Σπλάχνο μου της ψυχής, διατί αθυμείς; Διατί απελπίζεσαι; Διατί αποκάμνεις; Ιδού ότι άφησεν ο Θεός τους δαίμονας να σε σινιάσουν ολίγον, να ιδής πού ευρίσκεσαι. Να ταπεινωθή η καρδία σου. Να γίνης συμπαθής προς τους αμαρτάνοντας και ποσώς να μην τους κατακρίνης. Πώς θα γνωρίσης της φύσεως την ασθένειαν, εάν δεν σε ξυπνήσουν οι κόρακες; Εάν ο γλυκύς Ιησούς δεν στείλη την Χάριν Του, πώς εσύ θα μάθης την τέχνην πασών των τεχνών; Τώρα μανθάνεις την τέχνην, τώρα έχεις μισθόν, τώρα δεικνύεις ότι αγαπάς τον Χριστόν, όχι όταν είναι η Χάρις… Όταν φύγει η Χάρις, όχι εσύ και εγώ, αλλά μήτε οι άγιοι Απόστολοι δεν θα ήσαν απόστολοι!
Δι’ αυτό λοιπόν σου επήρε την Χάριν, διά να γίνης σοφός. Και πάλιν θα έλθη. Δεν σε αφήνει. Είναι νόμος Θεού. Αλλά πάλιν θα φύγη. Μα και πάλιν θα έλθη. Βραδύνει ολίγον θέλων να σε διδάξη υπομονή και ταπείνωσιν. Τώρα μανθάνεις τον πόλεμο, παιδί μου. Τώρα κάμνεις ρίζες βαθιές, όπως τα δένδρα, όπου όσον τα φυσά ο αέρας, τόσο ριζώνουν βαθύτερα. Τέλος, μάρτυς μου ο Θεός, ότι στους μεγαλύτερούς μου πειρασμούς εύρον την μεγαλύτεραν παράκλησιν.
Του Αγίου Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού