ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ (Κατά Λουκάν, ιε´ 11 – 32)
Ομιλία αγίου Ιωάννου, αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου,
εις την παραβολήν του Ασώτου Υιού
Πάντοτε μεν, αδελφοί, οφείλουμε να διακηρύττουμε τη φιλανθρωπία του Θεού (δι’ αυτής, λοιπόν, «ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν») μάλιστα σ’ αυτόν τον καιρό των Νηστειών οφείλουμε να το κάνουμε αυτό, χάριν της κοινής ωφελείας και της ευεργεσίας αυτών των αστέρων που πρόκειται να ανατείλουν από την κολυμβήθρα. Καθώς και αυτοί μέσω αυτής θα λάμψουν και εμείς μέσω αυτής σωθήκαμε και σωζόμαστε· αυτή δόθηκε από τον Δημιουργό Θεό και Πατέρα μας σε μας αντί κληρονομίας.
Ας πούμε, λοιπόν, περί της μετανοίας, αυτά ακριβώς που είπε ο Χριστός, ο Δεσπότης και φιλάνθρωπος Υιός του φιλανθρώπου Πατρός, ο μόνος γνήσιος ερμηνευτής της πατρικής Ουσίας. Ας αναπτύξουμε όλη την Παραβολή για τον Άσωτο, για να μάθουμε από αυτήν πώς πρέπει να προσεγγίζουμε τον Απροσπέλαστο και πώς να ζητούμε συγχώρηση των αμαρτιών μας.
«Ἄνθρωπός τις», λέγει , «εἶχε δύο υἱούς».: Ο Σωτήρας εδώ ομιλεί όχι με δογματικό τρόπο, αλλά με παραβολές. Γι’ αυτό και για τον Πατέρα Του ομιλεί σαν για κάποιον άνθρωπο, όπως και για τους δούλους, ομιλεί σαν να είναι τέκνα, για να δείξει την στοργή του Θεού προς τους ανθρώπους. «Κάποιος άνθρωπος, λέγει, είχε δύο υιούς». Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος; Είναι ο Πατήρ των οικτιρμών και Θεός κάθε παρηγοριάς. Ποιοι ήταν αυτοί οι δύο υιοί; Ήσαν οι δίκαιοι και οι αμαρτωλοί. Ήσαν αυτοί που τηρούσαν τα θεία Του προστάγματα και αυτοί που παρέβαιναν τις δεσποτικές εντολές.«καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί(:Και είπε ο νεώτερος από αυτούς στον πατέρα του)». Και ποιος είναι αυτός ο νεότερος υιός; Αυτός που έχει αποκτήσει άστατη γνώμη και παρασύρεται εδώ και εκεί από τους φρέσκους πρωινούς ανέμους της νεότητας. Και εκ φύσεως μεν αναγνώρισε αυτόν που τον έπλασε ως Πατέρα, αλλά εκ κακής προαιρέσεως δεν τίμησε Αυτόν που τον δημιουργήσε. Και λέγει: «πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας(:Πατέρα, δώσε μου το ανάλογο μερίδιο της περιουσίας που μου ανήκει). Καλώς ζήτησε από τον Θεό τον θεϊκό πλούτο, αλλά κακώς δαπάνησε όσα έλαβε. «καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον(:.Και ο πατέρας μοίρασε στα παιδιά την περιουσία). Έδωσε σ’ αυτούς, ως Κτίστης, όλη την κτίση. Παρείχε σ’ αυτούς σώματα και λογικές ψυχές, ώστε από τον ορθό λόγο καθοδηγούμενοι να μη διαπράττουν τίποτε παράλογο. Έδωσε σ’ αυτούς τον νόμο Του, τον φυσικό και τον γραπτό, σαν ένα θείο παιδαγωγό, ώστε από τον νόμο παιδαγωγούμενοι, να εφαρμόσουν τη βούληση του Νομοθέτου.
«καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν:Και ύστερα από λίγες ημέρες μάζεψε όλα ανεξαιρέτως όσα του είχε δώσει ο πατέρας και ταξίδεψε σε μακρινή χώρα)» ο νεότερος υιός (ωσάν νεότερος ενήργησε). Απομακρύνθηκε από τον Θεό και στάθηκε σε απόσταση και ο Θεός απ’ αυτόν· Θεός δεν εξαναγκάζει με τη βία εκείνον που δεν θέλει να υποταχθεί σε Αυτόν. Γιατί όλες οι αρετές είναι καρπός ελεύθερης προαίρεσης και όχι εξαναγκασμού. «καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως(:Και εκεί διασκόρπισε την περιουσία του ζώντας ασώτως).» Εκεί όλο τον πλούτο της ψυχής του τον έχασε. Εκεί με σαρκικές τέρψεις ναυάγησε. Εκεί παίζοντας και εμπαιζόμενος κατάντησε πένης. Εκεί αγοράζοντας ψυχοφθόρες ηδονές και παζαρευόμενος γέλωτες, κέρδισε αιτίες δακρύων. Και τις μεν αρετές που είχε, τις έχασε. Τις δε κακίες, που δεν είχε, απέκτησε.
«δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην(: Αφού δαπάνησε όλον τον πλούτο του (γιατί είναι εκ φύσεως αδύνατον να παραμείνει ο πλούτος της χάριτος σ’ αυτούς που περνούν τον βίο τους με αισχρό τρόπο), έπεσε μεγάλη πείνα στη χώρα εκείνη)». Γιατί όπου δεν καλλιεργείται το σιτάρι της σωφροσύνης, εκεί «λιμός ισχυρός», πείνα φοβερή. Όπου δεν έχει φυτευτεί η άμπελος της εγκρατείας, εκεί «λιμός ισχυρός», πείνα φοβερή. Όπου το σταφύλι της αγνότητας δεν ληνοπατείται, εκεί «λιμός ισχυρός», πείνα φοβερή. Όπου το ουράνιος μούστος δεν ξεχειλίζει, εκεί «λιμός ισχυρός», πείνα φοβερή. Όπου υπάρχει ευφορία κακών, εκεί πάντως υπάρχει και ακαρπία αγαθών.Όπου υπάρχει αφθονία πράξεων πονηρών , εκεί πάντως θα υπάρχει σπανιότητα των αρετών. Όπου δεν πηγάζει το έλαιο της φιλανθρωπίας, εκεί «λιμός ισχυρός».
«καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι(:Τότε, λοιπόν, αυτός άρχισε να στερείται τροφής και να πεινάει)». Γιατί δεν απέμειναν σ’ αυτόν, παρά μόνο τα κακά της ακράτειάς του, επειδή έπραξε τα κακά της ηθικής έκλυσης. «καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης (:Και από την πείνα πλέον ζαλισμένος πήγε και προσκολλήθηκε σαν δούλος σε έναν από τους κατοίκους της χώρας εκείνης ).Πολίτες δε εκείνης της χώρας ήσαν οι δαίμονες, όπου είχε μεταναστεύσει. «καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους(: Και ο πολίτης εκείνος, τον έστειλε στον αγρόν του να βόσκει χοίρους). Γιατί έτσι τιμούν οι δαίμονες αυτούς που τους τιμούν. Έτσι αγαπούν αυτούς που τους αγαπούν· τέτοιες δωρεές χαρίζουν σ’ αυτούς που τους υπακούουν.
« καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι(: Και επιθυμούσε να γεμίσει την κοιλία του με τα ξυλοκέρατα, από τα οποία έτρωγαν οι χοίροι).» Με τα ξυλοκέρατα; Η γεύση των ξυλοκεράτων είναι γλυκιά, αλλά συγχρόνως και σκληρή και τραχιά. Γιατί τέτοια είναι και η γεύση της αμαρτίας. Ευφραίνει μεν ολίγον, αλλά κολάζει πολύ. Τέρπει πρόσκαιρα και μαστίζει αιώνια.
«εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν: Λοιπόν, ήλθε στον εαυτόν του) και αφού συλλογίστηκε την προηγούμενη μακαριότητά του στο πατρικό σπίτι και την τωρινή του αθλιότητα και αφού έβαλε καλά στο νου του αφενός ποιος ήταν όταν ήταν υποτασσόμενος στον Θεό και Πατέρα και αφετέρου τι έχει γίνει όταν υποτάχθηκε στους δαίμονες. «εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι!(: Κάποια όμως ημέρα συνήλθε από την ζάλη και το κατάντημα της αμαρτωλής ζωής του και είπε· Πόσοι μισθωτοί του πατέρα μου έχουν με το παραπάνω ψωμιά και φαγητά, ενώ εγώ χάνομαι από την πείνα;)».Πόσοι τώρα κατηχούμενοι ευφραίνονται από τις Άγιες Γραφές, ενώ εγώ συνθλίβομαι λιμοκτονώντας για τα θεία λόγια; Ω, από πόσα αγαθά στέρησα τον εαυτό μου! Ω, με πόσα κακά περιέβαλα τον εαυτόν μου! Γιατί απομακρύνθηκα από την μακάριο εκείνο τρόπο ζωής; Γιατί να εισέλθω στον χώρο αυτής, της θανατηφόρου ζωής; Τώρα έμαθα από αυτά που έπαθα, ότι δεν πρέπει να εγκαταλείπει κανείς τον Θεό. Τώρα έμαθα ότι πρέπει να παραμένω κοντά σε Αυτόν που πάντοτε προστατεύει αυτούς που είναι πλησίον Του και δεν απομακρύνονται από Αυτόν. Τώρα έμαθα ότι δεν πρέπει να εμπιστεύεται κανείς τους ακάθαρτους δαίμονας,που διδάσκουν κάθε ακαθαρσία και φθορά.
Τι λοιπόν λέγει; «Ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου(: Θα σηκωθώ και θα υπάγω στον Πατέρα μου)». Θα επιστρέψω καλώς απ’ όπου έφυγα κακώς. Θα υπάγω προς τον δικό μου τον Πατέρα και Ποιητή και Δεσπότη και κηδεμόνα και προνοητή. Θα φθάσω στον Πατέρα μου, που με περιμένει από χρόνια και υποδέχεται με αγάπη αυτούς που επιστρέφουν σε Αυτόν. Λοιπόν, θα σηκωθώ να υπάγω στον Πατέρα μου και θα του ειπώ: «πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου (:πατέρα μου, αμάρτησα στον ουρανό εμπρός στον Θεόν και τους αγγέλους του· αμάρτησα και ενώπιόν σου, διότι περιφρόνησα την πατρική σου αγάπη και δεν λογάριασα την λύπη, που θα σου προξενούσα με την φυγή μου. Δεν είμαι πλέον άξιος να ονομασθώ υιός σου και να φέρω το τιμημένο όνομά σου· κάμε με σαν ένα από τους υπηρέτες σου).» Είναι αρκετά τα λόγια αυτά, για να σωθώ. Είναι αρκετό το όνομα του Πατρός μου, για να Τον συγκινήσει. Γιατί δεν μπορεί ο Πατέρας μου, ακούγοντάς με να Τον επικαλούμαι ως Πατέρα μου, να μη φανεί και στα έργα Πατέρας. Δεν μπορεί να μη σπλαχνιστεί, αφού είναι εύσπλαχνος. Δεν δύναται να μη μου δώσει άφεση για τα ολισθήματά μου, μόλις ακούσει το “αμάρτησα” και δεν μπορεί να μη λησμονήσει την δίκαια οργή Του, μόλις ακούσει την δική μου φωνή. Γνωρίζω πόση δύναμη έχει η μετάνοια στον Θεό. Γνωρίζω πόσον ισχυρά είναι τα δάκρυα στον Θεό· γνωρίζω ότι κάθε αμαρτωλός, που προσφεύγει στον Θεό με θερμά δάκρυα, ωσάν τον Πέτρο, λαμβάνει άφεση των αμαρτιών του. Γνωρίζω την αγαθότητα του Θεού μου, γνωρίζω την πραότητα του Πατρός μου. Θα με ελεήσει αφού μετανόησα, εμένα που δεν με τιμώρησε αμέσως όταν αμάρτησα.
«καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ(:Και έθεσε σε εφαρμογή την καλή του απόφαση. Σηκώθηκε και ήλθε προς τον πατέρα του.)», προσθέτοντας έτσι στην καλή απόφαση την αγαθή πράξη. Γιατί δεν πρέπει μονάχα να αποφασίζουμε τα συμφέροντα, αλλά να δείχνουμε και με τις πράξεις τις αγαθές μας ροπές. Ευρισκόμενος ακόμη σε μεγάλη απόσταση από τον τόπο, που ήταν ο Πατέρας του, αλλά πλησίον όμως στον πρέποντα τρόπο προσέγγισής του, και σηκώνοντας συνεχώς τα χέρια του και χτυπώντας το στήθος του, που υπήρξε εργαστήριο πονηρών λογισμών, το δε πρόσωπό του προσηλώνοντάς το στη γη, τα δε δάκρυα των οφθαλμών του προβάλλοντας ωσάν πρεσβευτές και προμελετώντας την απολογία του, μόλις έφτασε, ανεβόησε με δυνατή φωνή και με δάκρυα λέγοντας: «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου(:Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και ενώπιόν Σου.)» Αμάρτησα, το γνωρίζω Χριστέ Δέσποτα και Θεέ. Τις αμαρτίες μου Συ μόνον γνωρίζεις. Αμάρτησα, ελέησε ως Θεός και Δεσπότης. Δεν είμαι άξιος να βλέπω τον ουρανό και να παρακαλώ Εσένα τον αγαθό μου Δεσπότη, όπως είμαι γεμάτος από μεγάλα και απαίσια εγκλήματα. Δεν υπάρχει αριθμός των αμέτρητων αμαρτιών μου. Ελέησε ως Αγαθός Θεός, που είσαι πάντοτε, επειδή δεν είμαι άξιος να λέγομαι υιός Σου. Δέξε με σαν ένα από τους μισθωτούς δούλους Σου.
Έτσι, ικετεύοντας από το βάθος της καρδιάς του, τον είδε Εκείνος, που βλέπει όσους πλημμελούν, αλλά και που παραβλέπει όσους αμαρτάνουν, αναμένοντας την μετάνοιά τους. Τον είδε ο Πατέρας του και τον ευσπλαγχνίσθηκε. Γιατί Πατέρας ήταν στην αγαθότητα, αν και υπήρχε Θεός στην φύση. Έτρεξε ο Πατέρας και έπεσε επάνω στον τράχηλό του και τον θερμοφίλησε. Δεν περίμενε τον αμαρτήσαντα να έλθει πλησίον Του, αλλά αυτός ο Πατέρας έσπευσε και προαπάντησε τον υιό. Και δεν σιχάθηκε τον τράχηλό του, που ήταν γεμάτος από κηλίδες της ασωτίας και ακαθαρσίας. Αλλά αφού τον αγκάλιασε με τα άχραντα χέρια Του, τον καταφιλούσε αχόρταγα, αυτόν που πάντοτε ποθούσε να επιστρέψει. Ω της αφάτου και φοβεράς ευσπλαγχνίας! Ω παραδόξου φιλανθρωπίας! Ω ξένων καταλλαγών! Έπεισε αμέσως τον Θεό σε μια μόνο ροπή, ώστε να συγκαταβεί στα δάκρυα και να παραβλέψει πλήθος αμέτρητο αμαρτημάτων.
Θαύμασες, βλέποντας τον Θεό να κολακεύει αμαρτωλό; Ω της στοργής των πατρικών σπλάγχνων! Ο αμαρτωλός επί της γης δάκρυσε και ο μόνος αναμάρτητος από τον ουρανό έστρεψε τον εαυτόν Του από φιλανθρωπία προς την γη. Ποιος είδε ποτέ τον Θεόν να κολακεύει αμαρτωλό; Ποιος είδε τον δικαστή να περιποιείται τον κατάδικο; Ποιος είδε ποτέ τον κατάδικο να τον κολακεύουν; Αλλά ο Θεός, όμως, παρηγορεί, όπως κάποτε τον Ισραήλ “Λαέ μου“, λέγει, “σε τι σε αδίκησα ή σε τι σε ενόχλησα;” Και τώρα τα ίδια γίνονται, και έγιναν, επειδή έτσι συνηθίζει να νικιέται από τον εαυτό Του ο Πατέρας των οικτιρμών και πάσης παρηγορίας.
Και δεν αρκέστηκε σε αυτά ο άσωτος αυτός υιός, αλλά και στα αγαθά της μετανοίας όντας άσωτος, δεν νόμισε ότι είναι επαρκής η τόση φιλανθρωπία για την ολοκληρωτική σωτηρία σε σύγκριση προς τα πλήθη των αμαρτημάτων του. Αλλά εκείνα, που μελέτησε να ειπεί στον Πατέρα, αυτά έλεγε ενώπιόν Του με σχήμα ταπεινό: Πατέρα, αν μου πρέπει να Σε ονομάζω Πατέρα ·γιατί, μήπως αμαρτάνω φοβάμαι, ονομάζοντάς Σε «Πατέρα» και δεν υβρίζω με το να Σε αποκαλώ έτσι το ανύβριστό Σου όνομα· ακόμη, μήπως αμαρτάνω φοβάμαι, αν η συνείδησή μου δεν μου κλείνει τα χείλη μου, αν οι κακές μου πράξεις δεν μου δένουν την γλώσσα, αν η αμαρτωλή ζωή μου εμποδίζει τον λόγο.
Πατέρα Άγιε, δέξε δέηση ρυπαρά από στόμα ρυπαρό. Πατέρα κατά χάριν, και Δημιουργέ κατά φύσιν, αμάρτησα στον ουρανό και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να λέγομαι υιός Σου. Αμάρτησα, ομολογώ τα παραπτώματά μου, δεν κρύβω αυτά που βλέπεις, δεν αρνούμαι αυτά που καλά γνωρίζεις. Ως υπεύθυνος είμαι εδώ ενώπιόν Σου, ως παράνομος κατακρίνομαι, Συ ως κριτής ελέησόν με. Αμάρτησα στον ουρανό και ενώπιόν Σου. Φοβάμαι να ανατείνω τους οφθαλομούς μου στον ουρανό·γιατί φοβούμαι ωσάν κατηγόρου φωνή την μορφή του στερεώματος, ευλαβούμαι να ατενίσω στο φως της Θεότητος, έχοντας ρυπαρούς τους οφθαλμούς της διανοίας μου. Αμάρτησα στον ουρανό και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να ονομάζομαι υιός Σου.
Ιδού ανακηρύττω τον εαυτό μου άξιο κάθε καταδίκης, τον εαυτό μου κατακρίνω, κατά του εαυτού μου βγάζω απόφαση. Δεν χρειάζομαι δικαστή να με καταδικάσει με την απόφασή του, δεν χρειάζονται κατήγοροι να με ελέγξουν, δεν έχω ανάγκη μαρτύρων για αποδείξεις. Μέσα μου έχω την συνείδηση, ωσάν δικαστή αδέκαστο, στην ψυχή μου υπάρχει το φοβερό δικαστήριο, μέσα στην συνείδησή μου ευρίσκονται οι μάρτυρες, βλέπω με τα μάτια μου τους κατηγόρους μου. Τα θέατρα με κατηγορούν, οι ιπποδρομίες με κατακρίνουν, όσα έβλεπα στις θηριομαχίες με ελέγχουν. Η ασωτία μου με καταισχύνει, οι πράξεις μου με στηλιτεύουν, η τωρινή γυμνότητά μου με αποκαλύπτει, αυτά τα κουρέλια της ντροπής, που φορώ, με καταντροπιάζουν και δεν είμαι άξιος υιός Σου να λέγομαι. «Ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου» .Μήτε από την αυλή Σου να με διώξεις, Δέσποτα, για να μη με εύρει πάλιν ο πολέμιος περιπλανώμενο και με συλλάβει σαν αιχμάλωτο. Αλλά ούτε πλησίον της φοβέρας Σου και μυστικής Τραπέζης να με ελκύσεις ·γιατί δεν τολμώ να βλέπω τα Άγια των Αγίων με μάτια ακάθαρτα. Άφησέ με να στέκομαι μαζί με τους κατηχουμένους, μέσα από τις θύρες της Εκκλησίας, ώστε, θεωρώντας τα τελούμενα μυστήρια σε αυτήν, να ποθήσω, συν τω χρόνω, να μετάσχω πάλιν σ’ αυτά·και λουόμενος με τα θεία νάματα, να καθαρίσω από την αισχύνη των αισχρών ασμάτων τον ρύπο, που παραμένει ακόμη στ’ αυτιά μου. Και βλέποντας τους μαργαρίτες (το Σώμα Σου) να τους παίρνουν ευσεβείς πιστοί, να επιθυμήσω και εγώ ν’ αποκτήσω χέρια άξια να τους υποδεχθώ.
Αυτά καθώς έλεγε ο Άσωτος Υιός, και καθώς έκλαιγε γοερά, είπε ο Πατέρας στους δούλους Του. Σε ποιους «δούλους»; Άκου: στους ιερείς και λειτουργούς των προσταγμάτων Του: «Φέρετε γρήγορα την πρώτη στολή και ντύστε τον. Φέρετε την εξ ουρανών υφαντή, αυτήν που κατασκεύασε το πνευματικό πυρ. Φέρετε την στολή, που υφαίνεται στα ύδατα της κολυμβήθρας. Φέρετε την στολή, που κατασκευάζεται από την πνευματική φωτιά και ενδύστε τον. Ενδύσατε αυτόν, που απογυμνώθηκε, ενδύσατε τον νέο Αδάμ, τον οποίο γύμνωσε ο διάβολος. Ενδύσατε τον βασιλέα της κτίσεως· κοσμήστε αυτόν, για τον οποίον κόσμησα τον κόσμο· καλλωπίστε του υιού μου τα φίλτατα μέλη.
Δεν ανέχομαι να τον βλέπω ακαλλώπιστο. Δεν ανέχομαι να αφεθεί η δική μου εικόνα απογυμνωμένη. Θεωρώ εντροπή δική μου την εντροπή του δικού μου παιδιού. Θεωρώ δική μου δόξα τη δόξα του παιδιού μου. Δώστε και δακτυλίδι στο χέρι του, για να φορεί τον αρραβώνα του Αγίου Πνεύματος και φορώντας αυτό, να φρουρείται από αυτό το Άγιο Πνεύμα. Κι έτσι, περιφέροντας την σφραγίδα μου, θα είναι φοβερός σ’ όλους τους πολεμίους και εναντίους. Και φαινόμενος από μακριά, να δείχνει ποιου Πατέρα είναι αυτός υιός. Δώστε του και υποδήματα στα πόδια του, για να μην εύρει πάλι ο όφις γυμνή την πτέρνα του και τον κτυπήσει με το κεντρί του, αλλά μάλλον για να καταπατεί αυτός την κεφαλή του δράκοντος και να συντρίψει του πολεμίου τα κέντρα,καθώς και για να τρέχει στο δρόμο του Θεού.
Και στη συνέχεια, αφού φέρετε τον σιτευτό μόσχο, θυσιάστε τον. Ποιον σιτευτό μόσχο λέγει; Ποιον; Αυτόν που γέννησε η δάμαλις Παρθένος Μαρία. Φέρετε τον μόσχο τον αδάμαστο, που δεν δέχθηκε ζυγό αμαρτίας, τον Παρθένο και εκ Παρθένου, Αυτόν που ακολουθεί αυτούς, που Τον ακολουθούν, όχι εξ ανάγκης, αλλά εκουσίως. Αυτόν, που δεν κάνει χρήση της δυνάμεώς Του, ούτε των κεράτων Του, αλλά που πρόθυμα παραδίδει τον αυχένα Του και σφαγιάζεται από τους ιερείς. Θυσιάστε,λοιπόν, τον θεληματικώς θυσιαζόμενο, θυσιάστε Αυτόν που ζωοποιεί τους θυσιάζοντες, θυσιάστε τον θυσιαζόμενο που όμως, δεν πεθαίνει. Θυσιάστε τον μελιζόμενο, που αγιάζει αυτούς, που τον μελίζουν. Θυσιάστε τον εσθιόμενο από τους πιστούς, που ποτέ δεν δαπανάται. Θυσιάστε τον Αυτόν, που κάνει μακαρίους εκείνους που Τον τρώγουν. Και αφού φάγομε όλοι ας ευφρανθούμε. Γιατί ο υιός μου αυτός ήταν νεκρός και ξαναέζησε· ήταν απωλεσμένος και ευρέθηκε.
Και άρχισαν να ευφραίνονται. Εσείς που γευτήκατε από αυτήν την θυσία, γνωρίζετε την πνευματική ευφροσύνη, και θυμάστε τα φρικτά μυστήρια, τους λειτουργούς της θείας ιερουργίας, που μιμούνται με τα λεπτά λινά ενδύματα, τα φτερά των Αγγέλων, όπως απλώνονται στους αριστερούς τους ώμους, και περιφερόμενοι στην εκκλησία, φωνάζουν: «μη κανείς από τους κατηχουμένους, μη κανείς από τους μη εσθίοντας, μη κανείς κατάσκοπος, μη κανείς από εκείνους που δεν δύνανται να ιδούν το ουράνιο αίμα εκχυνόμενο “εις άφεσιν αμαρτιών”, μη κανείς ανάξιος της ζωντανής θυσίας, μη κανείς αμύητος, μη κανένας, που δεν δύναται, λόγω των ακαθάρτων χειλέων του, να προσψαύσει τα φρικτά μυστήρια».
Ύστερα οι Άγγελοι από τον ουρανό, δοξολογούντες και λέγοντες: Άγιος ο Πατέρας, που θέλησε να θυσιασθεί ο σιτευτός μόσχος, που δεν γνώρισε αμαρτία, καθώς λέγει ο Προφήτης Ησαΐας: “ Ὃς ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ· “. Άγιος ο Υιός, μαζί και μόσχος, ο πάντοτε εκουσίως θυόμενος και πάντοτε ζωντανός. Άγιος ο Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιο, που τελεσιούργησε την θυσία.
Όταν, λοιπόν, συνέβαιναν αυτά στο εσωτερικό του οίκου, ο πρεσβύτερος υιός, που έφθασε από μακριά, άκουσε τις συγχορδίες και τους χορούς· και προσκαλώντας ένα δούλο, ρωτούσε να μάθει τι τάχα σημαίνουν αυτά, γιατί ακούνε τα αυτιά του αυτούς τους δυνατούς ήχους. Ο δούλος του είπε: «Ο Δαβίδ ο Προφήτης ψάλλει μελωδικά μέσα στο σπίτι τον στίχο: “ Τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τὸ
θυσιαστήριόν σου μόσχους “. Και προτρέπει τους παρόντες να φάγουν, λέγοντας: “ Γεύσασθε, καὶ ἴδετε, ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος “. Ο δε Παύλος, ο εξηγητής των θείων μυστηρίων, φωνάζει δυνατά: “ Τὸ πάσχα ἡμῶν ὑπὲρ ἡμῶν ἐτύθη Χριστός “. Η Εκκλησία πανηγυρίζει, ευφραίνεται και χορεύει». Ο πρεσβύτερος υιός λέγει στον δούλο: «Καλά, χωρίς να είμαι εγώ, άλλοι τα δικά μου μυστήρια, παρά την απουσία μου, απολαμβάνουν στο σπίτι μου;». «Ναι», απαντά, «γιατί ήλθε ο αδελφός σου και ο Πατέρας σου θυσίασε τον σιτευτό μόσχο, επειδή χάρηκε που τον δέχθηκε υγιαίνοντα».
Και ο δίκαιος αδελφός οργίστηκε και δεν θέλησε να εισέλθει στο σπίτι του. Ο δίκαιος, λοιπόν, οργίστηκε και υποδουλώθηκε στον φθόνο. Αυτός που καταπάτησε τα τερπνά της ζωής, κυριεύτηκε από τον φθόνο. Και πώς ο Παύλος λέγει: «Ἐβουλόμην αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα(: Θα ήθελα δε να χωρισθώ εγώ ο ίδιος από τον Χριστό και να γίνω ανάθεμα, εάν ήταν δυνατόν με την καταδίκη μου αυτή να σωθούν οι κατά σάρκα αδελφοί μου)»; Ο Σωτήρας, όμως, δεν σχημάτισε την Παραβολή έτσι, ώστε να δείξει τον δίκαιο κακόβουλο, αλλά για να διακηρύξει τον υπερβάλλοντα πλούτο της χρηστότητος του Πατρός Του.
Και αυτό φανερώνεται από τα ακόλουθα. Η παραβολή λέγει ότι ο Πατέρας του εξήλθε από τον οίκο και παρηγορούσε τον υιό του. Ω, ανεκφράστου σοφίας! Ω θεοφιλούς προνοίας! Και τον αμαρτωλό ελέησε και τον δίκαιο επαίνεσε. Και τον όρθιο δεν άφησε να πέσει και τον πεσόντα σήκωσε. Και τον πένητα πλούτισε και τον πλούσιο δεν άφησε να φτωχύνει με τον φθόνο.
Ο μεγαλύτερος γιος είπε στον Πατέρα του: «Τόσα χρόνια εγώ σου δουλεύω και ουδέποτε παρέβλεψα εντολή Σου και σε εμένα ποτέ δεν έδωσες ένα ερίφιο, για να ευφρανθώ με τους φίλους μου. Αλλά “περιέρχομαι ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενος, θλιβόμενος, κακουχούμενος “. Όταν δε ο υιός Σου αυτός ήλθε, που σε καταφρόνησε και σου κατέφαγε τον πλούτο με τις πόρνες, αμέσως θυσίασες για χάρη του τον μόσχο τον σιτευτό. Και ούτε με λόγους τον κατηγόρησες, ούτε το Πρόσωπό Σου απέστρεψες από την αθλιότητά του. Αλλά αμέσως τον ξενοδόχησες, και με λαμπρή στολή τον κατεκόσμησες, και το αστραφτερό χρυσό δακτυλίδι τού φόρεσες, και με υποδήματα τον ασφάλισες και την Εκκλησία άνοιξες και την τράπεζα ευτρέπισες και τα ποτήρια γέμισες. Αλλά και τον μόσχο τον σιτευτό θυσίασες και προσκάλεσες τους πιστούς στην ευωχία αυτήν και έκανες τους Αγγέλους να χορεύουν και παρασκεύασες ένα παράξενο συμπόσιο με συμμετοχή της γης και του ουρανού. Και όλα αυτά και τις τόσες δωρεές προσέφερες σ’ αυτόν, που καταφρόνησε την αγαθότητά Σου και ύβρισε την ευγένειά Σου. Τι να ειπώ για το βάθος και το πέλαγος των οικτιρμών Σου, πώς να θαυμάσω την θάλασσα της ειρήνης και γαληνότητός Σου; Ελεείς, Κύριε, όλους γιατί τα πάντα δύνασαι και παραβλέπεις τα αμαρτήματα των ανθρώπων, που προσέρχονται μετανοούντες.»
Ο δε Πατέρας τού είπε: «Τέκνο μου, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου. Εσύ δεν χωρίστηκες ποτέ από τους δικούς μου κόλπους. Εσύ από την Εκκλησία τη δική μου δεν απομακρύνθηκες. Εσύ προσέχεις πάντοτε στους ψαλμούς και στους ύμνους. Εσύ συμπροσεύχεσαι πάντοτε μαζί με τους Αγγέλους. Εσύ στο Θυσιαστήριο παριστάμενος με παρρησία βοάς, “ Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά Σου”. Αυτός δε προσήλθε σ’ εμένα κατάκριτος, κατησχυμένος, στρέφοντας το πρόσωπό του στη γη και με συντετριμμένη και μελαγχολική φωνή, φώναξε: “Πατέρα μου, αμάρτησα στον ουρανό και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να λέγομαι υιός Σου. Πάρε με ως ένα μισθωτό δούλο Σου”.
Εγώ, τέκνον, τί είχα να κάμω σ’ αυτά τα συγκλονιστικά λόγια; Μπορούσα να μην ελεήσω τον δικό μου υιό, που επέστρεψε σε μένα; Εσύ που θυμώνεις, δίκασε. Αλλά εγώ ως φιλάνθρωπος που είμαι εκ φύσεως, δεν μπορούσα να κάνω κάτι απάνθρωπο. Δεν μπορώ να μη ελεήσω αυτόν, που εγώ δημιούργησα. Δεν δύναμαι να μη λυπηθώ αυτόν που γέννησα από τα σπλάγχνα μου. Τέκνον, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου και όσα έχω, όλα δικά σου είναι. Ο ουρανός δικός σου, το στερέωμα δικό σου, ο ήλιος δικός σου φωστήρας, η σελήνη δική σου υπηρέτρια, τα αστέρια δικά σου πολύφωτα, ο αέρας δικός σου τροφέας και όλα τα εναέρια δικά σου. Η γη και όσα φύονται, δικά σου, η θάλασσα και όσα είναι σ’ αυτή, δικά σου. Ο κόσμος όλος, δικός σου. Η Εκκλησία, δική σου. Το Θυσιαστήριο, δικό σου. Ο μόσχος ο σιτευτός, δικός σου. Η θυσία, δική σου. Οι Άγγελοι, δικοί σου. Οι Απόστολοι, δικοί σου. Οι Μάρτυρες, δικοί σου. Τα παρόντα, δικά σου. Τα μέλλοντα, δικά σου. Η Ανάσταση, δική σου. Η αθανασία, δική σου. Η αφθαρσία, δική σου. Η βασιλεία των ουρανών, δική σου. Όλα τα φαινόμενα και νοούμενα, δικά σου.
Μήπως πήρα όσα έχεις και τα έδωσα σ’ εκείνον; Μήπως γύμνωσα εσένα και εκείνον έντυσα; Μήπως από τα δικά μου πράγματα δεν χάρισα το έλεος; Μήπως εξ ίσου δεν είμαι Πατέρας δικός σου και εκείνου; Και εσένα τιμώ για την αρετή σου και εκείνον ελεώ για την πολύ καλή επιστροφή του. Και εσένα ποθώ για τον ενάρετο βίο σου, και εκείνον ποθώ για την μετάνοιάν του. Και εσένα αγαπώ για την μακροθυμία σου, και εκείνον αγαπώ, που επέστρεψε σ’ εμένα. Και εσένα αγαπώ για την αρετή σου, και εκείνον αγαπώ για την μετάνοιά του.
Έπρεπε να ευφρανθείς και να χαρείς, που ο αδελφός σου αυτός ήταν νεκρός και ζωντάνεψε, ήταν χαμένος και βρέθηκε. Ποιος βλέποντας νεκρό να ανασταίνεται, δεν ευφραίνεται; Και ποιος βρίσκει εκείνα που έχασε και δεν αγάλλεται; Έλα και εσύ, υιέ μου, να συνευφρανθείς μαζί μας και σκίρτησε μαζί με τους Αγγέλους και αγκάλιασε τον αδελφό σου με μας και ψάλλε με τον Δαυίδ εκείνο το πνευματικό μέλος, που ταιριάζει στο τωρινό πανηγύρι μας. « Μακάριοι ὧν ἀφέθησαν αἱ ἀνομίαι, καὶ ὧν ἐπεκαλύφθησαν αἱ ἁμαρτίαι· μακάριος ἀνὴρ, ᾧ οὐ μὴ λογίσηται Κύριος ἁμαρτίαν (:Τρισευτυχισμένοι είναι εκείνοι, των οποίων έχουν συγχωρηθεί από τον Θεό οι ανομίες και έχουν σκεπασθεί, ώστε να μη φαίνονται καθόλου, οι αμαρτίες. Μακάριος είναι ο άνθρωπος εκείνος, στον οποίον ο Κύριος δε θα καταλογίσει αμαρτία)»[Ψαλμ.31,1-2].
Ακούσατε την θεία Παραβολή και μάθατε το περιεχόμενό της και τη σημασία της εννοήσατε. Μάθατε ότι έχουμε Κύριο φιλάνθρωπο και ανεξίκακο. Προς Αυτόν λοιπόν ας καταφύγουμε με καθαρή καρδιά. Ελάτε να βοήσουμε όλοι προς Αυτόν: « Δέσποτα, Κύριε, φιλάνθρωπε, μονογενή Υιέ του Θεού, αμαρτήσαμε στον ουρανό και ενώπιόν Σου και δεν είμαστε άξιοι να αποκαλούμαστε υιοί Σου· έχουμε, ωστόσο, το θάρρος στους δικούς Σου οικτιρμούς. Έχουμε ενέχυρο της δικής Σου φιλανθρωπίας τον Τίμιο Σταυρό, που υπέμεινες για μας. Έχουμε εγγυητές της δικής Σου ευσπλαγχνίας την άλλοτε πόρνη και τον άλλοτε ληστή. Εξ αφορμής αυτών, όλοι εμείς οι αμαρτωλοί, προτρεπόμαστε να καταφεύγουμε στη δική Σου φιλανθρωπία. Όπως εκείνους τους μετέβαλες σε αξιοσέβαστους και μακαρίους, Κύριε, και εμάς, που προσπίπτουμε σε Σένα, ελέησέ μας. Και όπως ανέστησες νεκρούς με την Σταύρωσή σου και εμάς, που νεκρωθήκαμε από τις αμαρτίες, από την πολλή Σου φιλανθρωπία ανάστησε, για να απολαύσουμε την δική Σου Ανάσταση μαζί με όσους απολυτρώθηκαν» Και με αυτά τα λόγια,να επιμείνουμε στην δέηση αυτή, για να ειπεί και σε μας ο Δεσπότης μας Χριστός: «Κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμῖν»
Και εσείς που πρόκειται να λάβετε την δωρεά του Βαπτίσματος, αφού απορρίψετε κάθε αλλότριο λογισμό και κατευθύνετε τις ψυχές σας στον ουράνιο Νυμφίο, θα δεχτείτε την Χάρη του Αγίου Πνεύματος. «Ὁ Κύριος ἐγγὺς, μηδὲν μεριμνᾶτε». Ο Λυτρωτής στέκεται στην θύρα, ο ιατρός είναι εδώ, το ιατρείο άνοιξε, τα φάρμακα υπάρχουν, η κολυμβήθρα όλους τους δέχεται, η Χάρις έχει απλωθεί, η στολή υφαίνεται από τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Μακάριοι αυτοί που αξιώνονται να φορέσουν την στολή. Μόνον εσείς ανάψτε τις λαμπάδες της πίστεως, έχοντας και άφθονο λάδι, ώστε, όταν ακουσθεί η φωνή τη νύκτα να λέει, «Ἰδοὺ ὁ νυμφίος ἔρχεται», να εξέλθετε σε απάντησή Του με φαιδρές τις λαμπάδες, χορεύοντας και σκιρτώντας και βοώντας, «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου». Σε Αυτόν να είναι η δόξα και η δύναμη, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες. Αμήν.
ΠΗΓΕΣ:
-
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, “Λόγος στην Παραβολή του Ασώτου”, Ε κδόσεις «ΟρθόδοξοςΚυψέλη»
-
https://www.impantokratoros.gr/parabolh_asotou_agixrisostomos.el.aspx
-
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
πηγή:ἠλεκτρονικό ταχυδρομεῖο