«Ὅταν ἀντιστέκεστε καί κρατᾶτε τό μέτωπο γερά, καί δέν χάνετε τό θάρρος σας, τά πάντα ὑποχωροῦν!»

 Γέροντας Ἰωσήφ ὁ ἡσυχαστής καί σπηλαιώτης” 

    ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΓΙΑ ΑΝΝΑ

Ὅταν ἤμουν ἀρχάριος, ἄρχισαν νά δουλεύουν οἱ λογισμοί φυγῆς. Ἕνας λογισμός μοῦ θύμιζε τό σπίτι μου, ἄλλος τόν πνευματικό μου, πού ἤθελε νά κάνουμε μοναστήρι, ἄλλος λογισμός μοῦ ἔλεγε νά γυρίσω πίσω. Πώ-πώ-πώ! Ἀσταμάτητη ροή! Ἐγώ ἀγωνιζόμουν καί ἀντιστεκόμουν ἐναντίον τῶν λογισμῶν. Μοῦ ἔλεγε ὁ Γέροντας:

  • Ἐντάξει, ὅλα καλά. Μήν ἀφήνεις τά καθήκοντά σου, τήν ἀγρυπνία σου, τόν κανόνα σου, τήν προσευχή σου καί τότε δέν θά ἐπικρατήσῃ ποτέ ὁ διάβολος τῆς φυγῆς.

Κράτησα τά καθήκοντά μου ἐπιμελῶς καί πράγματι, ὅπως τό εἶπε ὁ Γέροντας, ἦλθε μιά στιγμή πού ὅλοι οἱ λογισμοί ἔφυγαν καί ξαφνικά ἔγινε τόσο ὄμορφη καί ἀγαπητή ἡ “ ἔρημος”, πού πρῶτα μοῦ φαινόταν μαύρη καί σκοτεινή, γιατί πήγαινε τό μυαλό μου πρός τά ἔξω.Μέ τίς εὐχές τοῦ πατρός μου, μέ βοήθησε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί ἀπαλλάχθηκα ἀπό τόν πόλεμο αὐτόν τῶν δαιμόνων καί ἄλλαξαν τά πάντα μέσα μου.

Πήγαινα καμιά φορά καί στόν Γέρο-Ἀρσένιο:

  • Μήν στενοχωριέσαι κι᾿ ἐγώ πολεμήθηκα κι᾿ ὁ Γέροντας πολεμήθηκε μοῦ ἔλεγε.

Καί μέ τόνωνε κι᾿ αὐτός μέ τά ἁπλά του λόγια. Μίλαγε μέ τά Ἑλληνικά σπασμένα, γιατί μεγάλωσε στήν νότια Ρωσία, ἀλλά τά ἁπλά του λογάκια, εἶχαν μεγάλο πνευματικό ἀντίκρυσμα, ἐπειδή εἶχε ζήσει αὐτά πού δίδασκε καί γι᾿ αὐτό εἶχαν πολλή Χάρι καί δύναμι, διότι ἄλλη εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς πράξεως καί ἄλλη τῆς κοσμικῆς σοφίας.

Ἐπίσης, ὅταν οἱ λογισμοί τῆς ὑπερηφένειας καί τῆς ἀμέλειας μᾶς πολεμοῦσαν, ὁ Γέροντας μᾶς δίδασκε νά τούς ἀντιμετωπίζουμε μέ τέλεια περιφρόνησι καί ἀδιαφορία:

  • Κρατᾶτε τήν εὐχή! Φουρτούνα εἶναι , θά περάσῃ. Θά ὑποχωρήσῃ! Ὅταν ἀντιστέκεστε καί κρατᾶτε τό μέτωπο γερά, καί δέν χάνετε τό θάρρος σας, τά πάντα ὑποχωροῦν! Οὕτως ἤ ἄλλως αὐτή εἶναι ἡ τακτική τοῦ διαβόλου: νά ἐπιτίθεται, γιά νά σπάσῃ τό μέτωπο, νά ρίξῃ τό τεῖχος καί νά γκρεμίσῃ ὅ,τι ὄρθιο ὑπάρχει. Νά κρατᾶτε τό τεῖχος γερά καί αὐτός θά ὑποχωρήσῃ. Καί οἱ λογισμοί ὑποχωροῦσαν.

Στόν Γέροντα φανέρωνα πάντα μέ εἰλικρινῆ καί καθαρά ἐξομολόγησι καί μέ τήν ἐξαγόρευσι ὅλων τῶν λογισμῶν. Δέν ἄφηνα ἀπωθημένα μέσα μου, γιατί ἤξερα ὅτι αὐτά εἶναι σάπια πράγματα. Καί κάθετι σάπιο ἔχει τήν δυσοσμία του, ἔχει τήν βρώμα του, μέ ἀποτέλεσμα νά μήν νοιώθω ὄμορφα, ἀφοῦ θά βρώμιζαν τήν ψυχή μου. Γνώριζα πώς ἕναν λογισμό νά δεχόμουν ἤ νά ἀπέκρυπτα, ἡ ψυχή θά γινόταν ἄνω-κάτω. Καί τό καταλάβαινα ἀπό τήν πίεσι πού μοῦ δημιουργοῦσαν, γιά νά τούς δεχθῶ.

Λοιπόν, ἀγώνας! Μάχη στῆθος μέ στῆθος. Καί ἅμα ἔβλεπα καμμιά μεγάλη δυσκολία, δηλαδή φοβερή πίεσι τῶν λογισμῶν, ἔπαιρνα ἕνα ξύλο καί ράβδιζα τόν ἑαυτό μου καί βρίζοντάς τον ἔκοβα τούς λογισμούς καί κατευναζόταν ὁ πόλεμος. Κι᾿ ἄν ἐρχόταν καί δεύτερη καί τρίτη φορά νά μέ προσβάλῃ ὁ λογισμός, μέ περισσότερη μανία τόν ἀντιμετώπιζα μέ τήν ἴδια τακτική.

Ἔλεγα αὐτόν μου τόν πόλεμο στόν Γέροντα καί αὐτός, ὡς πολυέμπειρος πολεμιστής τοῦ πνεύματος, μοῦ ἀπαντοῦσε:

  • Δέν εἶναι τίποτε αὐτά. Μήν φοβᾶσαι. Εἶναι σάν ἐκεῖνο τόν ἀδελφό στά Πατερικά βιβλία πού πελάγωσε καί λέει: «Γέροντα, τόσοι λογισμοί, τόσα πάθη! Πῶς θά μπορέσω ἐγώ νά τά ξερριζώσω; Γιά ὄνομα τοῦ Θεοῦ, Γέροντα, πελάγωσα». Καί τοῦ λέει ὁ ἔμπειρος ἀββᾶς: «Παιδί μου, οἱ λογισμοί δέν ξεπηδοῦν ὅλοι μαζωμένοι, δέν ξεσηκώνονται ὅλα τά πάθη μονομιᾶς νά σέ πνίξουν». Τώρα θά ξεπηδήσῃ ὁ σαρκικός λογισμός. Χτύπα τον, κόψε τήν φαντασία, τό πρόσωπο πού σέ σκανδαλίζει, διῶξ᾿ το, σβύσ᾿ το, ὅπως σβύνῃς ἕναν διάβολο ἀπό τήν φαντασία σου, ὅπως σβύνουμε κάτι μ᾿ ἕνα σφουγγάρι. Σβῦσε τήν εἰκόνα καί κράτα τήν εὐχή. Τελείωσε ἡ ὑπόθεσις. Τόν στραγγάλισες τόν λογισμό. Θά ξαναρθῇ; Στραγγάλισέ τον ξανά. Λοιπόν, ἔρχεται λογισμός ἀμελείας καί σοῦ λέει: «Κοιμήσου!» «Ὄχι, γιατί νά κοιμηθῶ;» Ἔρχεται λογισμός κατακρίσεως καί σοῦ ψιθυρίζει: «Πές αὐτόν τόν λόγο!» «Ὄχι δέν θά τόν πῶ!». Ἔτσι γίνεται ὁ πόλεμος.

Ἤμουν ἤδη σ᾿ αὐτήν τήν συνοδεία ὡς δόκιμος ἐννέα μῆνες καί εἶχα γνωρίσει πλέον καλά τήν ζωή καί τήν τάξι της, καθώς καί τήν καθημερινή παιδεία ἀπό τόν σοφό Γέροντά μας. Μέ τίς εὐχές του, ἀκολουθοῦσα τό τυπικό κανονικά. Φυσικά σ᾿ αὐτό τό διάστημα οἱ πόλεμοι τῶν λογισμῶν δέν ἔλειπαν. Ὁ διάβολος προσπαθοῦσε μετά μανίας νά μοῦ κλονίσῃ τήν πίστι πρός τόν Γέροντά μου καί τήν ἐμπιστοσύνη μου στήν διάκρισί του, γιά νά μέ βγάλῃ ἀπό τήν ὑπακοή. «Ὄχι,» ἀντέλεγα στόν λογισμό, «αὐτό δέν θά γίνῃ ποτέ». Αὐτός συνέχιζε τίς προσβολές. «Ἐδῶ, θά παλέψουμε. Δέν θά ὑποχωρήσω· προτιμῶ νά πεθάνω.»

Ὁ Γέροντας, βλέποντας τούς λογισμούς μου καί τόν ἀγῶνα μου καί θέλοντας νά μέ δοκιμάσῃ, σάν ἔμπειρος στρατηγός, μοῦ λέει:

  • Πῶς θά τά βγάλῃς πέρα, ἐσύ μιά σταλιά ἄνθρωπος καί τιποτένιος; Εἶσαι φουσκωμένος ἀπό λογισμούς. Κοίταξε τί πολέμους πού ἔχεις! Δέν πιστεύω νά τά βγάλῃς πέρα!

Ἐγώ σήκωνα τό ἀνάστημά μου καί τοῦ λέω:

  • Γέροντα, ἕνα κι᾿ ἕνα κάνουν δύο. Ὑποχώρησις καθόλου. Μέ τήν εὐχή σας θά ρίξω τόν ἑαυτό μου στή φωτιά καί ὅπου βγῶ. Πίσω καί ἦττα στούς λογισμούς, ὄχι!
  • Καλά, καλά θά δοῦμε.

Αὐτό ἦταν. Αὐτό πού ἤθελε νά ἀκούσῃ τ᾿ ἄκουσε. Βλέποντας ἕνας ἄνθρωπο μία σπιθαμή νά μιλάῃ ἔτσι, σκέφτηκε: «ἔ, κάτι μπορεῖ νά ἔχῃ κι᾿ αὐτός». Καί φαίνεται μ᾿ αὐτό τό τέστ πού μοῦ ἔκανε, ζύγισε τί πρέπει νά κάνῃ. Διότι γιά νά νικήσῃ κανείς, πρέπει νά εἶναι ἀποφασισμένος νά πεθάνῃ. Αὐτός πού θά ἔμενε κοντά στόν Γέροντα ἔπρεπε νά ἔχῃ ὑπογράψει τόν θάνατό του. Μετά ἀπό λίγο μοῦ λέει:

  • Ἑτοιμάσου νά σέ κάνω μεγαλόσχημο. Πρίν ὅμως, θά ὑπογράψῃς τόν θάνατό σου. Εἴτε πονέσῃς εἴτε ἀρρωστήσῃς, ἕνα θἄχῃς στή σκέψη σου: ὅτι ὁ θάνατος μόνο θά σέ χωρίσῃ ἀπό ᾿ δῶ. Μή ζητήσῃς παράκλησι, μή ζητήσῃς θεραπεῖες. Εἶσαι ἀποφασισμένος γιά τόν θάνατο; Κάτσε! Ἄν ὄχι, φύγε.

Καί μέ τήν ὁλόψυχη συγκατάθεσί μου: «Νά ᾿ ναι εὐλογημένο, Γέροντα. Θάνατος, θάνατος», προχώρησε καί μ᾿ ἔκανε μοναχό Μεγαλόσχημο, μέ ἐφημέριο τόν παπα – Ἐφραίμ ἀπό τά Κατουνάκια, στίς 13 τοῦ μηνός Ἰουλίου μέ τό παλαιό, τό 1948, ἡμέρα Πέμπτη.

Ἡ κανονική τάξις, βέβαια, εἶναι νά περάσῃ ὁ δόκιμος μοναχός πολύ περισσότερο χρόνο δοκιμασίας. Ἡ ἀπόφασις ὅμως ρυθμίζεται ἀνάλογα μέ τήν ἐποχή καί τούς ἀνθρώπους. Καί ὁ Γέροντας μέ τήν ἐμπειρία του διέκρινε πώς ἔτσι ἔπρεπε νά γίνῃ. Μόλις ἔγινα Μεγαλόσχημος, κάναμε λουκουμάδες.

Τό εἶχαμε σάν τυπικό.

Καμμιά φορά ὁ Γέροντας εἶχε ἕνα φυσικό λόξυγγα. Τό ἐκμεταλλεύθηκε αὐτό ὁ διάβολος κι᾿ ἄρχισε νά μοῦ λέῃ μέ τόν λογισμό: « Ἄ, αὐτό πού κάνει τώρα ὁ Γέροντας φανερώνει ὅτι ἔχει δαιμόνιο μέσα του. Τό δαιμόνιο κάνει αὐτό τόν λόξυγγα». Πώ! Πώ! Τί πίκρα, τί φαρμάκι, πού ἦρθε μέσα στήν ψυχή μου. «Ἄκοῦς νά μοῦ λέγῃ ἔτσι ὁ λογισμός!» Ἐγώ δέν εἶχα τέτοιους λογισμούς. Μόλις μοῦ ἦρθαν, ἀναστατώθηκα. Μπάαα! ἀδύνατον νά παραδεχθῶ γιά τόν Γέροντα, μου αὐτόν τόν λογισμό! «Θά σέ σφάξω!» εἶπα μέσα μου καί ἔκανα ἀγῶνα μέ τήν ἀντίρρησι. Ὅταν τό εἶπα στόν Γέροντα, πού ἦταν ἀσκητής πεπειραμένος καί θαυμάσιος, χαμογελοῦσε:

  • Μή στεναχωριέσαι, παιδί μου, ἄς τον νά λέῃ ὅ,τι θέλει αὐτός. Καμιά σημασία. Λέγε τήν εὐχούλα, θά σοῦ πῇ κι᾿ ἄλλα. Ἀπό τό ἕνα αὐτί νά μπαίνουν καί ἀπό τό ἄλλο νά βγαίνουν. Τό ξέρασμα τοῦ Ἅδου εἶναι ἀτέλειωτο. Μέ τόν διάβολο, δέν τά βγάζει κανείς πέρα τόσο εὔκολα. Μήν κάνης ἀντιρρητικό λόγο, διότι εἶσαι μικρός καί ἄπειρος. Μόνο νά περιφρονῇς τόν λογισμό, νά λέγῃς τήν εὐχή συνεχῶς καί θά φύγῃ μόνος του. «Μπαινάκιας καί βγαινάκιας». Μόνο περιφρόνα τόν λογισμό, λέγε τήν εὐχή καί θά φύγῃ μόνος του.

Δέν ἤξερα ὅμως πώς ἡ καταφρόνησις τῶν λογισμῶν εἶναι ἡ καλύτερη λύσις καί ἀπάντησα:

  • Ὄχι, Γέροντα, μέ τόν δικό μου λογισμό θά δώσω μάχη, δέν θά τόν ἀφήσω νά μοῦ πῇ ἐμένα γιά σᾶς, τόν Γέροντά μου!
  • Χμ!, ἔκανε ἐκεῖνος καί χαμογελοῦσε. Θά ἔλεγε μέσα του: «Τοῦτος ὁ μικρός δέν ξέρει τί τοῦ γίνεται». Καί μέ ἄφησε νά ἀγωνισθῶ μέ τήν ἀντίρρησι.

Ἔκανα σκληρό ἀγῶνα, ἀλλά ὁ διάβολος ἦταν τεχνίτης, ἦταν μάστορας. Καί τί μοῦ ἔκανε; Μόλις σηκωνόμουν νά ἀγρυπνήσω, μέ τό πού ἄνοιγα τά μάτια μου, τσάκ! ἐρχόταν ἀμέσως ἡ προσβολή! «Νά, ὁ Γέροντας τί εἶναι». Καί μέ τέχνη ὁ διάβολος ἔρριχνε τόν λογισμό σάν δηλητήριο στήν καρδιά μου, γιά νά μοῦ δηλητηριάζῃ τήν ἀγρυπνία. Ἔτσι, μέ τέτοιες σκέψεις, μοῦ ἔκοβε ὅλες τίς δυνάμεις μου. Ἐρχόταν μιά αἴσθησις δαιμονική: «Νά, ὁ Γέροντας δέν εἶναι αὐτός πού νόμιζες, ἔχει δαιμόνιο». Ἀλλά καί ἐγώ ἀπό τήν ἄλλη πλευρά δέν ὑποχωροῦσα σέ καμιά περίπτωσι, ἀμέσως στραγγάλιζα τόν λογισμό μέ τόν ἀντιρρητικό λόγο. «Ὄχι, ὁ Γέροντας εἶναι στρατηγός», ἔλεγα, «Ἄνθρωπος πού μέ ὁδηγεῖ στήν σωτηρία μου δέν μπορεῖ νά ἔχῃ δαιμόνιο, εἶναι ἅγιος, εἶναι Ἄγγελος τοῦ Θεοῦ». «Ὄχι, δέν εἶναι Ἄγγελος, διότι ξέρεις, ἐκεῖνο, τό ἄλλο, τό παράλλο…». «Ὄχι», ἀντέλεγα ἐγώ.

Καί γιά ὧρες ὁλόκληρες ἔκανα ἀντιρρητικό πόλεμο, ἄν καί δέν εἶχα ἐμπειρία πάνω σ᾿ αὐτόν. Ἁπλῶς μέ χαρακτήριζε μιά φυσική τόλμη καί ἔκανα αὐτήν τήν μάχη, παρ᾿ ὅτι ἤμουν μικρός στή γνῶσι καί στήν πεῖρα. Πήγαινα νά κάνω ἀντίρρησι, πού εἶναι γιά φθασμένους ἀγωνιστές, ἐνῶ ἐγώ ἔπρεπε νά ξεφεύγω μέ τήν περιφρόνησι, γιά νά γλυτώνω γρήγορα.

Αὐτή ἡ μάχη κράτησε μέρες! Ὁ πονηρός μέ σφυροκοποῦσε καί μοῦ ἔκλεβε ὧρες ἀπό τήν ἀγρυπνία, γιά νά μάχωμαι μαζί του. Τελικά καταλήγοντας εἶπα μέσα μου: «χρειάζεται ἄμεση δράσι». Πῆρα καί ἐγώ τό ξύλο καί εἶπα: «Τί εἶπες, γιά τόν Γέροντα;» Πάτ! καί κτυποῦσα μέ τό ξύλο τά πόδια μου καί πηδοῦσα ὁλόκληρος ἀπό τόν πόνο.

Καί μέ τόν τρόπο αὐτόν κόπηκε ὁ συγκεκριμένος πόλεμος. Κι᾿ ἔτσι, δέν μέ ἐνόχλησε ἄλλο. Δέν τόν ξαναγνώρισα ποτέ αὐτόν τόν φονικό λογισμό, καίτοι τόν Γέροντα τόν ἔπιανε κάποτε-κάποτε ὁ φυσικός του λόξυγγας, ἐγώ οὔτε κἄν θυμόμουν ὅτι πολεμήθηκα κάποτε ἀπ᾿ αὐτό τό πρᾶγμα. Τόσο ἀπότομα ἐξαφανίσθηκαν οἱ λογισμοί σάν νά μήν ὑπῆρξαν ποτέ.

Μοῦ ἔφυγε καί ἡ ἔννοια ὅτι πολεμήθηκα, διότι ἀντέκρουσα μέ θάρρος καί αὐταπάρνησι αὐτόν τόν πόλεμο. Ὅποιος ὅμως ὑποχωρεῖ, γεμίζει σιγά-σιγά σαβούρα ἡ ψυχή του καί βρωμάει. Ὁ κάθε κακός λογισμός γίνεται ἕνα ἀπόστημα στήν ψυχή, πού ἄν δέν τό πετάξῃς βιαίως, πληγιάζει, σαπίζει καί βρωμάει.

Μιά Πεντηκοστή μᾶς ἔχει φέρει ὁ πατήρ Ἀθανάσιος παξιμάδια, ντομάτες καί σταφύλια.

Γυρίζει καί μᾶς λέει ὁ Γέροντας:

  • Τούς ντουρβᾶδες στήν πλάτη καί δρόμο. Θά μᾶς φᾶνε τά ποντίκια.

Οἱ λογισμοί μοῦ ἦρθαν σάν τά μυρμήγκια. «Τέτοια ἡμέρα μέσα στούς δρόμους! πού ἔπρεπε νά ἡσυχάσῃς, νά διαβάσῃς καί νά κάνῃς κομποσχοίνι!» Ἐγώ ἀπαντοῦσα τοῦ λογισμοῦ: «Στενή καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός. Ἡ ὑπακοή πάνω ἀπ᾿ ὅλα. «Οὐκ ἦλθον ἵνα ποιήσω τό θέλημα τό ἐμόν, ἀλλά τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με πατρός» (Ἰωάν. Στ΄: 38). Τό φορτίο τῶν λογισμῶν ὅμως ἦταν βαρύτερο ἀπό τό φορτίο στήν πλάτη! Μοῦ ἔλεγε καί τοῦ ἔλεγα. «Μόλις πᾶμε στόν Γέροντα, θά σέ καταγγείλω.»

Μόλις μπῆκα στήν πόρτα τῆς καλύβας του, πᾶνε οἱ λογισμοί! Ἔφυγαν ὅλοι. Ποῦ νά τολμήσουν οἱ δαίμονες νά ἀντικρύσουν τόν μάστορά τους!!!

Ἐπειδή ὅμως δέν εἶχα τήν εὐκαιρία ἐκείνη τήν στιγμή νά δῶ τόν Γέροντα κατ᾿ ἰδίαν, γιατί μᾶς εἶπε νά φύγουμε, γιά νά ἀλλάξουμε τά ροῦχα μας καί νά ξεκουρασθοῦμε, εἶπα μέσα μου: «Πειρασμέ, θά σέ κανονίσω.» Μάζεψα, λοιπόν, ἕνα τσουβάλι πέτρες καί εἶπα. «Τώρα θά σοῦ βάλω κανόνα, πού δέν ἤθελες νά κουβαλήσῃς φορτίο τέτοια μέρα καί θά κοιμηθῆς πάνω στίς πέτρες. Ὁ Χριστός πάνω στόν Σταυρό εἶχε μεγαλύτερο μαρτύριο». Τό γεγονός δέν ἔχει ἀξία, ὅμως γιά τήν προαίρεσί μου ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε ἕναν μικρό μισθό.

Ὅταν κοιμήθηκα, εἶδα ὅτι βρέθηκα σέ μιά πεδιάδα. Δεξιά μου ἦταν ὁ πατήρ Ἰωσήφ, ὁ νεώτερος, καί ἀριστερά μου ὁ πατήρ Ἀρσένιος. Καί ἀριστερά, στήν κορυφή ἑνός ὡραίου κατάφυτου πράσινου λόφου, βρισκόταν ὁ Γέροντας καί γυρίζει καί μᾶς λέει: «Θά περάσῃ ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος. Νά πέσετε νά πάρετε τήν εὐχή του».

Τοῦ ἔκανα μέ νεῦμα: «Νά ᾿ ναι εὐλογημένο!» Ὅταν ἦλθε, χωρίς κἄν νά τόν κοιτάξω, ἔβαλα μετάνοια. Δέν ξέρω ὁ ἀδελφός τί ἔκανε. Καθώς σηκωνόμουν, ἀντί νά δῶ τόν Μέγα Κωνσταντῖνο, εἶδα τόν Χριστό σάν μικρό παιδάκι. Αὐτό ἔσκυψε, μοῦ χαμογέλασε, μέ ἀσπάσθηκε κι᾿ ἔφυγε. Τί χαρά μοῦ ἦλθε!

Μόλις ξύπνησα, εἶχα χαρά στήν ψυχή μου. Πῆγα στόν Γέροντα καί τοῦ εἶπα ὅτι εἶδα αὐτό. Μέ ρώτησε τί λογισμούς εἶχα τήν ἡμέρα. Τοῦ εἶπα τούς λογισμούς πού εἶχα, πῶς τούς ἀντέκρουσα καί ποιό ἦταν τό ἀποτέλεσμα.

  • Ὁ Θεός τούς δούλους του ἔτσι τούς παρηγορεῖ, ὅταν κάνουν κάποιο ἀγῶνα. Ἀλλά ἐσύ στό ἑξῆς νά μή βάζῃς πέτρες.

Σέ τέτοιες περιπτώσεις πρέπει νά ᾿ χῃς ἕναν ἔμπειρο ὁδηγό, νά διακρίνῃ μέ ἀσφάλεια τήν ἀλήθεια ἀπό τό ψεῦδος. Διότι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς διδάσκει, ὅτι ὁ διάβολος μεταμορφώνεται καί σέ Ἄγγελο φωτός, γιά νά παραπλανήσῃ τόν ἄνθρωπο. Οἱ δέ ἅγιοι Πατέρες μᾶς λένε: «τό κρασί καί τό ξύδι μοιάζουν, ἐκεῖνος ὅμως πού γεύθηκε τό κρασί ξέρει τήν διαφορά». Καί ὁ Γέροντάς μου ἦταν ἀπό τούς λίγους ἐκείνους Ἁγιορεῖτες πατέρες, πού εἶχαν ἄφθονα γευθῆ τήν νηφάλια μέθη τῆς θείας Χάριτος καί πού μποροῦσαν ἀμέσως καί ἀσφαλῶς νά γνωρίζουν, ἐάν μιά κατάστασις ἦταν ἐκ τοῦ Θεοῦ ἤ ἐκ τῶν δαιμόνων ἤ ἐκ τῆς ἰδίας μας φύσεως.

Τῷ Θεῷ πρέπει κάθε δόξα, τιμή καί προσκύνηση,

τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.

Ἀμήν!

Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο:

Ὁ Γέροντάς μου Ἰωσήφ ὁ ἡσυχαστής καί σπηλαιώτης”

Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου

Ἐκδόσεις Γ. Γκέλμπεσης