο ανοησίας· διότι «εἶδον (:είδα)», λέει ο Παροιμιαστής, «ἄνδρα δόξαντα παρ᾿ αὑτῷ σοφὸν εἶναι, ἐλπίδα μέντοι ἔσχε μᾶλλον ἄφρων αὐτοῦ (:έναν άνθρωπο, ο οποίος φαντάστηκε τον εαυτό του ότι είναι, σοφός· μεγαλύτερη ελπίδα διορθώσεως υπάρχει για έναν άφρονα, παρά για τον αυτοθαυμαζόμενο αυτόν δοκησίσοφο)»[Παροιμ.26,12]· και «Οὐαὶ οἱ συνετοὶ ἐν ἑαυτοῖς καὶ ἐνώπιον αὐτῶν ἐπιστήμονες(:Αλίμονο σε εκείνους οι οποίοι είναι σοφοί απέναντι στους δικούς τους οφθαλμούς και νουνεχείς κατά τη δική τους κρίση, ως τάχα τα πάντα να γνωρίζουν)» [Ησ.5,21]. Και ο ίδιος πάλι: «Μὴ γίνεσθε φρόνιμοι παρ᾿ ἑαυτοῖς(:Μη σχηματίζετε για τον εαυτό σας την ψευδαίσθηση ότι είστε συνετοί και ότι γνωρίζετε τα πάντα, ώστε να μη χρειάζεστε τις συμβουλές των άλλων)» [Ρωμ.12,16].
Αυτός λοιπόν ο οποίος τόσα άκουσε από τους άλλους, και ο ίδιος παραινεί τα ίδια σε άλλους δεν θα περιέπιπτε σε τέτοιο σφάλμα όχι επειδή ήταν ο Παύλος, αλλά ούτε ο οποιοσδήποτε άνθρωπος. Αλλά, όπως είπα, αυτή καθ’ εαυτήν εξεταζόμενη η φράση είναι δυνατόν και να κάνει να παραμονεύουν με έχθρα και να ενοχλεί μερικούς από τους ακροατές· αν όμως δείξουμε την αιτία για την οποία λέγονταν αυτά, και θα επικροτήσουν και θα θαυμάσουν όλοι εκείνον ο οποίος τα είπε.
Αυτό λοιπόν ας κάνουμε· διότι δεν πρέπει να εξετάζουμε τους λόγους καθ’ εαυτούς, διότι τότε πολλά άτοπα θα ακολουθήσουν· ούτε τη λέξη να βασανίζουμε καθ’ εαυτήν, αλλά να προσέχουμε στο πνεύμα του γράφοντος· διότι και στις δικές μας ομιλίες, εάν δεν χρησιμοποιούμε αυτόν τον τρόπο, θα υποστούμε την εχθρότητα πολλών, και όλα θα κατακρημνιστούν. Και τι χρειάζεται να λέμε για τους λόγους, εκεί όπου και για τα πράγματα, αν δεν τηρεί κανείς αυτόν τον κανόνα, όλα θα γίνουν άνω-κάτω; Διότι και οι ιατροί και κόπτουν και θραύουν ορισμένα οστά, αλλά και οι ληστές πολλές φορές κάνουν αυτά. Πόσης αθλιότητας λοιπόν θα ήταν σημείο, αν δεν μπορούσαμε να διακρίνουμε τον ληστή από τον ιατρό; Επίσης οι δολοφόνοι και οι μάρτυρες τα ίδια βασανιστήρια υπομένουν· αλλά υπάρχει μεγάλη απόσταση μεταξύ των δύο. Και εάν δεν τηρούμε αυτόν τον κανόνα, δεν θα δυνηθούμε να γνωρίσουμε αυτά, αλλά και τον Ηλία θα ονομάσουμε δολοφόνο, και τον Σαμουήλ και τον Φινεές, ενώ τον Αβραάμ και παιδοκτόνο, εάν πρόκειται να εξετάζουμε τα πράγματα γυμνά, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη σε αυτά την προαίρεση εκείνων οι οποίοι τα πράττουν.
Ας εξετάσουμε λοιπόν και του Παύλου τη σκέψη, για την οποία έγραφε αυτά· ας δούμε τον σκοπό του, και ποιος ήταν γενικώς για τους αποστόλους, και τότε θα γνωρίσουμε με ποια προαίρεση λέγονταν αυτά· διότι ούτε υποτιμώντας εκείνους, ούτε εξυψώνοντας τον εαυτό του είπε αυτά ή τα προηγούμενα· διότι πώς είναι δυνατόν, εφόσον και τον εαυτό του αναθεμάτισε; Αλλά τα είπε αυτά, διαφυλάττοντας παντού την ασφάλεια του ευαγγελίου· διότι επειδή έλεγαν όσοι τον πολεμούσαν ότι έπρεπε να ακολουθεί τους αποστόλους, οι οποίοι δεν εμπόδιζαν αυτά, και όχι τον Παύλο ο οποίος τα εμποδίζει, και από αυτό το σημείο σιγά σιγά εισαγόταν η ιουδαϊκή πλάνη, αναγκάζεται να αντισταθεί γενναίως προς αυτά, όχι επειδή θέλει να πει κακό για τους αποστόλους, αλλά θέλοντας να καταστείλει την αφροσύνη εκείνων οι οποίοι εσφαλμένως εξυψώνουν τους εαυτούς τους.
Για τον λόγο αυτόν γράφει: «Δεν συμβουλεύτηκα ανθρώπους»· διότι θα ήταν η μεγίστη ατοπία, αυτός ο οποίος διδάχτηκε από τον ίδιο τον Θεό, να συμβουλεύεται ανθρώπους· διότι ο μεν διδασκόμενος από ανθρώπους, δικαιολογημένα λαμβάνει ως κοινωνούς πάλι ανθρώπους· αλλά εκείνος ο οποίος αξιώθηκε εκείνης της θείας και μακαρίας φωνής, και διδάχτηκε τη σοφία από Αυτόν ο οποίος έχει τον θησαυρό, για ποιο λόγο να συμβουλεύεται ανθρώπους; Διότι αυτός θα ήταν εύλογο όχι να μαθαίνει από ανθρώπους, αλλά να διδάσκει ανθρώπους. Δεν έλεγε αυτά λοιπόν από αφροσύνη, αλλά για να δείξει το αξίωμα του δικού του κηρύγματος.
«οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα (:ούτε ανέβηκα στα Ιεροσόλυμα)», λέγει, «πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους (:για να συναντήσω τους αποστόλους που είχαν κληθεί πριν από μένα στο αποστολικό αξίωμα)»[Γαλ.1,17]· διότι επειδή συνεχώς αυτό έλεγαν, ότι πριν από αυτόν ήσαν εκείνοι, ότι πριν από αυτόν κλήθηκαν, «δεν ανήλθα προς εκείνους», λέγει· διότι εάν έπρεπε να συναντήσει τους αποστόλους, Εκείνος ο οποίος του αποκάλυψε το κήρυγμα, θα έδινε εντολή στον Παύλο και γι’ αυτό. Τι λοιπόν, δεν ανήλθε εκεί; Βεβαίως και ανήλθε, και όχι απλώς ανήλθε αλλά και για να μάθει κάτι από αυτούς. Πότε; Όταν στην πόλη των Αντιοχέων, η οποία επέδειξε πολύ ζήλο, έγινε κατά θείο θέλημα σύναξη γι’ αυτό το ίδιο θέμα, για το οποίο πρόκειται και τώρα και συζητούσαν, ποιο από τα δύο πρέπει, να περιτέμνονται οι εξ εθνών προερχόμενοι πιστοί, ή να μην τους αναγκάζουν να υφίστανται τίποτε τέτοιο, τότε ανήλθε αυτός ο ίδιος ο Παύλος και ο Σίλας.
Πώς λοιπόν, λέγει: «Δεν ανήλθα στα Ιεροσόλυμα, ούτε συμβουλεύτηκα τους αποστόλους»; Διότι πρώτα μεν δεν ανήλθε από μόνος του, αλλά στάλθηκε από άλλους· και δεύτερον δεν ήλθε για να μάθει, αλλά για να πείσει άλλους· διότι αυτός μεν από την αρχή αυτήν τη γνώμη είχε, την οποία μετά από αυτά επικύρωσαν και οι απόστολοι, ότι δηλαδή δεν πρέπει να περιτέμνονται· επειδή δε έως τότε δεν φαινόταν σε αυτούς ότι είναι αξιόπιστος, αλλά ακολουθούσαν αυτούς που βρίσκονταν στα Ιεροσόλυμα, ανήλθε, όχι για να γνωρίσει αυτός κάτι περισσότερο, αλλά για να πείσει όσους αντέλεγαν, ότι και αυτοί που βρίσκονταν στα Ιεροσόλυμα αυτά προτιμούν. Έτσι και από την αρχή κατανοούσε τα πρέποντα και κανένα διδάσκαλο δεν χρειαζόταν, αλλά αυτά τα οποία με πολλή διάκριση επρόκειτο να επικυρώσουν οι απόστολοι, αυτά ο Παύλος πριν από τη διάκριση είχε άνωθεν μέσα του ακλόνητα.
Και γράφοντας γι’ αυτά ο Λουκάς έλεγε, ότι απηύθυνε μακρό και διεξοδικό λόγο γι’ αυτά ο Παύλος προς αυτούς και πριν έλθει στα Ιεροσόλυμα[Πράξ.15,2: «Γενομένης οὖν στάσεως καὶ ζητήσεως οὐκ ὀλίγης τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Βαρνάβᾳ πρὸς αὐτούς, ἔταξαν ἀναβαίνειν Παῦλον καὶ Βαρνάβαν καί τινας ἄλλους ἐξ αὐτῶν πρὸς τοὺς ἀποστόλους καὶ πρεσβυτέρους εἰς Ἱερουσαλὴμ περὶ τοῦ ζητήματος τούτου(:Επειδή λοιπόν δημιουργήθηκε αναστάτωση και μεγάλη συζήτηση ανάμεσα σε αυτούς και στον Παύλο και τον Βαρνάβα, για να τα αναιρέσουν αυτά, αποφάσισαν να ανεβούν ο Παύλος και ο Βαρνάβας και μερικοί άλλοι απ’ αυτούς στα Ιεροσόλυμα προς τους αποστόλους και τους πρεσβυτέρους, για να λυθεί εκεί αυθεντικά και οριστικά το ζήτημα αυτό)»]. Επειδή όμως στους αδελφούς φάνηκε καλό να μάθουν και από εκείνους, ανήλθε, όχι για τον εαυτό του, αλλά χάριν εκείνων. Και εάν λέγει «δεν ανήλθα», είναι για να πει ότι ούτε στην αρχή του κηρύγματος ανήλθε, ούτε όταν ανήλθε, ανήλθε για να μάθει. Και μάλιστα και τα δύο αυτά γνωστοποιεί, λέγοντας «Εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι (:Αμέσως δεν συμβουλεύτηκα σάρκα και αίμα, δηλαδή κάποιον θνητό άνθρωπο)». Δεν είπε απλώς «δεν συμβουλεύτηκα», αλλά «αμέσως». Και αν μετά από αυτά ανήλθε, δεν το έκανε για να προσλάβει κάτι.
«ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς ᾿Αραβίαν (:αλλά πήγα στην Αραβία)». Κοίταξε κοχλάζουσα ψυχή· προσπαθούσε με ζήλο να κυριεύσει τους τόπους οι οποίοι ακόμη δεν είχαν καλλιεργηθεί, αλλά βρίσκονταν ακόμη σε αγριότερη κατάσταση· διότι εάν ανέμενε μαζί με τους αποστόλους, ενώ δεν είχε τίποτε να μάθει, θα εμποδιζόταν το κήρυγμα· αλλά έπρεπε αυτοί να διαδώσουν τον λόγο παντού. Για τον λόγο αυτόν αυτός ο μακάριος, κοχλάζοντας από τη χάρη του Πνεύματος, άρχιζε αμέσως τη διδασκαλία ανθρώπων βαρβάρων και αγρίων, εκλέγοντας βίο πλήρη αγωνίας και πολλού κόπου.
Και πρόσεξε την ταπεινοφροσύνη· διότι αφού είπε «ἀπῆλθον εἰς ᾿Αραβίαν (: πήγα στην Αραβία)», πρόσθεσε και «καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν (:και πάλι επέστρεψα στη Δαμασκό)». Δεν λέγει τα κατορθώματά του, ούτε ποιους κατήχησε και πόσους, αν και βεβαίως από τότε που βαπτίστηκε τόσο ζήλο έδειξε, ώστε να ταράσσονται οι Ιουδαίοι· και τόση οργή προκάλεσε σε αυτούς, ώστε να τον παραμονεύουν και να θέλουν να τον φονεύσουν και αυτοί και οι Έλληνες· πράγμα το οποίο δεν θα συνέβαινε, εάν δεν πρόσθετε πολλούς πιστούς σε εκείνους που ήδη είχαν πιστέψει. Επειδή λοιπόν ηττώντο στη διδασκαλία, οδηγούνταν σε φόνο, πράγμα το οποίο ήταν καθαρό σημείο της νίκης του Παύλου. Αλλά δεν άφησε αυτόν ο Χριστός να πεθάνει, προφυλάσσοντας αυτόν για να συνεχίζει το κήρυγμα.
Αλλά όμως τίποτε δεν λέγει από τα κατορθώματα αυτά· έτσι, όσα λέγει πάντα, δεν τα λέγει από φιλοδοξία, ούτε για να νομιστεί ο μεγαλύτερος των αποστόλων, ούτε οργιζόμενος για το ότι υποτιμάται, αλλά φοβούμενος μήπως από αυτό προκληθεί ζημία στο κήρυγμα. Και μάλιστα ονομάζει έκτρωμα τον εαυτό του, και πρώτο από τους αμαρτωλούς και τελευταίο από τους αποστόλους, και ανάξιο της προσηγορίας του αποστόλου· και αυτά έλεγε αυτός ο οποίος κοπίασε περισσότερο από όλους, πράγμα το οποίο είναι σημείο μεγάλης ταπεινοφροσύνης· διότι ο εκείνος που δεν γνωρίζει κανένα καλό στον εαυτό του και ομιλεί με ταπεινό τρόπο για τον εαυτό του, δεν είναι ταπεινόφρων, αλλά ευγνώμονας· αυτός όμως ο οποίος μετά από τόσους στεφάνους λέγει τέτοια, εκείνος είναι αυτός που γνωρίζει να μετριοφρονεί.
«Και πάλι επέστρεψα», λέγει, «στη Δαμασκό». Και όμως, πόσα θα πρέπει να κατόρθωσε αυτός εκεί; Διότι για την πόλη αυτήν λέγει ότι τη φρουρούσε ο εθνάρχης του βασιλέως Αρέτα, επειδή ήθελε να συλλάβει αυτόν τον μακάριο [Β΄Κορ.11,32: «Ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης Ἀρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με θέλων, καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ(:Στη Δαμασκό ο διοικητής που είχε διοριστεί από τον βασιλιά Αρέτα, φρουρούσε την πόλη των Δαμασκηνών, επειδή ήθελε να με συλλάβει. Κι από κάποιο παράθυρο με κατέβασαν κάτω μέσα σε δικτυωτό καλάθι, μέσα από κάποιο άνοιγμα του τείχους της πόλεως, και ξέφυγα από τα χέρια του)»]· πράγμα το οποίο ήταν μεγίστη απόδειξη του ότι έντονα και με όλες τους τις δυνάμεις τον κατεδίωκαν οι Ιουδαίοι. Αλλά τίποτε από αυτά δεν λέγει εδώ, ούτε θα έγραφε αυτά εκεί τότε, αν και τότε δεν έβλεπε ότι η περίσταση απαιτούσε την διήγηση, αλλά θα το αποσιωπούσε· όπως ακριβώς λοιπόν και τώρα, που λέγει ότι ήλθε και απήλθε, καθόλου δεν προβάλλει τα όσα έγιναν εδώ.
«῎Επειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον(:(:Έπειτα, μετά από τρία χρόνια από τότε που είχα επιστρέψει στον Χριστό, ανέβηκα στα Ιεροσόλυμα για να γνωρίσω από κοντά τον Πέτρο)»[Γαλ.1,18]. Τι θα μπορούσε να είναι ταπεινοφρονέστερο αυτής της ψυχής; Μετά από τόσα και τέτοια κατορθώματα, μην έχοντας ανάγκη σε τίποτε τον Πέτρο, ούτε τη διδασκαλία του, αλλά ενώ ήταν ισότιμος με αυτόν, διότι δεν θα πω τίποτε περισσότερο έως εδώ, ανέρχεται παρ΄όλ’ αυτά στον Πέτρο ως προς μεγαλύτερο και πρεσβύτερο· και αιτία της εκεί αποδημίας του είναι μόνο η γνωριμία με τον Πέτρο. Βλέπεις πώς αποδίδει σε αυτούς την πρέπουσα τιμή, και όχι μόνο καλύτερο, αλλά ούτε ίσο με εκείνους θεωρεί τον εαυτό του; Και αυτό είναι φανερό από αυτήν την αποδημία· διότι όπως ακριβώς πολλοί από τους δικούς μας αδελφούς αποδημούν προς αγίους άντρες, έτσι αισθανόταν και ο Παύλος τότε, όταν απήλθε στον Πέτρο· ή μάλλον και πολύ ταπεινότερο· διότι οι μεν σημερινοί αποδημούν για να ωφεληθούν· ενώ τότε ο μακάριος εκείνος, ούτε για να μάθει κάτι από αυτόν, ούτε για να δεχτεί κάποια διόρθωση, αλλά μόνο για τούτο, για να δει αυτόν και να τον τιμήσει με την παρουσία του· διότι «για να γνωρίσω», λέγει, «τον Πέτρο».
Και δεν είπε «να δω τον Πέτρο» αλλά «να γνωρίσω τον Πέτρο», όπως λέγουν εκείνοι οι οποίοι γνωρίζουν τις μεγάλες και λαμπρές πόλεις. Τόσο πολλού κόπου θεωρούσε ότι είναι άξιο και το να δει μόνο τον άντρα. Και τούτο είναι φανερό και από τις Πράξεις· διότι όταν ήλθε στα Ιεροσόλυμα, αφού μετέστρεψε πολλούς από τους εθνικούς και κατόρθωσε τόσα, όσα κανείς από τους άλλους, την Παμφυλία, την Λυκαονία, την Κιλικία, όλους αφού διόρθωσε στην περιοχή εκείνη της οικουμένης και αφού οδήγησε στον Χριστό, πρώτα μεν έρχεται στον Ιάκωβο με πολλή ταπεινοφροσύνη, ως προς μεγαλύτερο και άξιο μεγαλύτερης τιμής.
Ύστερα δέχεται να τον συμβουλεύει ο Ιάκωβος και ενώ συμβουλεύει αντίθετα των τωρινών· διότι λέγει: «Θεωρεῖς, ἀδελφέ, πόσαι μυριάδες εἰσὶν Ἰουδαίων τῶν πεπιστευκότων, καὶ πάντες ζηλωταὶ τοῦ νόμου ὑπάρχουσι(:Βλέπεις, αδελφέ, πόσο μεγάλος είναι ο αριθμός των Ιουδαίων που έχουν πιστέψει στον Κύριο κι έγιναν Χριστιανοί. Κι όλοι αυτοί με ζήλο υπερασπίζονται το κύρος του νόμου)»[Πράξ.21,20]-«τούτους παραλαβὼν ἁγνίσθητι σὺν αὐτοῖς καὶ δαπάνησον ἐπ᾿ αὐτοῖς ἵνα ξυρήσωνται τὴν κεφαλήν, καὶ γνῶσι πάντες ὅτι ὧν κατήχηνται περὶ σοῦ οὐδέν ἐστιν, ἀλλὰ στοιχεῖς καὶ αὐτὸς τὸν νόμον φυλάσσων(:Πάρ’ τους μαζί σου και κάνε κι εσύ μαζί τους τους αγνισμούς που ορίζει ο μωσαϊκός νόμος. Και πλήρωνε γι’ αυτούς τις δαπάνες που θα χρειαστούν για τις θυσίες που πρέπει να γίνουν για να ξυρίσουν οι άνθρωποι αυτοί τα κεφάλια τους. Κάν’ το αυτό, κι έτσι θα μάθουν όλοι ότι όσα έχουν πληροφορηθεί για σένα είναι ανυπόστατα και ότι κι εσύ βαδίζεις και συμπεριφέρεσαι σύμφωνα με τον μωσαϊκό νόμο)»[Πράξ.21,24]. Και ξυρίστηκε και όλους τους ιουδαϊκούς κανόνες επιτέλεσε· διότι όπου μεν δεν βλαπτόταν το ευαγγέλιο, ήταν ταπεινότερος από όλους· όταν όμως από την ταπεινοφροσύνη έβλεπε μερικούς να αδικούνται, δεν χρησιμοποιούσε τούτο το πλεονέκτημα· διότι τούτο δεν θα ήταν ταπεινοφροσύνη, αλλά θα έβλαπτε και θα κατέστρεφε τους μαθητές.
«Καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε(:και έμεινα κοντά του δεκαπέντε ημέρες)»[Γαλ.1,19]. Το να αποδημήσει μεν λοιπόν ήταν γι΄αυτόν δείγμα μεγάλης εκτιμήσεως· αλλά το και να παραμείνει τόσες ημέρες, ήταν δείγμα φιλίας και σφοδρότατης αγάπης. «ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ ᾿Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου(:Άλλον από τους αποστόλους δεν είδα, παρά μόνο τον Ιάκωβο, τον αδελφό του Κυρίου)»[Γαλ.1,19]. Πρόσεξε πόσο μεγαλύτερη φιλία αισθάνεται για τον Πέτρο· διότι γι΄αυτόν αποδήμησε και σε αυτόν διέμεινε. Αυτά λοιπόν λέγω συνεχώς και ζητώ να τα θυμάστε, ώστε όταν ακούσετε αυτά τα οποία φαίνεται ότι έχει πει εναντίον του Πέτρου, κανείς να μην υποπτευτεί τον απόστολο· διότι για τον λόγο αυτόν και αυτός, για να διορθώσει εκ των προτέρων τούτο λέγει αυτά, ώστε, όταν λέει ότι «αντιστάθηκα στον Πέτρο», κανείς να μην νομίσει ότι αυτοί οι λόγοι προέρχονταν από έχθρα και φιλονικία· «διότι σε κανέναν από τους αποστόλους δεν ανήλθα», λέγει, «παρά μόνο για αυτόν».
«Άλλον από τους αποστόλους δεν είδα», λέγει, «παρά τον Ιάκωβο». «Είδα», όχι «διδάχτηκα». Αλλά πρόσεξε με πόση εκτίμηση ονόμασε και τον Ιάκωβο. Δεν είπε απλώς «Ιάκωβο», αλλά πρόσθεσε και τον επαινετικό λόγο, τόσο απαλλαγμένος από κάθε φθόνο· διότι εάν ήθελε να δηλώσει αυτόν για τον οποίο έγραφε, ήταν δυνατόν και από άλλο γνώρισμα να κάνει τούτο φανερό, και να πει «τον υιό του Κλωπά», όπως γράφει και ο ευαγγελιστής. Δεν είπε όμως έτσι, αλλά επειδή τους επαίνους των αποστόλων αισθανόταν ως δικούς του, σαν να εξυψώνει τον εαυτό του, έτσι επαινεί εκείνον. Δεν ονόμασε λοιπόν αυτόν έτσι, αλλά πώς; «Τον αδελφό του Κυρίου». Αν και βεβαίως δεν ήταν κατά σάρκα αδελφός του Κυρίου, αλλά έτσι νομιζόταν· αλλά δεν απέφυγε ούτε γι΄αυτόν τον λόγο να αποδώσει το αξίωμα στον άντρα. Και από πολλά άλλα δείχνει ότι προς όλους τους αποστόλους συμπεριφερόταν με πολλή αγάπη, όπως ήταν πρέπον σε αυτόν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
· Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην προς Γαλάτας επιστολήν, κεφ. Α΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1979, τόμος 20, σελίδες 206-229.
· Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
· Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
· Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
· http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm