ΑΓΙΟΣ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ ΕΔΕΣΣΗΣ
ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΚΟΣΜΑΝ ΤΟΝ ΑΙΤΩΛΟΝ
 
« Ο ποιών το θέλημα του Θεού μένει εις τον αιώνα» (Α’. Ιωάν. β’, 17).
 
Κανών γενικός είναι να φθείρωνται και να παρέρχωνται όλα τα ανθρώπινα. Ο χρόνος, ο ορμητικός αυτός πο­ταμός, σαρώνει τους πάντας και τα πάντα. Μένουν όμως μερικά πρόσωπα εκτός χρόνου. Παρα­μένουν, ως αιωνόβια όρη, μέσα εις την κοινωνίαν ασάλευτα. Ένα τοιούτον πρόσωπον είναι και η μεγάλη αιτωλική μορφή, ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, κατά τον συνα­ξαριστήν «του κόσμου κόσμος, ήδ’ ωραιότης». Είναι πάντοτε ζωντανός. Ευρίσκεται ανάμεσά μας. Ο θάνατος δεν του διέκοψε την ζωήν.
 
Που άραγε οφείλεται η δόξα του Αγίου Κοσμά; Πως ο Άγιος συγκινεί δια μέσου των χρόνων;
 
Μήπως, διότι ήτο εγγράμματος; Και άλλοι υπήρξαν εγγράμματοι και έτυχον μάλιστα μεγαλυτέρας μορφώσεως. Και όμως ελησμονήθησαν, δεν άφησαν ίχνη. Μερικοί με επιστημονικάς περγαμηνάς συνετέλεσαν, ώστε «σύν­τριμμα και ταλαιπωρία» να απλωθή εξ αιτίας των.
 
Μήπως δια το αξίωμά του παραμένει εκτός χρόνου ο Άγιος; Βεβαίως τρισμέγιστον αξίωμα έφερεν. Ήτο Ιερεύς του Θεού του Υψίστου. Αλλά, κατά κόσμον, δεν είχεν εξουσίαν. Υπέγραφε: «Κοσμάς Ιερομόναχος».
 
Την δόξαν του, το κόσμημα αυτό της Εκκλησίας το τιμώμενον σήμερον, οφείλει αλλού. Την απάντησιν δίδει ο Θεόπνευστος Ιωάννης ο Θεολόγος «ο ποιών το θέλημα του Θεού μένει εις τον αιώνα».
 
Εποίησε το θέλημα του Αγίου Θεού ο Ιερομόναχος Κοσμάς. Και θέλημα του Θεού είναι η αγάπη.
 
Ο Άγιος Ισαπόστολος Κοσμάς ηγάπησε τον άνθρωπον γενικώς και ειδικώτερον το Έθνος μας.
 
Ιδιαιτέραν εντύπωσιν του επροξένησαν οι Αποστολικοί λόγοι: «μηδείς το εαυτού ζητείτω, αλλά το του ετέρου έκαστος» (Α’. Κορ. ι’, 24). Έλεγεν: «μ’ έτρωγεν εκείνος ο λόγος μέσα εις την καρδίαν τόσους χρόνους, ωσάν το σκουλήκι οπού τρώγει το ξύλον».
 
Αυτή η φλόγα της αγάπης τον υποχρεώνει να έλθη πλησίον του Λαού και μάλιστα του υποδούλου, του πονεμένου Λαού. Ακούει τον πόνον του. Αναστενάζει μαζύ με αυτόν, «ελόμενος συγκακουχείσθαι τω λαώ του Θεού» ως ο μέγας Μωυσής (Εβρ. ια’, 25).
 
Γεμάτος αγάπην αυτός, κηρύττει την αγάπην και την φιλανθρωπίαν. Δεν ανέχεται την περιφρόνησιν του πτωχού, την στέρησιν του συνανθρώπου και ιδιαιτέρως του παιδιού. Θεωρεί αμαρτίαν την πολυτέλειαν, την χαρα­κτηρίζει ως πρόκλησιν τιμωρητέαν από τον Θεόν. Έλε­γεν: «να αγαπάς τα πτωχά παιδιά καλλίτερα από τα ιδικά σου, ει δε και να ζητάς πως να δίνης του παιδιού σου να τρώγη και να πίνη καλά, να έχη εύμορφα φορέματα και δι’ εκείνο το πτωχό να μη σε μέλλη, αύριο βλέπεις το παιδί σου αποθαμένο και καίγεται η καρδιά σου (Διδαχή Ζ’.).

 
Ζητεί από τους άρχοντας κοινωνικήν δικαιοσύνην. «Οι προεστοί, όπου είσθε εις τα χωρία, αν θέλετε να σωθήτε, πρέπει να αγαπάτε όλους τους Χριστιανούς καθώς και τα παιδιά σας και να ρίχνετε τα χρέη, κατά δύναμιν εκάστου, και να μη κάμνετε φιλοπροσωπείαν. Ομοίως και σεις οι κατώτεροι να τιμάτε τους μεγαλυτέρους σας» (Διδαχή Γ’.).
 
Κηρύττει εις την εποχήν του, εποχήν που η γυναίκα εθεωρείτο κατωτέρα του ανδρός, την αξίαν της γυναικός. «Ίσια την έκαμεν ο Θεός την γυναίκα με τον άνδρα, όχι κατωτέρα… Ανίσως, αδελφοί μου, και θέλετε να είσθε καλύτεροι οι άνδρες από τας γυναίκας, πρέπει να κάμνετε και έργα καλύτερα από αυτάς» (Διδ. Α’.).
 
Ο Άγιος αγαπά όλον τον άνθρωπον, όχι μόνον το σώμα, αλλά και το πνεύμα. Τον συγκινούν αι ανάγκαι του σώματος, αλλά και αι ανάγκαι του πνεύματος. Με πόνον βαθύν έβλεπε το σκότος της αγραμματωσύνης. Φροντίζει δια την ανέγερσιν Σχολείων. Χωρίς κρατικόν προϋπολογισμόν, ιδρύει πλήθος σχολείων. Γράφει εις τον Αδελφόν του Χρύσανθον: «έως τριάκοντα επαρχίας περιήλθον, δέκα σχολεία ελληνικά εποίησα, διακόσια δια κοινά γράμματα, του Κυρίου συνεργούντος». Ζητεί ει­σφοράς των Χριστιανών δια την λειτουργίαν των Σχο­λείων και τονίζει την αξίαν αυτών. «Από το σχολείον μανθάνομεν τι είναι Θεός, τι είναι Αγία Τριάς, τι είναι Άγγελοι, Δαίμονες, Παράδεισος, Κόλασις, αρετή, κα­κία. Τι είναι ψυχή, σώμα κλπ. Διότι χωρίς το Σχολείον περιπατούμεν εις το σκότος» (Διδαχή Α’.).
 
Με τα Σχολεία και με την υπόμνησιν του ενδόξου και φωτεινού παρελθόντος συμβάλλει εις την ανάστασιν του Γένους, να έλθη «το ποθούμενον», η απελευθέρωσις από τον ζυγόν της δουλείας.
 
Γράφει ο Φάνης Μιχαλόπουλος: «Αι υπηρεσίαι του είναι ανυπολόγιστες εις την εθνική και πνευματική αναγέννησι της Ελλάδος, ο Κοσμάς έδωκε την πρώτην ώθησιν, το πρώτον τίναγμα».
 
Με ολίγους λόγους ο Άγιος Κοσμάς εκαίετο ως λαμπάς δια να φωτίζη και θερμαίνη και ζωογονή τους συ­νανθρώπους του και ιδιαιτέρως το υπόδουλον Έθνος μας.
 
Θαυμασμόν προκαλεί το μέγεθος της αγάπης του Α­γίου: Αγάπη μέχρι θυσίας. Αυτή η αγάπη πηγάζει από κάποιαν άλλην αγάπην.
 
Ο Άγιος Ισαπόστολος Κοσμάς ηγάπησεν εξ όλης ψυχής και καρδίας τον Θεόν, τον Τριαδικόν Θεόν, τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα.
 
Από τους Γονείς του έμαθε την αγάπην προς τον Θε­όν. Ελεγμέναν ο ίδιος. «Ο πατήρ μου, η μήτηρ μου, το γέ­νος μου, ευσεβείς ορθόδοξοι χριστιανοί» (Διδαχή Α’.). Ορθόδοξοι Χριστιανοί, όχι απλώς Χριστιανοί. Ορθόδο­ξοι. Τονίζει πολλάκις την Ορθόδοξον πίστιν και καυτη­ριάζει τας αιρέσεις. Δεν επίστευεν εις ένα Χριστιανισμόν συνοθύλλευμα ανθρωπίνων επινοήσεων, αλλά εις τον γνή­σιον Χριστιανισμόν, την Ορθοδοξίαν, την αλήθειαν, την οποίαν μας παρέδωκεν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Την αγάπην του προς τον Χριστόν ενίσχυσαν αι ανθούσαι τότε Ιεραί Μοναί του Αποκούρου. Ασφαλώς επεσκέπτετο αυτάς και ενισχύετο εις την πίστιν. Αυτή η προσήλωσις προς τον Θεόν τον ωδήγησεν έως του Αγίου Ό­ρους. Μέσα του ησθάνετο δίψαν να ενωθή με τον Θεόν. Εκεί εις το Άγιον όρος, εις το Περιβόλι της Παναγίας, και ακριβέστερον εις την Ιεράν Μονήν του Φιλοθέου, εκάρη μοναχός και από Κώνστας μετωνομάσθη εις Κοσμάν.
 
Η ένθερμος αγάπη προς τον Χριστόν τον ηνάγκασε να φύγη από την ησυχίαν της Ιεράς Μονής και να μεταβή εις τον κόσμον δια να τονώση την Πίστιν εις τον Χρι­στόν.
 
Περιέρχεται ολόκληρον σχεδόν την Ελλάδα με κιν­δύνους πολλούς, κινδύνους μέχρι θανάτου. Συναρπάζει τα πλήθη. Τονώνει το θρησκευτικόν φρόνημα του Λαού. Χειρόγραφον σημείωμα αναφέρει: «1777 Απριλίου 16, ήλθεν ένας άγιος και εδίδαχνε τον κόσμον. Και ως τόσος κόσμος εσυνάχθηκαν στο γερομέρι χιλιάδες (II)… Και το όνομά του το επωνόμαζαν Κοσμάς Ιερομόναχος». Εθωρείτο ως ο Προφήτης Ηλίας και τον υπεδέχοντο ψάλλοντες το Απολυτίκιον του Προφήτου, «ο ένσαρκος Άγγελος…». Τόσον μεγάλη ήτο η προσφορά του προς την ’Εκκλησίαν, ώστε επωνομάσθη «Ισαπόστολος». Υψώθη εις την θέσιν των Αγίων Αποστόλων.
 
Θα πρέπει όμως την αγάπην προς τον Χριστόν να πληρώση όχι μόνον με κόπους και κινδύνους, αλλά και με ολοκληρωτικήν προσφοράν, με μαρτυρικόν θάνατον. Επιθυμούσε το ηρωικόν αυτό τέλος. Έλεγεν. «Τον Χρι­στόν μας παρακαλώ να με αξιώση να χύσω και εγώ το αί­μα μου δια την αγάπην του, καθώς το έχυσε και Εκείνος δια την αγάπην μου» (Διδαχή Α’.). Υπεράνω όλων των αγαθών και αυτής της ζωής ο Ιησούς Χριστός.
 
Συνελήφθη και ωδηγήθη εις τον τόπον του Μαρτυ­ρίου εις χωρίον πλησίον του ποταμού Άψου. Η συνοδεία του Αγίου απομακρύνεται και Ούτος οδηγείται έφιππος εις τον τόπον της εκτελέσεως πλησίον του ποταμού. Τό­τε, σημειώνει ο βιογράφος του Αγίου, Σάπφειρος Χριστοδουλίδης, «ξεπεζεύοντάς Τον του εφανέρωσαν την προ­σταγήν όπου είχον από τον Κούρτ Πασά δια να τον θανα­τώσουν. Ο Άγιος εδέχθη μετά χαράς την τοιαύτην κατ’ αυτού απόφασιν και κλίνας τα γόνατα προσευχήθη εις τον Θεόν ευχαριστών και δοξάζοντάς τον, ότι δια την αγάπην του θυσιάζει την ζωήν του, καθώς υπεθύμη πάντοτε η ψυχή του. Έπειτα σηκωθείς ευλόγησε σταυροειδώς τα τέσσαρα μέρη του κόσμου και ευχήθη πάντας τους Χρι­στιανούς όπου φυλάττουσι τας παραγγελίας του. Οι δε δήμιοι εκάθησαν κοντά εις ένα δένδρον και ηθέλησαν δια να δέσουν τα χέρια του, αλλ’ ο Άγιος δεν τους άφησε λέ­γοντας τους, ότι δεν αντιστέκεται, αλλά κρατεί σταυρω­μένα τα χέρια του, ωσάν να του τα είχαν δέσει. Έπειτα ακούμβησε την ιεράν του κεφαλήν εις το δένδρον και ούτω τον έδεσαν οι βάρβαροι από τον λαιμόν με ένα σχοινίον και ευθέως μόνον όπου τον έσφιγγαν, επέταξε το Θείον πνεύμα εις τα ουράνια και ούτως ηξιώθη ο τρισμακάριος Κοσμάς, ο κοινωφελέστατος εκείνος άνθρωπος και του Κόσμου Κόσμος ο ευκοσμότατος, να λάβη διπλούς τους στεφάνους παρά του Κυρίου και ως Ισαπόστολος και ως Ιερομάρτυς, όντας εις ηλικίαν έξήντα πέντε χρόνων. Το δε λείψανον αυτού γυμνώσαντες οι δήμιοι το έσυραν και το έρριψαν εις τον ποταμόν με μίαν μεγάλην πέτραν εις τον λαιμόν».
 
Αδελφοί,
 
Δεν επέρασεν από τον νουν μου η σκέψις, ότι θα ηδυνάμην να παρουσιάσω εις την Αγάπην σας την εορταζομένην σήμερον μεγάλην Χριστιανικήν και Εθνικήν Μορ­φήν.
 
Υπήκουσα εις την παράκλησιν του σεβαστου και αγαπητού εν Χριστώ Αδελφού, Σεβασμιωτάτου Μητροπο­λίτου Αιτωλίας και Ακαρνανίας Κυρίου Θεοκλήτου, του από ετών τιμώντος δια ποικίλων τρόπων το ένδοξον τέκνον της Αιτωλίας.
 
Καθήκον υπακοής προς τον Κυριάρχην Μητροπολί­την και ευγνωμοσύνης και αγάπης βαθυτάτης προς τον μέγαν Ιεραπόστολον και Εθνεγέρτην συμπατριώτην μας, με υποχρέωσε να ομιλήσω.
 
Πάντοτε, αλλ’ ιδιαιτέρως την σημερινήν ημέραν, ομιλεί ο κοντός το ανάστημα, αλλά πελώριον ηθικόν ανάστημα Άγιος Κοσμάς και μας δίδει μήνυμα βαρυσήμαντον, το μήνυμα της αγάπης. Και είναι επίκαιρον το μήνυ­μά του. Επίκαιρον, διότι εις την εποχήν μας, εποχήν τε­χνικών προόδων καταπληκτικών, εποχήν υλιστικών αντιλήψεων ο άνθρωπος περιωρίσθη εις τον εαυτόν του, απεκόπη από το σύνολον. «Δια το πληθυνθήναι την ανομίαν εψύγη η αγάπη των πολλών» (Ματθ. κδ’ 12). Τα συγ­κοινωνιακά μέσα επληθύνθησαν, αλλ’ οι άνθρωποι απεμακρύνθησαν αλλήλων.
 
Ελλείπει η αγάπη προς τον άνθρωπον, διότι ελλείπει η αγάπη προς τον Θεόν της αγάπης. Πλανώμενος ο άν­θρωπος νομίζει ότι χρειάζεται η αγάπη και εγκωμιάζει αυ­τήν, λησμονεί, όμως, ότι χωρίς τον Θεόν αγάπη δεν υπάρχει. Πραγματικός ανθρωπισμός χωρίς τον Χριστιανι­σμόν δεν υπάρχει. Η άνευ Χριστού αγάπη είναι αίσθημα παροδικόν, συμφέρον πρόσκαιρον και αστήρικτος και φευγαλέα κατάστασις.
 
Ο Άγιος Κοσμάς ηγάπησε τον άνθρωπον, τον επόνεσε και τον υπηρέτησε, διότι ηγάπησε τον Θεόν, τον Τριαδικόν Θεόν επαναλαμβάνομεν. Εάν δεν ηγάπα τον Θεόν θα περιωρίζετο εις τον εαυτόν του, θα εφρόντιζε να ζήση ανετώτερον και να απολαύση τα υλικά αγαθά.
 
Σήμερον, λοιπόν, οπότε συμπληρώνονται διακόσια έτη από του μαρτυρικού θανάτου του Αγίου, ας πάρωμεν ένα δίδαγμα πολυτιμότατον. Μη περιορισθώμεν εις τους εορτασμούς τους πανηγυρικούς. Αλλά ας πάρωμεν μίαν αγίαν και ιεράν και αγαπητήν εις τον Άγιον απόφασιν και η απόφασις είναι να θέσωμεν τον Σωτήρα και λυτρω­τήν εις την καρδίαν μας.
 
Εκεί εις τα μαρτυρικά Βορειοηπειρωτικά εδάφη εις ένα δένδρον είναι κρεμασμένος και φωνάζει ο Απόστο­λος της Εκκλησίας και του Έθνους, ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός.
 
Φωνάζει και λέγει,
 
«Το κορμί σας ας το καύσουν, ας το τηγανίσουν, τα πράγματά σας ας τα πάρουν μη σας μέλλη. Δεν είναι ιδικά σας. Ψυχή και Χριστός σας χρειάζονται. Αυτά τα δύο όλος ο κόσμος να πέση δεν ημπορεί να σας τα πάρη εκτός και τα δώσετε με το θέλημά σας. Αυτά τα δύο να φυλάττητε, να μη τα χάσητε». (Διδαχή Δ’.).
 
Έτος 1979, εορτή Αγίου Κοσμά του Αιτωλού
 
 
https://aktines.blogspot.com/2024/08/blog-post_993.html