ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ[:Ματθ. 1,1-25]

     Ερμηνεία Ιερού Χρυσοστόμου στο εδάφιο 17 του κεφαλαίου 1

               του κατά Ματθαίον ευαγγελίου 

[ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ]                                    

  «Πσαι ον α γενεα π βραάμ ως Δαυΐδ γενεα δεκατέσσαρες, κα π Δαυΐδ ως τς μετοικεσίας Βαβυλνος γενεα δεκατέσσαρες, κα π τς μετοικεσίας Βαβυλνος ως το Χριστο γενεα δεκατέσσαρες(:Σύμφωνα λοιπόν με τον παραπάνω κατάλογο, όλες οι γενιές που έζησαν από τον Αβραάμ μέχρι τον Δαβίδ, όπως αριθμούνται από τους συντάκτες του καταλόγου, είναι γενιές δεκατέσσερις· και οι γενιές από τον Δαβίδ μέχρι την εποχή που οι Ιουδαίοι μεταφέρθηκαν ως αιχμάλωτοι στη Βαβυλώνα είναι γενιές δεκατέσσερις· και οι γενιές που έζησαν από την εποχή που οι Ιουδαίοι μεταφέρθηκαν στη Βαβυλώνα μέχρι τα χρόνια του Χριστού είναι γενιές δεκατέσσερις)»[Ματθ.1,17].

Σε τρεις ομάδες διέκρινε ο Ευαγγελιστής όλες τις γενιές, διότι ήθελε να δείξει ότι δεν βελτιώθηκαν ούτε με τις αλλαγές της πολιτειακής τους καταστάσεως, αλλά διατήρησαν τα ίδια ελαττώματα και με το αριστοκρατικό πολίτευμα και με τη βασιλεία και με το ολιγαρχικό. Και ότι δεν έγιναν περισσότερο ενάρετοι ούτε υπό την ηγεσία μεγάλων αρχηγών ούτε ιερέων ούτε βασιλέων.

Αλλά γιατί παρέλειψε τρεις βασιλείς στη μεσαία ομάδα και γιατί είπε ότι είναι δεκατέσσερις οι γενιές της τελευταίας αφού αναφέρει δώδεκα;

Το πρώτο ζήτημα αφήνω να το ερευνήσετε εσείς·διότι δεν είναι σκόπιμο να σας ερμηνεύονται τα πάντα, για να μη γίνετε αδιάφοροι για την προσωπική έρευνα. Μάλλον όμως θα σας δώσω την απάντηση και στο πρώτο πρόβλημα, ώστε να μη συναντάτε δυσκολίες κατά την έρευνα, διότι η έρευνα έχει να μας αποδείξει κάτι βαθύ. Για ποιο λόγο, λοιπόν, αφού από την εποχή του Δαβίδ μέχρι τους χρόνους του Ιεχονίου και της βαβυλώνιας αιχμαλωσίας βασίλευσαν δεκαεπτά βασιλιάδες, αναφέρει ο ευαγγελιστής ότι είναι δεκατέσσερις γενεές;

Εάν βέβαια είχε ως έργο του να αναγράψει τις διαδοχές των βασιλέων, ίσως δικαιολογημένα θα τον κατηγορούσε κανείς ότι παραποιεί τη σειρά των βασιλέων· διότι ενώ σύμφωνα με τα βιβλία των Βασιλειών και των Παραλειπομένων ύστερα από τον Ιωράμ τον υιό του Ιωσαφάτ, βασίλευσαν τρία πρόσωπα, ο Οζίας, ο Ιωάθαμ και ο Άχαζ, ο ευαγγελιστής όμως αφού παρέλειψε τους τρεις πρώτους, που βασίλευσαν μετά τον υιό του Ιωσαφάτ Ιωράμ, συνδέει προς αυτόν τον Οζία, τον Ιωάθαμ και τον Άχαζ, αποσιωπώντας τους τρεις αναφερθέντες ενδιάμεσους. Αυτό το έκανε επειδή σκοπός του δεν ήταν να παρουσιάσει τη σειρά των βασιλέων, διότι τότε θα έπρεπε να κατηγορούσαμε το Ευαγγέλιο του Ματθαίου ως εσφαλμένο.

Όμως δεν θέλησε να παρουσιάσει τη διαδοχή των βασιλέων, αλλά να αριθμήσει τους προγόνους· διότι αυτό θέλει, όταν λέγει: «Πσαι ον α γενεα π βραάμ ως Δαυΐδ γενεα δεκατέσσαρες, κα π Δαυΐδ ως τς μετοικεσίας Βαβυλνος γενεα δεκατέσσαρες, κα π τς μετοικεσίας Βαβυλνος ως το Χριστο γενεα δεκατέσσαρες(:Σύμφωνα λοιπόν με τον παραπάνω κατάλογο, όλες οι γενιές που έζησαν από τον Αβραάμ μέχρι τον Δαβίδ, όπως αριθμούνται από τους συντάκτες του καταλόγου, είναι γενιές δεκατέσσερις· και οι γενιές από τον Δαβίδ μέχρι την εποχή που οι Ιουδαίοι μεταφέρθηκαν ως αιχμάλωτοι στη Βαβυλώνα είναι γενιές δεκατέσσερις· και οι γενιές που έζησαν από την εποχή που οι Ιουδαίοι μεταφέρθηκαν στη Βαβυλώνα μέχρι τα χρόνια του Χριστού είναι γενιές δεκατέσσερις)»[Ματθ.1,17].

Αλλά δεν είναι δεκατέσσερις διαδοχικοί βασιλείς. Συνεπώς, δίκαια απαλλάσσεται από κάθε κατηγορία. Επειδή όμως μερικοί νομίζουν ότι μπορούσε να τις ονομάσει και διαδοχές και να γράψει ως εξής· «όλες λοιπόν οι γενεές από τον Αβραάμ μέχρι τον Δαβίδ είναι διαδοχές δεκατέσσερις και από την αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα γενεές δεκατέσσερις», εάν βέβαια, το έλεγε αυτό, τότε το καθετί θα λεγόταν δικαιολογημένα. Αλλά θα μπορούσε να ελεγχθεί ότι παραχαράσσει την ιστορία. Τώρα όμως, όπως προείπα, έχει ως σκοπό να παρουσιάσει τις γενεές και όχι τις διαδοχές. Ενώ λοιπόν στα βιβλία των Βασιλειών και των Παραλειπομένων ιστορούνται οι διαδοχές των βασιλέων και όχι οι γενεέςδεν είναι δυνατόν να υπάρξει αντίθεση μεταξύ αυτών και του Ευαγγελιστού.

«Γενεά» δεν μπορούμε να ονομάσουμε τον χρόνο της ζωής του ανθρώπου. Επειδή πολλές φορές συμβαίνει μερικοί να ζήσουν λίγο χρόνο και να πεθάνουν πριν από την παιδική ηλικία. Άλλοι πάλι φτάνουν μέχρι την ηλικία του παιδιού, άλλοι στην εφηβική ηλικία και άλλοι γίνονται άνδρες. Τέλος άλλοι φτάνουν σε βαθύ γήρας. Ποια λοιπόν θα θεωρήσει κανείς ως γενεά, όταν ο ένας, επί παραδείγματι, φτάνει μέχρι το δέκατο έτος της ηλικίας του, άλλος μέχρι το εικοστό, άλλος μέχρι το πεντηκοστό, άλλος μέχρι το εβδομηκοστό και άλλος υπερβαίνει και το εκατοστό;  Και αυτό δεν παρατηρείται μόνο στους παλαιούς, αλλά και στην εποχή μας. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν να ονομάζουμε τη ζωή του ανθρώπου γενεά;

Αλλά δεν μπορούμε πάλι, να ονομάσουμε γενεά το χρονικό διάστημα που φτάνει μέχρι της απόκτησης τέκνων, διότι άλλοι μεν νυμφεύτηκαν και απέκτησαν τέκνα προτού να γίνουν είκοσι ετών, ενώ άλλοι, όταν υπερέβησαν τα τριάντα. Και μεταξύ των συνομηλίκων μπορεί κανείς να δει ότι άλλοι μεν απέκτησαν μόνο ένα παιδί, άλλοι πάλι απέκτησαν τέσσερα, ώστε να δουν τους εγγονούς τους στα πενήντα έτη τους, ενώ άλλοι στα εβδομήντα τους δεν είδαν κανένα παιδί.

Πώς πρέπει συνεπώς να αριθμήσουμε τις γενεές; Με βάση αυτούς που ζουν πολλά χρόνια ή με βάση αυτούς που ζουν λίγα χρόνια; Με βάση αυτούς που αποκτούν αμέσως παιδιά ή με βάση αυτούς που καθυστερούν να τεκνοποιήσουν; Με βάση εκείνους που βλέπουν μόνο τα πρώτα παιδιά ή με βάση εκείνους που αντικρίζουν πολλές γενεές;

Όταν λοιπόν εξεταστούν αυτά κατά  αυτόν τον τρόπο βλέπουμε ότι ο ιερός ευαγγελιστής, επειδή δεν σκόπευε να εκθέσει τις διαδοχές των βασιλέων, αλλά τις γενεές των ανθρώπων, δεν έδωσε μεγάλη σημασία στη σειρά των βασιλέων, όπως υπάρχει στην ιστορία, αλλά αριθμώντας όπως αυτός γνωρίζει, παίρνει τόσους βασιλείς, όσοι του ήσαν αρκετοί για να συμπληρώσει τις δεκατέσσερις γενεές. Έτσι, διατηρείται πλήρης ο αριθμός αυτών και καθόλου δεν αντιφάσκει προς τις ειδήσεις της ιστορίας. Η πρώτη απορία λύθηκε πλέον.

Πρέπει όμως να μιλήσω και για το δεύτερο πρόβλημα. Γιατί, ενώ οι αναφερόμενοι από τον Ιεχονία μέχρι τον Ιωσήφ είναι δώδεκα, λέγει ο ευαγγελιστής ότι είναι γενεές δεκατέσσερις; Για την ίδια αιτία. Διότι, όπως είπα, δεν ήθελε να αναγράφει διαδοχές αλλά γενεέςΣυμβαίνει όμως πολλές φορές στους μακρόβιους και τους πολυχρόνιους ανθρώπους να γίνονται λίγες διαδοχές ανδρών, ενώ οι γενεές είναι πλήρεις. Σύμφωνα λοιπόν με τη σκέψη αυτή, ενώ από τον Δαβίδ μέχρι την αιχμαλωσία της Βαβυλώνας αναφέρονται περισσότεροι  στις διαδοχές, οι γενεές, όμως, ήσαν λιγότερες. Διότι σε δεκαεπτά διαδοχές ανδρών αναφέρθηκαν δεκατέσσερις γενεές. Κατά τον ίδιο συλλογισμό, συνεπώς, και τώρα σε δώδεκα γενεές ανδρών συμπληρώνονται οι δεκατέσσερις γενεές, επειδή όπως είναι φυσικό, οι δώδεκα ήσαν πιο μακρόβιοι και πολυχρόνιοι και ήσαν αρκετοί για να συμπληρωθούν οι δεκατέσσερις γενεές. Μια απάντηση λοιπόν στο πρόβλημα αυτό είναι αυτή.

Αλλά και σύμφωνα με άλλο συλλογισμό θα μπορούσες να ερευνήσεις και εδώ να βρεις δεκατέσσερις άνδρες αναφερόμενους και στην παρούσα διαδοχή· σύμφωνα με την ιστορία, εάν στους δώδεκα συναριθμήσεις και τον ίδιο τον Ιησού Χριστό, ο οποίος θεωρήθηκε υιός του Ιωσήφ. Θα μπορούσες επίσης να προσθέσεις σε αυτούς και τον Ιεχονία, ο οποίος γεννήθηκε στη Βαβυλώνα, και όχι εκείνον που βασίλευσε στην Ιερουσαλήμ πριν από την αιχμαλωσία· διότι υπήρξαν δύο άντρες που είχαν το όνομα Ιωακείμ μετά τον Ιωσία, ο υιός του Ιωσίου, ο οποίος τον διαδέχτηκε στη βασιλεία της Ιερουσαλήμ και ο υιός αυτού, δεύτερος Ιωακείμ. Αυτοί ονομάστηκαν και Ιεχονίας, όταν εξελληνίστηκε το όνομά τους. Ο πρώτος λοιπόν Ιωακείμ, που κι αυτός λεγόταν και Ιεχονίας, ήταν υιός του πρώτου Ιεχονίου και εγγονός του Ιωσίου, εάν υπολογιστεί σε όσους γενεαλογούνται μετά την αιχμαλωσία μέχρι του Χριστού, τότε, θα μας δώσει πλήρη τον αριθμό των δεκατεσσάρων γενεών.

Το ότι υπήρξαν δύο Ιωακείμ θα το μαρτυρήσει το βιβλίο των Βασιλειών, το οποίο λέγει τα εξής: «κα βασίλευσε φαρα Νεχα π᾿ ατος τν λιακμ υἱὸν ωσίου βασιλέως ούδα ντ ωσίου το πατρς ατο κα πέστρεψε τ νομα ατο ωακείμ· κα τν ωάχαζ λαβε κα εσήνεγκεν ες Αγυπτον, κα πέθανεν κε(:Ο βασιλιάς της Αιγύπτου ο Νεχαώ ενθρόνισε ως βασιλέα στο βασίλειο του Ιούδα τον Ελιακίμ, άλλο υιό του Ιωσίου, αντί του Ιωσίου του πατρός του. Ο Νεχαώ άλλαξε το όνομα του Ελιακίμ σε Ιωακείμ. Τον δε Ιωάχαζ πήρε και μετέφερε στην Αίγυπτο, όπου και πέθανε ο Ιωάχαζ)» [Δ΄Βασ. 23,34]. Στη συνέχεια λέγει ότι αυτός πέθανε και τάφηκε με τους πατέρες του. Έπειτα, λέγει, ότι βασίλευσε ο υιός του Ιωακείμ. Κατά τα πρώτα έτη της βασιλείας του του επιτέθηκε ο Ναβουχοδονόσορας ο βασιλέας της Βαβυλώνας στην Ιερουσαλήμ και πολιόρκησε αυτήν και αφού την κυρίευσε, μετέφερε και τον Ιωακείμ και τους άλλους στη Βαβυλώνα. Αυτός λοιπόν ο δεύτερος Ιωακείμ, που από τον προφήτη Ιερεμία έχει ονομαστεί Ιεχονίας, ήταν εγγονός και όχι υιός του Ιωσίου. Γι’ αυτό τον λόγο δικαιολογημένα ας υπολογιστεί στην τρίτη γενεαλογία των δεκατεσσάρων γενεών από τον Ιεχονία μέχρι τον Χριστό, ενώ ο πατέρας του, επειδή ήταν υιός του Ιωσίου, ας αριθμηθεί στις προηγούμενες γενεές. Έτσι, συμπληρώνεται ο αριθμός των δεκατεσσάρων τελευταίων γενεών· διότι σε αυτές, νομίζω, ότι υπολογίζει και τον χρόνο της αιχμαλωσίας.

Θα σας μιλήσω λοιπόν και για το δεύτερο. Νομίζω ότι στο σημείο αυτό υπολογίζει ως μία γενεά τον χρόνο της αιχμαλωσίας[ο Ναβουχοδονόσωρ ο Β΄, ο οποίος βασίλευσε για 43 έτη( 604-561 π. Χ.), εκστράτευσε εναντίον της Ιερουσαλήμ, την κυρίευσε, την κατέσκαψε και εξανδραπόδισε τους κατοίκους] και ως άλλη τον ίδιο τον Χριστό και έτσι Τον συνδέει στενότατα με εμάς τους ανθρώπους. Ορθά επίσης υπενθυμίζει και την αιχμαλωσία εκείνη και υποδηλώνει ότι δε συνετίστηκαν ακόμη και τότε που εξέπεσαν στην κατάσταση εκείνη. Επομένως όλα αποδεικνύουν ότι ήταν ανάγκη να έλθει στον κόσμο ο Χριστός.

   Τίθεται το ερώτημα: Γιατί λοιπόν δεν κάνει το ίδιο και ο Μάρκος και δεν αναφέρει τη γενεαλογία του Χριστού, αλλά εκθέτει με συντομία τα πάντα; Νομίζω ότι ο Ματθαίος άρχισε το έργο του πριν από τους άλλους. Για τον λόγο αυτόν και τη γενεαλογία αναφέρει με ακρίβεια και τα σημαντικότερα εκθέτει με λεπτομερέστερο τρόπο. Ο Μάρκος έγραψε μετά από εκείνον, γι’ αυτό ακολούθησε συντομότερη οδό, διότι ήσαν πολλά όσα είχαν γραφεί και είχαν γίνει μέχρι τότε.

Σε αυτά επιπλέον έδινε μεγαλύτερη σημασία ο ιουδαϊκός λαός. Για τον λόγο αυτόν ήταν επόμενο να έχουμε διαφορετικό προοίμιο στον καθένα. Και αν έγιναν θαύματα σε διάφορες εποχές έγιναν για τους βαρβάρους, για να πιστέψουν πολλοί και για να φανερωθεί η δύναμη του Θεού, διότι, όποτε τους πέταξαν οι εχθροί, νόμισαν ότι αυτό συνέβη, διότι οι θεοί εκείνων ήταν ισχυροί. Αυτό ακριβώς συνέβη στην Αίγυπτο και  γι’ αυτό δημιουργήθηκε εκεί μεγάλη σύγχυση. Και αργότερα στη Βαβυλώνα, όπου τα σχετικά με την κάμινο και τα όνειρα του Ναβουχοδονόσορα. Έγιναν ακόμη θαύματα και όταν ήταν μόνοι τους στην έρημο, όπως έγιναν και μετά την Ενανθρώπηση του Κυρίου· διότι και στην εποχή εκείνη έγιναν πολλά θαύματα, όταν απομακρυνόμασταν από την ειδωλολατρία. Έπειτα σταμάτησαν, επειδή έπεσε παντού ο σπόρος της ευσέβειας. Και αν έγιναν, έγιναν λίγα και σποραδικά, όπως π.χ. όταν σταμάτησε ο ήλιος να φωτίζει εξαιτίας τρομερών γεγονότων.

Τότε γιατί ο Λουκάς παραθέτει τη γενεαλογία και μάλιστα με περισσότερα στοιχεία; Αφού ο Ματθαίος προετοίμασε τον δρόμο, επιθυμεί και ο Λουκάς να μας διδάξει κάτι περισσότερο.

Πέραν αυτών, ο κάθε ευαγγελιστής μιμήθηκε τον διδάσκαλό Του. Δηλαδή ο μεν Λουκάς μιμήθηκε τον Παύλο, του οποίου ο λόγος έρεε πλουσιότερος και ταχύτερος των ποταμών, ο δε Μάρκος τον Πέτρο, ο οποίος αγαπούσε τη βραχυλογία.

Αλλά για ποιο λόγο ο Ματθαίος δεν πρόσθεσε στην αρχή της αφηγήσεώς του, όπως ο προφήτης, την φράση: «ρασις, ν εδεν σαΐας(:Αποκαλυπτικά οράματα, τα οποία εκ μέρους του Θεού είδε και άκουσε ο Ησαΐας)»[Ησ.1,1] ή «κούσατε τν λόγον τοτον, ν λάλησε Κύριος(:Ακούσατε αυτόν τον λόγο, τον οποίο είπε ο Κύριος)»[Αμ.3,1], όπως έκαναν οι προφήτες; Διότι έγραφε προς ανθρώπους, οι οποίοι κατέχονταν από αισθήματα ευγνωμοσύνης προς τον Θεό για τις ευεργεσίες Του και τον πρόσεχαν πάρα πολύ.

Εξάλλου, και τα περιεχόμενα στο Ευαγγέλιο θαύματα μαρτυρούσαν την αλήθεια των λόγων Του και οι αναγνώστες ήσαν πολύ σταθεροί στην πίστηΑντίθετα, στην εποχή των προφητών δεν πραγματοποιούνταν τόσο πολλά θαύματα, για να αποδεικνύουν την αξιοπιστία τους και σε μεγάλο βαθμό ήκμασε η τάξη των ψευδοπροφητών, τους οποίους και πρόσεχε περισσότερο ο ιουδαϊκός λαός. Συνεπώς, για τον λόγο αυτόν ήσαν αναγκαία τα προοίμια αυτού του είδους στους προφήτες. Βέβαια, μερικές φορές, έγιναν και θαύματα, αλλά αυτά συνέβησαν για τους βαρβάρους, για να πολλαπλασιαστούν οι προσήλυτοι και να αποδειχτεί η δύναμη του Θεού. Όσες φορές δηλαδή αιχμαλωτίστηκαν και πίστεψαν οι αντίπαλοί τους ότι τους νίκησαν, επειδή τάχα οι θεοί τους ήσαν ισχυροί, όπως συνέβη στην Αίγυπτο από την οποία αναχώρησε πολύς λαός ανάμεικτος και στη συνέχεια στη Βαβυλώνα με τα περιστατικά της καμίνου και των ονείρων[βλ. βιβλίο του Δανιήλ]. Επίσης έγιναν θαύματα και στην έρημο όταν ήσαν μόνοι τους, αλλά και σε μας πολλά θαυμαστά γεγονότα, μαρτυρούνται ότι συνέβησαν κατά τον χρόνο που αφήναμε την πλάνη[όταν δηλαδή από ειδωλολάτρες γίνονταν Χριστιανοί].

Στη συνέχεια όμως όταν η πίστη προς τον Θεό φυτεύτηκε σε όλα τα σημεία της γης, έπαψαν τα θαύματα. Τώρα εάν και ύστερα από αυτά συνέβησαν και άλλα θαύματα, αυτά ήσαν ολίγα και σποραδικά. Όπως όταν ο ήλιος σταμάτησε την πορεία του και γύρισε πίσω[πρβ. Ιησ. Ναυή 10, 12-14: «Τότε λάλησεν ησος πρς Κύριον,  μέρ παρέδωκεν  Θες τν μοῤῥαον ποχείριον σραήλ, νίκα συνέτριψεν ατος ν Γαβαν κα συνετρίβησαν π προσώπου υἱῶν σραήλ, κα επεν ησος· στήτω  λιος κατ Γαβαν κα  σελήνη κατ φάραγγα Αλώνκα στη  λιος κα  σελήνη ν στάσει, ως μύνατο  Θες τος χθρος ατν. κα στη  λιος κατ μέσον το ορανο, ο προεπορεύετο ες δυσμς ες τέλος μέρας μις. κα οκ γένετο μέρα τοιαύτη οδ τ πρότερον οδ τ σχατον, στε πακοσαι Θεν νθρώπου, τι Κύριος συνεξεπολέμησε τ σραήλ(:Κατά την ημέρα εκείνη, κατά την οποία είχε ήδη αποφασίσει και παραδώσει ο Κύριος υποχειρίους τους Αμορραίους στους Ισραηλίτες, όταν δηλαδή συνέτριψε αυτούς ο Ιησούς στην Γαβαών και συνετρίβησαν πράγματι ενώπιον των Ισραηλιτών, είπε τότε ο Ιησούς προς τον Κύριο· “ας σταθεί ο ήλιος επάνω από την Γαβαών και η σελήνη επάνω από την κοιλάδα ΑιλώνΚαι πράγματι στάθηκε ο ήλιος και έμεινε στη θέση της η σελήνη, μέχρις ότου ο Θεός απέκρουσε τελείως τους εχθρούς των Ισραηλιτών. Ο ήλιος σταμάτησε ακίνητος στο μέσο του ουρανού. Δεν προχωρούσε προς δυσμάς για μία ολόκληρη ημέρα. Τόσο μεγάλη και επιφανής ημέρα δεν έγινε ποτέ προηγουμένως, ούτε στο απώτατο, ούτε στο εγγύς παρελθόν, να ακούσει δηλαδή ο Θεός τέτοια αίτηση από άνθρωπο. Και έγινε αυτό το πρωτοφανές και μοναδικό θαύμα, διότι ο Κύριος πολέμησε μάζα με τους Ισραηλίτες)»].

Είναι επίσης δυνατόν να διαπιστώσει κανείς επίσης ότι έγιναν θαύματα και στη δική μας εποχή. Πραγματικά, και στον καιρό μας, επί των ημερών εκείνου που ξεπέρασε στην απιστία όλους, του Ιουλιανού του Παραβάτη, συνέβησαν πολλά και παράδοξα. Δηλαδή, όταν οι Ιουδαίοι επιχείρησαν να ανοικοδομήσουν τον ναό του Σολομώντα[έπειτα από σχετική διαταγή του αυτοκράτορα Ιουλιανού, για να διαψεύσουν το βιβλίο της Αποκαλύψεως σχετικά με την εμφάνιση του Αντιχρίστου και μάλιστα μέσα στον εκ νέου οικοδομηθέντα ναό του Σολομώντα], φωτιά ξεπήδησε από τα θεμέλια, κατατρομοκρατώντας τους και τους απέτρεψε όλους από τη συνέχεια του έργου αυτού. Και όταν ο ταμίας και θείος και συνονόματος του Ιουλιανού, Ιουλιανός βεβήλωνε τα ιερά σκεύη, αποδεικνύοντας με πρωτοφανή τρόπο την ασέβειά του, αυτός μεν γέμισε σκουλήκια που τον έφαγαν εσωτερικά και έπεσε νεκρός, ενώ ο ίδιος ο αυτοκράτορας Ιουλιανός έπαθε διάρρηξη από το περσικό δόρυ που τον διατρύπησε στην κοιλιακή του χώρα και χύθηκαν έξω όλα τα σπλάχνα του και έτσι έφυγε από τη ζωή χωρίς να τελειώσει το ασεβέστατο έργο του[πρβ. για την έκφραση αυτή- «λάκησε μέσος, κα ξεχύθη πάντα τ σπλάγχνα ατο»– στις Πράξεις, 1,18 όπου ο απόστολος Πέτρος κάνει αναφορά στον Ιούδα που είχε παρόμοιο τέλος: «οτος μν ον κτήσατο χωρίον κ μισθο τς δικίας, κα πρηνς γενόμενος λάκησε μέσος, κα ξεχύθη πάντα τ σπλάγχνα ατο(:ο Ιούδας λοιπόν από το μισθό που πήρε ως αμοιβή για την αδικία και το έγκλημα της προδοσίας του απέκτησε κάποιο χωράφι. Και όταν αυτοκτόνησε, έπεσε από εκεί και κρεμάστηκε με το πρόσωπο κατά γης και έπαθε διάρρηξη στην κοιλιακή του χώρα και χύθηκαν έξω όλα τα σπλάχνα του)»].Αλλά και το γεγονός ότι στέρεψαν οι πηγές, όταν τελέστηκαν ειδωλολατρικές θυσίες σε αυτές, και το ότι άρχισε η πείνα στις πόλεις με την είσοδο του βασιλέως Ιουλιανού, υπήρξε μέγιστο θαύμα.

Ο Θεός λοιπόν ενεργεί συνήθως κατά τον εξής τρόπο. Όταν αυξηθούν πάρα πολύ περισσεύσουν κάπου τα κακά και δει ότι στον τόπο εκείνο οι άρχοντες κακουργούν και οι αρχόμενοι παραλογίζονται φοβερά από την καταπίεση που υφίστανται, τότε φανερώνει στους ανθρώπους τη δύναμή Του. Έτσι ενήργησε για τους Ιουδαίους μετά την κατάληψη της Βαβυλώνας από τους Πέρσες[τότε επέτρεψε ο Θεός στον Πέρση βασιλιά Κύρο τον Β΄ να νικήσει στον πόλεμο τους Βαβυλώνιους, και έπειτα αφού κατέλαβε και την ίδια τη Βαβυλώνα το 538 π. Χ., παραχώρησε την άδεια στους Ιουδαίους να επανέλθουν στην Ιερουσαλήμ].

Έγινε λοιπόν φανερό από τα παραπάνω ότι δεν ενέργησε άσκοπα και τυχαία ο Ματθαίος, όταν διέκρινε σε τρεις ομάδες τους προγόνους του Χριστού. Και πρόσεξε από πού αρχίζει και πού τελειώνει. Από τον Αβραάμ στον Δαβίδ. Από τον Δαβίδ στη μετοικεσία στη Βαβυλώνα. Από τη μετοικεσία στον ίδιο τον Χριστό. Και στην αρχή του Ευαγγελίου αναφέρει και τους δύο μαζί, τον Δαβίδ και τον Αβραάμ, και στην ανακεφαλαίωση επίσης τους αναφέρει και τους δύο. Διότι, όπως είπα άλλοτε, σε αυτούς είχαν δοθεί οι υποσχέσεις.

Γιατί όμως δεν ανέφερε την κάθοδο των Ιουδαίων στην Αίγυπτο, όπως αναφέρει τη μετοικεσία τους στη Βαβυλώνα; Διότι οι Ιουδαίοι δεν φοβούνταν πλέον τους Αιγύπτιους, έτρεμαν όμως ακόμη τους Βαβυλώνιους. Και διότι η κάθοδος στην Αίγυπτο ήταν γεγονός παλαιό, ενώ η μετοικεσία ήταν νέο και είχε γίνει πρόσφατα. Και διότι στην Αίγυπτο τους οδήγησαν οι αμαρτίες τους, ενώ στη Βαβυλώνα τους έσυρε η ασέβειά τους.

Αν επιχειρούσαμε να διερευνήσουμε τα ονόματα, όπως π.χ. από τον Αβραάμ, από τον Ιακώβ, από τον Σολομώντα, από τον Ζωροβάβελ, θα οδηγούμασταν σε πολλά συμπεράσματα με μεγάλη σημασία για την Καινή Διαθήκη. Διότι δεν τους δόθηκαν τυχαίως αυτά τα ονόματα. Όμως, για να μη γίνω ενοχλητικός εξαιτίας της μεγάλης εκτάσεως της ομιλίας μου, θα αφήσω αυτά και θα προχωρήσω στα πάρα πολύ σημαντικά που αναφέρει στο ευαγγέλιό του ο Ματθαίος αμέσως παρακάτω.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

            επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG_Migne/John%20Chrysostom_PG%2047-64/In%20Mathaeum.pdf
  • Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», ΕΠΕ, εκδ.οίκος «Το Βυζάντιον», Υπόμνημα στον ευαγγελιστή Ματθαίοομιλία Δ΄ (επιλεγμένα αποσπάσματα) τόμος 9, σελ. 108-115 ,Θεσσαλονίκη  1978.
  • Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου  Χρυσοστόμου έργα, τόμος 63, σελ.  72  – 81(ή :33-36 του  PDF).
  •  Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην απλή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
  • Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
  • Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html