Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Προ καιρού εκδόθηκε από το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών (ΠΣΕ) πολυσέλιδο επίσημο θεολογικό κείμενο από την Επιτροπή του “Πίστη και Τάξη” – DocumentNo 214. Τίτλος του “Η Εκκλησία: Προς μια κοινή αντίληψη”. Σ’ αυτό χαιρετισμό απευθύνει ο Προτεστάντης Γενικός Γραμματέας του ΠΣΕ Ολαφ Φίκσε Τβέϊτ και τον πρόλογο υπογράφουν οι υπεύθυνοι για τη σύνταξη του κειμένου, Ελληνορθόδοξος Μητροπολίτης Κωνσταντίας και Αμμοχώστου κ. Βασίλειος, Πρόεδρος της Επιτροπής “Πίστη και Τάξη” και ο Προτεστάντης κ. Σανουάν Τζον Ζιμπώ, διευθυντής της ίδιας Επιτροπής. Σύμφωνα με τα όσα γράφουν, το κείμενο έχει αποσταλεί σε όλα τα μέλη του ΠΣΕ, τα οποία προσκαλούνται να μελετήσουν το κείμενο και να το σχολιάσουν.
Το κείμενο υπογράφεται από Ορθόδοξο Μητροπολίτη και εφόσον δεν έχει υπάρξει κάποια αντίδραση, κάποιο σχόλιο, σημαίνει ότι είναι αποδεκτό από τα Ορθόδοξα μέλη της Επιτροπής ” Πίστη και Τάξη” και από τους αντιπροσώπους των Ορθοδόξων Εκκλησιών στο ΠΣΕ.
Πρόκειται για κείμενο απαράδεκτο από Ορθόδοξης πλευράς.Προβάλλει κυρίως την προτεσταντική θεολογία και εκκλησιολογία. Μόνο σε ορισμένα σημεία και με απόλυτη συντομία αναφέρει τις διαφορετικές απόψεις των Ορθοδόξων. Από την πραγματικότητα αυτή προκύπτει το εύλογο ερώτημα ” μήπως προτεσταντίζουμε”; Ακόμη πιο καθαρά, μήπως όσοι Ορθόδοξοι συμμετέχουν στο ΠΣΕ προσχώρησαν στη λογική της προτεσταντικής θεολογίας και όταν ομιλούν για “κοινή αντίληψη της Εκκλησίας” εννοούν την “προτεσταντική αντίληψη της Εκκλησίας”;…
Συνοπτικά τα σημεία που έρχονται σε αντίθεση με την Ορθόδοξη Εκκλησία και τη διαβεβαίωση που δίδουν κατά την ημέρα της χειροτονίας τους οι Ορθόδοξοι Επίσκοποι.
2. Περνάει τη θέση πως η Εκκλησία δεν είναι σταθερή στους αιώνες, με Αρχές και Κανόνες, αλλά σε συνεχή εξέλιξη. Έτσι οι Προτεστάντες ερμηνεύουν την εκκλησιαστική ιστορία, υποστηρίζοντας πως άλλη η ιστορική συγκυρία των αποστολικών χρόνων, άλλη των πρώτων χριστιανικών αιώνων, άλλη του μεσαίωνα, άλλη επί Λούθηρου και Καλβίνου και άλλη σήμερα… Γι’ αυτό και στο κείμενο αναφέρεται χαρακτηριστικά: ” Η επέκταση παγκοσμίως της αθεϊστικής κουλτούρας φέρνει την Εκκλησία σε μια θέση στην οποία πολλοί θέτουν σε αμφισβήτηση την ίδια την πίστη, πιστεύοντας ότι η ανθρώπινη ζωή είναι επαρκής αφ’ εαυτής, χωρίς καμία αναφορά στον Θεό. Σε ορισμένους τόπους, η Εκκλησία αντιμετωπίζει μία ριζική μείωση του αριθμού των μελών της και πολλοί πιστεύουν ότι δεν έχει εφαρμογή στη ζωή τους, κάτι που οδηγεί πολλούς να πιστεύουν και να μιλάνε για την αναγκαιότητα επανευαγγελισμού. Όλες οι Εκκλησίες καλούνται να διαδώσουν το ευαγγελικό μήνυμα παίρνοντας υπόψη το εν λόγω κείμενο και άλλα που μπορούν να παρουσιαστούν σε ειδικές αναφορές” (Παράγραφος 7, σελ. 5). Δηλαδή οι Ορθόδοξες Εκκλησίες, μέλη του ΠΣΕ καλούνται να αναθεωρήσουν τη διδασκαλία τους και να την προσαρμόσουν στη σημερινή περίσταση, κατά την προτεσταντική λογική.
3. Τα μέλη του ΠΣΕ καλούνται να αναγνωρίσουν τα μεν τα δε ως “Εκκλησίες” και επομένως να παύσουν να μιλάνε για την “Μία Εκκλησία”, για “αιρέσεις” και για “αιρετικούς” και να αποδεχθούν την θεωρία των κλάδων. Γράφει το κείμενο: ” Για να πραγματοποιηθεί η ορατή ενότητα πρέπει οι Εκκλησίες να μπορέσουν να αναγνωρίσουν οι μεν στις δε, την παρουσία τους, ως αυτού που το Πιστεύω της Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως (381) αναφέρει <Μία Εκκλησία, αγία, καθολική και αποστολική>.” (Παρ. 9, σελ. 5).
4. Η Ιερά Παράδοση δεν στηρίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας, όπως διατυπώνεται από τις Οικουμενικές και Τοπικές Συνόδους και τις αποφάνσεις των Πατέρων της Εκκλησίας, αλλά από το φρόνημα που μεταδίδεται από γενιά σε γενιά και οι Χριστιανοί ακολουθούν ό,τι ο καθένας καταλαβαίνει ως σωστό…:
5. Από τα Μυστήρια αναφέρονται μόνο το Βάπτισμα, η Ευχαριστία και η Ιερωσύνη και παραθεωρούνται τα υπόλοιπα. Η περιγραφή της Θείας Ευχαριστίας γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι αποδεκτή από τους Προτεστάντες κ.λ.π., όχι όμως από τους Ορθοδόξους, για τους οποίους η Ευχαριστία ” δεν είναι αναφορά, ή ανάμνηση, ούτε γίνεται από τον εντεταλμένο προεστώτα της συνάξεως, αλλά είναι μία “η υπό επίσκοπον ούσα” και, κατ΄ επέκταση, από τον πρεσβύτερο (Παρ. 40-44).
6. Η αναφορά στην Ιερωσύνη γίνεται ως “Λειτουργήματος” (Ministere) που το επιτελεί ένας εντεταλμένος λαϊκός και όχι ως Μυστηρίου, κατά το οποίο λαϊκοί χειροτονούνται και, δια της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος, καθίστανται κληρικοί, με ειδικό χάρισμα από τον Θεό.
7. Ουδεμία αναφορά γίνεται περί των Αγίων της Εκκλησίας, περί των Εικόνων και της προσκυνήσεως τους, όπως και περί των Ιερών Λειψάνων των Αγίων.