[…] «Ήταν κάποτε», λέγει ο Κύριος, «κάποιος άνθρωπος πλούσιος, που ενώ ζούσε μέσα σε πολλή κακία και αμαρτία, δεν είχε λάβει πείρα καμιάς συμφοράς, αλλά τα πάντα έρρεαν ομαλά και άφθονα γι΄ αυτόν όπως το νερό στις πηγές». Το ότι πράγματι καμία συμφορά δεν του συνέβαινε, ούτε αφορμή για στενοχώρια, ούτε καμία ανωμαλία βιοτική, αυτό ακριβώς ο Κύριος το υπαινίχτηκε με αυτό που είπε ότι «ευφραινόταν καθημερινά»[Λουκ.16,19]. Και ότι ζούσε με κακία, γίνεται φανερό και από το τέλος που είχε, αλλά και πριν από το τέλος του από την περιφρόνηση που έδειξε στον φτωχό. Και το ότι δεν ελεούσε όχι μόνο εκείνον που στεκόταν στην πόρτα του, αλλά ούτε και κανένα άλλον, εκείνος ο ίδιος το έδειξε. Διότι εάν αυτόν που ήταν διαρκώς ριγμένος μπροστά στην πόρτα του και βρισκόταν μπροστά στα μάτια του κάθε ημέρα, και αναγκαζόταν μια και δύο και πολλές φορές να τον βλέπει εισερχόμενος και εξερχόμενος (καθόσον δεν τον συναντούσε σε καμιά συνοικία, ούτε βρισκόταν σε κρυφό και απόμερο τόπο, αλλά εκεί από όπου συνεχώς έμπαινε και έβγαινε ο πλούσιος και αναγκαζόταν έτσι και χωρίς να το θέλει να τον βλέπει), εάν λοιπόν αυτόν δεν ελέησε, που βρισκόταν κατάκοιτος σε τόσο φοβερό κατάντημα και ζούσε μέσα σε τόσο μεγάλη δυστυχία, ή καλύτερα που ταλαιπωριόταν σε όλη του τη ζωή από αρρώστια, και μάλιστα από πολύ φοβερή αρρώστια, για ποιον που θα τύχαινε να συναντήσει θα συγκινούνταν ποτέ; Διότι κι αν την προηγούμενη ημέρα τον προσπέρασε, την επόμενη φυσικό ήταν κάποια συγκίνηση να αισθανόταν· αλλά εάν και κατ΄αυτήν αδιαφόρησε, έπρεπε την τρίτη ή την τέταρτη ή την επόμενη οπωσδήποτε να λύγιζε συγκινούμενος , ακόμα κι αν ήταν αγριότερος από τα θηρία.
Όμως δεν αισθάνθηκε τίποτα παρόμοιο· […] πολλές φορές την ημέρα ο πλούσιος τον έβλεπε να είναι εκεί κατάκοιτος και σιωπηλός, και αυτό ήταν αρκετό να μαλακώσει ακόμη και κάποιον με πέτρινη καρδιά. Διότι πολλές φορές, όταν μας ενοχλούν θυμώνουμε, όταν όμως δούμε αυτούς που χρειάζονται την βοήθειά μας να στέκονται σιωπηλοί και να μη λένε τίποτα, αλλά παρά το ότι πάντοτε δεν πετυχαίνουν, όμως δεν παραπονούνται, επειδή όμως δεν μας δυσαρεστούν, αλλά στέκονται μόνο σιωπηλοί μπροστά μας, κι αν ακόμα είμαστε πιο αναίσθητοι κι από τις πέτρες, κατασυγκινούμαστε, αισθανόμενοι ντροπή για τη μεγάλη τους επιείκεια και πραότητα. Αλλά και κάτι άλλο όχι μικρότερο από αυτά ήταν, το ότι και η εμφάνιση του φτωχού Λαζάρου ήταν ελεεινή, εξαιτίας της πείνας και της μακροχρόνιας αρρώστιας. Και όμως τίποτε από αυτά δεν ημέρωσε και δε μαλάκωσε εκείνον τον ανήμερο.
Πρώτη λοιπόν κακία είναι αυτή, η σκληρότητα και απανθρωπιά που δεν υπάρχει μεγαλύτερη· διότι δεν είναι το ίδιο, το να μη βοηθάς αυτούς που έχουν ανάγκη επειδή είσαι φτωχός, και το να αδιαφορείς για τους άλλους που λιώνουν εξαιτίας της πείνας, τη στιγμή που απολαμβάνεις τόση πολυτέλεια. Πάλι δεν είναι το ίδιο το να προσπεράσεις τον φτωχό που τον είδες μια ή δυο φορές, με το να τον βλέπεις κάθε ημέρα και να μην σε διεγείρει σε συμπάθεια και φιλανθρωπία το αδιάκοπο αυτό θέαμα. Πάλι δεν είναι το ίδιο το να μη βοηθάς τους πλησίον, όταν εσύ βρίσκεσαι μέσα στις συμφορές και στις θλίψεις και σε κακή ψυχική διάθεση, με το να προσπερνάς τους άλλους που λιώνουν από την πείνα, τη στιγμή που απολαμβάνεις τόση ευφροσύνη και αδιάκοπη καλοπέραση, και να κλείνεις τα σπλάχνα σου και να μη γίνεσαι περισσότερο φιλάνθρωπος ούτε εξαιτίας αυτής της χαράς από την καλοπέραση. Διότι ασφαλώς το γνωρίζετε αυτό, ότι κι αν ακόμη είμαστε αγριότεροι από όλους, έχουμε πλασθεί από τη φύση μας να γινόμαστε ημερότεροι και αγαθότεροι όταν ζούμε μέσα σε καλοπέραση. Όμως εκείνος ο πλούσιος της παραβολής ούτε εξαιτίας της υπερβολικής καλοπέρασής του έγινε καλύτερος αλλά παρέμενε άγριος σαν θηρίο, ή ,καλύτερα, και κάθε θηρίου μάλλον την αγριότητα και την απανθρωπιά ξεπέρασε με τους τρόπους του. Και όμως, αυτός που ζούσε με κακία και απανθρωπιά απόλαυσε κάθε ευτυχία, ενώ ο δίκαιος, αν και φρόντιζε για την αρετή, ζούσε μέσα στα πιο φοβερά βάσανα.
Το ότι πράγματι ο Λάζαρος ήταν δίκαιος, το έδειξε και εδώ πάλι το τέλος του, και πριν από το τέλος η υπομονή με την οποία αντιμετώπισε τη φτώχειά του. Δε νομίζετε αλήθεια ότι τα βλέπετε μπροστά σας τα πράγματα; Το πλοίο για τον πλούσιο ήταν γεμάτο από εμπόρευμα και έπλεε με ευνοϊκό άνεμο. Αλλά μη θαυμάσετε· γιατί βιαζόταν να ναυαγήσει, επειδή δε θέλησε να διαθέσει το εμπόρευμα με σύνεση. Θέλεις να σου πω κι άλλη κακία του; Το ότι κάθε μέρα διασκέδαζε αδιάντροπα.
[…] Ο πλούσιος λοιπόν ζούσε μέσα σε τόση κακία και κάθε ημέρα διασκέδαζε και ντυνόταν με λαμπρά ενδύματα, ανάβοντας φοβερότερη κόλαση για τον εαυτό του και κάνοντας μεγαλύτερη για τον εαυτό του την φωτιά και απαρηγόρητη την καταδίκη και ασυγχώρητη την τιμωρία. Αντίθετα ο φτωχός ήταν ριγμένος μπροστά στην πόρτα του και ούτε απελπίστηκε, ούτε βλασφήμησε, ούτε αγανάκτησε· δεν είπε στον εαυτό του, αυτό που λένε πολλοί: «Τι άραγε σημαίνει αυτό; Αυτός που ζει με την κακία και τη σκληρότητα και την απανθρωπιά τα απολαμβάνει όλα περισσότερο από ό,τι πρέπει, και ούτε λύπη υπομένει ούτε κανένα άλλο ξαφνικό κακό από τα πολλά που συμβαίνουν στους ανθρώπους, αλλά και την ηδονή καθαρή την απολαμβάνει· ενώ εγώ δεν μπορώ να απολαύσω ούτε την απαραίτητη τροφή. Σε αυτόν, ενώ δαπανά όλα τα υπάρχοντά του σε παρασίτους και σε κόλακες και στη μέθη, του τρέχουν όλα άφθονα σαν από πηγές, ενώ εγώ, που λιώνω από την πείνα, γίνομαι παράδειγμα σε όσους με βλέπουν και ντροπή και περίγελως. Άραγε αυτά είναι έργα πρόνοιας; Άραγε επιβλέπει κάποια δικαιοσύνη τα ανθρώπινα πράγματα;». Τίποτε από αυτά δεν είπε, ούτε σκέφθηκε. Από πού φαίνεται αυτό; Από το ότι οι άγγελοι τον οδήγησαν ως τιμητική συνοδεία και τον αποκατέστησαν στην αγκαλιά του Αβραάμ· αν όμως ήταν βλάσφημος δε θα απολάμβανε τόση τιμή. Και οι πολλοί βέβαια γι’ αυτό μόνο θαυμάζουν τον άνθρωπο, διότι ήταν φτωχός· εγώ όμως σας δείχνω ότι υπέμεινε εννέα στον αριθμό δοκιμασίες, όχι για να τιμωρείται, αλλά για να γίνεται λαμπρότερος, πράγμα βέβαια που και έγινε.
Πραγματικά είναι φοβερό πράγμα και η φτώχεια, και το γνωρίζουν όσοι την έχουν δοκιμάσει· διότι κανένας λόγος δε θα μπορέσει να παραστήσει τον πόνο που υπομένουν αυτοί που ζουν στη φτώχεια και δεν γνωρίζουν να αντιμετωπίζουν την κατάσταση με φιλοσοφική διάθεση. Στην περίπτωση όμως του Λαζάρου δεν ήταν αυτό μόνο το φοβερό, αλλά και την αρρώστια είχε αναπόσπαστο σύντροφο και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό. Και πρόσεχε πώς δείχνει ότι κάθε μία από τις συμφορές είχε φθάσει στο έπακρο. Και το ότι η φτώχεια του Λαζάρου ξεπέρασε κάθε φτώχεια, το έδειξε λέγοντας ότι «προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου»[Λουκά,ιστ΄21]· το ότι όμως και η αρρώστια είχε φθάσει στο ίδιο μέτρο με την φτώχεια, πέρα από το οποίο δεν ήταν δυνατό να επεκταθεί, και αυτό πάλι ο Κύριος το φανέρωσε λέγοντας ότι «τα σκυλιά έγλυφαν τις πληγές του». Τόσο πολύ εξασθενημένος ήταν, ώστε να μην μπορεί ούτε τα σκυλιά να απομακρύνει, αλλά ήταν ξαπλωμένος, ζωντανός νεκρός, και ενώ τα έβλεπε να έρχονται εναντίον του, όμως δεν είχε τη δύναμη να αμυνθεί. Σε τέτοια αδυναμία βρίσκονταν τα μέλη του, τόσο πολύ είχε φθαρεί από την αρρώστια, τόσο είχε καταβληθεί από τη δοκιμασία. Είδες πόσο πολύ του πολιορκούσαν το σώμα και η φτώχεια και η αρρώστια; Αλλά εάν το καθένα από αυτά και μόνο του είναι φοβερό και αβάσταχτο, πώς δεν ήταν διαμάντι, αυτός που τα υπέμενε ενωμένα μαζί και τα δύο;
Πολλοί πολλές φορές κάποιοι άνθρωποι ασθενούν, αλλά δεν στερούνται την αναγκαία τροφή· άλλοι ζουν βέβαια στη χειρότερη φτώχεια, αλλά είναι υγιείς, και το ένα γίνεται παρηγοριά του άλλου· ενώ εδώ και τα δύο αυτά είχαν συντρέξει. Αλλά ίσως έχεις να μου αναφέρεις κάποιον, που βρίσκεται μέσα στη φτώχεια και την αρρώστια. Όμως όχι σε τόση μεγάλη ερημιά. Διότι, και εάν ακόμη δεν μπορεί να βοηθηθεί ούτε από τον εαυτό του, ούτε από τους δικούς του, όμως μπορεί να ελεηθεί απ αυτούς που τον βλέπουν με τον να βρίσκεται ανάμεσά τους· αλλά σε αυτόν τα δεινά που προαναφέραμε τα έκανε να γίνονται βαρύτερα η αδιαφορία εκείνων που τον έβλεπαν· και αυτήν πάλι την έκανε να φαίνεται βαρύτερη το ότι βρισκόταν μπροστά στην πόρτα του πλουσίου. Εάν δηλαδή αυτά τα πάθαινε βρισκόμενος στην έρημο και σε ακατοίκητο τόπο και δεν τον πρόσεχε κανείς, δε θα πονούσε τόσο· διότι τον να μην υπάρχει κανείς, θα τον έπειθε να υπομένει και χωρίς τη θέλησή του αυτά που του συνέβαιναν· το να βρίσκεται όμως ανάμεσα σε τόσους που μεθούσαν, που ευημερούσαν, και να μην βρίσκει από κανέναν ούτε την παραμικρή φροντίδα, αυτό τον έκανε να αισθάνεται πιο δυνατούς τους πόνους και του άναβε περισσότερο τη στενοχώρια. Διότι εκ φύσεως μας πληγώνουν οι συμφορές, όχι τόσο όταν δεν υπάρχουν εκείνοι που θα μας βοηθήσουν, όσο όταν υπάρχουν, αλλά δεν θέλουν να απλώσουν το χέρι τους, πράγμα βέβαια που και εκείνος τότε πάθαινε. Πράγματι κανείς δεν υπήρχε να τον παρηγορήσει με λόγια, να τον βοηθήσει με έργα, ούτε φίλος, ούτε γείτονας, ούτε συγγενής, ούτε κανείς από όσους τον έβλεπαν μέσα από όλο το διεφθαρμένο σπίτι του πλουσίου.
Επιπλέον, κοντά σε αυτά, του προξενούσε κι άλλη οδύνη και το ότι έβλεπε άλλον να ευτυχεί· όχι διότι ήταν ζηλιάρης και κακός, αλλά επειδή εκ φύσεως όλοι μας, όταν οι άλλοι ευημερούν, αισθανόμαστε περισσότερο τις δικές μας συμφορές. Επιπλέον στην περίπτωση του πλουσίου υπήρχε και κάτι άλλο, που μπορούσε να τον πληγώνει. Διότι όχι μόνο, συγκρίνοντας τη δυστυχία του με δικές του ευτυχίες, αισθανόταν μεγαλύτερες τις δικές του συμφορές, αλλά κι όταν σκεφτόταν ότι ο πλούσιος, αν και ζει με σκληρότητα και απανθρωπιά, όλα του έρχονται ευνοϊκά, ενώ αυτός, αν και ζει με αρετή και καλοσύνη, υποφέρει τα πάνδεινα· και εξαιτίας αυτού πάλι υπέμεινε απαρηγόρητα τη λύπη. Διότι, εάν ήταν δίκαιος, αν ήταν επιεικής, αν ήταν αξιοθαύμαστος ο πλούσιος άνθρωπος, εάν ήταν γεμάτος από κάθε αρετή, δε θα τον λυπούσε· τώρα όμως και στην κακία ζούσε, και είχε φθάσει στον ύψιστο βαθμό της κακίας, και τόση μεγάλη απανθρωπιά έδειχνε και έκανε ό,τι κάνουν οι ίδιοι οι εχθροί, και σαν να ήταν πέτρα, με αδιαντροπιά και ασπλαχνία τον προσπερνούσε, και μετά απ’ όλα αυτά απολάμβανε τόση μεγάλη ευημερία.
Σκέψου πως φυσικό ήταν αυτός ο άνθρωπος να πνίγει την ψυχή του φτωχού σαν μέσα σε αλλεπάλληλα κύματα· σκέψου τον Λάζαρο ποιος φυσικό ήταν να είναι, βλέποντας τους παρασίτους, τους κόλακες και τους υπηρέτες να ανεβαίνουν, να κατεβαίνουν , να βγαίνουν, να μπαίνουν, να τρέχουν βιαστικά, να θορυβούν, να μεθούν, να πηδούν και να παρουσιάζουν κάθε άλλη ασέλγεια. Σαν να ήλθε δηλαδή γι’ αυτό στον κόσμο, για να βλέπει τα ένα αγαθά, έτσι ήταν ριγμένος στην εξώπορτα, ζώντας τόσο, όσο για να αισθάνεται μόνο τις συμφορές του, για να υπομένει το ναυάγιο μέσα σε λιμάνι, και να υποφέρει η ψυχή του από φοβερότατη δίψα δίπλα στην πηγή.
Να αναφέρω μαζί με αυτά και ένα άλλο κακό; Δεν είχε να δει έναν άλλο Λάζαρο. Εμείς δηλαδή κι αν ακόμη πάθουμε μύρια κακά, όμως μπορούμε βλέποντας εκείνον να πάρουμε αρκετή παρηγοριά και να νιώσουμε μεγάλη ανακούφιση. Διότι το να βρίσκεις μετόχους στις συμφορές σου ή στα ζητήματά σου ή στις διηγήσεις σου, αυτό δίνει πολλή παρηγοριά σε όσους πονούν. Ενώ εκείνος δεν είχε να δει κανέναν άλλον που να υπέφερε τα ίδια με αυτόν· ή καλύτερα ούτε είχε ακούσει ότι κάποιος από τους προγόνους του είχε τόσα πολλά υποφέρει. Και αυτό ήταν ικανό να του σκοτώσει την ψυχή. Μπορώ μαζί μ’ αυτά και κάτι άλλο να πω, ότι δεν μπορούσε να έχει καμία πίστη για την ανάσταση, αλλά νόμιζε ότι τα παρόντα πράγματα περιορίζονται μόνο σε αυτή τη ζωή· διότι ζούσε πριν από τη χάρη. Εάν τώρα σ’ εμάς, μετά από τόση γνώση του Θεού, τις αγαθές ελπίδες της αναστάσεως, τις τιμωρίες που περιμένουν εκεί τους αμαρτωλούς και τα αγαθά που έχουν ετοιμασθεί για όσους πράττουν το καλό, υπάρχουν μερικοί που δείχνουν τόση μικροψυχία και ζουν τόσο άθλια, ώστε ούτε μ’ αυτές τις προσδοκίες να μην γίνονται καλύτεροι, τι ήταν φυσικό να πάθει εκείνος,που ήταν στερημένος και αυτήν την άγκυρα; Διότι εκείνος καμία τέτοια πίστη δεν μπορούσε να έχει τότε, αφού δεν υπήρχαν ακόμη αυτά τα διδάγματα.
Και μαζί με αυτά υπήρχε και κάτι άλλο, το ότι και η υπόληψή του είχε προσβληθεί από τους ανόητους ανθρώπους. Πράγματι συνηθίζουν οι πολλοί, όταν δουν κάποιους να ζουν μέσα στην πείνα και σε συνεχή αρρώστια και στα χειρότερα κακά, να μην έχουν καλή γνώμη γι΄ αυτούς, αλλά από τη συμφορά να κρίνουν και για τη ζωή τους, και να πιστεύουν ότι εξαιτίας της κακίας τους ταλαιπωρούνται έτσι· και πολλά άλλα τέτοια λένε μεταξύ τους, ανόητα βέβαια, όμως τα λένε· ότι δηλαδή αυτός, εάν ήταν φίλος του Θεού, δε θα τον άφηνε να ταλαιπωρείται στη φτώχεια και στις άλλες συμφορές.[…] Κι όμως, αν και ήταν τόσο μεγάλα τα κύματα και χτυπούσαν το ένα μετά το άλλο, δε βυθίστηκε το σκάφος· και ενώ βρισκόταν ο Λάζαρος μέσα σε καμίνι, σαν να απολάμβανε δροσιά ατέλειωτη, τα αντιμετώπιζε όλα με φιλοσοφικότητα, ούτε και είπε στον εαυτό του κάτι τέτοιο, που συνήθως λένε οι πολλοί, ότι δηλαδή : «αυτός ο πλούσιος, αν κατακριθεί και τιμωρηθεί, όταν πεθάνει, θα είναι ίσα και ίσα· αν όμως και εκεί απολαύσει τις ίδιες τιμές, τότε και τις δύο φορές δε θα πάθει τίποτε».
Πες μου τι λες, εάν τιμωρείται ο πλούσιος εκεί, όταν πεθάνει θα είναι ίσα κι ίσα; Και πώς θα μπορούσε αυτό να δικαιολογηθεί; Διότι πόσα χρόνια θέλεις να υπολογίσουμε, ότι θα απολαμβάνει τα πλούτη του εδώ; Θέλεις να πούμε εκατό; Εγώ όμως λέγω και διακόσια και τριακόσια και δύο φορές τόσα και, εάν θέλεις και χίλια, πράγμα αδύνατο· διότι όπως λέγει ο Ψαλμωδός: « αἱ ἡμέραι τῶν ἐτῶν ἡμῶν ἐν αὐτοῖς ἑβδομήκοντα ἔτη, ἐὰν δὲ ἐν δυναστείαις, ὀγδοήκοντα ἔτη(:Όλες οι ημέρες των ετών της ζωής μας ανέρχονται περίπου σε εβδομήντα έτη. Εάν δε κανείς έχει ισχυρή κράση μπορεί να φτάσει στα ογδόντα έτη)»[Ψαλμ.89,10]. Πλην όμως ας υποθέσουμε και χίλια. Μήπως έχεις, πες μου, να μου δείξεις εδώ ζωή χωρίς τέλος και χωρίς τέρμα, όπως είναι η ζωή των δικαίων εκεί; Εάν λοιπόν κάποιος, πες μου, σε διάστημα εκατό ετών, είδε μία νύχτα ένα όνειρο ευχάριστο και ένιωσε μεγάλη ηδονή στον ύπνο του, εάν βασανιζόταν εκατό χρόνια, θα μπορούσε να πει άραγε γι’ αυτό, ότι είναι ίσα κι ίσα και να θεωρήσει ισάξια τη μία εκείνη νύχτα των ονείρων με τα εκατό έτη; Δεν μπορεί να το πει.
Αυτό λοιπόν να σκέπτεσαι και για τη μέλλουσα ζωή. Διότι αυτό που είναι το ένα όνειρο μπροστά στα εκατό έτη, αυτό είναι η παρούσα ζωή μπροστά στη μέλλουσα ζωή· ή καλύτερα και πολύ περισσότερο· όσο είναι μία μικρή σταγόνα μπροστά στο άπειρο πέλαγος, τόσο είναι τα χίλια έτη μπροστά σε εκείνη τη μέλλουσα δόξα και απόλαυση. Και τι περισσότερο δηλαδή θα μπορούσε να πει κανείς, από το ότι δεν έχει τέρμα και δε γνωρίζει τέλος και όσο απέχουν τα όνειρα από την αλήθεια των πραγμάτων, τόση είναι η διαφορά της καταστάσεως αυτού του κόσμου και του άλλου;
Εξάλλου και πριν από την εκεί τιμωρία, όσοι ζουν με κακία και μέσα στην αμαρτία, τιμωρούνται εδώ. Μη μου πεις δηλαδή απλώς αυτόν που απολαμβάνει το πλούσιο τραπέζι, και ντύνεται με μεταξωτά ενδύματα, και φέρνει μαζί του αμέτρητους δούλους και βαδίζει με υπερηφάνεια στην αγορά· αλλά παρουσίασε μου τη συνείδησή του και θα δεις μέσα του μεγάλη ταραχή εξαιτίας των αμαρτιών του, διαρκή φόβο, χειμώνα, τρικυμία, σαν να βρίσκεται σε δικαστήριο και ο νους ανέβηκε στον βασιλικό θρόνο της συνειδήσεως, και σαν να είναι κάποιος δικαστής κάθεται και παρουσιάζει τους λογισμούς ως δημίους, και κρεμώντας τη διάνοια και ξεσχίζοντάς την για τις αμαρτίες φωνάζει δυνατά, χωρίς να το γνωρίζει κανείς, παρά μόνο ο Θεός που τα γνωρίζει καλά όλα.
Και ο μοιχός επίσης, και αν ακόμη είναι μύριες φορές πλούσιος, κι αν ακόμη δεν έχει κανένα να τον κατηγορεί, δεν παύει ενδόμυχα να κατηγορεί τον εαυτό του. Και η ηδονή βέβαια είναι πρόσκαιρη, η οδύνη όμως διαρκής. Από παντού φόβος και τρόμος, υποψία και αγωνία· φοβάται τα στενά, τρέμει τις ίδιες τις σκιές, τους υπηρέτες του, εκείνους που τον ξέρουν, εκείνους που δεν τον ξέρουν, την ίδια την αδικημένη, τον άνδρα που έχει προσβάλει· περιφέρεται φέρνοντας μαζί του σαν πικρό κατήγορο τη συνείδησή του, καταδικάζοντας ο ίδιος τον εαυτό του, και μη μπορώντας ούτε για λίγο να αναπνεύσει. Διότι και στο κρεβάτι και στο τραπέζι και στην αγορά και στο σπίτι και την ημέρα και τη νύχτα και σε αυτά τα όνειρά του πολλές φορές βλέπει τα είδωλα της αμαρτίας και ζει τη ζωή του Κάιν, στενάζει και τρέμει επάνω στη γη, και χωρίς να το γνωρίζει κανείς[βλ. Γεν. κεφ.4], έχει συγκεντρωμένη μέσα του τη φωτιά για πάντα.
Αυτό παθαίνουν και οι άρπαγες και οι πλεονέκτες, αυτό και οι μέθυσοι και γενικά και ο καθένας από αυτούς που ζουν μέσα στις αμαρτίες· διότι είναι αδύνατο εκείνο το δικαστήριο να διαφθαρεί, αλλά και αν ακόμη δεν ασκούμε την αρετή, όμως υποφέρουμε, επειδή δεν την ασκούμε, και αν πράττουμε το κακό, όμως όταν σταματήσει η ηδονή της αμαρτίας, αισθανόμαστε τον πόνο.
Ας μη λέμε λοιπόν ότι είναι ίσα αυτά που απολαμβάνουν οι πλούσιοι και κακοί εδώ, με εκείνα που απολαμβάνουν οι δίκαιοι εκεί, αλλά ότι είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα. Διότι στους δικαίους και τα εδώ και τα εκεί προσφέρουν μεγάλη ευχαρίστηση· ενώ οι κακοί και πλεονέκτες και εδώ και εκεί τιμωρούνται. Διότι και εδώ τιμωρούνται με την αναμονή της εκεί τιμωρίας και με την πονηρή υποψία όλων, και εξαιτίας της ίδιας της αμαρτίας και της διαφθοράς της ψυχής τους· και μετά την αποδημία τους από εδώ θα υπομείνουν αφόρητες τιμωρίες. Οι δίκαιοι πάλι, κι αν ακόμη εδώ υποφέρουν μύρια δεινά, όμως τρέφονται με καλές ελπίδες, έχοντας ηδονή καθαρή, σίγουρη και σταθερή, κα ύστερα από αυτά θα τους έλθουν τα μύρια αγαθά, όπως ακριβώς και στον Λάζαρο.
Μη μου πεις δηλαδή ότι ο Λάζαρος ήταν γεμάτος πληγές, αλλά αυτό να προσέχεις, το ότι είχε μέσα του ψυχή πολυτιμότερη από κάθε χρυσάφι· ή καλύτερα όχι μόνο την ψυχή, αλλά και το σώμα του· διότι αρετή του σώματος δεν είναι η πολυσαρκία και η ευρωστία, αλλά το να αντέχει τόσα πολλά και τέτοιου είδους βάσανα. Καθόσον δεν είναι αποκρουστικός εκείνος που έχει τέτοια τραύματα στο σώμα, αλλά εκείνος που, ενώ έχει πάρα πολλές πληγές στην ψυχή του, δεν ενδιαφέρεται καθόλου γι’ αυτές, όπως ήταν εκείνος ο πλούσιος που το εσωτερικό του ήταν γεμάτο πληγές. Και όπως τα σκυλιά έγλυφαν τα τραύματα του φτωχού Λαζάρου, έτσι και οι δαίμονες τα αμαρτήματα του άσπλαχνου πλούσιου· και όπως αυτός ζούσε στερημένος από τροφή, έτσι εκείνος ζούσε στερημένος από κάθε αρετή.
Γνωρίζοντας λοιπόν όλα αυτά, ας τα φιλοσοφούμε, κι ας μην λέμε, ότι «εάν τον τάδε τον αγαπούσε ο Θεός, δε θα τον άφηνε να γίνει φτωχός». Καθόσον αυτό ακριβώς είναι απόδειξη μεγάλης αγάπης· διότι «ὃν γὰρ ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὃν παραδέχεται(:Διότι εκείνον που αγαπά ο Κύριος, τον παιδαγωγεί και τον μορφώνει διαμέσου των θλίψεων· μαστιγώνει δε με ταλαιπωρίες κάθε υιό, τον οποίο δέχεται κοντά του ως δικό Του)» [Εβρ. 12,6]. Και πάλι· «Τέκνον, εἰ προσέρχῃ δουλεύειν Κυρίῳ Θεῷ, ἑτοίμασον τὴν ψυχήν σου εἰς πειρασμόν, εὔθυνον τὴν καρδίαν σου καὶ καρτέρησον (:παιδί μου, εάν προσέρχεσαι να υπηρετήσεις τον Κύριο, ετοίμασε την ψυχή σου για δοκιμασία, κάνε ευθεία την καρδιά σου και δείξε υπομονή»[Σοφ.Σειρ.2,1-2]. Ας διώξουμε λοιπόν, αγαπητοί, τις περιττές προλήψεις από τους εαυτούς μας και τα λόγια αυτά του λαού. Διότι λέγει «καὶ αἰσχρότης καὶ μωρολογία ἢ εὐτραπελία, τὰ οὐκ ἀνήκοντα, ἀλλὰ μᾶλλον εὐχαριστία(:αισχρά και ανόητα λόγια και άσεμνα αστεία ας μην βγαίνουν από το στόμα σας)»[Εφ.5,4]. Ούτε λοιπόν εμείς οι ίδιοι να τα λέμε, αλλά και αν δούμε άλλους να τα λένε, να τους αποστομώσουμε, να εναντιωθούμε πάρα πολύ, να εμποδίσουμε την αδιάντροπη γλώσσα τους.
Πες μου, εάν δεις κάποιον λήσταρχο να τρέχει στους δρόμους, να στήνει ενέδρα στους περαστικούς, να αρπάζει ό,τι βρίσκει στα χωράφια, να κρύβει μέσα σε σπηλιές και κρυψώνες χρυσό και άργυρο και να συγκεντρώνει εκεί πολλά κοπάδια και ενδύματα και να έχει αποκτήσει και δούλους πολλούς από την επιδρομή εκείνη, άραγε, πες μου, τον μακαρίζεις αυτόν για τον πλούτο του εκείνον ή τον λυπάσαι για την τιμωρία που πρόκειται να λάβει; Αν και βέβαια δεν έχει ακόμα συλληφθεί, ούτε έχει παραδοθεί στα χέρια του δικαστού, ούτε κλείστηκε στη φυλακή, ούτε κατηγορήθηκε, ούτε βγήκε η απόφαση η καταδικαστική, αλλά διασκεδάζει, μεθά, απολαμβάνει πολλή ευημερία· αλλά όμως,δεν τον μακαρίζουμε για τα παρόντα και για όσα βλέπουμε, αλλά τον ταλανίζουμε γι’ αυτά που περιμένουμε να συμβούν στο μέλλον. Αυτό σκέψου και για τους πλούσιους και για τους πλεονέκτες. Είναι σαν κάποιοι ληστές και στήνουν ενέδρες στους δρόμους, ληστεύουν τους περαστικούς και κρύβουν βαθιά μέσα στα σπίτια τους, σαν σε σπήλαια και κρυψώνες, τις περιουσίες των άλλων.
Ας μην τους μακαρίζουμε λοιπόν για τα παρόντα, αλλά ας τους ταλανίζουμε για τα μέλλοντα, για το φοβερό εκείνο δικαστήριο, για τις αναπόφευκτες ευθύνες, για το σκότος το εξώτερο, που πρόκειται να τους δεχτεί. Αν και βέβαια οι ληστές πολλές φορές ξέφυγαν τα ανθρώπινα χέρια· αλλά όμως, έχοντάς το και αυτό υπόψη μας, και για τους εαυτούς μας και για τους άλλους ας μην ευχόμαστε τη ζωή εκείνων και τον καταραμένο πλούτο τους. Στην περίπτωση όμως του Θεού δεν είναι δυνατό να το πει κανείς αυτό, διότι κανείς δε θα διαφύγει την απόφασή Του, αλλά οπωσδήποτε όλοι όσοι ζουν με πλεονεξίες και αρπαγές θα επισύρουν την τιμωρία Του, εκείνην την αθάνατη και που δεν έχει τέλος, όπως ακριβώς και εκείνος ο πλούσιος.
Όλα αυτά λοιπόν συλλέγοντάς τα ενώπιόν μας, αγαπητοί, ας μην μακαρίζουμε τους πλουσίους, αλλά εκείνους που ζουν ενάρετα· ας μην ταλανίζουμε τους φτωχούς, αλλά εκείνους που ζουν μέσα στην κακία· ας μην προσέχουμε τα παρόντα, αλλά ας έχουμε στραμμένο το βλέμμα μας στα μέλλοντα· ας μην εξετάζουμε την εξωτερική ενδυμασία, αλλά εξετάζοντας του καθενός τη συνείδηση και επιδιώκοντας τη χαρά και την αρετή που προέρχονται από τα κατορθώματα, ας μιμηθούμε τον Λάζαρο και πλούσιοι και φτωχοί. Διότι δεν υπέμεινε αυτός έναν και δύο και τρεις μόνο άθλους αρετής, αλλά πολύ περισσότερους, εννοώ τη φτώχεια, την αρρώστια, την αδιαφορία εκείνων που τον έβλεπαν, το ότι υπέμεινε όλα εκείνα τα κακά έξω από το σπίτι εκείνο που μπορούσε όλα αυτά να του τα σβήσει, χωρίς να περιμένει λόγο παρηγοριάς από κανέναν, το ότι έβλεπε τον υπερήφανο εκείνον πλούσιο να απολαμβάνει τόση τρυφή, και όχι μόνο να απολαμβάνει την τρυφή, αλλά και να ζει μέσα στην κακία και να μην παθαίνει κανένα κακό· το ότι δεν είχε να προσβλέψει σε κανένα άλλον Λάζαρο, το ότι δεν μπορούσε να έχει καμία πίστη σε ανάσταση, το ότι είχε, μαζί με τα κακά που έχουμε αναφέρει, κακή υπόληψη από τους πολλούς εξαιτίας των συμφορών εκείνων, το ότι όχι μέχρι δύο και τρεις ημέρες έβλεπε τον εαυτό του σ’ αυτά τα δεινά, αλλά σε όλη του τη ζωή, και τον πλούσιο στα αντίθετα αυτών.
Ποια λοιπόν απολογία θα έχουμε, εάν αυτός με τόση ανδρεία υπέμεινε όλα μαζί τα δεινά, και εμείς δεν υπομείνουμε ούτε τα μισά από αυτά; Διότι δεν έχεις, δεν έχεις να δείξεις ούτε να αναφέρεις κάποιον άλλον που έχει υποστεί τόσο πολλά και τέτοια κακά. Γι’ αυτό ακριβώς και ο Χριστός τον τοποθέτησε ανάμεσά μας, ώστε και σε οποιαδήποτε δεινά κι αν πέσουμε, βλέποντας σε αυτόν το τόσο υπερβολικό μέγεθος των θλίψεων, να λάβουμε, από τη δική του αρετή και υπομονή, αρκετή παρηγοριά και θάρρος· διότι προβάλλει σαν κοινός διδάσκαλος ολόκληρης της οικουμένης σε αυτούς που υποφέρουν από οποιοδήποτε κακό, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να προσβλέπουν προς αυτόν και νικώντας τους όλους με το υπερβολικό μέγεθος των δικών του συμφορών.
ΠΗΓΕΣ :
-
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/de-lazaro-et-divite.pdf
-
Αγ. Ιερού Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, σειρά Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας (ΕΠΕ),Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 25, σελίδες 425-443 [κατ΄επιλογήν από την ομιλία α΄ του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου ‘’Εἰς τόν πτωχόν Λάζαρον καί τόν πλούσιον’’].
- Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμοι 14 σελ. 27- 51 (ή: 10 – 23 του PDF) https://drive.google.com/uc?authuser=0&id=0ByZQkrKg4yKLWUZ5VXdsdUpsajA&export=download]
-
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
-
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.