«Μέγα Ἱεράρχα, ποίμαινε ἡμᾶς!…», Β΄ Μέρος
(Στόν Μέγα Ἅγιο πού τόσο δυσφημίζεται στήν ἐποχή μας μέ τή χρήση, ἀπό τούς ὀρθοδόξους, μιᾶς καρικατούρας)
Πορφυρίτης
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος προσκαλεῖ, μέ τήν ἐπιστολή του τούς «ἀδελφούς γνησιότατους»[1] Ἰταλούς καί Γάλλους συνεπισκόπους του, ζητῶντας τους νά δώσουν «χέρι στούς γονατισμένους»[2] ἀπό τόν «φανερό πόλεμο τῶν αἱρετικῶν»[3]. Σκοπός του εἶναι «νά δώσουν τό ‘‘παρών’’ περισσότεροι ἀδελφοί, ὥστε νά εἶναι ἀρκετοί γιά ν’ ἀπαρτίσουν σύνοδο…»[4]. Ἔτσι, «ὥστε ὅσοι ὁμολογοῦν τήν ἀποστολική πίστη, ἀφοῦ ἐξουδετερώσουν τά σχίσματα πού ἐπινόησαν, νά ὑποταχθοῦν ἀπό ἐδῶ καί πέρα στήν αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας.»[5]. Ὁ Μέγιστος Φωστῆρας συνεχίζει νά ποιμαίνει καί σήμερα τούς θέλοντας νά ποιμανθοῦν καί νά διδαχθοῦν τί ὁ Μεγάλος ἔπραττε γιά τήν ἐξάλειψη τῆς μιαρῆς αἱρέσεως.
«Γιατί», γράφει, «δέν κινδυνεύει μιά Ἐκκλησία, οὔτε δυό ἤ τρεῖς εἶναι πού ἔπεσαν στό φοβερό χειμώνα. Ἀλλά σχεδόν ἀπό τά σύνορα τοῦ Ἰλλυρικοῦ ὥς τή Θηβαΐδα εἶναι ξαπλωμένο τό κακό τῆς αἵρεσης. Πού τά πονηρά της σπέρματα πρίν ὁ δυσώνυμος Ἄρειος ἔρριξε. Κι ἀφοῦ ριζώθηκαν σέ βάθος, χάρη στή φιλόπονη καλλιέργεια τῆς ἀσέβειας πού μεσολάβησε, ἀπό πολλούς, τώρα ξεβλάστησαν τούς φθοροποιούς καρπούς. Κι ἔτσι, ἀνατράπηκαν τά δόγματα τῆς ὀρθῆς πίστης κι ἔπεσαν σέ σύγχυση οἱ θεσμοί τῆς Ἐκκλησίας. Κι οἱ φίλαρχοι, πού δέν φοβοῦνται τόν Κύριο, πηδοῦν καί κυριεύουν τίς ἐπισκοπές. Λοιπόν, φανερά πιά, ὁ ἐπισκοπικός βαθμός προβάλλεται σάν ἔπαθλο τῆς ἀσέβειας, ἔτσι πού ὅποιος ξεστόμισε τίς πιό φοβερές βλαστήμιες ἀπέναντι τῆς ἀληθείας, νά εἶναι προτιμότερος γιά ἐπίσκοπος τοῦ λαοῦ. Πάει, χάθηκε τό ἱερατικό φρόνημα. Ἔχουν λείψει ὅσοι ποιμαίνουν μέ γνώση τό κοπάδι τοῦ Κυρίου»[6]. Ἅγιέ μου Βασίλειε, μένουμε ἔκθαμβοι, διότι ἄν διευρύνουμε τήν ἀπόσταση τῶν τοπωνυμίων καί ἐπικαιροποιήσουμε τόν δυσώνυμο Αἱρεσιάρχη, ὁ λόγος σου εἶναι ζωντανός! Γράφεις στό παρελθόν, διαβάζουμε τό σήμερα, τό μέλλον. Περιγράφεις τήν «πολιτεία» συγχρόνων ἐπισκόπων πού συναγωνίζονται ποιός θά ξεστομίσει ἤ θά πράξει τήν μεγαλύτερη κακοδοξία.
Δυστυχῶς, αὐτοί εἶναι οἱ «φθοροποιοί καρποί», τό «κακό» τῆς αἵρεσης καί τῶν δυσωνύμων αἱρεσιαρχῶν: ἡ ἀνατροπή τῶν δογμάτων τῆς ὀρθῆς πίστης, οἱ διωγμοί, ἡ βία, ἡ ἀθεοφοβία, ἡ σύγχυση, ἡ παρανομία, ἡ ἀσέβεια, ἡ βλασφημία, τά πάθη ἀτιμίας[7]! Γι’ αὐτό στήνουν χορό ὑπερηφανίας οἱ πάσης φύσεως ἁμαρτωλοί ἐνῶ ἡ ἁμαρτία ἔγινε μόδα, ὅπως θά ἔλεγε κι ὁ Ἅγιος Παΐσιος. Γι’ αὐτό δέν «ἀγγίζουν» τά ἐπισκοπικά χείλη τό θεομίσητο ἁμάρτημα τοῦ σοδομισμοῦ, ἔνιοι δέ τό διαφημίζουν ὡς φυσιολογικό!!! Διότι «ἔχει ἀμαυρωθεῖ ἡ ἀκρίβεια γύρω ἀπό τούς ἱερούς κανόνες κι ἡ ἀσυδοσία στήν ἁμαρτία εἶναι πολλή. Γιατί ὅσοι μέ ἀνθρώπινα μέσα ἀνέβηκαν στήν ἐξουσία, μέ τά ἴδια μέσα ἀνταμοίβουν αὐτούς πού τούς ἐξυπηρέτησαν, ἀφήνοντας νά κάνουν ὅ,τι τούς ἀρέσει οἱ ἁμαρτωλοί. Χάθηκε ἡ δίκαιη κρίση κι ὁ καθένας πορεύεται σύμφωνα μέ τό θέλημα τῆς καρδιᾶς του. Ἡ πονηρία εἶναι ἀπεριόριστη, τά πλήθη ἀνουθέτητα, οἱ πνευματικοί προεστοί φιμωμένοι. Γιατί εἶναι δούλοι σ’ αὐτούς πού τούς ἔκαναν τή χάρη ὅσοι μέ ἀνθρώπινα μέσα φούχτωσαν τήν πατερίτσα. Ἀκόμα δέ κι ἡ δῆθεν ὑπεράσπιση τῆς ὀρθοδοξίας ἔχει ἐπινοηθεῖ ἀπό μερικούς σάν ὅπλο στή μεταξύ τους διαμάχη καί κρύβοντας τίς δικές τους ἔχθρες, καμώνονται πῶς ἐχθρεύονται γιά χάρη τῆς ὀρθοδοξίας. Κι ἄλλοι, ξεφεύγοντας τόν ἔλεγχο γιά τίς μεγάλες ντροπές τους, ἀνάβουν στά πλήθη μανία στή μεταξύ τους φιλονεικία, ὥστε νά σκεπάσουν μέ τά γενικά κακά τό δικό τους. Γι’ αὐτό κι ἄσπονδος εἶναι ὁ πόλεμος τοῦτος, ἀφοῦ ὅσοι ἐργάσθηκαν τά πονηρά, δέν βλέπουν μέ καλό μάτι τήν εἰρήνη, ἐπειδή ἀποκαλύπτει τίς κρυφές τους ντροπές.»[8].
Ἀνοίγουν πραγματικά τά μάτια τῆς ψυχῆς μας καί βλέπουμε τήν σύγχρονη κατάντια τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος καί τή σύγχυση πού ἐπικρατεῖ ἕνεκα τούτου. Ἐκφυλίστηκε ὁ ποιμήν, διασκορπίσθηκαν τά πρόβατα καί ἐπικρατεῖ «ἄκρα τοῦ τάφου σιωπή»[9]. «Κι ἔτσι μᾶς περιγελοῦν οἱ ἄπιστοι. Κλονίζονται οἱ ὀλιγόπιστοι. Ἀμφίβολη γίνεται ἡ πίστη. Ἡ ἄγνοια ξεχύνεται στίς ψυχές, μέ τό νά μιμοῦνται τήν ἀλήθεια οἱ κακοποιοί πού δολιεύουν τή διδασκαλία. Σιγοῦν τά στόματα τῶν ὀρθοδόξων καί λύνεται κάθε βλάσφημη γλῶσσα. Βεβηλώθηκαν τά ἅγια…»[10]. Ὁ πόνος γιά τήν κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν μελῶν Της, πήγαζε ἀπό τήν καρδιά τοῦ καλοῦ ποιμένος, καί ὄχι ἀπό τό στόμα. Βασικό μέλημά του, ἐκτός ἀπό τήν καταπολέμηση τῶν αἱρετικῶν, ἦταν καί ἡ κατήχηση τῶν λογικῶν προβάτων. Ἄλλωστε τότε καί οἱ πιστοί εἶχαν ζωηρό ἐνδιαφέρον γιά τά θέματα τῆς Πίστεως, ἀκόμη καί γιά τά δογματικά πού σήμερα θεωροῦνται «ψιλά γράμματα». Πίστευε πώς, «ἄν οἱ ὀρθόδοξοι θά προέκοπταν πνευματικά, θ’ ἀποτύγχαναν οἱ προσπάθειες τῶν αἱρετικῶν. Ἔρριξε λοιπόν πολύ σωστά τό βάρος στήν οἰκοδομή, στήν κατήχηση τῶν πιστῶν.»[11]. Ἕνα κύριο χαρακτηριστικό τῶν σύγχρονων πιστῶν εἶναι ἡ ἀκατηχησία. Οἱ ἐπίσκοποι θά ἔπρεπε νά ξεκινήσουν «ἐκστρατεία» κατήχησης· νά ξεχυθοῦν σέ πόλεις καί χωριά, σέ πλατεῖες καί γειτονιές, μέ στόχο: οὔτε ἕνας χριστιανός ἀκατήχητος. Δέν τό πράττουν, ἴσως γιά νά μήν ἀφυπνιστεῖ τό ποίμνιο καί ἐλέγξει τούς «φθοροποιούς καρπούς» τους· καί τά ἀποτελέσματα γνωστά! Πρέπει νά προσευχόμαστε γι’ αὐτούς τούς δυστυχεῖς ἀνθρώπους. Ἔδωσαν φρικτούς ὅρκους στόν Κύριό μας, ὅρκους πού καταπατοῦν ἀσύστολα. Νά προσευχόμαστε θερμά, πρίν τούς καταπιεῖ τό ἀκόρεστο στόμα τοῦ Ἄδη.
Ὁ καλός ποιμένας, ὁ ἀγαπῶν τό ποίμνιό του, θέλει νά τό προφυλάξει ἀπό τούς προβατόσχημους λύκους: «Ἐξορκίζουμε κάθε ἄνθρωπο πού φοβᾶται τόν Κύριο κι ἀναμένει τήν κρίση τοῦ Θεοῦ, νά μήν παρασύρεται ἀπό διδαχές παραλλαγμένες. Ἄν κάποιος διδάσκει διαφορετικά καί δέν προσέρχεται στά ὑγιαίνοντα λόγια τῆς πίστης κι ἄν, ἀπορρίπτοντας τά λόγια τοῦ Πνεύματος, προτιμᾶ τή δική του διδασκαλία ἀπό τά εὐαγγελικά διδάγματα, νά φυλάγεστε ἀπό τέτοιον ἄνθρωπο.»[12]. Λόγια ἀληθινά, λόγια πού σπάνια ἀκούγονται, ἕνεκα τῶν μισθωτῶν, τῶν «φιμωμένων», καί ὅπως τέλος πάντων τούς περιέγραψε παραπάνω ὁ Φωστήρ τῆς Τρισηλίου Θεότητος, ποιμένων.
Ὁ Μ. Βασίλειος ἀποτελεῖ πρότυπο μεγάλου Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι γνωστός ὁ διάλογός του μέ τόν ἀπεσταλμένο τοῦ αὐτοκράτορα Οὐάλη, Μόδεστο, πού προσπάθησε νά πείσει τόν Ἅγιο Ἱεράρχη νά δεχθεῖ τίς αἱρετικές βλασφημίες. Ἀφοῦ δέν τά κατάφερε, ἄρχισε τίς συνηθισμένες ἀπειλές, γιά δήμευση τῆς περιουσίας του, ἐξορία, βασανισμούς καί θάνατο. Ὁ ἀσκητής Ἐπίσκοπος ὅμως, δέν κάμφθηκε: «Τί θά δημεύσης, ἀπαντᾶ, ἀφοῦ ὅλη μου ἡ περιουσία εἶναι μερικά βιβλία καί αὐτά ἐδῶ τά εὐτελῆ τρίχινα ράσα; Ὅπου κι’ ἄν μέ στείλης ἐξορία, μοῦ εἶναι τό ἴδιο· ὅλη ἡ γῆ ἀνήκει στό Θεό. Πατρίδα μας ἄλλωστε εἶναι ὁ οὐρανός· ἐπάνω στή γῆ εἴμαστε περαστικοί διαβάται. Ὅσο γιά τά βασανιστήρια, μήν τά προβάλλεις, γιατί τό σῶμα μου εἶναι τόσο ἀσθενικό, ὥστε στό πρῶτο κτύπημα θά πεθάνω. Αὐτό ὅμως δέν τό φοβᾶμαι· διότι ἐκτός τοῦ ὅτι θά ἀπαλλαγῶ ἀπό τίς ταλαιπωρίες του, θά πάω καί πιό σύντομα κοντά στό Θεό. Αὐτά νά τά ἀκούση καί ὁ βασιλεύς· … Καί ὅταν μετέφερε πράγματι ὁ Μόδεστος στόν Οὐάλεντα ὅσα τοῦ εἶχε πῆ ὁ Βασίλειος, ἐπεσφράγισε μόνος του συμπερασματικῶς καί ἐπεκύρωσε τή νίκη τοῦ Βασιλείου… Νικηθήκαμε βασιλεῦ ἀπό τόν προϊστάμενο αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας»[13]! Ποῦ εἶναι οἱ σύγχρονοι ἐπίσκοποι νά μαθητεύσουν στόν Μέγα Ἱεράρχη καί νά μή συμπεριφέρονται δουλικῶς, νά μήν εἶναι δέσμιοι, καί νά μήν τρέμουν καί κολακεύουν τόν κομματικό κόσμο.
Μᾶς λείπουν οἱ Μεγάλοι Πατέρες, ὅπως ὁ Ἅγ. Βασίλειος· μᾶς λείπουν οἱ μεγάλοι ἡγέτες τούς ὁποίους πρέπει νά ἀκολουθοῦμε, διότι «μόνον αὐτῶν ἡ μίμηση εἶναι ὠφέλιμη καί καρποφόρος καί γιά τά ἄτομα καί διά τούς λαούς. ‘‘Ἀρκεῖ τοίνυν ἡ μνήμη, λέγει ὁ Μ. Βασίλειος, πρός ὠφέλειαν διηνεκῆ. Οὐ γάρ δή ἐκείνοις χρεία προσθήκης εἰς εὐδοκίμησιν, ἀλλ’ ἡμῖν τοῖς ἐν τῷ βίῳ ἀναγκαία ἡ μνήμη διά τήν μίμησιν’’[14].»[15]. Μετά ἀπό αὐτά τά ἐλάχιστα γιά τόν Μεγάλο ἄνδρα τῆς οἰκουμένης, τί νά συμπεράνουμε γιά τούς σύγχρονους ταγούς; Μήπως θέλουν (ἴσως ἀσυνείδητα) νά λησμονηθεῖ ἤ νά δυσφημισθεῖ, μέσῳ τῆς καρικατούρας, γιά νά μή νοιώθουν τή μικρότητά τους; Ὁ Μ. Βασίλειος ὅμως, ζεῖ καί θά μᾶς ποιμαίνει πάντοτε. «Ζῇ Βασίλειος καί θανών ἐν Κυρίῳ. Ζῇ καί παρ’ ἡμῖν ὡς λαλῶν ἐκ τῶν βίβλων»[16]!
Πορφυρίτης
[1] Μ. Βασιλείου, «Ἐπιστολές καί ἄλλα κείμενα»: «Ἐπιστολή 92: Πρός Ἰταλούς καί Γάλλους», Ἀπόδοση: Βασ. Μουστάκης, Ἐκδόσεις Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. (Ἡ ἔντονη γραφή δική μας).
[2] Ὅ.π., «Ἐπιστολή 92: Πρός Ἰταλούς καί Γάλλους».
[3] Ὅ.π., «Ἐπιστολή 92: Πρός Ἰταλούς καί Γάλλους».
[4] Ὅ.π., «Ἐπιστολή 92: Πρός Ἰταλούς καί Γάλλους».
[5] Ὅ.π., «Ἐπιστολή 92: Πρός Ἰταλούς καί Γάλλους».
[6] Ὅ.π., «Ἐπιστολή 92: Πρός Ἰταλούς καί Γάλλους».
[7] Κ.Γ.Παπαδημητρακόπουλου, «ΒΑΣΙΛΕΙΑΝΟ ΑΠΟΘΗΣΑΥΡΙΣΜΑ»: «Ὅροι κατ’ Ἐπιτομήν», Ἐκδόσεις «ΦΩΤΟΔΟΤΕΣ».
[8] Μ. Βασιλείου, «Ἐπιστολές καί ἄλλα κείμενα»: «Ἐπιστολή 92: Πρός Ἰταλούς καί Γάλλους», Ἐκδόσεις Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
[9] Διονυσίου Σολωμοῦ, «Ἐλεύθεροι πολιορκημένοι».
[10] Ὅ.π., «Ἐπιστολή 92: Πρός Ἰταλούς καί Γάλλους».
[11] Ὅ.π., Εἰσαγωγή τοῦ Καθηγητή Πατρολογίας στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν, κ. Στυλ. Παπαδόπουλου στήν ὁμιλία «Εἰς τόν ΜΔ΄ Ψαλμόν».
[12] Ὅ.π., «Ἐπιστολή 261: Τοῖς ἐν Σῳζοπόλει».
[13] Ἱερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, «Βασιλειάς», Ἑόρτιος τόμος ἐπί τῇ συμπληρώσει 1600 ἐτῶν ἀπό τοῦ θανάτου τοῦ Μ. Βασιλείου: «Θεοδώρου Ν. Ζήση, Ὑφηγητοῦ (νῦν Πρωτοπρεσβυτέρου), ‘‘Ὁ Μέγας Βασίλειος ὡς Ἡγέτης’’», Θεσσαλονίκη 1979.
[14] Ὅ.π., «Ὁμιλία εἰς Γόρδιον μάρτυρα 2, ΕΠΕ».
[15] Ὅ.π., «Θεοδώρου Ν. Ζήση, Ὑφηγητοῦ (νῦν Πρωτοπρεσβυτέρου), ‘‘Ὁ Μέγας Βασίλειος ὡς Ἡγέτης’’».
[16] Ὅ.π., «Ὁ Μέγας Βασίλειος ὡς Ἡγέτης», (στίχοι ἀπό τό συναξάρι τοῦ Ὄρθρου).
https://aktines.blogspot.com/2023/12/blog-post_63.html