Επειδή λοιπόν τα βλεπόμενα είναι πρόσκαιρα, ενώ τα μη βλεπόμενα είναι, προς εκείνα ας έχουμε στραμμένο το βλέμμα μας. Καθόσον ποια απολογία θα μπορούσαμε να έχουμε, προτιμώντας τα πρόσκαιρα αντί των αιωνίων; Γιατί και αν ακόμα το παρόν είναι ευχάριστο, ωστόσο δεν είναι αιώνιο· όμως το οδυνηρό αυτού είναι αιώνιο και ασυγχώρητο. Ποια λοιπόν απολογία θα έχουν εκείνοι που καταξιώθηκαν να λάβουν το άγιο Πνεύμα και να απολαύσουν τόση μεγάλη δωρεά, όταν μετά από όλα αυτά και προσηλώνονται στη γη και απορροφώνται από τα γήινα; Καθόσον ακούω πολλούς που λέγουν αυτά τα άξια για γέλια λόγια: «δώσε μου τη σημερινή ημέρα που τη ζω σίγουρα τώρα και πάρε εσύ την αυριανή». «Γιατί» , λένε αυτοί οι πολλοί, «αν τα εκεί είναι τέτοια που λέτε εσείς, θα συμβεί τότε ένα και ένα, αν όμως δεν υπάρχει το εκεί, τότε θα είναι δύο έναντι κανενός». Τι πιο απρεπές υπάρχει από αυτά τα λόγια; Τι πιο ανόητο; Εμείς μιλάμε για τον ουρανό και τα απόρρητα εκείνα αγαθά, και εσύ μας παρουσιάζεις τα των ιπποδρομίων, και δεν ντρέπεσαι ούτε πας να κρυφθείς από ντροπή λέγοντας τέτοια λόγια, που είναι λόγια των παραφρόνων; Δεν κοκκινίζεις από ντροπή με το να είσαι τόσο πολύ προσηλωμένος στα παρόντα; Δε θα σταματήσεις να παραφρονείς και να μωρολογείς, λέγοντας ανοησίες και στη νεότητά σου; Και το να τα λέγουν αυτά οι Έλληνες, δεν είναι καθόλου θαυμαστό, το να λέγουν όμως πιστοί άνθρωποι τέτοιες ανοησίες, ποια συγνώμη έχει αυτό; Έχεις δηλαδή εξ ολοκλήρου υποψίες για τις αθάνατες εκείνες ελπίδες; Εξ ολοκλήρου νομίζεις ότι αυτά είναι αμφίβολα; Και πώς αυτά θα είναι άξια συγνώμης; «Και ποιος», λένε, «ήρθε και μας είπε τα εκεί;». Από τους ανθρώπους βέβαια κανένας, αλλά αυτά τα είπε ο Θεός, που είναι ο πιο αξιόπιστος από όλους. Αλλά δε βλέπεις τα εκεί; Ούτε τον Θεό βλέπεις· άραγε λοιπόν δε θα πιστέψεις ότι υπάρχει Θεός, επειδή δεν Τον βλέπεις; «Το πιστεύω», απαντάει, «και μάλιστα υπερβολικά».

Αν λοιπόν σε ερωτήσει κάποιος από τους άπιστους «και ποιος ήρθε από τον ουρανό και είπε αυτά;», τι θα του πεις; Από πού το γνωρίζεις ότι υπάρχει Θεός; «Από τα όσα βλέπονται», λέγει, «από την ευταξία που υπάρχει σε όλη την κτίση, από το ότι αυτό είναι φανερό σε όλους». Λοιπόν έτσι να δέχεσαι και τον λόγο περί κρίσεως. «Πώς;», λέγει. Θα ερωτήσω εσένα και εσύ απάντησέ μου. Δίκαιος είναι αυτός ο Θεός και απονέμει στον καθένα εκείνο που του αξίζει· ή μήπως το αντίθετο θέλει, οι άδικοι δηλαδή να ευημερούν και να ζουν απολαυστική ζωή, ενώ οι καλοί να απολαμβάνουν τα αντίθετα; «Καθόλου», θα απαντούσε ο υποθετικός μας συνομιλητής· «γιατί ότι ούτε άνθρωπος θα το δεχόταν αυτό». Πού λοιπόν θα απολαύσουν τα αγαθά εκείνοι που εδώ έπραξαν τα καλά έργα; Πού οι κακοί θα υποστούν τα αντίθετα, εάν πρόκειται να μην υπάρξει κάποια ζωή και ανταπόδοση μετά από αυτά; Βλέπεις ότι τώρα έχουμε ένα έναντι ενός, και όχι δύο έναντι ενός;

Αλλά εγώ προχωρώντας θα σου δείξω, ότι θα συμβεί στους δικαίους όχι ένα έναντι ενός, αλλά δύο εναντίον ενός, ενώ στους αμαρτωλούς και σε εκείνους που κάνουν απολαυστική ζωή εδώ εντελώς το αντίθετο. Γιατί εκείνοι πού έζησαν απολαυστικά εδώ δεν έλαβαν ούτε ένα έναντι ενός, ενώ εκείνοι που ζουν ενάρετη έλαβαν δύο έναντι ενός. Γιατί ποιοι έζησαν με άνεση, εκείνοι που δεν έκαναν καλή χρήση αυτής της ζωής ή οι ενάρετοι; Εσύ βέβαια ίσως πεις εκείνους, εγώ όμως σου δείχνω αυτούς, επικαλούμενος μάρτυρες εκείνους τους ίδιους που απήλαυσαν τα παρόντα, και δε θα δυσανασχετήσουν για εκείνα που πρόκειται να πω. Καθόσον πολλές φορές καταράστηκαν και τις προξενήτρες και την ημέρα, κατά την οποία ετοιμάστηκε το νυφικό δωμάτιο, μακάρισαν τους άγαμους. Πολλοί από τους νέους, ενώ βρίσκονταν στα πρόθυρα του γάμου, για τίποτε άλλο δεν παρατήθηκαν, παρά εξαιτίας τη δυσκολίας τους πράγματος. Και τα λέγω αυτά, όχι για να κατηγορήσω το γάμο (γιατί είναι τίμιος) αλλά εκείνους που χρησιμοποιούν αυτόν κακώς. Εάν εκείνοι που σύναψαν γάμο πολλές φορές θεώρησαν αβίωτο το βίο, τι θα μπορούσαμε να πούμε για εκείνους που ρίχτηκαν στα πύρινα βάραθρα και βρέθηκαν σε κατάσταση δουλικότερη και αθλιότερη παντός αιχμαλώτου; Τι για εκείνους που κατασάπησαν μέσα στις απολαύσεις και περιέβαλαν με αμέτρητα νοσήματα το σώμα;

Αλλά το να ζει κανείς με δόξα είναι ευχάριστο. Κι όμως τίποτε δεν υπάρχει χειρότερο από αυτή τη δουλεία· καθόσον ο ματαιόδοξος και εκείνος που θέλει να αρέσει στους τυχόντες, είναι πολύ πιο δουλικότερος από οποιονδήποτε δούλο, ενώ εκείνος που περιφρόνησε τη δόξα, εκείνος που δε φροντίζει για τη δόξα εκ μέρους των άλλων είναι ανώτερος από όλους. Όμως το να έχεις χρήματα, είναι πολύ αγαπητό. Αλλά πολλές φορές αποδείξαμε ότι σε μεγαλύτερο πλούτο και άνεση βρίσκονται πολύ περισσότερο εκείνοι που είναι απαλλαγμένοι από αυτά και δεν έχουν τίποτε. Αλλά το αν μεθάει κανείς είναι ευχάριστο. Και ποιος θα μπορούσε να το πει αυτό; Λοιπόν, εάν το να μην έχεις πλούτο είναι πιο ευχάριστο από το να έχεις πλούτο, και η αγαμία καλύτερη από τον γάμο, και η έλλειψη ματαιοδοξίας καλύτερη από τη ματαιοδοξία, και η μία απολαυστική ζωή από τη γεμάτη απολαύσεις ζωή, και ως προς αυτό το περισσότερο το έχουνε εκείνοι που δεν είναι προσηλωμένοι στα παρόντα.

Και δε λέγω βέβαια ακόμα ότι εκείνος, και αν ακόμα υφίσταται αμέτρητα βάσανα, έχει την καλή ελπίδα που τον στηρίζει, ενώ αυτός και αν ακόμα απολαμβάνει αμέτρητες απολαύσεις, έχει τον φόβο το μελλοντικό που ταράσσει την ηδονή του και του προξενεί σύγχυση. Καθόσον και αυτός δεν είναι μικρός τρόπος τιμωρίας, όπως βέβαια ο αντίθετος είναι τρυφής και ανέσεως. Υπάρχει και τρίτος τρόπος μαζί με αυτούς. Και ποιος είναι αυτός; Ότι τα της απολαυστικής και κοσμικής ζωής, ούτε όταν υπάρχουν φαίνονται, ελεγχόμενα και από τη φύση και από τον χρόνο , ενώ εκείνα όχι μόνο υπάρχουν, αλλά και παραμένουν ακίνητα. Βλέπεις ότι όχι μόνο δύο έναντι κανενός, αλλά και τρία και πέντε και δέκα και είκοσι και άπειρα έναντι μηδενός θα μπορέσουμε να αναφέρουμε; Και για να το καταλάβεις αυτό με παράδειγμα, θυμήσου τον πλούσιο και τον Λάζαρο, από τους οποίους ο ένας απόλαυσε τα παρόντα, ενώ ο άλλος τα μέλλοντα. Άραγε λοιπόν έχεις την εντύπωση ότι είναι ένα προς ένα το να τιμωρείται κανείς όλο το χρόνο, και το να πεινάει ένα σύντομο χρόνο; Το να υποφέρει σε φθαρτό σώμα από κάποιο νόσημα, και το να κατακαίεται φοβερά σε αθάνατο σώμα; Το να στεφανώνεται και να απολαμβάνει αθάνατη την ηδονή μετά τη σύντομη εκείνη αρρώστια, και το να βασανίζεται απέραντα μετά τη σύντομη εκείνη αρρώστια, και το να βασανίζεται απέραντα μετά τη σύντομη απόλαυση των παρόντων; Και ποιος θα μπορούσε να τα πει αυτά; Γιατί τι θέλεις να αναφέρουμε; Την ποσότητα, την ποιότητα, την τάξη του Θεού, την απόφαση για τον καθένα; Μέχρι πότε θα λέτε τα λόγια των σκαθαριών, που διαρκώς κυλιούνται μέσα στο βούρκο; Γιατί αυτά δεν είναι λόγια λογικών ανθρώπων, το να προδίδουν αντί μηδενός την τόσης τιμής ψυχή, ενώ μπορούν έναντι μικρού κόπου να κερδίσουν τον ουρανό.

Θέλεις και με άλλο τρόπο να σε διδάξω, ότι υπάρχει εκεί κριτήριο φοβερό; Άνοιξε τις πόρτες της συνειδήσεώς σου και πρόσεχε τον δικαστή που κάθεται στη διάνοιά σου. Εάν εσύ κατακρίνεις τον εαυτό σου, αν και βέβαια είσαι φίλαυτος, και δε θα καταδεχόσουν να μην εκφέρεις δίκαια την κρίση, δε θα δείξει πολύ περισσότερο ο Θεός μεγαλύτερη φροντίδα για τον δίκαιο, και θα εκφέρει την αμερόληπτη για όλους απόφαση, αλλά θα αφήσει τα πάντα να οδηγούνται στην τύχη εδώ και εκεί; Και ποιος θα μπορούσε να τα πει αυτά; Δεν υπάρχει κανένας, αλλά και οι Έλληνες και οι βάρβαροι, και οι ποιητές και φιλόσοφοι, και κάθε ανθρώπινο έθνος συμφωνούν σε αυτά με εμάς, αν και όχι όμοια, και λέγουν ότι υπάρχουν κάποια δικαστήρια στον άδη· τόσο φανερό και παραδεκτό από όλους είναι το πράγμα.

«Και για ποιο λόγο», θα ρωτούσε κανείς, «δεν τιμωρεί εδώ ο Θεός, στην παρούσα ζωή;». Για να δείξει τη μακροθυμία Του και να μην αφήσει τότε να αρπαχθεί αιχμάλωτο τον ανθρώπινο γένος, καθώς και εκείνους που μπορούν να σωθούν με την άριστη μετάνοια να μην τους στερήσει τη σωτηρία. Γιατί εάν τιμωρούσε αμέσως σύμφωνα με τα αμαρτήματα και οδηγούσε στην καταδίκη, πώς θα ήταν δυνατό να σωθεί ο Παύλος, πώς ο Πέτρος, ο κορυφαίος δάσκαλος της οικουμένης; Πώς θα μπορούσε ο Δαβίδ να καρπωθεί την από τη μετάνοια πηγάζουσα σωτηρία; Πώς οι Γαλάτες; Πώς άλλοι περισσότεροι; Γι’ αυτό βέβαια ούτε και τιμωρεί όλους εδώ, αλλά μερικούς μόνο από όλους, ούτε εκεί όλους, αλλά τον ένα εδώ και τον άλλο εκεί, για να διεγείρει και τους υπερβολικά αναίσθητους με εκείνους που τιμωρεί, κα να τους κάνει να περιμένουν ανυπόμονα τα μέλλοντα με εκείνους που δεν τιμωρεί. Ή δε βλέπεις εδώ που τιμωρούνται πολλοί, όπως εκείνοι που καταπλακώθηκαν από τον πύργο, όπως εκείνοι, το αίμα των οποίων ανέμιξε ο Πιλάτος με τις θυσίες, όπως εκείνοι από τους Κορινθίους που πέθαναν με πρόωρο θάνατο, επειδή έλαβαν μέρος στα μυστήρια ανάξια, όπως ο Φαραώ, όπως εκείνοι από τους Ιουδαίους που κατασφάχθηκαν από τους βαρβάρους, όπως πολλοί άλλοι, κα τότε και τώρα και συνέχεια; Και άλλοι πάλι, που διέπραξαν πολλά αμαρτήματα, έφυγαν από την εδώ ζωή χωρίς να τιμωρηθούν, όπως ο πλούσιος που έδειχνε διαρκώς ασπλαχνία απέναντι στο φτωχό Λάζαρο, όπως και πολλοί άλλοι επίσης.

Και αυτά τα κάνει και για να διεγείρει εκείνους που δεν πιστεύουν στα μέλλοντα, και για να καταστήσει σπουδαιότερους εκείνους που πιστεύουν και είναι αδιάφοροι. Γιατί ο Θεός είναι κριτής δίκαιος και ισχυρός και μακρόθυμος, και δεν εκδηλώνει καθημερινά την οργή Του. Αν όμως δε χρησιμοποιήσουμε σωστά τη μακροθυμία, αλλά θα επιφέρει αμέσως την τιμωρία. Μη λοιπόν, για να νιώσουμε μία στιγμή μόνο την ηδονή(γιατί αυτό είναι η παρούσα ζωή) επισύρουμε επάνω μας τιμωρία άπειρων αιώνων, αλλά ας πονέσουμε για μια στιγμή, για να στεφανωθούμε αιώνια. Δε βλέπετε ότι και στα κοσμικά πράγματα το ίδιο κάνουν οι περισσότεροι από τους ανθρώπους, και προτιμούν τον λίγο κόπο, προς χάρη της μακρόχρονης αναπαύσεως, αν και το αντίθετο συμβαίνει σε αυτούς; Γιατί εδώ υπάρχει ισομοιρία και κόπων και κέρδους· πολλές φορές όμως το αντίθετο, ο κόπος είναι άπειρος, ενώ ο καρπός λίγος· ή πολλές φορές προς το τέλος της ελπίδας αυτής δεν απολαμβάνει τον καρπό των πολλών κόπων του. Ο κυβερνήτης πάλι και ο στρατιώτης μέχρι το τέλος της ζωής ζει με τους πολέμους και τους κόπους, και πολλές φορές ο καθένας από αυτούς έφυγε από τη ζωή ο ένας χάνοντας τον πλούτο των φορτίων, ενώ ο άλλος μαζί με την νίκη και τη ζωή του. Ποια λοιπόν απολογία θα έχουμε, πες μας, όταν στα κοσμικά βέβαια πράγματα προτιμάμε τα επίπονα, για να νιώσουμε έστω και λίγο άνεση, ή ούτε για λίγο (καθόσον δεν είναι φανερή η ελπίδα), ενώ στα πνευματικά κάνουμε το αντίθετο από αυτό, και επισύρουμε εναντίον μας απερίγραπτη τιμωρία εξαιτίας της μικρής αδιαφορίας;

Γι’ αυτό παρακαλώ όλους σας έστω λοιπόν και αργά να συνέλθουμε κάποτε από την παραφροσύνη αυτή. Γιατί κανένας δε θα μας σώσει εκείνον τον καιρό, ούτε αδελφός, ούτε πατέρας, ούτε υιός, ούτε φίλος, ούτε γείτονας, ούτε άλλος κανένας, αλλά αν προδοθούμε από τα έργα, όλοι θα φύγουν και θα χαθούν και θα χαθούμε και εμείς οπωσδήποτε. Σε πόσους θρήνους ξέσπασε εκείνος ο πλούσιος, και τον πατριάρχη παρακάλεσε, και τον Λάζαρο ζήτησε να σταλεί; Αλλά άκουσε τι έλεγε προς αυτόν ο Αβραάμ: «κα π πσι τούτοις μεταξ μν κα μν χάσμα μέγα στήρικται, πως ο θέλοντες διαβναι νθεν πρς μς μ δύνωνται, μηδ ο κεθεν πρς μς διαπερσιν(:Και επιπλέον μεταξύ του τόπου, που είμαστε εμείς, και του τόπου που είστε εσείς, έχει στηριχτεί μέγα και ανυπέρβλητο χάσμα, ώστε εκείνοι που θέλουν να περάσουν από εδώ σε σας να μην μπορούν ούτε και αυτοί, που είναι στο μέρος σας να μην μπορούν να περάσουν προς εμάς. [Λουκά 16,26]». Πόσο παρακάλεσαν οι παρθένες εκείνες τις συνομήλικές τους για λίγο λάδι; Αλλά άκουσε και εκείνες τι λέγουν: «μήποτε οκ ρκέσει μν κα μν· πορεύεσθε δ μλλον πρς τος πωλοντας κα γοράσατε αυτας(:δεν μπορούμε να σας δώσουμε, διότι φοβόμαστε, μήπως δεν φτάσει για μας και για σας· πηγαίνετε καλύτερα σε αυτούς που πουλούν και αγοράστε για λογαριασμό σας”)» [Ματθ.25,9] και κανένας δεν μπόρεσε να τις οδηγήσει μέσα στον νυμφώνα.

Σκεπτόμενοι λοιπόν αυτά και εμείς ας φροντίζουμε τη ζωή μας. Γιατί όσους κόπους και αν πεις, και όσες τιμωρίες και αν αναφέρεις, τίποτε δε θα είναι όλα αυτά μπροστά στα μελλοντικά αγαθά. Ανάφερε, λοιπόν, εάν θέλεις, φωτιά και σίδερο και θηρία και αν υπάρχει κάτι άλλο φοβερότερο από αυτά· αλλά όμως αυτά ούτε σκιά δεν είναι μπροστά σε εκείνα τα βασανιστήρια. Γιατί αυτά όταν πέσουν επάνω μας με σφοδρότητα, τότε προπάντων γίνονται ελαφρά, παρέχοντας γρήγορα την απαλλαγή, αφού το σώμα δεν αντέχει και στη σφοδρότητα και στο μήκος της τιμωρίας· εκεί όμως δε συμβαίνει το ίδιο, αλλά συνυπάρχουν και τα δύο, και η παράταση και η υπερβολή, τόσο στα καλά, όσο και στα λυπηρά.

Όσο λοιπόν είναι καιρός, ας σπεύσουμε κοντά Του, εξομολογούμενοι τις αμαρτίες μας, για να Τον δούμε τότε ήμερο και γαλήνιο, για να αποφύγουμε τις τιμωρητικές εκείνες δυνάμεις. Δε βλέπεις τους εδώ στρατιώτες που υπηρετούν τους άρχοντες, πώς σύρουν, πώς δένουν, πώς μαστιγώνουν, πώς ξεσχίζουν τις πλευρές, πώς προσθέτουν λαμπάδες στα βάσανα, πώς θανατώνουν; Αλλά όλα αυτά είναι παιχνίδι και γέλωτας μπροστά σε εκείνες τις τιμωρίες. Γιατί αυτές οι τιμωρίες είναι πρόσκαιρες, ενώ εκεί ούτε το σκουλήκι πεθαίνει, ούτε η φωτιά σβήνει· γιατί το σώμα είναι άφθαρτο. Αλλά εύχομαι να μη συμβεί να τα γνωρίσουμε στην πράξη, αλλά να περιοριστούν τα φοβερά μόνο μέχρι τα λόγια, ούτε και να παραδοθούμε σε εκείνους τους βασανιστές, αλλά να σωφρονιστούμε εδώ. Πόσα τότε θα πούμε, κατηγορώντας τον εαυτό μας; Πόσο θα θρηνήσουμε; Πόσο θα κλάψουμε; Αλλά κανένα όφελος τότε· γιατί ούτε οι ναύτες, όταν το πλοίο διαλυθεί και καταβυθισθεί, θα μπορούσαν να ωφεληθούν τότε σε κάτι· ούτε οι γιατροί, όταν ο ασθενής πεθάνει· αλλά βέβαια θα πουν πολλές φορές «αυτό και αυτό έπρεπε να κάνουμε»· αλλά όλα άδικα και χωρίς κανένα όφελος. Όσο λοιπόν μένουν ακόμα ελπίδες από τη διόρθωση πρέπει και να τα λέμε όλα και να τα κάνουμε, όταν όμως δεν είμαστε κύριοι μηδενός, αφού έχει χαθεί το παν, άσκοπα και λέγονται όλα και γίνονται. Γιατί και οι Ιουδαίοι θα πουν τότε: «σαννά, ελογημένος ρχόμενος ν νόματι Κυρίου, βασιλες το σραήλ(:ευλογημένος και δοξασμένος να είναι αυτός που έρχεται απεσταλμένος από τον Κύριο ως αντιπρόσωπός Του. Αυτός είναι ο ένδοξος βασιλιάς του Ισραήλ, που τόσον καιρό περιμέναμε [Ιω.12,13], αλλά δε θα μπορέσουν να αποκομίσουν καμία ωφέλεια από τα λόγια εκείνα στο να αποφύγουν την τιμωρία· γιατί όταν έπρεπε να τα πουν, δεν τα είπαν.

Για να μην το πάθουμε λοιπόν αυτό και εμείς στη ζωή εκείνη, ας μετανοήσουμε όσο είμαστε εδώ, για να παρουσιαστούμε στο βήμα του Χριστού με κάθε παρρησία, την οποία εύχομαι όλοι μας να επιτύχουμε, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίο στον Πατέρα και συγχρόνως στο Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα και η τιμή και η προσκύνηση, τώρα και πάντοτε και στους ατελεύτητους αιώνες. Αμήν.

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ii-ad-corinthios.pdf

  • Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην Β΄Προς Κορινθίους επιστολή, ομιλία Θ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1979, τόμος 19, σελίδες 261-275 .

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

  • Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

  • Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

πηγή:ἠλεκτρονικό ταχυδρομεῖο