(Μαρκ. ι´ 32-45) Η ταπείνωση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού είναι ένα γεγονός τόσο αξιοθαύμαστο, όσο είναι τα θαύματα κι η Ανάστασή Του. Είναι το θαύμα των θαυμάτων. Φόρεσε το στενόχωρο ανθρώπι­νο σώμα σαν σκλάβος κι έγινε Δούλος των δούλων Του. Γιατί οι άνθρωποι προσπαθούν να φαίνονται πιο σπου­δαίοι και πιο καλοί απ’ ό,τι πραγματικά είναι; Τα χόρ­τα του αγρού δεν το επιδιώκουν αυτό, ούτε τα ψάρια στο νερό ή τα πουλιά στον αέρα. Γιατί τότε οι άνθρω­ποι το θέλουν τόσο πολύ και το προσπαθούν; Επειδή έναν καιρό ήταν πραγματικά πιο σπουδαίοι και πιο κα­λοί απ’ ό,τι είναι σήμερα κι η σκιά της μνήμης αυτής τους πιέζει να υπερβάλουν σε μεγαλοσύνη και καλοσύ­νη. Κινούνται πάνω σ’ ένα νήμα που πότε τεντώνουν και πότε χαλαρώνουν οι δαίμονες. Απ’ όλα τα πράγματα που έχουν να μάθουν οι άνθρω­ποι, η ταπείνωση είναι το πιο δύσκολο. Ο Κύριος Ιησούς επομένως διατύπωσε τη διδασκαλία Του για την ταπείνωση με τον καλλίτερο δυνατό τρόπο, τόσο με το λόγο όσο και με το έργο, με το παράδειγμά Του.Έτσι κανένας δε θα μπορούσε ν’ αμφισβητήσει την ανυπολόγιστη κι αναπόδραστη σπουδαιότητα της ταπείνωσης στο έργο της σωτηρίας του ανθρώπου. Αυτός είναι ο λό­γος που εμφανίστηκε μ’ ένα θνητό ανθρώπινο σώμα, όπως εκείνο που είχε ο Αδάμ μετά την τιμωρία του για την αμαρτία και την πτώση του. Ο αναμάρτητος Κύ­ριος και Δημιουργός των φωτεινών και αστραπόμορφων χερουβίμ, ενδύθηκε τη βαριά και τραχιά στολή ενός καταδικασμένου αμαρτωλού. Δεν είναι από μόνο του αυτό ένα μέγιστο και σαφές μάθημα ταπείνωσης, που πρέπει να μάθει κάθε αμαρτωλός; Ο Κύριος επανέλαβε το μάθημα αυτό με το να γεννηθεί σ’ ένα ποιμενικό σπήλαιο κι όχι σε βασιλικό παλάτι· με το να κάνει συ­ντροφιά με τους φτωχούς και τους περιφρονημένους αμαρτωλούς· με το να πλύνει τα πόδια των μαθητών Του· με το να υποστεί θεληματικά τα πάθη και τελικά να σταυρωθεί· με το να πιει το πικρότερο ποτήρι των βα­σάνων ως την τελευταία σταγόνα.Οι άνθρωποι βρήκαν πως το μάθημα της ταπείνω­σης είναι το δυσκολότερο που θα μπορούσαν να μάθουν και να εγκολπωθούν. Ακόμα κι οι ίδιοι οι μαθητές του Χριστού, που ζούσαν με τον πράο και ταπεινό Κύριο κα­θημερινά, αδυνατούσαν να κατανοήσουν την πραότητά Του και να μιμηθούν την ταπείνωσή Του. Η αποκλει­στική ενασχόλησή τους με τον εαυτό τους και την κα­τάστασή τους, με τη δόξα και την αναμενόμενη ανταμοι­βή τους, αποκαλύφτηκε ακόμα και στις πιο κρίσιμες στιγμές, όταν τέτοια πράγματα δεν έπρεπε ούτε καν να τα σκέφτονται. Οι αδυναμίες τους αυτές όμως φάνηκαν τέτοιες στιγμές με την πρόνοια του Θεού, ώστε οι επερχόμενες γενιές να δουν όλες αυτές τις ανεπάρκειες, κα­θώς και τις αμαρτωλές πτώσεις και τη μηδαμινότητα της ανθρώπινης φύσης. Έτσι, όταν για παράδειγμα ο Κύ­ριος είπε τα σκληρά λόγια για τους πλουσίους, πως: «ευκοπώτερόν εστι κάμηλον διά τρυπήματος ραφίδος διελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν», ο Πέτρος ρώτησε τον Κύριο για την ανταμοιβή που περίμενε τον καθένα από τους αποστόλους: «τι άρα έσται ημίν;» (Ματθ. ιθ’24, 27). Σε άλλη περίπτωση που ο Κύριος μιλούσε στους μα­θητές Του για την προδοσία, το πάθος και το θάνατο του Υιού του Θεού, οι μαθητές που τον ακολουθούσαν, διαφωνούσαν μεταξύ τους, ποιος θα ήταν ο μείζων ανάμεσά τους. Ο Κύριος που γνώριζε τις σκέψεις τους και διάβαζε τις κρυφές διαφωνίες τους, πήρε σ’ αυτήν την περίπτωση ένα παιδί, το έβαλε στη μέση, το αγκάλια­σε και τους επιτίμησε για τη διαφωνία που είχαν σχε­τικά με την πρωτοκαθεδρία, φέρνοντας σαν παράδειγ­μα την απλότητα και την αθωότητα του παιδιού (βλ. Μάρκ. θ’ 31-37). Αλλά και στο τελευταίο ταξίδι Του στην Ιερουσαλήμ, που ο Κύριος τους μιλούσε πιό καθαρά και με λεπτομέρειες για το πάθος Του και προείπε πως ο Υιός του Ανθρώπου θα παραδοθεί στα χέ­ρια των ανόμων, «και εμπαίξουσιν αυτώ και μαστιγώσουσιν αυτόν και εμπτύσουσιν αυτώ και αποκτενούσιν αυτόν, και τη τρίτη ημέρα αναστήσεται» (Μάρκ. ι’ 34), την Ιερή και φοβερή αυτή στιγμή που ο Κύριος της Δόξης προφήτευε την τελική ταπείνωσή Του, το φίδι της υπερηφάνειας σήκωσε για μια ακόμα φορά το κεφάλι του και οδήγησε δυό από τους κορυφαίους μαθητές Του να διατυπώσουν μια φιλοφρονητική ερώτηση, που έμοιαζε περισσότερο με εμπαιγμό στα μέγιστα και φοβερά πάθη του Κυρίου. Το σημερινό ευαγγέλιο μας μιλάει για το τελευταίο αυτό γεγονός.

***

  «Και παραλαβών τους δώδεκα ήρξατο αυτοίς λέγειν τα μέλλοντα αυτώ συμβαίνειν» (Μάρκ. ι’ 32). Αυτή δεν ήταν η πρώτη ούτε η δεύτερη ούτε κι η τελευταία φορά που ο Σωτήρας μας θα τους μιλούσε για το επικείμενο πάθος Του. Ταξιδεύοντας για τελευταία φορά ως άνθρωπος από τη Γαλιλαία προς τα Ιεροσόλυμα, ο Κύριος τους μίλησε ξανά για πράγμα­τα που τους είχε ξαναπεί αρκετές φορές. Γιατί επανελάμβανε τα ίδια πράγματα ξανά και ξανά; Για να ξεριζώ­σει και το τελευταίο μικρόβιο υπερηφάνειας που διέκρινε μέσα τους και που αποκαλύφτηκε την ίδια αυτή στιγ­μή. Ήθελε επίσης να μην τους βρουν απροετοίμαστους τα φοβερά γεγονότα που θ’ ακολουθούσαν, να μην τους οδηγήσουν σε απόγνωση, να μην χάσουν κάθε ελπίδα που διατηρούσαν στην καρδιά τους. Έτσι η σαφής διό­ρασή Του να τους προμηνύσει όλα όσα επρόκειτο να γί­νουν, θα τους άγγιζε σαν μια παράξενη και μυστηριώ­δης ακτίνα, θα φώτιζε και θα θέρμαινε τις ψυχές τους τις σκοτεινές στιγμές της σύντομης νίκης που θα κατήγαγαν οι αμαρτωλοί εναντίον του Δίκαιου. Και τελικά ήθελε να τους προετοιμάσει για ν’ αντιμετωπίσουν τις δικές τους δοκιμασίες και το σταυρό. Τους είχε προει­δοποιήσει γι’ αυτό σε άλλες περιπτώσεις. «Ότι ει εν τω υγρώ ξύλω ταύτα ποιούσιν, εν τω ξηρώ τί γένηται;» (Λουκ. κγ’ 31). «Ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν» (Ιωάν. ιε’ 20). Εκείνος ήταν ο πρώτος που θα έπασχε, δίνοντας το παράδειγμα σε όλους. Στο τελευταίο Του ταξίδι στα Ιεροσόλυμα ο Κύριος το έδειξε αυτό στους αποστόλους τόσο με λόγια όσο και με έργα. Ο ευαγγελιστής Μάρ­κος στην αρχή του σημερινού ευαγγελίου κάνει το πε­ρίεργο αυτό σχόλιο: «Ήσαν δε εν τη οδώ, αναβαίνοντες εις Ιεροσόλυμα· και ην προάγων αυτούς ο Ιησούς, και εθαμβούντο, και ακολουθούντες εφοβούντο» (Μάρκ. ι’ 32). Βάδιζαν το δρόμο που οδηγεί στα Ιεροσόλυμα. Ο Ιησούς πήγαινε μπροστά. Κι εκείνοι καθώς τον έβλεπαν να προχωρεί ήταν ανήσυχοι, τους είχε πιάσει δέος, τον ακολουθούσαν αλλά φοβόντουσαν. Φαίνεται πως αντίθετα με ό,τι συνήθιζε, βάδιζε πιο μπροστά απ’ αυτούς. Ήθελε έτσι να τους δείξει πως επειγόταν να φτάσει στο πάθος Του θεληματικά, να τους δι­δάξει την υποταγή Του στο θέλημα του Πατέρα Του, αλλά κι ότι ήταν ο πρώτος που θα έπασχε. Οι μαθητές Του έπρεπε έπειτα ν’ ακολουθήσουν το θείο Διδάσκαλό τους, τον Πρώτο που θα έπασχε με τη θέλησή Του, να οδεύσουν κι αυτοί προς το μαρτυρικό τέλος τους. Οι μα­θητές του όμως εθαμβούντο, είχαν μείνει κατάπληκτοι, τους είχε πιάσει δέος. Δεν είχαν κατανοήσει την ταπεί­νωση και το θάνατο Εκείνου, που τόσες φορές είχε δεί­ξει μπροστά στα μάτια τους πως ήταν πιο δυνατός από τους ανθρώπους, από τη φύση κι από τις λεγεώνες των δαιμόνων. Γι’ αυτό τον ακολουθούσαν και εφοβούντο, γιατί μπορεί μεν να μην κατανοούσαν, είχαν όμως το προαίσθημα πως όλ’ αυτά τα τρομερά κι ακατανόητα πράγματα που τους είχε πει τόσες φορές, θα γίνονταν. «Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα και ο υιός του ανθρώπου παραδοθήσεται τοις αρχιερεύσι και γραμματεύσι, και κατακρινούσιν αυτόν θανάτω και παραδώσουσιν αυτόν τοις έθνεσι, και εμπαίξουσιν αυτώ και μαστιγώσουσιν αυτόν, και εμπτύσουσιν αυτώ και αποκτενούσιν αυτόν, και τη τρίτη ημέρα αναστήσεται» (Μάρκ. ι’ 33-34). Αναβαίνουμε στα Ιεροσόλυμα, τους είπε. Εκεί ο Υιός του ανθρώπου θα παραδοθεί στους αρχιε­ρείς και τους γραμματείς κι αυτοί αφού τον καταδικά­σουν σε θάνατο, θα τον παραδώσουν στους ειδωλολάτρες (Ρωμαίους). Αυτοί θα τον περιπαίξουν, θα τον μαστιγώσουν, θα τον φτύσουν και θα τον θανατώσουν, αλλ’ αυτός την τρίτη μέρα θ’ αναστηθεί. Όλ’ αυτά έγιναν λέξη προς λέξη, φράση προς φρά­ση, λίγες μόνο μέρες αργότερα. Τέτοια ακριβής πρό­βλεψη μπορούσε να κάνει μόνο Εκείνος, που στα μά­τια Του δεν υπήρχε κάποιο παραπέτασμα να χωρίζει το παρόν από το μέλλον, που βλέπει όσα πρόκειται να γίνουν τόσο καθαρά, σα να γίνονται εκείνη τη στιγμή. Ο Κύριος βρισκόταν ψηλότερα από τα υλικά στοιχεία, όπως κι από το χρόνο. Όποτε κι αν λάβαιναν χώρα τα γεγονότα, στα μάτια Του αποκαλύπτονταν με τον ίδιο τρόπο που βλέπει ο άνθρωπος αυτά που γίνονται μπρο­στά του στο δρόμο. Μπορούσε να δει όλο το παρελθόν της Σαμαρείτιδας, το μέλλον του κόσμου ως το τέλος του χρόνου. Από την ημέρα εκείνη που όδευε για τε­λευταία φορά προς την Ιερουσαλήμ, περπατώντας στους λόφους της Ιουδαίας, έβλεπε άνετα και καθαρά αυτά που θα συνέβαιναν στον ίδιο λίγες μέρες αργότερα. Οι μαθητές Του, με την ανθρώπινη λογική τους, περίμεναν να δουν απ’ Αυτόν όλο και μεγαλύτερα θαύματα, όλο και περισσότερη δόξα, ο ίδιος όμως έβλεπε την ίδια ακριβώς στιγμή τον Εαυτό Του ανάμεσα σε μεγάλο πλήθος να προπηλακίζεται, να εμπαίζεται, να τον φτύνουν, να χύ­νει το αίμα Του και να σταυρώνεται. Προτού φτάσει στο τελευταίο και μέγιστο θαύμα Του, έπρεπε να γίνει αποδιοπομπαίος για τον κόσμο, ένα άθυρμα για να τον φτύ­νουν οι πιο αποκρουστικοί και απαίσιοι αμαρτωλοί που γνώρισε ποτέ ο κόσμος. Πριν από την Ανάληψή Του στους ουρανούς, έπρεπε να κατεβεί κάτω από τη γη, κά­τω από τα μνήματα, να φτάσει στα βάθη του Αδη. Προτού δοξαστεί και λάβει τη θέση Του στο θρόνο ως Κρι­τής ουρανού και γης, έπρεπε να υποστεί μάστιγες και ονειδισμούς. «Εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει» (Ιωάν. ιβ’ 24). Χωρίς πάθος, δεν υπάρχει ανάσταση. Χωρίς ταπείνωση, δεν υπάρχει πα­ραμυθία. Τα εξηγούσε αυτά στους μαθητές Του τρία ολόκληρα χρόνια. Τώρα όμως, λίγο προτού χωριστεί απ’ αυτούς, είναι φανερό πως δεν τον είχαν καταλάβει. Γιατί τώρα βλέπουμε δυό από τους κορυφαίους μαθη­τές Του να τον πλησιάζουν και να τον ρωτούν:   «Και προσπορεύονται αυτώ Ιάκωβος και Ιωάννης υιοί Ζεβεδαίου λέγοντες· διδάσκαλε, θέλομεν ίνα ο εάν αιτήσωμεν ποιήσης ημίν. ο δε είπεν αυτοίς· τι θέλετε ποιήσαί με υμίν; οι δε είπον αυτώ· δος ημίν ίνα εις εκ δεξιών σου και εις εξ ευωνύμων σου καθίσωμεν εν τη δόξη σου». (Μαρκ. ι´ 35-37). Θέλουµε, όταν δοξαστείς, να µας βάλεις και τους δύο, ένα στα δεξιά και τον άλλον στ᾽ αριστερά Σου. Αυτές οι σκέψεις κι αυτές οι επιθυµίες βασάνιζαν τους δυό µαθητές την παραµονή της µέρας που ο Διδάσκαλός τους επρόκειτο να υποστεί το µεγαλύτερο µαρτύριο! Αυτή είναι η σκληρυµένη και τραχιά ανθρώπινη φύση. Αυτήν ήθελε ο Κύριος και Θεραπευτής να µαλακώσει, να θεοποιήσει. Μετά από τόση έµφαση που ο Ίδιος έδινε στο «έσονται οι έσχατοι πρώτοι και οι πρώτοι έσχατοι», µετά από τόσες και τόσες επανειληµµένες διδαχές ότι πρέπει ν’ αποφεύγουν την κοσµική δόξα και την πρωτοκαθεδρία, µετά από τόσο µεγάλο παράδειγµα υποταγής στο θέληµα του Θεού και µετά την πρόσφατη τροµερή προφητεία Toυ για την τελική Toυ ταπείνωση και το άδικο πάθος Toυ, οι δυο αυτοί µαθητές Toυ, και µάλιστα από τους πρωτοκορυφαίους, εκτέθηκαν ζητώντας από τον Κύριο την προσωπική τους ανταµοιβή και δόξα. Η σκέψη τους δεν ήταν συγκεντρωµένη στο πάθος του Κυρίoυ που τους είχε προφητέψει, αλλά στην προαναγγελµένη δόξα. Από την δόξα αυτή ζητούν για τον εαυτό τους την µερίδα του λέοντος: να καθίσουν ο ένας στα δεξιά κι ο άλλος στ᾽ αριστερά του Κυρίoυ, όταν θα έρθει στην βασιλεία Toυ! Τι σόι φίλοι είναι αυτοί που δεν υποφέρουν στην σκέψη του επικειµένου πάθους του φίλου τους; «Υµεις φίλοι µού εστε» (Ιωάν. ιε´ 14), τους είχε πει ο Κύριος. Κι εκείνοι συµπεριφέρονταν εντελώς απερίσκεπτα µπροστά στα πάθη Toυ. Ζητούν το µερίδιό τους -και µάλιστα µεγάλο µερίδιο- στην δόξα που θα γίνει δική Toυ, αφού πρώτα θα έχει υποστεί ταπεινώσεις, θα έχει χύσει ιδρώτα και αίµα και θά ᾽χoυv τελειώσει τα πάθη Toυ. Δεν ζητάνε να συµµετάσχουν στα πάθη Toυ, αλλά µόνο στην δόξα Toυ. Γιατί όµως, σε ποιά βάση κατηγορούµε τους δυό αυτούς αδελφούς; Όλ αυτά έγιναν για ν αποκαλύψουν την βαθιά φθορά της ανθρώπινης φύσης. Αυτό που έκαναν ο Ιωάννης και ο Ιάκωβος, να ζητήσουν να συµµετάσχουν δηλαδή στην δόξα χωρίς να υποφέρουν, χωρίς να πάθoυν, το κάνουν κι όλοι οι απόγονοι του Αδάµ. Πάντα όλοι ζητούν να δοξαστούν χωρίς να υποφέρουν. Όσες φορές µίλησε ο Κύριος για την µέλλουσα δόξα Toυ, µίλησε και για τα πάθη που θα προηγηθούν. Οι απόστολοι όµως, όπως κι όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι, ήθελαν να υπερπηδήσουν τα πάθη και να φτάσουν κατ ευθείαν στην δόξα. Σ᾽ εκείνους τους ανθρώπους που δεν έχoυν µυηθεί στα µυστήρια των παθών του Χριστού, η σύνδεση του πάθους µε την ζωή, του πόνου µε την δόξα, δεν είναι ξεκάθαρη. Κι αυτό κρατάει µέχρι σήµερα. Αυτοί θα ήθελαν κατά κάποιο τρόπο να χωρίσουν την ζωή και την δόξα από τα πάθη και τον πόνο, να ευλογήσουν τα πρώτα και να τα κάνουν δικά τους, αλλά να καταραστούν και ν᾽ απορρίψουν τα δεύτερα.   Αυτό προσπάθησαν να κάνουν σ᾽ αυτήν την περίπτωση ο Ιωάννης κι ο Ιάκωβος. Κι έτσι, µε τον τρόπο τους, αποκάλυψαν πως η αδυναµία αυτή δεν ήταν µόνο δική τους, µα και ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους. Κι ο Κύριος ήθελε να µη µείνει κρυφή καµιά αδυναµία των µαθητών Toυ, για να βοηθηθούν έτσι όλοι οι άνθρωποι. Ήρθε σαν θεραπευτής, σαν πηγή κάθε θεραπείας. Η αδυναµία του ανθρώπου φανερώνεται µέσω των αποστόλων, όπως απ αυτούς αποκαλύπτεται κι η θεραπεία, καθώς κι η δύναµη του Χριστού. Στην περίπτωση αυτή ο Κύριος παρουσίασε για µια ακόµα φορά στους αποστόλους εικόνες των παθών και της δόξας Toυ. Για τους γιους του Ζεβεδαίου αυτός ήταν ένας πειρασµός, στον οποίο υπέκυψαν. Διάλεξαν την δόξα κι απέρριψαν τα πάθη. Ο Κύριος ήθελε ν απαλείψει κάθε κηλίδα από τις ψυχές των µαθητών Toυ πριν από την σταύρωση. Τα λόγια Toυ για τα πάθη και την δόξα Toυ άσκησαν µεγάλη πίεση στους δυό αυτούς µαθητές. Κι από την πίεση αυτή αναγκάστηκαν να βγουν βίαια από την ψυχή τους και τα τελευταία υπολείµµατα υπερηφανείας. Ο Κύριος έκανε αυτή την πνευµατική χειρουργική επέµβαση στις ψυχές των αγαπηµένων Toυ µαθητών τόσο για την δική τους θεραπεία όσο και για την δική µας. Κανένας µας ας µη σκεφτεί πως έχει ήδη θεραπευτεί από τις αµαρτωλές του τάσεις, ακόµα κι αν γι αρκετό διάστηµα κατόρθωσε να αποφύγει το κακό, να νηστέψει, να δώσει ελεηµοσύνες και να επικαλείται τον Κύριο για βοήθεια. Οι δυό αυτοί απόστολοι είχαν περάσει τρία χρόνια συντροφιά µε τον σαρκωµένο Σωτήρα. Είδαν το πρόσωπό Toυ, άκουσαν τις διδαχές Του από τα ίδια Toυ τα χείλη, βρέθηκαν µάρτυρες στα θαύµατά Του, έφαγαν κι ήπιαν µαζί Toυ. Κι ύστερα απ᾽ όλ᾽ αυτά φανέρωσαν τις αγιάτρευτες ακόµα πληγές της µαταιότητας, της φιλαυτίας, του εγκοσµίου προσανατολισµού και του πνευµατικού παραλογισµού τους. Σκέφτονταν ακόµα σαν Ιουδαίοι, όχι σαν χριστιανοί. Πίστευαν ακόµα σε µια επίγεια βασιλεία του Μεσσία, που θα κυριαρχούσε πάνω στους επιγείους εχθρούς Toυ µε την κοσµική δύναµη και δόξα Toυ, µια δύναµη και δόξα σαν κι αυτήν που είχαν περιβληθεί ο Δαβίδ κι ο Σολοµών. Χριστιανοί µου! Σκεφτείτε κι αποφασίστε. Πώς θα γιατρέψετε τις πληγές σας, πώς θ αποκτήσετε την τελειότητα της ταπεινοφροσύνης και της υποταγής στο θέληµα του Θεού, όταν αυτά τα δυό υπέροχα αδέρφια δεν κατόρθωσαν να το επιτύχουν µετά από τρία χρόνια που έζησαν κοντά στον Κύριο, σε αδιάσπαστη προσωπική επαφή µαζί Toυ; Αυτό το κατόρθωσαν αργότερα, τότε που το Πνεύµα του Θεού κατέβηκε εν είδει πυρίνων γλωσσών στις καρδιές τους και τους «κατέκαυσε» µε το πυρ της αγάπης για τον Χριστό. Τότε δεν εκλιπάρησαν για δόξα χωρίς πάθη, αλλά µε συστολή για την προηγούµενη µαταιοδοξία τους συµµετείχαν θεληµατικά στα πάθη του Κυρίου τους και σταύρωσαν τις καρδιές τους στον Σταυρό του Φίλου τους.   Ας ακούσουµε όµως την απάντηση που έδωσε ο Κύριος στο αίτηµα των δυo µαθητών: «ο δε  Ιησούς είπεν αυτοίς· ουκ οίδατε τι αιτείσθε. δύνασθε πιείν το ποτήριον ο εγώ πίνω, και το βάπτισμα ο εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήναι; οι δε είπον αυτώ· δυνάμεθα. ο δε  Ιησούς είπεν αυτοίς· το μεν ποτήριον ο εγώ πίνω πίεσθε, και το βάπτισμα ο εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε·  το δε καθίσαι εκ δεξιών μου και εξ ευωνύμων ουκ έστιν εμόν δούναι, αλλ οις ητοίμασται». (Μαρκ. ι´ 38-40). Πόσο ευγενικός και πόσο ταπεινός είναι ο Κύριος! Οποιοσδήποτε θνητός δάσκαλος θα είχε εξοργιστεί με τέτοιους µαθητές, θα τους διαπόµπευε: «Φύγετε µακριά από µένα. Δεν είστε άξιοι να διδάσκεστε πνευµατικά θέµατα! Σας διδάσκω και σας εξηγώ για τρία συνεχή χρόνια και σεις µιλάτε ακόµα σαν να µη καταλάβατε τίποτα!» Ο Κύριος όµως τους µίλησε καθαρά, µα ευγενικά και ταπεινά. «Δεν ξέρετε τι ζητάτε», τους είπε. Οι σκέψεις σας για Μένα είναι κοσµικές, όχι πνευµατικές. Δεν ζητάτε την δόξα του Θεού, µα την δική σας. Δεν έχετε συνειδητοποιήσει ακόµα ποιος είµαι και ποια είναι η βασιλεία Μου. Με βλέπετε ακόµα σαν Μεσσία του Ισραηλιτικού λαού, την βασιλεία Μου ως βασιλεία του Ισραήλ. Μα Εγώ είµαι Μεσσίας όλων των εθνών, Σωτήρας ζώντων και νεκρών, βασιλιάς της αόρατης Βασιλείας, όπου όλα τα έθνη κι όλοι οι λαοί θα είναι σαν ένας. Οι αναρίθµητοι άγγελοι χαίρονται κι αγάλλονται και ονοµάζονται υπηρέτες της βασιλείας αυτής. Όποιος είναι έσχατος εδώ, στην Βασιλεία Moυ θα είναι πρώτος και ενδοξότερος από τον πιο ένδοξο των βασιλιάδων αυτού του κόσµου. Γι᾽ αυτό δεν ξέρετε τι ζητάτε. Αν γνωρίζατε την βασιλεία Moυ, δεν θα σκεφτόσασταν καθόλου τι θέση θα παίρνατε σ᾽ αυτήν. Το µόνο που θ᾽ αναζητούσατε, θα ήταν ο δρόµος που οδηγεί σ᾽ αυτήν. Κι αυτός είναι ο δρόµος των παθών και του πόνου, για τα οποία σας µιλάω κάθε φορά που σας κάνω λόγο για την βασιλεία Moυ. Αυτό που σας ζητάω εποµένως είναι πιο σπουδαίο και πιο χρήσιµο από τις δικές σας µάταιες επιδιώξεις κι επιθυµίες: Δύνασθε πιείν το ποτήριοv ο εγώ πίνω, και το βάπτισµα ο εγώ βαπτίζοµαι βαπτισθήναι; Ο Κύριος εδώ µιλάει για το ποτήριο του θανάτου Του και το βάπτισµα του Αίµατός Toυ, για τον µαρτυρικό Toυ θάνατο δηλαδή. Αυτό είναι το τρίτο βάπτισµα. Το πρώτο βάπτισµα ήταν του Ιωάννη, µε νερό· το δεύτερο είναι του Χριστού, εν ύδατι και Πνεύµατι· κι είναι μερικοί που δέχτηκαν και το τρίτο βάπτισμα, που είναι του αίματος, το μαρτυρικό στεφάνι. Αναμφισβήτητα το βάπτισμα του αίματος συνδέεται µε την µεγίστη θυσία, αλλά και µε την µεγίστη δόξα. Οι απόστολοι του Χριστού θα βαπτίζονταν µ αυτό το βάπτισµα. Γι᾽ αυτό κι ο Κύριος αφιέρωσε τόσο χρόνο σ᾽ αυτό το στάδιο, ώστε να τους προετοιµάσει για το µελλοντικό µαρτύριό τους. Δεν υπάρχει πιο ολέθριο και ψυχοφθόρο πράγµα από το να υποχωρήσει κανείς στα βάσανα και ν αρνηθεί τον Χριστό. Ο Ιούδας, µε το που είδε πως πλησίαζε η ταπείνωση και το πάθος του Διδασκάλου Toυ, τον αρνήθηκε και χάθηκε για πάντα. Ήταν ένας απ᾽ αυτούς που περίµεναν µάταια να δουν τον Χριστό βασιλιά στην Ιερουσαλήµ, να συµµετάσχουν στην δόξα Toυ. Όταν όµως διαπίστωσε πως αντί για βασιλικό στέµµα ο Χριστός θα φορούσε ακάνθινο στεφάνι, υποχώρησε. Συµµάχησε µ᾽ εκείνους που εµφανίστηκαν πιο πλούσιοι και πιο δοξασµένοι από τον Σωτήρα σ᾽ αυτόν τον κόσµο. Ο Ιάκωβος κι ο Ιωάννης απάντησαν στην ερώτηση του Χριστού χωρίς δισταγµό: Δυνάµεθα. Η απάντηση αυτή δείχνει οπωσδήποτε την µεγάλη τους αγάπη για τον Κύριο. Είναι ξεκάθαρο πως η φοβερή ερώτηση του Χριστού για το ποτήριο και το βάπτισµα έκανε µεγάλη εντύπωση στα δυό αδέρφια. Ήταν όπως το πικρό φάρµακο σ᾽ έναν άρρωστο. Σύντοµα συνήλθαν, κατάλαβαν το σφάλµα τους, ντράπηκαν που σκέφτηκαν την δόξα, την στιγµή που έπρεπε να τους απασχολεί το πάθος. Ο Κύριος όµως είναι απαράµιλλος στην ικανότητα να οδηγεί την ψυχή του ανθρώπου. Σε µια στιγµή άλλαξε τον προσανατολισµό τους στο ακριβώς αντίθετο από την επιθυµία της δόξας, σε ετοιµότητα για το µαρτύριο και τον θάνατο. Πόσο όµορφη, πόσο υπέροχη είναι η διδαχή αυτή για όλους εµάς τους χριστιανούς! Όταν φανταζόµαστε τον εαυτό µας στην αθάνατη βασιλεία του Χριστού και περιπλανιόµαστε μέσα σ᾽ αυτήν, αναζητώντας την θέση μας, ο Κύριός μας θέτει το ίδιο ερώτηµα που έθεσε στους γιους του Ζεβεδαίου: Μπορείτε να πιείτε το ποτήριό Μου και να λάβετε το δικό Moυ βάπτισµα; Μας οδηγεί πάντα σε µιά σοβαρή θεώρηση και σκέψη, όχι της ουράνιας πόλης, όπου δεν φτάσαµε ακόµα, αλλά του δρόµου που οδηγεί σ αυτήν και που δεν κατορθώσαµε ακόµα να βαδίσουµε. Πρώτα πρέπει να υποµείνουµε το πάθος κι έπειτα θα φτάσουµε στην δόξα. Τα όνειρά μας για δόξα είναι μάταια, αν το πάθος μας βρει απροετοίµαστους κι αρνηθούµε τον Χριστό. Και τότε αντί για δόξα θα μας περιµένει ντροπή, αντί για ζωή, αιώνιος όλεθρος. Ευλογηµένοι είναι εκείνοι αναµεσά μας που, στην ερώτηση του Κυρίου κατά πόσο µπορούν να πιουν το ποτήριο του πάθους Toυ, είναι έτοιµοι ν᾽ απαντήσουν κάθε στιγµή: Δυνάµεθα. Ναι, Κύριε, µπορούµε. Το ποιος όµως θα καθίσει δεξιά Του και ποιος αριστερά Toυ, δεν έχει αξία να το γνωρίζουµε. Ο Κύριος απάντησε ταπεινά: Ουκ έστιν εµόν δoύναι. Μόνο μετά την Ανάσταση και την Ανάληψή Toυ θα γίνει, ως Θεός, Κριτής ζώντων και νεκρών. Τώρα φοράει ακόµα σάρκα, είναι θνητός, δεν ήρθε η ώρα Του να δοξαστεί, κατέχει ακόµα την εσχάτη θέση του δούλου ολοκλήρου του κόσµου. Και την στιγµή που φτάνει στην μεγαλύτερη δοκιµασία της ταπεινώσεως και της τελειώσεως της υποταγής Του στο θέληµα του Πατέρα Του, πριν από τα φρικτά πάθη και τις ταπεινώσεις Του, δεν θ᾽ αποφασίσει για τις θέσεις και τις τιµές στην μέλλουσα βασιλεία Του. Σαν άνθρωπος δεν θα σφετεριστεί εκείνα που θα έχει ως Θεός. Μόνο αφού πιει το πικρό ποτήριο και βαπτιστεί µε το αίµα Του, κατά την σταύρωση, θα τολµήσει να υποσχεθεί παράδεισο στον μετανιωµένο ληστή. Ήθελε µε την συµπεριφορά Του αυτή να διδάξει στους ανθρώπους την ταπείνωση, µόνο την ταπείνωση, χωρίς την οποία ολόκληρο το οικοδόµηµα της σωτηρίας θα χτιζόταν χωρίς θεµέλιο. Το σχόλιο του Χριστού ουκ έστιν εµόν δούναι δεν πρέπει σε καµιά περίπτωση να ερµηνευθεί πως ο Υιός του Θεού είναι λιγότερο Θεός από τον Πατέρα στην ουράνια βασιλεία, όπως το ερµήνευσαν κάποιοι αιρετικοί. Εκείνος που είπε, «εγώ και ο πατήρ έν εσµεν» (Ιωάν. ι´ 30), δεν θα µπορούσε ν᾽ αρνηθεί τον Εαυτό Του. Τα λόγια ουκ έστιν εµόν δoύναι µπορούν να κατανοηθούν σωστά µόνο όταν τα ερµηνεύσουµε µε πρόσκαιρους, όχι µε αιώνιους όρους. Με όρους που αφορούν στην ζωή του Χριστού εν χρόνω, στην ταπεινή κατάσταση που ζούσε σωµατικά ως άνθρωπος. Λίγο προτού υποστεί τις μεγάλες Του ταπεινώσεις ο Κύριος Ιησούς, µε την ελεύθερη βούλησή Του και για την ωφέλεια και την σωτηρία μας, δεν θα διεκδικούσε όλα τα δικαιώµατα και την δύναµη που θά ᾽ταν δικά Του μετά την ένδοξη Ανάστασή Του. Μόνο αφού αναστήθηκε και δοξάστηκε σωµατικά, όταν νίκησε τον σατανά, τον κόσµο και τον θάνατο, δήλωσε στους μαθητές Του ο Κύριος: «Εδόθη µοι πάσα εξουσία εν oυρανώ και επί γης» (Ματθ. κη´ l8). Για νά ᾽χουµε µια ολοκληρωµένη ερµηνεία όµως πρέπει να προσθέσουµε κάτι ακόµα, κάτι που δείχνει την πανσοφία και παντογνωσία Του στην διαχείριση της σωτηρίας του ανθρώπου. Ο Κύριος επιθυµεί να δείξει πως δεν υπάρχει προκατάληψη εδώ, δεν υπάρχει μεροληψία. «Ου γαρ έστι προσωποληψία παρά τω Θεώ» (Ρωµ. β´ 11). Ο Κύριος θέλει να πει πως οι απόστολοι δεν πρέπει να εµπιστεύονται την σωτηρία και την δόξα τους στον εαυτό τους, µόνο επειδή είχαν ονοµαστεί απόστολοί Του. Γιατί ακόµα κι ανάµεσα στους αποστόλους Του υπήρχε κάποιος που χάθηκε. Η Βασιλεία Του προετοιµάστηκε για όλους εκείνους που δείχνουν σ αυτήν την ζωή πως είναι άξιοι γι αυτήν. Δεν υπάρχει διάκριση στην κλήση, δεν μετράει η εξωτερική προσέγγισή τους στον Χριστό ή η τυχόν συγγένεια αίµατος μαζί Του, όπως γινόταν µε τα δυό αδέρφια, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο. Τα δυό μαθήµατα που ήθελε ο Κύριος να εµφυτεύσει στις καρδιές των μαθητών Του, ήταν η μέχρι αυτοεξευτελισµού ταπείνωση κι η μέχρι θανάτου αγάπη Του. Να ξεριζώσει απ᾽ αυτές τους σπόρους της υπερηφανείας, της φιλαυτίας και της αλαζονικής ματαιοδοξίας. «Και ακούσαντες οι δέκα ήρξαντο αγανακτείν περί Ιακώβου και Ιωάννου» (Μαρκ. ι´ 41). Αγανάκτησαν οι δέκα µόλις άκουσαν την απαίτηση του Ιακώβου και του Ιωάννου. Ο θυµός τους δεν προήλθε από το γεγονός ότι αυτοί κατανόησαν καλύτερα και πιο πνευµατικά την Βασιλεία του Χριστού από τα δυό αδέρφια. Ήταν απλά η ανθρώπινη ζήλεια τους. Μπορεί η περικοπή αυτή να μας οδηγήσει να σκεφτούµε πως η αντίληψη του Ιούδα για τον Χριστό και την Βασιλεία Του ήταν πιο πνευµατική από εκείνην του Ιακώβου και του Ιωάννου; «Γιατί έπρεπε ο Ιάκωβος κι ο Ιωάννης να τοποθετηθούν ψηλότερα από μας τους άλλους;» Αυτή ήταν η κρυφή ερώτηση που ήθελαν να κάνουν, η κύρια πηγή της αγανακτήσεως και της διαµαρτυρίας των δέκα εναντίον των δύο. Με τον θυµό της ζήλειας τους οι δέκα φανέρωσαν αθέλητα πως είχαν την ίδια αντίληψη µε τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, ή μάλλον πως δεν είχαν καταλάβει ούτε αυτοί την πνευµατική Βασιλεία του Χριστού και την ουράνια δόξα Του. Γνωρίζουµε όµως πως ο Κύριος Ιησούς δεν διάλεξε για μαθητές Του τους σοφότερους από τους σοφούς αυτού του κόσµου, αλλ αντίθετα τους απλοϊκότερους από τους απλούς. Διάλεξε τους έσχατους, για να τους κάνει πρώτους. Διάλεξε τους πιο απλούς, για να τους μετατρέψει στους πιο σοφούς. Διάλεξε τους πιο αδύνατους, για ν᾽ αναδείξει απ᾽ αυτούς τους πιο ισχυρούς. Διάλεξε τους περιφρονηµένους, για να τους κάνει τους πιο ένδοξους. Κι ο Κύριος πέτυχε στο δύσκολο αυτό έργο τόσο καλά, όπως και σε κάθε άλλο έργο. Η θαυµατουργική δύναµή Του δεν φάνηκε λιγότερο εδώ απ᾽ ό,τι όταν γαλήνευε την θάλασσα ή όταν πολλαπλασίαζε τους άρτους. Όταν οι θεόπνευστοι ευαγγελιστές μας αποκαλύπτουν τις αδυναµίες των μαθητών, πετυχαίνουν δυό στόχους: πρώτα μας δείχνουν µ᾽ αυτόν τον τρόπο και τις δικές μας αδυναµίες και δεύτερον δείχνουν την μεγαλωσύνη και την δύναµη του Θεού, την σοφία των μεθόδων που χρησιµοποιεί για την θεραπεία και την σωτηρία των ανθρώπων. Τώρα, που οι άλλοι δέκα μαθητές φανέρωσαν την αγνωσία τους για την δόξα του Χριστού και ταυτόχρονα έδειξαν πως υπέφεραν κι αυτοί από την συνηθισµένη ανθρώπινη ζήλεια, ο Κύριος άδραξε την ευκαιρία να τους δώσει ένα ακόµα μάθηµα για την ταπείνωση. «Ο δε  Ιησούς προσκαλεσάμενος αυτούς λέγει αυτοίς· οίδατε ότι οι δοκούντες άρχειν των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι αυτών κατεξουσιάζουσιν αυτών·  ουχ ούτω δε έστω υμίν, αλλ ός εάν θέλη γενέσθαι μέγας εν υμίν, έσται υμών διάκονος, και ος εάν θέλη υμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος». (Μαρκ. ι´ 42-44). Εδώ έχουµε µια καινούργια κατάσταση πραγµάτων. Εδώ έχουµε µια καινούργια κοινωνική συνταγή, άγνωστη κι ανήκουστη στον προ Χριστού ειδωλολατρικό κόσµο. Στους ειδωλολάτρες οι άρχοντες έδειχναν την κυριαρχία τους µε την δύναµη, µε την βία. Οι κυβερνώντες κυβερνούσαν µε την αυθεντία της εξουσίας και της δύναµης, της κληρονοµιάς ή του πλούτου. Κυβερνούσαν κι εξουσίαζαν. Οι άλλοι υποτάσσονταν από φόβο και τους υπηρετούσαν µε τρόµο. Αυτοί τον εαυτό τους λογάριαζαν πρώτο, ανώτερο και καλλίτερο, μόνο και μόνο επειδή βρίσκονταν στην εξουσία λόγω κοινωνικής θέσεως, δυνάμεως και τιμής. Η κοινωνική θέση, η δύναμη κι ο πλούτος ήταν ο τρόπος που μετρούσαν την υπεροχή των ανθρώπων. Ο Κύριος Ιησούς απορρίπτει την µέθοδο αυτή και θεσµοθετεί την διακονία ως µέτρο υπεροχής σ᾽ εκείνους που τον πιστεύουν. Πρώτος δεν είναι εκείνος που τα µάτια των ανθρώπων τον βλέπουν ανεβασµένο ψηλά, αλλ αυτός που οι καρδιές των ανθρώπων νιώθουν ότι είναι καλός. Σε µια χριστιανική κοινωνία το στέµµα δεν προσφέρει την πρώτη θέση αυτοδίκαια, τα πλούτη κι η δύναµη δεν απονέµουν ανωτερότητα. Η κλήση κι η κοινωνική θέση είναι κενά σχήµατα, αν δεν συµπληρώνονται µε την υπηρεσία των άλλων στο όνοµα του Χριστού. Όλα τ᾽ άλλα εξωτερικά σηµάδια και σύµβολα υπεροχής είναι ένα απλό καλειδοσκόπιο, αν η υπεροχή δεν έχει αποκτηθεί και δικαιωθεί µε την υπηρεσία των άλλων. Εκείνος που παραµένει στην κορυφή µε τη βία, βρίσκεται εκεί µε µεγάλη ανασφάλεια. Κι όταν πέσει, θα λάβει σίγουρα την κατώτερη θέση. Εκείνος που αγοράζει την ανωτερότητά του, θα λάβει την ανταπόδοσή του από τα χείλη και τα χέρια των ανθρώπων, αλλά θα περιφρονηθεί από τις καρδιές τους. Εκείνος που στέκεται πάνω από τους ανθρώπους µε την βία, είναι σαν να στέκεται πάνω σε ηφαίστειο φθόνου και µίσους, ωσότου το ηφαίστειο εκραγεί και χαθεί µες στην λάβα. «Ουχ ούτω δε έσται εν υµίν», είναι η εντολή του Κυρίου. Τέτοια κοινωνική πρακτική προέρχεται από τον πονηρό, όχι από τον αγαθό. Έτσι ζουν τα τέκνα του σκότους, όχι τα τέκνα του φωτός. Κι εσείς είστε τέκνα του φωτός.  Ανάµεσά σας αφήστε να βασιλεύει η υπεροχή της αγάπης, η ανωτερότητα της αγάπης ας κυριαρχήσει της εξουσίας. Εκείνος από σας που προσφέρει την µεγαλύτερη υπηρεσία στους αδελφούς του από αγάπη, θα είναι πρώτος στα µάτια του Θεού. Η υπεροχή του θ αντέξει τόσο στην πρόσκαιρη ζωή όσο και στην µέλλουσα. Ο θάνατος δεν έχει εξουσία στην αγάπη, ούτε σ ό,τι έχει δηµιουργήσει η αγάπη. Εκείνος που αποκτά υπεροχή σ αυτόν τον κόσµο λόγω της αγάπης του, θα την κρατήσει και στην µέλλουσα ζωή. Δεν θα του αφαιρεθεί, αλλά αυξάνεται και βεβαιώνεται αιώνια. Όποιος γνωρίζει πόσο κακό έχει συσσωρευτεί και συσσωρεύεται στον κόσµο µε τον αγώνα για την απόκτηση υπεροχής, θα καταλάβει πως η διδαχή αυτή του Χριστού είναι πρόξενος ειρήνης. Μ᾽ αυτήν ξεκίνησε η µεγαλύτερη και πιο ευλογηµένη επανάσταση στην κοινωνία των ανθρώπων – από τότε που εµφανίστηκε στον κόσµο η κοινωνία αυτή. Αναλογίσου τι θα σήµαινε για τον κόσµο αν η ισότητα κι η κοινωνική θέση εξαρτιώνταν από την παροχή υπηρεσίας και την αγάπη, αντί της βίας, του πλούτου, της πολυτέλειας ή της υποτιθέµενης γνώσης. Αλήθεια, πόσοι απ᾽ αυτούς που νοµίζουν ότι είναι πρώτοι, θα βρίσκονταν στην τελευταία θέση! Πόσοι απ᾽ αυτούς που θα πίστευαν πως ήταν τελευταίοι, θα βρίσκονταν πρώτοι! Αλήθεια, πόση χαρά θα γέµιζε τις καρδιές των ανθρώπων, πόση ευταξία, ειρήνη κι αρµονία θα βασίλευε! Θα συναγωνίζονταν όλοι ποιος θα υπηρετήσει τον άλλον, όχι ποιος θα τον κυβερνήσει. Όλοι θα βιάζονταν να δώσουν και να βοηθήσουν, παρά να πάρουν και να εµποδίσουν. Κάθε καρδιά θα γέµιζε µε χαρά και φως, όχι με κακία και σκότος. Τότε ο διάβολος θά ᾽παιρνε ένα φανάρι και θα ᾽ψαχνε όλον τον κόσμο για να βρει έναν άπιστο, αλλά δεν θα ᾽βρισκε κανέναν.     Όπου βασιλεύει η αγάπη, ο Θεός είναι φανερός και ορατός απ’ όλους. Αυτό δεν είναι ουτοπία, δεν είναι απραγματοποίητο όνειρο. Η αλήθεια του φανερώνεται στα τελευταία λόγια του Χριστού στο σημερινό ευαγ­γέλιο: «Ο υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι, και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών» (Μάρκ. ι’ 45). Ο Υιός του ανθρώπου δεν ήρθε στη γη για να τον διακονήσουν οι άλλοι, αλλά να τους διακονήσει ο ίδιος. Ήρθε για να δώσει τη ζωή Του ως λύτρο και αντάλλαγμα για τις αμαρτίες πολλών.

***

  Ο Κύριός μας δεν έδωσε στους ανθρώπους ούτε μια εντολή που δεν την τήρησε πρώτα ο ίδιος και μάλιστα σε τέλειο βαθμό. Άφησε έτσι το παρά­δειγμά Του σε όλους μας. Ο Κύριος τήρησε την εντο­λή της διακονίας των ανθρώπων σ’ όλη τη διάρκεια της επίγειας ζωής Του, ακόμα και με τον τρόπο που ήρθε στη γη, με το θάνατό Του και τελικά με την ακατάπαυστη αγαπητική δραστηριότητά Του για το ανθρώπινο γέ­νος και μετά το θάνατό Του, με την εκ νεκρών ανάστα­σή Του και με την αποστολή του Αγίου Πνεύματος. Με το θάνατό Του έδωσε τη ζωή Του λύτρον αντί πολλών. Δε λέει για όλους, αλλά για πολλούς. Αυτό σημαίνει πως θα βρεθούν και μερικοί που δε θα δεχτούν την αγάπη Του, δε θα εκτιμήσουν τη θυσία Του. Η δια­κονία της αγάπης Τον οδήγησε στο πάθος και το θάνα­το. Εκείνος που διακονεί από αγάπη κι όχι από αίσθη­ση καθήκοντος, δε θα υποχωρήσει μπροστά στο θάνα­το. Η διακονία του Χριστού στους ανθρώπους δεν περιο­ρίζεται από το χρόνο. Το πάθος ή ο θάνατος επομένως έχουν όλα τα σημάδια της τέλειας, της λυτρωτικής θυ­σίας. Με τη διακονία Του ο Κύριος λύτρωσε το ανθρώπινο γένος από την εξουσία του διαβόλου, από την αμαρτία και το θάνατο. Δε θα μπορούσε ο Κύριος όμως ν’ αναλάβει ή να ολοκληρώσει τέτοια διακονία χωρίς τη μέγιστη κι ανυπέρβλητη ταπείνωσή Του. Ενώ ήταν άναρχος, προαιώνιος, έγινε έσχατος. Εμφανίστηκε στον κόσμο ως δούλος, ως διάκονος, ώστε με τη διακονία Του στους ανθρώπους να φτάσει για μια ακόμα φορά στο ανυπέρβλητο ύψος Του, για να δείξει στους ανθρώ­πους το δρόμο του πραγματικού ύψους, της αληθινής υπεροχής, της μέγιστης και διαρκούς ανωτερότητας. Υπάρχουν άνθρωποι που δέχτηκαν το παράδειγμα αυτό του Υιού του Θεού στην καρδιά τους, ακολούθησαν το παράδειγμά Του και στο όνομά Του δόθηκαν ολοκλη­ρωτικά στην αγαπητική διακονία των ανθρώπων. Ήταν κι άλλοι όμως που περιφρόνησαν το παράδειγμα και τη διδαχή Του. Ποιά τύχη περίμενε τους πρώτους και ποια τους δεύτερους; Την απάντηση θα τη βρούμε στην ιστορία των αποστόλων του Χριστού: Ο Ιούδας απόρριψε τόσο το παράδειγμα του Χριστού όσο και τη διδασκαλία Του και τελείωσε την επί­γεια ζωή Του μ’ έναν επονείδιστο τρόπο. Κρεμάστηκε. Οι υπόλοιποι έντεκα απόστολοι που έβαλαν στην καρ­διά τους τα λόγια του σημερινού ευαγγελίου για την τα­πείνωση και στη συνέχεια προσπάθησαν να μιμηθούν το παράδειγμα του Διδασκάλου τους στην αγαπητική δια­κονία, δοξάζονται στη γη και τον ουρανό, στο χρόνο και την αιωνιότητα. Όλοι εκείνοι που απόρριψαν τη διδα­σκαλία και το παράδειγμα του Χριστού, ακολούθησαν τα βήματα του Ιούδα. Εκείνοι όμως που έκαναν δική τους τη σωτήρια διδασκαλία Του και μιμήθηκαν το ανυ­πέρβλητο παράδειγμά Του, ακολούθησαν τα βήματα των έντεκα αποστόλων. Η Ιστορία αναφέρει χιλιάδες Ιούδες, όπως και χι­λιάδες χιλιάδων αληθινούς και πιστούς μαθητές κι ακό­λουθους του Κυρίου και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού. Όπως βγήκε Νικητής ο Κύριος στο τέλος της σύντομης επίγειας ζωής Του, έτσι θα βγει Νικητής και στο τέλος ολόκληρης της μακράς ιστορίας του κόσμου. Ο στρα­τός των σεσωσμένων και ένδοξων πιστών Του θα είναι ασύγκριτα μεγαλύτερος από εκείνον του αντικείμενου, του πονηρού, που αποτελείται από τους φίλους του δια­βόλου κι εχθρούς του Θεού. Εύχομαι να βρεθούμε στο στρατό εκείνο των σεσω­σμένων και δοξασμένων. Εύχομαι ο Κύριος Ιησούς να γίνει ίλεως σε μας την Έσχατη Μέρα, όταν θα σκοτι­στεί ο αισθητός ήλιος και δε θα ξαναφωτίσει πια. Γλυ­κύτατε και Ζωοποιέ Κύριε, συγχώρεσε τις αμαρτίες μας προτού φτάσει η μέρα εκείνη! Απόρριψε όλα τα έργα μας ως ανάξια κι ακάθαρτα και σώσε μας με το αμέτρη­το έλεός Σου, μ’ αυτό που ήρθες στη γη για να σώσεις εμάς τους ανάξιους. Σε Σένα πρέπει η δόξα, μεγάλε και θαυματουργέ Κύριε, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.   (Πηγή: «Καιρός Μετανοίας» Ομιλίες Β’, Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Επιμέλεια – Μετάφραση – Κεντρική διάθεση: Πέτρος Μπότσης)

Συνιστούμε ανεπιφύλακτα στους επισκέπτες της ιστοσελίδος μας το εξαιρετικό βιβλίο με τις ομιλίες του Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς:
 

http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=3479