f3

 ΟΜΙΛΙΑ ΚΕ΄

 ΓέροντοςἘφραίμ Φιλοθεΐτου

Ὅπως καί ἄλλοτε, ἔτσι καί σήμερα θά σᾶς πῶ ὡρισμένα πράγματα ἀπό τήν ζωή τοῦ μακαριστοῦ Γέροντός μου καί κυρίως γιά τήν πρακτική μέθοδο τῆς προσευχῆς, κατά τόν τρόπο πού τήν ἐβίωνε ὁ Γέοντας καί μᾶς τήν ἐδίδαξε.

 Τό τυπικό μας τότε, ὅταν ἤμασταν στήν ἔρημο, ἦταν τό βασίλευμα τοῦ ἡλίου νά σηκωνόμαστε ἀπό τόν ὕπνο καί νά μπαίνουμε στήν προσευχή, ἀφοῦ προηγουμένως παίρναμε ἕνα καφέ, μόνο καί μόνο γιά νά μᾶς βοηθήση στήν ἀγρυπνία. Μετά ἀπό τόν καφέ πηγαίναμε ὁ καθένας στό κελί του, καί ἐκεῖ, κατά τόν τρόπο καί τήν μέθοδο τοῦ Γέροντος, μπαίναμε στήν προσευχή καί στήν ἀγρυπνία.

 Μᾶς ἔλεγε ὁ Γέροντας: Ἀφοῦ σηκωθῆς ἀπό τόν ὕπνο, ὁ νοῦς εἶναι ξεκούραστος, καθαρός καί ἐφ᾿ ὅσον εἶναι σέ μιά τέτοια κατάστασι καθαρότητος καί ἡσυχίας, εἶναι ὅ,τι πρέπει, γιά νά τοῦ δώσης σάν πρώτη πνευματική ὕλη, τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Κάθισε στό σκαμνάκι σου καί πρίν ξεκινήσης νά πῆς τήν προσευχή· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με», γιά λίγα λεπτά προηγουμένως, σκέψου, συλλογίσου τόν θάνατο, ὅτι εἶναι ἡ τελευταία σου νύχτα, ὅτι μετά ἀπό τίς ὧρες τῆς προσευχῆς θά φύγης γιά τόν ἄλλον κόσμο, ὅτι στήν ὥρα ἐκείνη τῆς ἐξόδου θά ἔλθουν καί οἱ ἄγγελοι καί οἱ δαίμονες.Θά σοῦ παρουσιάσουν τά ἔργα, τά ὁποῖα ἔπραξες σέ ὅλη σου τήν ζωή, ὅποια κι ἄν εἶναι αὐτά. Θά προσπαθήσουν οἱ δαίμονες νά σέ ἀπελπίσουν, ὅτι σύμφωνα μέ τά ἔργα σου, τά ὁποῖα θά λένε ὅτι δέν εἶναι καθόλου καλά, δέν ὑπάρχει γιά σένα σωτηρία. Οἱ ἄγγελοι πάλι θά ἀντιλέγουν· θά παρουσιάζουν τήν καλή πλευρά σου, τά ἔργα ἐκεῖνα πού ἦταν κατά Θεόν εἰργασμένα, καί θά γίνεται ἐκεῖ ἕνα πρόχειρο δικαστήριο, ἕνα πρωτοδικεῖο καί ἀνάλογα μέ ὅ,τι ἐκεῖ θά γίνη, ἡ ψυχή θά ἀναχωρήση γιά τήν σνάντησι τοῦ Κρίτου. Καί πρίν φθάση ἡ ψυχή νά γονατίση ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ Κριτοῦ, θά περάση ἀπό τά ἐναέρια τελώνια, δηλαδή ἀπό τούς διαφόρους σταθμούς πού ἔχουν σταθμεύσει διάφορα στίφη δαιμόνων, καί τό κάθε ἕνα τελώνιο ἔχει νά διεκδικήση καί ὡρισμένα ἁμαρτήματα. Ἡ ψυχή θά περάση αὐτά τά τελώνια καί ἐάν μέν τήν ἀφήσουν, θά φθάση μέχρι τόν Κριτή. Ἐάν ὄχι, τότε ἐκεῖ πού θά σταματήση, ἀπό ἐκεῖ θά παραστῆ ὡς ἔνοχη καί ὑπεύθυνη, κι ἀπό κεῖ καί πέρα θά τήν κατεβάσουν, κατά τήν Πατερική ἄποψι, κάτω στήν κόλασι. Μία θεωρία εἶναι αὐτή. Μᾶς ἔλεγε γιά λίγο χρόνο νά σκεπτώμεθα αὐτά, πρίν ξεκινήσουμε νά ποῦμε τήν εὐχή καρδιακῶς.

 Ὑπάρχει κι ἄλλη βέβαια θεωρία γύρω ἀπό τά ἁμαρτήματα, γύρω ἀπό τήν Δευτέρα Παρουσία καί διάφορες ἄλλες ὠφέλιμες μελέτες, πρίν ξεκινήσουμε τήν προσευχή. Ὅλα αὐτά θά τά μελετήσουμε χωρίς εἰκόνες καί φαντασίες. Αὐτή ἡ πρόχειρη μελέτη θά δημιουργήση ἕνα πένθος στήν ψυχή, μία κατάνυξι καί θά τήν προπαρασκευάση κατά τέτοιον τρόπο, ὥστε νά ἀρχίση τήν προσευχή χωρίς μετεωρισμό, μέ μία διάθεσι πνευματική. Κι ἀφοῦ ἔλθη ἡ ψυχή σέ πένθιμη καί κατανυκτική κατάστασι, τότε στρέφει τόν νοῦ πρός τό μέρος τῆς καρδιᾶς.

 Ἀλλά γιά περισσότερη εὐκολία ὁ νοῦς νά τοποθετηθῆ ἐκεῖ, ἀπό ὅπου ἀρχίζει νά ἀναπνέη ὁ ἄνθρωπος, ἐκεῖ πού μπαίνει ὁ ἀέρας πρός τήν καρδιά, πρός τούς πνεύμονες. Ἐκεῖ παίρνοντας ἀναπνοή, νά συνεισέρχεται πρός τήν καρδιά καί ὁ νοῦς. Κι ἐκεῖ πού θά σταματήση ἡ ἀναπνοή, ἐκεῖ στερέωσε καί τόν νοῦ σου. Καί ἀφοῦ βρῆς μέ τόν τρόπον αὐτό, τήν θέσι τῆς καρδιᾶς, δῶσε στόν ἐνδιάθετο λόγο τήν προσευχή, ἀναπνέοντας πάλι τήν ἴδια προσευχή. Ὁ νοῦς νά στέκεται στόν χῶρο, στόν τόπο τῆς καρδιᾶς ἀμετεώριστα, χωρίς εἰκόνες· φερ᾿ εἰπεῖν, νά φανταζώμεθα τόν Χριστόν ἤ τήν Παναγία μας κ.ἄ. Ὁ νοῦς νά προσέχη νά μή δεχθῆ εἰκόνες, νά ἔχη δώσει στόν ἐνδιάθετο λόγο τήν προσευχή καί νά βρίσκεται τοποθετημένος στόν χῶρο τῆς καρδιᾶς μέ μιά ἀγαπητική διάθεσι πρός τόν Χριστό, τόν Ὁποῖο μνημονεύει διά τῆς προσευχῆς. Αὐτή ἡ μέθοδος εἶναι πρακτική.

 Ἀπό τήν πρᾶξι ἀναβαίνει ὁ κατά μόνας προσευχόμενος ἄνθρωπος στήν θεωρία. Ἑπομένως ἐδῶ, ἀπό τήν πρακτική μέθοδο, ἀναγόμεθα, προχωροῦμε, φθάνουμε, ἐγγίζουμε τόν Θεό διά τῆς θεωρίας. Ἐάν ὅμως ὁ νοῦς δέν καθαρισθῆ διά τῆς προσευχῆς μέ τήν μέθοδο αὐτή, δέν ἀποκτᾶ τήν δυνατότητα νά πλησιάση, νά ἐγγίση, νά νοιώση τόν Χριστό διά τῆς θεωρίας.

 Ὁ διάβολος μισεῖ τήν προσευχή κατά τρόπον ἀπαίσιο, κατά τρόπο μανιακό καί δέν ἀφήνει τόν ἄνθρωπο νά προσευχηθῆ ἔτσι, ὅπως μᾶς δίδαξαν οἱ Πατέρες. Λαμβάνει κι αὐτός ὅλα τά μέτρα. Προετοιμάζεται μέ κάθε τρόπο νά ἀντιμετωπίση αὐτό τό πνευματικό ὀχυρό πού κατασκευάζει ὁ στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ γιά νά τόν πολεμήση. Ἑπομένως πρέπει ἀναλόγως κι αὐτός ὁ στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ νά λάβη προσεκτικά ὅλα τά μέτρα, γιά νά τό κατασκευάση ἔτσι, ὥστε νά μήν τόν ἐμποδίση ὁ «ἄλλος».

 Λοιπόν,ὅλη ἡ προσοχή πρέπει νά δοθῆ στό νοῦ. Ὁ νοῦς εἶναι ὁ κυβερνήτης, εἶναι ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς, τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ νοῦς μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀνθρώπινη προσπάθεια πρέπει νά καταστῆ πολύ προσεκτικός, ὥστε ἡ μέθοδος νά ἐφαρμοσθῆ μέ ὅλους τούς Πατερικούς κανόνες, γιά νά ἐπιτύχη τό ἀποτέλεσμα.

 Προσοχή ἀπό τήν στιγμή πού θά ξυπνήση ἀπό τόν ὕπνο ὁ ἄνθρωπος. Ἐπειδή εἴπαμε ὅτι ὁ διάβολος παρακολουθεῖ καί γνωρίζει καλά τόν σκοπό ὅτι «θά σηκωθῆ γιά προσευχή», κι αὐτός εἶναι προηγουμένως ἑτοιμός καί «σηκωμένος», γιά νά τό ποῦμε ἔτσι. Μόλις σηκωθῶ, θά μοῦ βάλη λογισμούς· θά μοῦ φέρη εἰκόνες ἀπό τά διάφορα πράγματα τῆς ζωῆς, ὥστε νά μοῦ δώση τήν πρώτη δόσι, γιά νά ἀρχίση ὁ νοῦς νά θολώνη ἀπό εἰκόνες, νά μήν εἶναι πέρα γιά πέρα καθαρός, γιά νά καθίση νά ξεκινήση αὐτήν τήν πρακτική μέθοδο τῆς προσευχῆς. Γι᾿ αὐτό χρειάζεται μόλις ἀνοίξουν τά μάτια μας, τήν ὥρα πού θά ξυπνήσουμε, ἀμέσως τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον με» μέ τό στόμα, πολύ σιγανά, ὥστε νά προκαταλάβουμε τόν διάβολο νά μή μᾶς βάλη αὐτός τήν δική του προσευχή, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ὅλη κακία του. Καί ἀφοῦ ἀρχίσουμε σιγά – σιγά καί ἁπαλά «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον με» ἀμέσως πηγαίνουμε, νίπτουμε τό πρόσωπο –δροσίζεται, ξεκουράζεται ὁ νοῦς καί ξυπνάει– βάζουμε κάτι στό στόμα γιά ἐνίσχυσι, λίγο νεράκι ἤ κάτι ἄλλο κι ἀμέσως προσεκτικά λέμε τό Τρισάγιο καί τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, τήν δόξα τῆς Ὀρθοδοξίας.

 Πρίν κάνουμε τίποτε ἄλλο, ἀμέσως κάθισμα στό σκαμνάκι καί ἀρχίζουμε τήν μελέτη τῆς ἀναχωρήσεως. «Ποῖον ἀγῶνα ἔχει ψυχή χωριζόμενη τοῦ σώματος!» πόσον δακρύει ἡ ψυχή τότε σκεπτομένη ὅτι μετά τήν ἔξοδον τήν περιμένει τό Κριτήριον τοῦ Θεοῦ καί ποία ἡ προετοιμασία της; Βέβαια αὐτά καί τά ὑπόλοιπα δέν πρέπει νά δημιουργήσουν εἰκόνες, ἀλλά μόνον λόγια καί ὁ νοῦς νά παρακολουθῆ τήν ἔννοια αὐτῶν τῶν σκέψεων. Καί ἀφοῦ σέ λίγα λεπτά ἔλθη μία κατανυκτική, πενθική κατάστασις, κατόπιν ἀμέσως νά ἀρχίση ἡ τοποθέτησις ἐπί τῆς μεθόδου τῆς προσευχῆς.

 Ὁ νοῦς νά διώξη κάθε μελέτη καί σκέψι καί νά ὁδηγήση τόν ἑαυτό του, ἐκεῖ πού θά ἀρχίση ἡ ἀναπνοή, ἡ συγκρατημένη ἀναπνοή –ὄχι κατά φυσιολογικόν τρόπον– ἀλλά κάπως συγκρατημένα. Ἔτσι μέ τήν εἰσπνοή καί τό σπρώξιμο του πρός τήν καρδιά, νά λέμε μία φορά τήν προσευχή ἐκπνέοντας τόν ἀέρα. Ὁ νοῦς θά μένη στήν καρδιά καί θά λέμε καί πάλι μία εὐχή. Εἰσπνέοντας καί ἐκπνέοντας τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ὁ νοῦς θά στέκη προσεκτικώτατος! Θά κρατάη τόν ἑαυτόν του στήν καρδιά, μέ τά μάτια ἀνοιχτά, μήν τυχόν παρουσιασθῆ καμμία εἰκόνα.

 Ἀδολεσχώντας ἔτσι μ᾿ αὐτήν τήν μέθοδο, ὅση ὥρα δώση ὁ Θεός, ἄς ποῦμε ὅτι δεχθήκαμε μία εὐλογία ἀπό τόν Θεό. Ἐννοεῖται ὅτι ἐάν ὁ νοῦς στάθηκε, εἶπε τήν προσευχή ἀπταίστως, ἔδωσε τήν πρώτη μάχη καί ἀπομάκρυνε τίς εἰκόνες, καί ἡ προσευχή ἔγινε τακτικά, ἔγινε μέ τόν ρυθμό αὐτόν τόν πρακτικό. Στήν συνέχεια ὁ νοῦς ἀπέκτησε καθαρότητα, δηλαδή ἔνοιωσε εἰρήνη, γαλήνη, ἠρεμία, ἐλάφρωσι, ἔνοιωσε κάτι νά τόν ἕλκη πρός τά ἐπάνω. Ποῦ; Στήν συνάντησι τοῦ Θεοῦ! Ἕνας πνευματικός μαγνήτης τοῦ γίνεται καί τόν τραβάει πρός τά ἐπάνω, στήν ἰδιαίτερη ἐπαφή μέ τόν Θεό.

 Καί ὅταν γίνη κάτι τέτοιο, τότε εἶναι ὅπως συναντῶνται δύο πρόσωπα πού ἔχουν χωρισθῆ πολλά χρόνια καί σέ δύο διαφορετικές ἠπείρους· καί στήν συνάντησι αὐτή, ἀπό τήν ἀγάπη πού ἔχουν, καταλήγουν σέ δάκρυα πολλά, σέ μιά ἐκδήλωσι πού φανερώνει τήν ἀγάπη καί τό «λειώσιμο» τῆς καρδιᾶς. Ἔτσι ἀκριβῶς κι ὅταν ἡ ψυχή, ὁ νοῦς ἔλθη σέ συνάντησι τοῦ Θεοῦ, τό ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς συναντήσεως καί τῆς ἑνώσεως εἶναι τά δάκρυα πού τρέχουν καί τό ὅτι δέν μπορεῖ ὁ νοῦς νά ἐκφράση μέ λόγια τό τί νοιώθει ἐκείνη τήν στιγμή ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Καί αὐτή ἡ πρώτη ἐπαφή μέ τόν Θεό εἶναι καρπός αὐτῆς τῆς μεθόδου, αὐτοῦ τοῦ τρόπου τῆς προσευχῆς.

 Θά γυρίσουμε τώρα λίγο πιό πίσω, γιά νά δοῦμε τί βοηθεῖ σ᾿ αὐτήν τήν μέθοδο καί στήν συνέχεια στήν συνάντησι αὐτήν τήν ἰδιαίτερη μέ τόν Θεό. Ἡ προσευχή ἔχει ἀνάγκη περιεκτικῆς βοηθείας· δηλαδή ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἔχει μία γενική προσοχή στήν ὅλη του πνευματική ζωή. Ἄν εἶναι ὑποτακτικός, κατά πρῶτον ἔχει χρέος νά φυλάξη τήν ὑπακοή του, ὅσο εἶναι δυνατόν κατά τήν στενή ἔννοια. Νά προσέχη σέ ὅλα του, νά ἐφαρμόζη τά ὅσα διδάσκεται ἀπό τόν Γέροντά του καί νά μήν κάμη τίποτα πού νά ἀντικρούη στό θέλημα, στήν ἐπιθυμία καί στήν ζωή τοῦ Γέροντός του. Ἡ ὅλη διδασκαλία τοῦ πνευματικοῦ Γέροντος δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία πρακτική διδασκαλία, μία ἑρμηνεία, μία ἁπλοποίησις τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτό λένε οἱ Πατέρες ὅτι «ὁ προσέχων ἐντολάς πνευματικοῦ Γέροντος ἐφαρμόζει τάς ἐντολάς τοῦ Χριστοῦ».

 Καί στήν συνέχεια ὁ ὑποτακτικός αὐτός νά ἔχη τήν πνευματική βία καθ᾿ ὅλα. Νά μήν ἀγωνίζεται τό βράδυ στήν προσευχή καί κερδίζοντας κάτι νά τό σκορπιζη τήν ἡμέρα μέ τήν ἀργολογία, μέ τήν περιττολογία, μέ τίς διάφορες ἀπροσεξίες γύρω χαλώντας κατά κάποιον τρόπον τήν ὑπακοή. Εἶναι σάν νά ἀρμέγη κανείς μιά ἀγελάδα κι ἀφοῦ μαζέψη τό γάλα μέσα στό δοχεῖο, ἀπό ἀπροσεξία ἀναποδογυρίζει τό δοχεῖο καί τό χύνει. Κι ἑπομένως δέν κέρδισε ἀπολύτως τίποτε μέ τό ἄρμεγμα.

 Ὅταν ἐγώ προσπαθῶ καί θέλω νά ἀγωνισθῶ νά βρῶ τήν προσευχή, γιά νά γίνω πνευματικῶς ἕνας εὐτυχής καί πετυχημένος μοναχός καί ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ἀπροσεκτῶ τήν ἡμέρα κάνοντας ἀργολογία καί φέρνοντας μέσα στό μυαλό μου χίλια δυό πράγματα περιττά, ὕστερα πῶς νά καθίσω ὁ φτωχός στήν προσευχή, πῶς νά μαζέψω τό μυαλό μου! Μά, τόσο ὑλίκο πού ἔβαλα μέσα μου ὅλη τήν ἡμέρα, τί προσευχή νά βρῶ ἐγώ τή νύχτα; Ἔχει πολλά δικαιώματα ὁ διάβολος ἐκείνη τήν ὥρα καί φέρνει τίς εἰκόνες ἐκεῖ ἔντονα· καί ἡ ψυχή ἀδύνατη ὑπάρχουσα ἀπό τήν προηγούμενη ἧττα πού εἶχε πάθει τήν ἡμέρα, δέν μπορεῖ νά ἀνταπεξέλθη μέ τήν δυσκολία τοῦ διαβόλου. Κι ἔτσι μένει ἀκαρποφόρητος ἡ προσευχή καί μετά ἡ ψυχή νοιώθει μιά ξηρασία, ἕνα ἄδειασμα μέσα της. Καί λέει:

 «Μά, γιατί μοῦ συμβαίνη αὐτό, μά γιατί νά μή βρίσκω προσευχή;» «Μά, ἄνθρωπε, ἐφ᾿ ὅσον ἐκεῖ προσκρούεις, παρακρούεις, ραγίζεις!»

 Ἐπιτελεῖται κατά τόν χρόνον ἐκεῖνο τῆς προσευχῆς κάτι σάν μυστήριο. Καί πῶς νά μήν εἶναι μυστήριο; Βλέπουμε λόγια ἀγάπης ἐκεῖ νά ἔρχωνται καί τήν ψυχή νά ἐπικοινωνῆ μυστηριωδῶς, μυστηριακῶς, κατά κάποιον τρόπον θεϊκῶς, μέ τόν Θεό. Βλέπουμε λόγια προσευχῆς καί δέν μποροῦμε νά ἑρμηνεύσουμε τό τί αἰσθάνεται ἡ καρδιά τοῦ πνευματικῶς ἐπιτυχημένου στήν προσευχή ἀνθρώπου. Γι᾿ αὐτό πρέπει νά προσέξουμε τήν προετοιμασία, τήν περιεκτική βοήθεια πού πρέπει νά δώσουμε στόν ἑαυτό μας, στόν νοῦ μας, στήν καρδιά μας, γιά νά πετύχουμε κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς.

 συνεχίζεται…

 Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι

κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Ἀμήν.


Ἀπό τό βιβλίο: τέχνη τῆς σωτηρίας

Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου

Ἔκδοσεις Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου Ἅγιον Ὄρος

Τόμος α΄

  Κεντρική διάθεση:

ΕΚΔΟΣΕΙΣ:«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»