ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ[:Ματθ.18,23-35]
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΓΝΩΜΟΝΟΣ ΟΦΕΙΛΕΤΟΥ
[Μέρος δεύτερο: υπομνηματισμός των εδαφίων Ματθ.18,24-35]
«Ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναίρειν προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων(:και όταν αυτός άρχισε να κάνει το λογαριασμό, του έφεραν ένα χρεώστη, ο οποίος χρωστούσε δέκα χιλιάδες τάλαντα, δηλαδή ένα αμύθητο ποσό)»[Ματθ.18,24]. Άραγε πόσα του είχε εμπιστευθεί, αφού κατέφαγε τόσα πολλά; Μεγάλος ο όγκος του χρέους· και δεν ήταν μόνον αυτό το φοβερό, αλλά το ότι τον έφεραν και πρώτο στον Κύριο του. Επειδή εάν μεν τον έφερναν ύστερα από πολλούς άλλους που φάνηκαν συνεπείς, δεν θα ήταν τόσο θαυμαστό το να μη εξοργισθεί ο Κύριος, επειδή η συνέπεια των προηγουμένων οφειλετών θα Τον είχε κάνει ημερότερο προς τους ασυνεπείς που ακολούθησαν· το να φανεί όμως ασυνεπής στις υποχρεώσεις του αυτός πού εισήλθε πρώτος και μολονότι φάνηκε τόσο ασυνεπής, να αντιμετωπιστεί με τόση φιλανθρωπία από τον Κύριό του, αυτό είναι το ιδιαιτέρως θαυμαστό και παράδοξο.
Διότι οι άνθρωποι, όταν βρουν τούς οφειλέτες τους, χαίρονται τόσο πολύ, σαν να βρήκαν ένα θήραμα και κάνουν τα πάντα για να λάβουν πίσω όλο το χρέος. Και αν δεν κατορθώσουν να το λάβουν εξαιτίας της φτώχειας των οφειλετών, τότε εκδηλώνουν την οργή τους για τα χρήματα στο ταλαίπωρο σώμα των δυστυχών και άθλιων εκείνων, βασανίζοντας και κτυπώντας το και υποβάλλοντάς το σε αμέτρητα άλλα μαρτύρια. Ο Θεός όμως αντιθέτως, επινόησε και μεταχειρίστηκε όλα τα μέσα για να τον απαλλάξει από τα χρέη· διότι σε μας τους ανθρώπους, ο πλούτος είναι το να απαιτήσουμε τα οφειλόμενα, ενώ για τον Θεό, πλούτος είναι το να συγχωρήσει. Εμείς, όταν λάβουμε πίσω τα οφειλόμενα, τότε γινόμαστε ευπορότεροι, ενώ ο Θεός όταν συγχωρήσει τα αμαρτήματα, τότε κυρίως πλουτίζει· διότι πλούτος του Θεού είναι η σωτηρία των ανθρώπων, όπως λέγει ο Παύλος: «ὁ γὰρ αὐτὸς Κύριος πάντων, πλουτῶν εἰς πάντας τοὺς ἐπικαλουμένους αὐτόν(:ο ίδιος Κύριος είναι Κύριος και Θεός όλων, προσφέροντας πλούσιες τις δωρεές Του σε όλους εκείνους, οι οποίοι Τον επικαλούνται)»[Ρωμ.10,12]

Αλλά ίσως κάποιος ειπεί: «Και πώς Αυτός που θέλει να χαρίσει και να συγχωρήσει τα ανομήματα, διέταξε να τον πωλήσουν;» Αυτό ακριβώς είναι που φανερώνει πάρα πολύ την φιλανθρωπία Του. Όμως ας μη βιαζόμαστε, αλλά ας προχωρούμε με την σειρά στην διήγηση της παραβολής: «Μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι(:επειδή αυτός δεν είχε να ξεπληρώσει)»,λέγει. Τι σημαίνει «μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι»; Πάλι επίταση της ασυνέπειάς του· επειδή όταν λέγει ότι «δεν μπορούσε να τα επιστρέψει», δεν εννοεί τίποτε άλλο παρά ότι ήταν στερημένος κατορθωμάτων και όλων των αρετών και δεν είχε κανένα έργο αγαθό, για να λογαριαστεί στην απαλλαγή των αμαρτημάτων του· διότι λογαριάζονται, οπωσδήποτε λογαριάζονται τα κατορθώματα και οι ενάρετές μας πράξεις για την απαλλαγή των αμαρτημάτων μας, όπως και η πίστη λογαριάζεται στη δικαιοσύνη. «Τῷ δὲ μὴ ἐργαζομένῳ, πιστεύοντι δὲ ἐπὶ τὸν δικαιοῦντα τὸν ἀσεβῆ, λογίζεται ἡ πίστις αὐτοῦ εἰς δικαιοσύνην(:σε εκείνον όμως ο οποίος δεν έχει να επιδείξει έργα, πιστεύει όμως στον Θεό, ο Οποίος δίδει δικαίωση και σε αυτόν ακόμη τον ασεβή, εάν μετανοήσει, η πίστη του λογαριάζεται τόσο πολύ, ώστε ο Θεός τον αναγνωρίζει ως δίκαιο για την πίστη του αυτή)»[Ρωμ.4,5].
Και τι λέγω για πίστη και κατορθώματα, αφού και οι θλίψεις μας λογαριάζονται για την εξάλειψη των αμαρτημάτων; Και αυτό το φανερώνει ο Χριστός με την παραβολή του Λαζάρου, παρουσιάζοντας τον Αβραάμ να λέγει προς τον πλούσιο ότι ο Λάζαρος απόλαυσε στη ζωή του τα κακά και γι’ αυτό εδώ βρήκε παρηγορία[βλ.Λουκ.16,25: «εἶπε δὲ Ἀβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι(:ο Αβραάμ όμως του απάντησε: “Παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες με το παραπάνω τα αγαθά σου όταν ζούσες στη γη. Ενώ ο Λάζαρος αντίστοιχα απόλαυσε τα κακά της δυστυχίας και της ασθένειας. Τώρα όμως εδώ ο Λάζαρος παρηγορείται γι’ αυτά που υπέφερε τότε συνεχώς, ενώ εσύ υποφέρεις και βασανίζεσαι χωρίς διακοπή, όπως αδιάκοπη και συνεχής ήταν η ευτυχία σου πάνω στη γη”)»].
Το λέγει επίσης και ο Παύλος, όταν γράφει προς τους Κορινθίους για τον πόρνο ως εξής: «Παραδοῦναι τὸν τοιοῦτον τῷ σατανᾷ εἰς ὄλεθρον τῆς σαρκός, ἵνα τὸ πνεῦμα σωθῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ(:ας παραδώσουμε τον άνθρωπο αυτό στον σατανά αποκόπτοντας τον από την εκκλησία, για να τιμωρηθεί και να κολασθεί σκληρά το σώμα του και να συνετισθεί με την παιδαγωγία αυτή, ώστε να σωθεί έτσι η ψυχή του την ημέρα της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου Ιησού)»[Α΄Κορ.5,5]. Παρηγορώντας επίσης και άλλους που αμάρτησαν έλεγε τα εξής: «Εἰ γὰρ ἑαυτοὺς διεκρίνομεν, οὐκ ἂν ἐκρινόμεθα· κρινόμενοι δὲ ὑπὸ τοῦ Κυρίου παιδευόμεθα, ἵνα μὴ σὺν τῷ κόσμῳ κατακριθῶμεν (: διότι εάν ανακρίναμε τον εαυτό μας και τον εξετάζαμε και μετανοούσαμε ειλικρινώς για τα αμαρτήματά μας και έτσι προετοιμασμένοι προσερχόμασταν στο μέγα μυστήριο της Θείας Κοινωνίας με φόβο Θεού, δεν θα καταδικαζόμασταν από τον Θεό· με τέτοιες τιμωρίες όταν λοιπόν τιμωρούμαστε από τον Κύριο με ασθένειες, τιμωρούμαστε παιδαγωγικά από Αυτόν για να διορθωθούμε και να μην κατακριθούμε στην άλλη ζωή μαζί με τον κόσμο που ζει μακριά από τον Θεό)»[Α΄Κορ.11,32].
Και εάν ο πειρασμός και η νόσος και η αδυναμία και ο αφανισμός του σώματος, τα οποία υπομένουμε ακουσίως, χωρίς να τα δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι, μας λογαριάζονται για την εξάλειψη της αμαρτίας, πολύ περισσότερο τα κατορθώματα και οι αρετές, τα οποία πραγματοποιούμε εκουσίως και ασκούμε, και με τη δική μας προσπάθεια, διότι το θέλουμε εμείς και το επιδιώκουμε.
Αυτός όμως ο αχάριστος δούλος της παραβολής αυτής που εξετάζουμε και στερημένος από κάθε αρετή ήταν, και αφόρητο φορτίο αμαρτημάτων είχε· γι’ αυτό λέγει «μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πραθῆναι(:επειδή όμως αυτός δεν είχε να ξεπληρώσει το χρέος του, διέταξε ο Κύριος να πωληθεί)»· αυτό μας φανερώνει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο την φιλανθρωπία του Δεσπότου, ότι και τον κάλεσε να λογοδοτήσει και να πωληθεί διέταξε. Επειδή και τα δύο τα έκαμε ώστε αυτός να μην πωληθεί. Από πού γίνεται αυτό φανερό; Από το τέλος· διότι αν ήθελε να πωληθεί αυτός ο δούλος, ποιος Του το απαγόρευε; Ποιος Τον εμπόδιζε;
Γιατί λοιπόν διέταξε να πωληθεί, αφού δεν επρόκειτο να το κάνει; Με την απειλή του αύξησε τον φόβο για να τον παρακινήσει σε ικεσία· και τον παρακίνησε σε ικεσία, για να λάβει από αυτό αφορμή συγχωρήσεως. Βεβαίως μπορούσε και πριν από την παράκληση να τον απαλλάξει από το χρέος, αλλά δεν το έπραξε για να μην πέσει σε χειρότερα. Μπορούσε και πριν από το λογοθέσιο να δώσει τη συγχώρηση, αλλά για να μη γίνει ωμότερος προς τους συνανθρώπους του, αγνοώντας το πλήθος των δικών του αμαρτημάτων, γι’ αυτό τον βοήθησε πρώτα να συνειδητοποιήσει το μέγεθος του χρέους του, και τότε του το χάρισε όλο· διότι, εάν αφού πρώτα έγινε η λογοδοσία και αποκαλύφθηκε το χρέος και άκουσε την απειλή, και έγινε φανερή η καταδίκη της οποίας ήταν άξιος, φάνηκε τόσο άγριος και σκληρός προς τον σύνδουλό του, σε πόση αγριότητα θα είχε φθάσει, αν τίποτε από αυτά δεν είχε συμβεί; Γι’ αυτό τα έκανε όλα αυτά ο Θεός και τα επιχειρούσε, για να συγκρατήσει και να περιορίσει εκ των προτέρων εκείνη τη σκληρότητα. Εάν όμως με τίποτα από αυτά δεν διορθώθηκε, αίτιος δεν είναι ο διδάσκαλος, αλλά εκείνος που δεν δέχθηκε την διόρθωση.
Ας δούμε όμως πώς προσπαθεί να θεραπεύσει την πληγή. «Πεσὼν οὖν», λέγει, «ὁ δοῦλος προσεκύνει αὐτῷ λέγων· κύριε, μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ πάντα σοι ἀποδώσω(:Έπεσε λοιπόν στα πόδια του Κυρίου του ο δούλος και τον προσκυνούσε λέγοντας: “Κύριε, δείξε επιείκεια και μακροθυμία σε εμένα και όλα όσα σου χρωστώ, θα σου τα ξεπληρώσω”)». Και μάλιστα δεν είπε ότι δεν είχε να του τα επιστρέψει· έτσι όμως συνηθίζουν να κάνουν όσοι χρεωστούν· και αν ακόμη δεν μπορούν να επιστρέψουν τίποτε, υπόσχονται, ώστε να απαλλαγούν από τα παρόντα δεινά.
Ας ακούσουμε όσοι ραθυμούμε στην προσευχή, πόση είναι η δύναμη των παρακλήσεων. Αυτός δεν επέδειξε νηστεία, ούτε ακτημοσύνη, ούτε τίποτε παρόμοιο, αλλά αν και ήταν έρημος και γυμνός από κάθε αρετή, επειδή μόνο παρεκάλεσε τον Κύριο, κατόρθωσε να Τον παρακινήσει σε ευσπλαχνία. Ας μην κουραζόμαστε λοιπόν ποτέ να Τον παρακαλούμε με την προσευχή μας· διότι ποιος θα μπορούσε να γίνει αμαρτωλότερος από αυτόν, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τόσα ανομήματα, ενώ κατόρθωμα δεν είχε κανένα, ούτε μικρό, ούτε μεγάλο; Δεν είπε όμως μέσα του «δεν έχω παρρησία, είμαι γεμάτος εντροπή· πώς μπορώ να τον πλησιάσω; πώς μπορώ να παρακαλέσω;», πράγμα που πολλοί επιβαρυμένοι με αμαρτίες το λέγουν, πάσχοντες από διαβολική ευλάβεια. Σου λείπει η παρρησία; Γι’ αυτό πλησίασε, για να αποκτήσεις παρρησία πολλή. Μήπως είναι άνθρωπος αυτός που πρόκειται να συμφιλιωθεί μαζί σου, για να ντραπείς και να κοκκινίσεις; Είναι ο Θεός, που περισσότερο από εσένα θέλει να σε απαλλάξει από τα ανομήματα. Δεν επιθυμείς εσύ τόσο την ασφάλειά σου, όσον Εκείνος ποθεί την σωτηρία σου. Και αυτό μας το δίδαξε με τα ίδια Του τα έργα.
Δεν έχεις παρρησία; Γι’ αυτό ακριβώς θα μπορέσεις να αποκτήσεις παρρησία, επειδή έχεις αυτήν την αίσθηση· διότι η μεγαλύτερη παρρησία είναι το να μη νομίζεις ότι έχεις παρρησία. Όπως ακριβώς η μεγαλύτερη καταισχύνη είναι το να δικαιώνει κανείς τον εαυτό του ενώπιον του Κυρίου· εκείνος είναι ακάθαρτος, έστω και αν είναι ο αγιότερος από όλους τούς ανθρώπους· όπως ακριβώς δίκαιος γίνεται εκείνος που έπεισε τον εαυτό του ότι είναι ο τελευταίος από όλους. Και μάρτυρες για τα λεγόμενα είναι ο Φαρισαίος και ο Τελώνης. Μην απελπιζόμαστε λοιπόν για τις αμαρτίες μας, ούτε να απογοητευόμαστε, αλλά ας προσερχόμαστε στον Θεό, ας γονατίζουμε ενώπιόν Του, ας παρακαλούμε, καθώς έκαμε και αυτός, αφού μέχρι το σημείο αυτό έδειξε τη καλή του διάθεση. Και το ότι δεν έχασε το θάρρος του, και το ότι δεν απελπίσθηκε, και το ότι ομολόγησε τις αμαρτίες του, και το ότι ζήτησε κάποια αναβολή και παράταση, όλα αυτά είναι καλά και φανερώνουν συντριβή διανοίας και ψυχή ταπεινωμένη. Αυτά πού ακολούθησαν όμως δεν είναι όμοια με τα προηγούμενα· διότι όσα συγκέντρωσε με την ικεσία, αυτά τα σκόρπισε όλα σε μία στιγμή με την οργή κατά του πλησίον.
Αλλά ας έλθουμε πρώτα στον τρόπον της συγχωρήσεως· ας δούμε πώς τον απήλλαξαν από το χρέος και από ποια αιτία οδηγήθηκε ο Κύριος σ’ αυτό. «Σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου», λέγει, ἀπέλυσεν αὐτὸν καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ(:τότε ο κύριός του τον λυπήθηκε και αισθάνθηκε συμπάθεια γι’ αυτόν, κι έτσι τον άφησε ελεύθερο, του χάρισε μάλιστα και το δάνειο)»[Ματθ.18,27]. Εκείνος ζήτησε αναβολή, αυτός έδωσε συγχώρηση, δηλαδή έλαβε περισσότερο από αυτό που ζήτησε.
Γι’ αυτό και ο Παύλος λέγει: «Τῷ δὲ δυναμένῳ ὑπὲρ πάντα ποιῆσαι ὑπερεκπερισσοῦ ὧν αἰτούμεθα ἢ νοοῦμεν, κατὰ τὴν δύναμιν τὴν ἐνεργουμένην ἐν ἡμῖν(:στον Θεό, ο οποίος έχει τη δύναμη να κάνει για μας απείρως μεγαλύτερα και περισσότερα από όλα όσα εμείς ζητούμε ή μπορούμε να βάλουμε με το μυαλό μας, και να τα κάνει σύμφωνα με τη δύναμη που ενεργεί μέσα μας για τον αγιασμό και τη σωτηρία μας)»[Εφ.3,20]· διότι ούτε να φανταστείς δεν μπορείς τόσα πολλά, όσα Εκείνος είναι έτοιμος να σου δώσει.Μην ντραπείς λοιπόν, μην κοκκινίσεις· ή μάλλον, να ντρέπεσαι για τις αμαρτίες σου, να μην απελπίζεσαι όμως, ούτε να απομακρυνθείς από την προσευχή, αλλά πλησίασε, έστω και να Του δώσεις την ευκαιρία να επιδείξει την φιλανθρωπία Του με τη συγχώρηση των αμαρτιών σου. Εάν όμως φοβηθείς να Τον πλησιάσεις, τότε εμπόδισες την αγαθότητά Του, συγκράτησες την αφθονία της καλοσύνης Του, όσον βεβαίως εξαρτάται από εσένα.
Ας μη δειλιάζουμε λοιπόν, ούτε να διστάζουμε στις προσευχές. Επειδή, και αν ακόμη πέσουμε σε αυτό το ίδιο το βάραθρο της κακίας, έχει τη δυνατότητα γρήγορα να μας ανασύρει από εκεί. Κανείς προφανώς δεν έκαμε τόσες αμαρτίες, όσες αυτός ο δούλος της παραβολής· διότι πράγματι διέπραξε κάθε είδος πονηρίας· αυτό φανερώνουν τα μύρια τάλαντα. Κανείς δεν ήταν τόσο έρημος από αρετές όσο αυτός· διότι αυτό σημαίνει ότι δεν είχε να πληρώσει το χρέος του. Αλλά όμως αυτόν που είχε προδοθεί από παντού, μπόρεσε να τον σώσει η δύναμη της προσευχής. «Και έχει τόσο μεγάλη δύναμη η προσευχή», θα ειπεί κάποιος, «ώστε να απαλλάξει από την ποινή και την τιμωρία αυτόν που με έργα και με μύριους τρόπους ήλθε σε σύγκρουση με τον Κύριο;». Ναι, άνθρωπε, τόσο μεγάλες δυνατότητες έχει· διότι δεν κατορθώνει αυτή μόνη της τα πάντα, αλλά έχει σύμμαχο και πολύ μεγάλο βοηθό την φιλανθρωπία του δεχόμενου την προσευχή Θεού, η οποία και τα κατόρθωσε όλα στην περίπτωση αυτήν, και κατέστησε ισχυρή την προσευχή. Αυτό λοιπόν υπονοούσε όταν έλεγε «σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἀπέλυσεν αὐτὸν καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ(:αφού λοιπόν τον ευσπλαχνίστηκε τον δούλο Του εκείνον, τον άφησε ελεύθερο και του χάρισε όλο το χρέος)», για να μάθεις ότι μαζί με την προσευχή και πριν από την προσευχή όλα τα έκανε η φιλανθρωπία και η ευσπλαχνία του Κυρίου.
«Ἐξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος εὗρεν ἕνα τῶν συνδούλων αὐτοῦ, ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια, καὶ κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγε λέγων· ἀπόδος μοι εἴ τι ὀφείλεις (:Όταν όμως βγήκε έξω ο δούλος εκείνος, βρήκε έναν από τους συνδούλους του που του χρώσταγε εκατό δηνάρια, δηλαδή ένα μικρό ποσό. Και αφού τον σταμάτησε, τον πίεζε σκληρά λέγοντας: ‘’Εξόφλησέ μου ό,τι μου χρωστάς’’)». Άραγε τι θα μπορούσε να υπάρξει αισχρότερο από αυτό; Ενώ η ευεργεσία που ο ίδιος δέχτηκε, ηχούσε ακόμη στην ακοή του, λησμόνησε την φιλανθρωπία και την ευσπλαχνία του Κυρίου. Βλέπεις πόσο μεγάλο αγαθό είναι το να ενθυμείται κανείς τις αμαρτίες του; Διότι και αυτός, εάν τις είχε διαρκώς στη μνήμη του, δεν θα γινόταν τόσο σκληρός και απάνθρωπος. Γι’ αυτό συνεχώς λέγω, και δεν θα παύσω να το λέγω, ότι είναι πάρα πολύ χρήσιμο και αναγκαίο το να κρατούμε διαρκώς στη μνήμη μας όλα μας τα πταίσματα· διότι τίποτε δεν μπορεί να καταστήσει την ψυχή τόσο φιλόσοφη και επιεική και ήπια, όσο η διαρκής μνήμη των αμαρτημάτων.
Γι’ αυτό ο Παύλος κρατούσε στη μνήμη του όχι μόνο τα μετά το λουτρό του βαπτίσματος αμαρτήματα, αλλά και αυτά που προηγήθησαν από αυτό, μολονότι βεβαίως είχαν εξαφανιστεί ολότελα. Εάν όμως εκείνος κρατούσε στη μνήμη του τα αμαρτήματά του πριν από το βάπτισμα, πόσο μάλλον εμείς πρέπει να μη λησμονούμε όσα έχουμε διαπράξει και μετά το βάπτισμα· διότι με τη διατήρησή τους στη μνήμη μας, όχι μόνο τα εξαφανίζουμε, αλλά και προς όλους τους ανθρώπους θα συμπεριφερόμαστε με περισσότερη επιείκεια, και τον Θεό θα Τον υπηρετήσουμε με μεγαλύτερη αφοσίωση, αφού μαθαίνουμε πολύ καλά και κατανοούμε με την ανάμνησή τους την ανέκφραστη φιλανθρωπία Του.
Αυτό το πράγμα όμως εκείνος δεν το έκαμε, αλλά ξεχνώντας το μέγεθος των οφειλών του, λησμόνησε και την ευεργεσία. Και αφού λησμόνησε την ευεργεσία, έγινε κακός με τον σύνδουλό του και με την κακία πού έδειξε σ’ εκείνον έχασε όλα όσα κέρδισε από τη φιλανθρωπία του Θεού. «Κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγε λέγων· ἀπόδος μοι εἴ τι ὀφείλεις(:αμέσως τον έπιασε και τον πίεζε κατά τον πλέον σκληρό τρόπο λέγοντας: ‘’Πλήρωσέ μου ό,τι μου χρωστάς’’». Δεν είπε «δώσε μου πίσω τα εκατό δηνάρια που μου χρωστάς», επειδή ντρεπόταν το ασήμαντο του χρέους, αλλά «ό,τι οφείλεις».
«Πεσὼν οὖν ὁ σύνδουλος αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ παρεκάλει αὐτὸν λέγων· μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ ἀποδώσω σοι(:έπεσε τότε ο σύνδουλος εκείνος στα πόδια αυτού και τον παρακαλούσε λέγοντας· Δείξε σε μένα επιείκεια και μακροθυμία και θα σου επιστρέψω τα οφειλόμενα)»[Ματθ.18,29]. Με τα ίδια λόγια, πού βρήκε και εκείνος τη συγχώρηση προηγουμένως, με τα ίδια και αυτός αξιώνει να σωθεί. Εκείνος όμως από την υπερβολική του σκληρότητα ούτε με αυτά τα λόγια κάμφθηκε, ούτε σκέφθηκε ότι ο ίδιος με τα λόγια αυτά σώθηκε. Και όμως, και αν ακόμη τον συγχωρούσε, ούτε έτσι θα ήταν εκδήλωση φιλανθρωπίας και ευσπλαχνίας, αλλά απλώς οφειλή και χρέος· διότι εάν το έκανε αυτό πριν γίνει η λογοδοσία και πριν ληφθεί εκείνη η απόφαση και απολαύσει τόσο μεγάλη ευεργεσία, το γεγονός θα μπορούσε να αποδοθεί στη δική του μεγαλοψυχία.
Τώρα όμως, μετά από τόσο μεγάλη δωρεά και άφεση τόσων πολλών αμαρτημάτων, ήταν πλέον υποχρεωμένος να φερθεί στον σύνδουλό του με ανεξικακία, σαν κάποια αναγκαία οφειλή. Αλλά όμως ούτε αυτό έκαμε, ούτε σκέφθηκε πόση ήταν η διαφορά της αφέσεως την οποία και αυτός απήλαυσε και που έπρεπε να δείξει στο σύνδουλό του· διότι όχι μόνο στο ποσό των οφειλών, ούτε στο αξίωμα και το κύρος των προσώπων, αλλά και σε αυτόν τον ίδιο τον τρόπο θα μπορούσε κανείς να δει μεγάλη διαφορά. Επειδή εκείνα μεν ήσαν δέκα χιλιάδες τάλαντα, ενώ αυτά ήσαν μονάχα εκατό δηνάρια. Και αυτός μεν που όφειλε και του χαρίστηκαν τα δέκα χιλιάδες τάλαντα, προσέβαλε και αυθαδίασε εμπρός στον Κύριο του, ενώ ο οφειλέτης των εκατό δηναρίων αμάρτησε προς έναν σύνδουλό του· αυτός επομένως, αφού είχε ευεργετηθεί, είχε υποχρέωση να χαρίσει και αυτός το χρέος στον σύνδουλό του· ενώ ο Κύριος τον είχε απαλλάξει από όλο το χρέος χωρίς να δει να γίνεται εκ μέρους του κάποιο μικρό ή μεγάλο αγαθό.
Δεν έβαλε όμως τίποτε από αυτά στο νου του, αλλά εντελώς τυφλωμένος από την οργή τον έπιασε από το λαιμό και τον έκλεισε στην φυλακή. Βλέποντας αυτά όμως οι σύνδουλοί του, λέγει η Γραφή, αγανάκτησαν· και τον καταδικάζουν πριν από τον Κύριο οι σύνδουλοι, για να μάθεις πόσο ήμερος είναι ο Κύριος. Όταν ο Κύριός του τα άκουσε αυτά, τον κάλεσε και λογαριάζεται πάλι μαζί του, και δεν αποφασίζει έτσι απλώς την καταδίκη, αλλά προηγουμένως δικαιολογείται. Και τι λέγει; «Δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με (:Δούλε πονηρέ, όλο το τεράστιο εκείνο χρέος σού το χάρισα, διότι με παρεκάλεσες)»[Ματθ.18,32].
Ποιος θα μπορούσε να δείξει μεγαλύτερη καλοσύνη από αυτήν του Κυρίου; Όταν του όφειλε τα μύρια τάλαντα, ούτε καν με λόγο τον λύπησε, ούτε πονηρό τον απεκάλεσε, αλλά μόνο διέταξε να πωληθεί· και αυτό, για να τον απαλλάξει από τα χρέη. Όταν όμως έγινε κακός στον σύνδουλό του, τότε οργίζεται και θυμώνει· για να μάθεις ότι ευκολότερα συγχωρεί τα αμαρτήματα που έγιναν απέναντι σε Αυτόν, παρά αυτά πού έγιναν στους συνανθρώπους μας. Και δεν το κάνει μόνο εδώ αυτό, αλλά και σε άλλη περίπτωση. «Ἐὰν οὖν προσφέρῃς τὸ δῶρόν σου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον κἀκεῖ μνησθῇς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει τι κατὰ σοῦ», λέγει, «ἄφες ἐκεῖ τὸ δῶρόν σου ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ ὕπαγε πρῶτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου, καὶ τότε ἐλθὼν πρόσφερε τὸ δῶρόν σου(:Κάθε προσβολή λοιπόν εναντίον των αδελφών μας είναι αξιόποινη. Γι’ αυτό, εάν προσφέρεις το δώρο σου στο θυσιαστήριο κι εκεί θυμηθείς ότι ο αδελφός σου έχει κάτι εναντίον σου για κάποια αδικία που του έκανες,άφησε εκεί το δώρο σου μπροστά στο θυσιαστήριο και πήγαινε πρώτα και συμφιλιώσου με τον αδελφό σου, και τότε, αφού συνδιαλλαγείς, έλα και πρόσφερε το δώρο σου, διότι μόνο τότε αυτό θα γίνει δεκτό από τον Θεό)»[Ματθ.5,23-24]. Βλέπεις πως προτιμά παντού τα δικά μας από τα δικά Του και δεν θεωρεί τίποτε ανώτερο από την ειρήνη και την αγάπη προς τον συνάνθρωπο;
Και αλλού πάλι: «ὃς ἂν ἀπολύσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ παρεκτὸς λόγου πορνείας, ποιεῖ αὐτὴν μοιχᾶσθαι(:Εγώ όμως σας λέω ότι εκείνος που θα διώξει τη γυναίκα του χωρίς να υπάρχει αιτία μοιχείας, συντελεί στο να γίνει αυτή μοιχαλίδα, εάν συζευχθεί με άλλον. Κι εκείνος που θα νυμφευθεί διαζευγμένη γυναίκα γίνεται μοιχός)»[Ματθ.5,32]. Και με τον Παύλο νομοθέτησε έτσι: «εἴ τις ἀδελφὸς γυναῖκα ἔχει ἄπιστον, καὶ αὐτὴ συνευδοκεῖ οἰκεῖν μετ᾿ αὐτοῦ, μὴ ἀφιέτω αὐτήν(:και στους υπόλοιπους εγγάμους λέω το εξής, το οποίο δεν όρισε βέβαια απευθείας ο Κύριος, αλλά το ορίζω εγώ ως απόστολος Του: εάν κανείς χριστιανός αδελφός έχει γυναίκα άπιστη, την οποία νυμφεύτηκε πριν πιστέψει, και αυτή δέχεται με την καρδιά της να κατοικεί μαζί του, ας μην την αφήνει, αλλά ας εξακολουθεί να την έχει σύζυγο)»[Α΄Κορ.7,12]. «Εάν πορνεύσει», λέγει, «να την διώξεις· εάν όμως είναι άπιστη απέναντι σε εμένα τον Θεό, μην την διώξεις· εάν δηλαδή αμαρτήσει σε εσένα, χώρισέ την· εάν αμαρτήσει σε Εμένα, κράτησέ την».
Έτσι και εδώ όταν αμάρτησε τόσο πολύ απέναντι σε Αυτόν, τον συγχώρησε· όταν όμως αμάρτησε στον σύνδουλό του με λιγότερα και μικρότερα αμαρτήματα από αυτά που αμάρτησε στον Κύριό του, δεν τον συγχώρησε, αλλά τον τιμώρησε αυστηρά. Και εδώ μεν τον απεκάλεσε πονηρό, ενώ εκεί ούτε καν με λόγια δεν τον λύπησε. Γι’ αυτό και εδώ προστίθεται και τούτο, ότι οργίστηκε και τον παρέδωσε στους βασανιστές· ενώ όταν του ζητούσε να απολογηθεί για τα μύρια τάλαντα, τίποτε παρόμοιο δεν πρόσθεσε, για να μάθεις ότι εκείνη μεν η απόφαση δεν ήταν αποτέλεσμα οργής, αλλά φροντίδας που απέβλεπε στη συγχώρηση· αυτή λοιπόν η προς τον σύνδουλό του αμαρτία ήταν που τον εξόργισε τόσο πολύ.
Άραγε τι θα μπορούσε λοιπόν να υπάρξει χειρότερο από την μνησικακία, αφού ανακαλεί και την ήδη αποφασισμένη φιλανθρωπία του Θεού, και αυτό που δεν κατόρθωσαν να προκαλέσουν τα αμαρτήματα, αυτό κατορθώνει να το προκαλέσει η οργή για την αδικία σε βάρος του πλησίον; Μολονότι έχει γραφτεί ότι «ἀμεταμέλητα γὰρ τὰ χαρίσματα καὶ ἡ κλῆσις τοῦ Θεοῦ(:διότι ο Θεός, όταν δίνει τα χαρίσματα και όταν εκλέγει και καλεί, ως αλάθητος και πάνσοφος που είναι, δεν κάνει λάθος και είναι γι’ αυτό τα χαρίσματά Του αμετάκλητα και αμετακίνητα)»[Ρωμ.11,29]. Πώς λοιπόν εδώ μετά την ανακοίνωση της δωρεάς, μετά την εκδήλωση της φιλανθρωπίας, ανεκλήθη πάλι η απόφαση; Εξαιτίας της μνησικακίας· ώστε δεν θα έσφαλλε κάποιος αν ονόμαζε αυτή πιο φοβερή από κάθε αμαρτία· διότι όλες οι άλλες κατέστη δυνατόν να βρουν συγχώρηση, ενώ αυτή όχι μόνον δεν μπόρεσε να επιτύχει συγνώμη, αλλά και τις άλλες, που είχαν αφανισθεί ολότελα, τις ανανέωσε πάλι.
Ώστε η μνησικακία είναι διπλό κακό, διότι και καμία απολογία δεν έχει ενώπιον του Θεού, και τα υπόλοιπα αμαρτήματα μας, και αν ακόμη συγχωρηθούν, πάλι τα ανακαλεί και τα στρέφει εναντίον μας· πράγμα το οποίο έκανε και εδώ στην προκειμένη περίπτωση. Επειδή τίποτε, τίποτε δεν μισεί και δεν αποστρέφεται τόσο ο Θεός, όσο έναν άνθρωπο που είναι μνησίκακος και διατηρεί την οργή του. Αυτό μας το έδειξε εδώ ιδιαιτέρως, αλλά και στην προσευχή που μας παρέδωσε παρήγγειλε να λέγουμε έτσι: «καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν(:Και συγχώρησε τα βαρύτατα χρέη μας, δηλαδή τις αναρίθμητες αμαρτίες μας, όπως και εμείς συγχωρούμε εκείνους, οι οποίοι είναι οφειλέτες απέναντί μας εξαιτίας των αδικημάτων που μας έκαμαν)»[Ματθ.6,12].
Γνωρίζοντας λοιπόν όλα αυτά, και αφού γράψουμε την παραβολή αυτή στις καρδιές μας, όταν έλθουν στον νου μας όσα έχουμε πάθει από τους συνδούλους μας, ας αναλογισθούμε και αυτά που και εμείς έχουμε κάνει στον Κύριο· και με τον φόβο των δικών μας αμαρτημάτων, θα μπορέσουμε να απομακρύνουμε γρήγορα τον θυμό για τα ξένα παραπτώματα. Εάν πρέπει να ενθυμούμαστε αμαρτήματα, μόνον τα δικά μας πρέπει να ενθυμούμαστε· διότι εάν κρατήσουμε στη μνήμη τα δικά μας, ποτέ δεν θα δώσουμε σημασία στα ξένα· όπως ακριβώς εάν λησμονήσουμε τα δικά μας, εύκολα εκείνα θα εισχωρήσουν στους λογισμούς μας. Πράγματι, και αυτός εάν είχε κρατήσει στη μνήμη του τα μύρια τάλαντα, δεν θα θυμόταν τα εκατό δηνάρια· επειδή όμως τα λησμόνησε εκείνα, γι’ αυτό έπιασε από το λαιμό τον συνδούλο του, και θέλοντας να απαιτήσει τα ολίγα, ούτε αυτό επέτυχε, αλλά επέσυρε στην κεφαλή του και τον όγκο των μυρίων ταλάντων.
Γι’ αυτό θα τολμούσα να ειπώ ότι η μνησικακία είναι η φοβερότερη από όλες τις αμαρτίες· ή μάλλον δεν το λέγω αυτό εγώ, αλλά ο Χριστός το φανέρωσε με την παραβολή αυτή· διότι αν δεν ήταν φοβερότερη από μύρια τάλαντα, εννοώ από τα αναρίθμητα αμαρτήματα, δε θα ανακαλούσε εξαιτίας της και εκείνα. Τίποτε λοιπόν ας μη φροντίζομε τόσο, όσο το να καθαριζόμαστε από την οργή και το να συμφιλιωνόμαστε προς εκείνους που είναι δυσαρεστημένοι μαζί μας, γνωρίζοντας πως ούτε η κοινωνία των Αχράντων Μυστηρίων, ούτε τίποτε άλλο από αυτά, θα μπορέσει να μας βοηθήσει εκείνη την ημέρα. Όπως πάλι εάν νικήσουμε αυτήν την αμαρτία, έστω και αν έχουμε μύρια πλημμελήματα, θα μπορέσουμε να επιτύχουμε κάποια συγνώμη. Και δεν είναι δικός μας ο λόγος, αλλά του ίδιου του Θεού, ο οποίος πρόκειται να μας κρίνει· διότι όπως είπε εδώ, ότι «Οὕτω καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν, ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν»[Ματθ.18,35], έτσι και αλλού λέγει: «Ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος(:εάν όμως δεν συγχωρήσετε τους ανθρώπους που αμάρτησαν απέναντί σας, ούτε ο Πατέρας σας θα συγχωρήσει τις δικές σας αμαρτίες προς Αυτόν)»[Ματθ.6,15].
Για να έχουμε λοιπόν και εδώ γαλήνια και ήρεμη ζωή και εκεί να επιτύχουμε συγχώρηση και άφεση, ας προσπαθούμε και ας φροντίζουμε να συμφιλιωνόμαστε με όσους εχθρούς έχουμε· διότι έτσι και τον Κύριό μας θα συμφιλιώσουμε μαζί μας, και τα μέλλοντα αγαθά θα επιτύχουμε, των οποίων είθε όλοι να αξιωθούμε με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και το κράτος στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
· https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/de-decem-millium-talentorum-debitore.pdf
· Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1986, τόμος 26, σελίδες 26-35.
· Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 30, σελ. 96-104.
· Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
· Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
· Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
· http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm